ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 1052

15 Μαΐου, 2013

 

[ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 11 KAI 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΦΥΛΑΚΙΣΗ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ ΤΗΣ GANNA NELEPA ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ GANNA NELEPA

ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ

ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS

CORPUS AD SUBJICIENDUM.

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 84/2013)

 

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Απορρίφθηκε αίτηση για απελευθέρωση από κράτηση για σκοπούς απέλασης ― Στην προκειμένη εκείνο που βρισκόταν υπό αμφισβήτηση ήταν η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης και όχι η διάρκειά της, ζήτημα που δεν μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της αίτησης για προνομιακό ένταλμα.

 

Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σταθερά αποδέχεται ότι με αίτηση Habeas Corpus μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης αλλοδαπού από πλευράς της διάρκειας της.

 

Η αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοος η οποία κρατείτο σε αστυνομικά κρατητήρια στη Λεμεσό ύστερα από την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, αιτήθηκε με αίτηση, την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus για την απελευθέρωση και αποφυλάκιση της από την παράνομη όπως υποστήριξε, κράτηση της.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα η αιτήτρια με την τελευταία της άφιξη στην Κύπρο εξασφάλισε άδεια παραμονής ως εργοδοτούμενη, η οποία και έληγε στις 6.7.2013. Τον Οκτώβριο του 2012 γνώρισε Βούλγαρο υπήκοο με τον οποίο και τέλεσε πολιτικό γάμο στη Βουλγαρική Πρεσβεία, στη Λευκωσία. Την 1.3.2013, παραιτήθηκε από την εργασία της εξ αιτίας του γάμου της με σκοπό να εξεύρει πρωινή εργασία, μόλις θα αποκτούσε δικαίωμα, ένεκα της αλλαγής του καθεστώτος παραμονής της στην Κύπρο. Από την ημέρα του γάμου της μέχρι και τη σύλληψή της, συζούσε με το πιο πάνω πρόσωπο στη Λεμεσό. Ακολούθως έλαβε διάφορα μέτρα για να εγγράψει το γάμο της και να αιτηθεί αλλαγή καθεστώτος παραμονής στην Κύπρο, ως σύζυγος πλέον ευρωπαίου πολίτη.

 

Στις 26.4.2013, όταν επισκέφθηκε το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης για να παραλάβει τη βίζα της ιδίας όσο και του συζύγου της, συνελήφθη από εκπρόσωπο του Τμήματος.

 

Από πληροφορίες που έλαβε από το Τμήμα, ο λόγος σύλληψής της έγκειτο στο ότι είχε ανακληθεί η βίζα της από τις 14.3.2013, λόγω του ότι, όπως ο εργοδότης της τους πληροφόρησε, είχε παραιτηθεί από την εργασία της και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνώριζε τον πολιτικό γάμο που τέλεσε με το σύζυγό της στη Βουλγαρική Πρεσβεία.

 

Πέραν της αίτησης για προνομιακό ένταλμα η αιτήτρια είχε καταχωρίσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.

 

Η αίτηση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Η κράτηση της αιτήτριας ήταν παράνομη εφ' όσον συνεχιζόταν πέραν των 24 ωρών, χωρίς διάταγμα ή ένταλμα του Δικαστηρίου και χωρίς να εξεταζόταν συγκεκριμένο αδίκημα εναντίον της ενώ η ίδια δεν γνώριζε το λόγο που οι καθ' ων η αίτηση επιζητούσαν την απέλασή της και ούτε της κοινοποιήθηκε οτιδήποτε.

 

β)  Με βάση το Ν.7(Ι)/2007και συγκεκριμένα το Άρθρο 11, από τη στιγμή που η αιτήτρια είχε άδεια εισόδου και στη συνέχεια με το γάμο της δικαιούτο να προχωρήσει, ως σύζυγος πλέον Ευρωπαίου πολίτη, να αποταθεί για να της χορηγηθεί δελτίο διαμονής εντός της περιόδου 4 μηνών, προθεσμία που δεν παρήλθε, η αρμόδια αρχή δεν είχε δικαίωμα να προχωρήσει στη σύλληψή της και στην έκδοση των σχετικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της.

γ)   Υπήρχαν άλλα εναλλακτικά μέσα, τα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά στην περίπτωση της αιτήτριας.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθέντα Τεκμήρια, διαφαινόταν ότι τα σχετικά διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθησαν στη βάση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, αφού προηγουμένως η αιτήτρια είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

2.  Υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ότι τα διατάγματα είχαν επιδοθεί στην αιτήτρια η οποία και αρνήθηκε να τα παραλάβει.

 

3.  Με αυτά τα δεδομένα, η θέση ότι δεν υπήρχε νόμιμο διάταγμα σύλληψης κράτησης ή απέλασης δεν μπορούσε να ευσταθήσει. Τεκμαιρόταν ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης και των εναντίον της διαταγμάτων, έστω και αν αρνήθηκε να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα.

 

4.  Εκείνο που αμφισβητείτο ήταν πλέον η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης και όχι η διάρκειά της, πράγμα που δεν μπορούσε να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, αλλά μόνο στο πλαίσιο της καταχωρηθείσας προσφυγής.

 

5.  Τα εγερθέντα ζητήματα μπορούσαν να ελεχθούν ενδεχομένως μόνο στο πλαίσιο της προσφυγής και κατά την εξέταση της νομιμότητας ή μη, των σχετικών διαταγμάτων.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Shuying v. Δημοκρατίας (2012) 1 A.A. 2725,

 

Maniengo (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 716.

 

Αίτηση.

 

Ρ. Βραχίμης, για την Αιτήτρια.

 

Κυρ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Αιτήτρια παρούσα.

 

Cur. adv. vult.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η αιτήτρια, Ουκρανή υπήκοος, κρατείται σήμερα στα αστυνομικά κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού στη Λεμεσό, καταχώρησε την παρούσα αίτηση επιζητώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus:

 

«Α. Την έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus ad subjiciendum:

 

1. Με το οποίο να κηρύσσεται η κράτηση και/ή η περαιτέρω κράτηση και/ή η φυλάκιση της Αιτούσας παράνομη και/ή καταχρηστική και/ή

 

2. Το οποίο απευθύνεται προς την Κυπριακή Δημοκρατία διά του Υπουργού Εσωτερικών και/ή της διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και να τους διατάσσει να παρουσιάσουν αυθωρεί την Αιτούσα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να αφεθεί ελεύθερη και/ή να αποφυλακίσουν και/ή να απελευθερώσουν αυθωρεί την Αιτούσα και/ή να άρουν αυθωρεί την κράτησή και/ή φυλάκιση της Αιτούσας.

 

Β.   Την αποφυλάκιση και/ή απελευθέρωση και/ή άρση της κράτησης και/ή της περαιτέρω κράτησης και/ή της φυλάκισης της Αιτούσας, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.».

 

Η αίτηση καταχωρίστηκε στις 29.4.2013 και ορίστηκε για ακρόαση στις 30.4.2013. Στις 30.4.2013, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες για καταχώριση ένστασης εντός 10 ημερών και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 9.5.2013. Στις 9.5.2013, ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για τη Δημοκρατία, δεν αμφισβήτησε τα ουσιώδη γεγονότα, επεξήγησε τους λόγους παράλειψης καταχώρισης ένστασης και παρουσίασε ως τεκμήριο 1, 2 και 3 τα σχετικά διατάγματα απέλασης και κράτησης, καθώς και την επιστολή η οποία επεδόθη στην αιτήτρια, την οποία η ίδια αρνήθηκε να υπογράψει, στις 26.4.2013.

 

Παραδεκτά γεγονότα φανερώνουν ότι η αιτήτρια έφθασε στην Κύπρο για τελευταία φορά στις 24.7.2012, οπότε και εξασφάλισε άδεια παραμονής (βίζα) ως εργοδοτούμενη, η οποία και έληγε στις 6.7.2013. Τον Οκτώβριο του 2012 γνώρισε τον Plamen Peev, από τη Βουλγαρία με τον οποίο και τέλεσε πολιτικό γάμο την 1.3.2013, ο οποίος και τελέστηκε στη Βουλγαρική Πρεσβεία, στη Λευκωσία.  Την 1.3.2013, παραιτήθηκε από την εργασία της εξ αιτίας του γάμου της με σκοπό να εξεύρει πρωινή εργασία, μόλις θα αποκτούσε δικαίωμα ένεκα της αλλαγής του καθεστώτος παραμονής της στην Κύπρο. Από την ημέρα του γάμου της μέχρι και τη σύλληψή της, συζούσε με τον πιο πάνω Peev στη Λεμεσό. Ακολούθως έλαβε διάφορα μέτρα για να εγγράψει το γάμο της και να αιτηθεί αλλαγή καθεστώτος παραμονής στην Κύπρο, ως σύζυγος πλέον ευρωπαίου πολίτη. Οι αρχές εξετάζοντας το αίτημα, ζήτησαν από την ίδια διάφορα πιστοποιητικά, όπως πιστοποιητικό γάμου και μεταφράσεις τους, ώστε να εξετάσουν την αίτηση. Στις 24.4.2013 όταν επισκέφθηκαν το αρμόδιο τμήμα στη Λεμεσό σε προκαθορισμένο ραντεβού, έγινε ο έλεγχος όλων των σχετικών εγγράφων, η αίτηση θεωρήθηκε πλήρης και της ζητήθηκε την επομένη να παραλάβει τις αποδείξεις πληρωμής, μέχρι την έκδοση των σχετικών αδειών. Στις 26.4.2013, όταν επισκέφθηκε το Τμήμα για να παραλάβει τη βίζα της ιδίας όσο και του συζύγου της, συνελήφθη από εκπρόσωπο του Τμήματος χωρίς να της επιδείξει οποιοδήποτε ένταλμα σύλληψης ή να την πληροφορήσει τους λόγους για τους οποίους συνελήφθη. Όπως την πληροφόρησε ο σύζυγός της, από πληροφορίες που έλαβε από το Τμήμα, ο λόγος σύλληψής της έγκειτο στο ότι είχε ανακληθεί η βίζα της από τις 14.3.2013, λόγω του ότι, όπως ο εργοδότης της τους πληροφόρησε, είχε παραιτηθεί από την εργασία της και ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνώριζε τον πολιτικό γάμο που τέλεσε με το σύζυγό της στη Βουλγαρική Πρεσβεία.

 

Είναι η θέση της αιτήτριας, την οποία και υποστήριξε σθεναρώς και ενώπιον του Δικαστηρίου και ο δικηγόρος της, κ. Ρ. Βραχίμης, ότι κρατείται παρανόμως εφ' όσον η κράτηση εξακολουθεί πέραν των 24 ωρών, χωρίς διάταγμα ή ένταλμα του Δικαστηρίου και χωρίς να εξετάζεται συγκεκριμένο αδίκημα εναντίον της. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει το λόγο που οι καθ' ων η αίτηση επιζητούν την απέλασή της και ούτε της κοινοποιήθηκε οποιοδήποτε διάταγμα απέλασης ή κράτησής της, ή γνωρίζει καν τον πραγματικό λόγο της κράτησής της. Για το λόγο αυτό, πέραν της παρούσας αίτησης, έχει καταχωρίσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Υπάρχει ορατή πιθανότητα το Ανώτατο Δικαστήριο να κηρύξει άκυρα τα διατάγματα κράτησης και απέλασής της, σύμφωνα με τα γεγονότα και τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή. Επειδή όμως η διαδικασία προσφυγής είναι χρονοβόρα και δεν παρέχει ικανή και αποτελεσματική θεραπεία, γι' αυτό και κατέφυγε στην παρούσα διαδικασία για απελευθέρωσή της.

Ο κ. Σταυρινός υποστήριξε από την άλλη, τη νομιμότητα της σύλληψης και κράτησης της αιτήτριας, παραπέμποντας στα σχετικά διατάγματα τα οποία κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια, και κάλεσε το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση: Εκείνο το οποίο επιζητεί η αιτήτρια είναι ουσιαστικά ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης και των σχετικών διαταγμάτων απέλασης, τα οποία ήδη η αιτήτρια έχει αμφισβητήσει με προσφυγή, ενώ έχει καταχωριστεί και αίτηση αναστολής η οποία ορίστηκε για ακρόαση σε σύντομη ημερομηνία από το παρόν Δικαστήριο, γεγονός που κατά την εισήγησή του, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και πολλαπλότητα με αναφορά στην ίδια θεραπεία.

 

Ο κ. Βραχίμης αγορεύοντας ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη των θέσεών του, παρέπεμψε το Δικαστήριο στο Ν.7(Ι)/2007, ο περί Του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμος του 2007, και συγκεκριμένα στο Άρθρο 11, «Δελτίο διαμονής για τα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους» και συγκεκριμένα στο εδάφιο (2)(α), που προνοεί για την προθεσμία που απαιτείται για την υποβολή της αίτησης για τη χορήγηση του δελτίου διαμονής, και η οποία καθορίζεται σε τέσσερις μήνες από την ημερομηνία άφιξης του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Για να επισημάνει με αναφορά στο πιο πάνω άρθρο, ότι από τη στιγμή που η αιτήτρια είχε άδεια εισόδου και στη συνέχεια με το γάμο της δικαιούτο να προχωρήσει, ως σύζυγος πλέον Ευρωπαίου πολίτη, να αποταθεί για να της χορηγηθεί δελτίο διαμονής εντός της περιόδου των 4 μηνών, προθεσμία που δεν παρήλθε, η αρμόδια αρχή δεν είχε δικαίωμα να προχωρήσει στη σύλληψή της και στην έκδοση των σχετικών διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της. Παραβιάστηκαν έτσι οι ειδικές πρόνοιες του Νόμου και του ειδικού καθεστώτος το οποίο θα έδιδε στην αιτήτρια τα δικαιώματα που της παρέχονται από την Οδηγία 2008/115/ΕΚ.  Επιχειρηματολόγησε ακόμα ο κ. Βραχίμης σε σχέση με την πιο πάνω Οδηγία και συγκεκριμένα αναφέρθηκε στο Άρθρο 15, για να επισημάνει ότι υπήρχαν άλλα εναλλακτικά μέσα, εκτός από τη σύλληψη και φυλάκισή της, τα οποία θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά στην περίπτωση της αιτήτριας και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν συνέτρεχαν οι λόγοι οι οποίοι ορίζονται στο Άρθρο 15, ώστε η αρμόδια αρχή να ενεργήσει, όπως ενήργησε. Παράβαση λοιπόν του Άρθρου 15 της σχετικής οδηγίας συνιστά πρόσθετο λόγο για τον οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να παραχωρήσει στην αιτήτρια την επιζητούμενη θεραπεία.

Το Άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, αποτελεί το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει το θέμα κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείμενου σε διαδικασίες επιστροφής. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη τέτοια κράτηση πρέπει να έχει τη μικρότερη χρονική διάρκεια και να συνεχίζει μόνο για τόσο χρόνο, όσο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Στο ίδιο το άρθρο γίνεται πρόνοια και ορίζονται ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των δικαιωμάτων του υποκείμενου σε κράτηση για τους σκοπούς του Νόμου υπηκόου τρίτης χώρας. Μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι το κάθε κράτος μέλος καθορίζει περιορισμένη περίοδο κράτησης η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Παράταση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο για περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και σε περιπτώσεις όπου, παρόλες τις εύλογες προσπάθειες του κράτους μέλους, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι δυνατόν να διαρκέσει περισσότερο: ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί ή καθυστερεί η λήψη εγγράφων από τρίτες χώρες. Το ζήτημα εξετάστηκε από τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση  Shuying v. Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2725, όπου ο Κραμβής, Δ. ανέφερε και τα εξής:

 

«Σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ενώ η διάρκεια της κράτησης, βάσει του Άρθρου 18ΠΣΤ του εν λόγω νόμου υπόκειται σε αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Στην παρούσα υπόθεση η εφεσείουσα ζήτησε, ως είχε εκ του νόμου δικαίωμα, να ελεγχθεί η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της με τη διαδικασία του Habeas Corpus. Ο συνάδελφος μας που εκδίκασε την αίτηση παραγνώρισε αυτή τη δυνατότητα και με αναφορά στη Bondar (Αρ. 2) (2004) 1 Α.Α.Δ. 2098 διαπίστωσε ότι ο σχετικός έλεγχος δεν μπορεί να ασκηθεί με διαδικασία Habeas Corpus. Αυτή η προσέγγιση είναι λανθασμένη. Προδήλως θα διέφυγε της προσοχής του συναδέλφου μας ότι η εφεσείουσα με την αίτησή της δεν επεδίωξε την αμφισβήτηση της νομιμότητας του διατάγματος της κράτησης της. Τη νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος καθώς και του διατάγματος απέλασης, αμφισβήτησε η εφεσείουσα με προσφυγή η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Αυτό που η εφεσείουσα επεδίωξε με την αίτηση της ήταν ο έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης της από πλευράς διάρκειας.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σταθερά αποδέχεται ότι μόνο με αίτηση Habeas Corpus μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της κράτησης αλλοδαπού από πλευράς της διάρκειας της συμφώνως των προνοιών του Άρθρου 18ΠΣΤ του νόμου. (Βλ. μεταξύ άλλων, Haghilo, Πολ. Αιτ. Αρ. 133/2011, ημερ. 22.12.2011, Bochorishvilli, Πολ. Αιτ. Αρ. 38/2012, ημερ. 2.5.2012, Majid Eazadi, Πολ. Αιτ. Αρ. 137/2012, ημερ. 22.11.2012 και Amer Mahmoud Πολ. Αιτ. Αρ. 164/2012, ημερ. 30.11.2012.».

 

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθέντα Τεκμήρια, διάταγμα κράτησης, φαίνεται ότι ο Υπουργός εξέδωσε τα σχετικά διατάγματα στη βάση του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, αφού προηγουμένως η αιτήτρια είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

 

«6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δε θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:

               .........................

               .........................

 

(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.».

 

Υπάρχει ενώπιόν μου μαρτυρία ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης έχουν εκδοθεί και επιδοθεί στην αιτήτρια η οποία και αρνήθηκε να τα παραλάβει. Η άρνησή της σημειώθηκε από το όργανο το οποίο ήταν επιφορτισμένο με την επίδοσή τους, στην επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς την αιτήτρια ημερ. 26.4.2013 και ώρα 21:30 στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, με την οποία και την πληροφορούσαν τόσο για την απόφασή τους όσο και για τα δικαιώματά της. Με αυτά τα δεδομένα, η θέση ότι δεν υπάρχει νόμιμο διάταγμα σύλληψης κράτησης ή απέλασης δεν μπορεί να ευσταθήσει. Τεκμαίρεται λοιπόν ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης και των εναντίον της διαταγμάτων, έστω και αν αρνήθηκε να παραλάβει τα σχετικά έγγραφα. Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι γνώση και επάρκεια της επίδοσης κρίνεται κατά περίπτωση στα πλαίσια των περιστατικών της κάθε υπόθεσης. Τα ενώπιόν μου γεγονότα και περιστατικά οδηγούν στην πιο πάνω κατάληξη.

 

Είναι φανερό από όσα έχουν εκτεθεί πιο πάνω, ότι εκείνο που αμφισβητείται είναι πλέον η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης και όχι η διάρκειά της, πράγμα που δεν μπορεί να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (Shuying v. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Σε καμία περίπτωση μέσα στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus το Δικαστήριο μπορεί να υπεισέλθει ως επιζητεί ο κ. Βραχίμης, να εξεταστεί η νομιμότητα των ενεργειών του Υπουργού Εσωτερικών είτε μέσα στα πλαίσια του 18ΠΣΤ, είτε μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 15 της πιο πάνω Οδηγίας, και μάλιστα να αποφασιστεί αν είχαν ή όχι, άλλα περιοριστικά μέτρα ικανά, πέραν από τη φυλάκιση και κράτηση της αιτήτριας, τα οποία θα μπορούσαν να επιβάλουν οι καθ' ων η αίτηση υπό τας περιστάσεις, ζήτημα το οποίο μπορεί να ελεγχθεί ενδεχομένως μόνο στο πλαίσιο της προσφυγής και κατά την εξέταση της νομιμότητας ή μη των σχετικών διαταγμάτων. Με την προσκόμιση των αποφάσεων του Υπουργού διαπιστώνεται πλέον και η νομιμότητά της (Maniengo (Αρ. 2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 716).

 

Η αίτηση απορρίπτεται, με €500 έξοδα, εναντίον της αιτήτριας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο