ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 536
4 Μαρτίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ Δ.35, Θ. 2 ΚΑΙ Δ.35 Θ. 19 ΚΑΙ Δ.57 Θ.2,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ IPPODOMIA HOTELS LTD ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΕΦΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2435/2010, Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΗΝ 24/02/2012.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 176/2012)
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης ― Διάταξη 35 ― Απόρριψη αίτησης και απόφανση Εφετείου περί απουσίας οποιουδήποτε υποβάθρου από το οποίο να καταδεικνυόταν η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα αυτής της φύσης είναι πρωτογενής· επομένως συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος ― Δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος ― Και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελιώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης ― Εφαρμοστέες αρχές ― Οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης ― Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή ― Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση, ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος.
Η αιτήτρια αιτήθηκε με σχετική αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο την παράταση για πέντε μέρες, του χρόνου καταχώρησης έφεσης εναντίον απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης σε αίτηση για έκδοση διατάγματος, με το οποίο να αναστελλόταν η διαδικασία σε αγωγή, λόγω της ύπαρξης στην μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, ρήτρας περί παραπομπής διαφορών σε διαιτησία.
Η αιτήτρια αποτάθηκε προηγουμένως στο Επαρχιακό Δικαστήριο με το ίδιο αίτημα και η αίτηση της είχε απορριπτική κατάληξη.
Η αίτηση υποστηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του δικηγόρου ο οποίος εκπροσωπούσε την αιτήτρια στην αγωγή και, ειδικότερα, στην αίτηση για αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας.
Όπως επισήμαινε ο ομνύων, ήταν η πρόθεση της αιτήτριας όπως εφεσιβάλει την ενδιάμεση απόφαση της 24.2.2012, η προθεσμία για προσβολή της οποίας έληξε 14 ημέρες αργότερα, κατά την 9.3.2012. Όμως, αυτό δεν έγινε, επειδή ο ίδιος ο δικηγόρος αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας από τις αρχές Μαρτίου 2012, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος Μαρτίου και απουσίαζε από την εργασία του, ενώ στις 7.5.2012 υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Στην ένορκη δήλωσή του, ο ομνύων επισύναψε ιατρικά πιστοποιητικά.
Η ενάγουσα- καθ' ης η αίτηση στη διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταχώρησε Ένσταση στο αίτημα της αιτήτριας. Σε αυτήν υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι η αίτηση ήταν κακόπιστη και υποβλήθηκε κατά κατάχρηση της διαδικασίας με την ευκαιρία της καταχώρησης από την καθ' ης η αίτηση, της αίτησής της για έκδοση συνοπτικής απόφασης, οπότε αυτή για πρώτη φορά επέδειξε ενδιαφέρον για καταχώρηση έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου από την πλευρά της αιτήτριας, με τα οποία επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί η άπραγη παρέλευση της καθοριζόμενης προθεσμίας των 14 ημερών για την καταχώρηση έφεσης, δεν ήταν ικανοποιητικά.
2. Η ενδιάμεση απόφαση, την οποία η αιτήτρια επιθυμούσε να εφεσιβάλει, εκδόθηκε στις 24.2.2012 και η προθεσμία υποβολής έφεσης έληγε στις 9.3.2012. Τίποτε δεν προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας με το οποίο να επεξηγείτο αν έγινε, ή γιατί δεν έγινε τίποτε στο διάστημα τούτο προς την κατεύθυνση καταχώρησης έφεσης. Τα προβλήματα υγείας του συνηγόρου που χειριζόταν την υπόθεση τότε, τα οποία και αποκλειστικά επικαλείτο η πλευρά της αιτήτριας, δε φαίνονταν να δικαιολογούσαν τη μη διενέργεια οποιασδήποτε διεργασίας ή προεργασίας για την καταχώρηση της έφεσης, αφού αυτά τα προβλήματα παρουσιάστηκαν αργότερα.
3. Κανένα στοιχείο δε δίδετο από το οποίο να αποκαλυπτόταν αδυναμία του δικηγόρου να ετοιμάσει την έφεση προηγουμένως, λόγω κάποιου προβλήματος υγείας το οποίο εμπόδιζε κάτι τέτοιο πριν από τις 9.3.2012.
4. Απουσίαζε επομένως οποιοδήποτε υπόβαθρο από το οποίο να καταδεικνυόταν η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την παρέκκλιση από την εφαρμογή του γενικού, αυστηρού κανόνα περί της αναγκαιότητας τήρησης των προθεσμιών που τίθενται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Χόππης ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140.
Αίτηση.
Γ. Ζαχαρίου, για την Αιτήτρια.
Χρ. Πουτζιουρής, για την Καθ' ης η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ.
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 243/2010 Ε.Δ. Λάρνακας, η εναγομένη εταιρεία καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης υπό αίρεση και ταυτόχρονα καταχώρησε αίτηση για έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία στην αγωγή, λόγω της ύπαρξης στην μεταξύ των διαδίκων σύμβασης, ρήτρας περί παραπομπής διαφορών σε διαιτησία.
Για τους λόγους οι οποίοι επεξηγήθηκαν αναλυτικά σε ενδιάμεση απόφαση της ευπαίδευτης Προέδρου του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 24.2.2012, η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε.
Στις 5.4.2012 οι δικηγόροι της εναγομένης υπέβαλαν αίτηση στο πλαίσιο της αγωγής, με την οποία ζητούσαν παράταση του χρόνου καταχώρησης έφεσης για περίοδο 5 ημερών, έτσι ώστε να εφεσιβάλουν την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση, μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς προθεσμία. Και αυτή η αίτηση της εναγόμενης εταιρείας απορρίφθηκε κατόπιν εκδίκασής της από διαφορετικό Πρόεδρο του ίδιου Δικαστηρίου, με αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 17.10.2012.
Με την παρούσα αίτησή της, η εναγόμενη εταιρεία αποτείνεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας από το Εφετείο την παροχή της ίδιας θεραπείας την οποία αρνήθηκε να της παράσχει το Επαρχιακό Δικαστήριο, ήτοι την παράταση για 5 ημέρες του χρόνου καταχώρησης έφεσης, εναντίον της ορθότητας της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 24.2.2012 για τη μη αναστολή της διαδικασίας στην αγωγή. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του δικηγόρου ο οποίος εκπροσωπούσε την αιτήτρια στην αγωγή και, ειδικότερα, στην αίτηση για αναστολή της διαδικασίας λόγω ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας.
Όπως επισημαίνει ο ομνύων, ήταν η πρόθεση της αιτήτριας όπως εφεσιβάλει την ενδιάμεση απόφαση της 24.2.2012, η προθεσμία για προσβολή της οποίας έληξε 14 ημέρες αργότερα, κατά την 9.3.2012. Όμως, αυτό δεν έγινε, επειδή ο ίδιος ο δικηγόρος αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας από τις αρχές Μαρτίου 2012, τα οποία συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος Μαρτίου και απουσίαζε από την εργασία του, ενώ στις 7.5.2012 υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Στην ένορκη δήλωσή του, ο ομνύων επισυνάπτει ιατρικά πιστοποιητικά. Όπως δε προσθέτει, το θέμα της λήξης της προθεσμίας για καταχώρηση έφεσης εντοπίστηκε κατά την 2.4.2012 από τους παρόντες δικηγόρους της αιτήτριας στους οποίους είχε ανατεθεί το θέμα της καταχώρησης έφεσης, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε ο ίδιος ο ομνύων δικηγόρος. Όπως δε συνοψίζει ο ίδιος στην ένορκή του δήλωση, ο λόγος της μη εμπρόθεσμης καταχώρησης έφεσης ήταν, όχι η αμέλεια, αλλά η σύγχυση και το πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετώπιζε.
Η ενάγουσα-καθ' ης η αίτηση στην παρούσα διαδικασία καταχώρησε Ένσταση στο αίτημα της αιτήτριας στην οποία οι πολυάριθμοι (συνολικά 25 Λόγοι Ένστασης) υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση του εκ των διευθυντών της καθ' ης η αίτηση, κ. Π. Σωτηριάδη.
Όπως επισημαίνει στην ένορκή του δήλωση ο ομνύων, στις 27.3.2012, μετά που η προθεσμία καταχώρησης έφεσης είχε λήξει από τις 9.3.2012, η ενάγουσα-καθ' ης η αίτηση στην παρούσα αίτηση καταχώρησε αίτηση για έκδοση Συνοπτικής Απόφασης εναντίον της αιτήτριας, οπότε μετά λίγες μέρες, η δεύτερη καταχώρησε την αίτησή της για παράταση χρόνου καταχώρησης έφεσης, 25 δηλαδή ημέρες μετά τη λήξη της προβλεπόμενης προθεσμίας.
Όπως ισχυρίζεται ο ομνύων, η αίτηση για παράταση χρόνου είναι κακόπιστη και υποβλήθηκε κατά κατάχρηση της διαδικασίας με την ευκαιρία της καταχώρησης από την καθ' ης η αίτηση, της αίτησής της για έκδοση συνοπτικής απόφασης, οπότε αυτή για πρώτη φορά επέδειξε ενδιαφέρον για καταχώρηση έφεσης. Ως προς τους συγκεκριμένους λόγους τους οποίους επικαλείται η αίτητρια ως λόγους για τους οποίους παρήλθε, χωρίς αξιοποίηση, η προθεσμία για καταχώρηση έφεσης, ο ομνύων τους απορρίπτει, ως αιτιάσεις για πρόκληση καθυστέρησης στην εκδίκαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση. Όπως δε περαιτέρω ισχυρίζεται ο ομνύων, τα αναφερόμενα στην αίτηση προβλήματα του δικηγόρου της αιτήτριας δεν ήταν τέτοια που να εμποδίζουν την εμπρόθεσμη καταχώρηση έφεσης, εφόσον αυτά παρουσιάζονται να είχαν ξεκινήσει κατά ή περί την 13.3.2012, ήτοι μετά τη λήξη της προθεσμίας και σημειώθηκε και καθυστέρηση άλλων 23 ημερών μέχρι την 5.4.2012, οπότε και καταχωρήθηκε η αίτηση για παράταση χρόνου.
Οι συνήγοροι και των δύο πλευρών προέβηκαν σε γραπτές και προφορικές αγορεύσεις ενώπιον του Εφετείου υποστηρίζοντας τις διαφορετικές θέσεις τους με παραπομπή σε σχετική επί του θέματος νομολογία.
Όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί στη νομολογία, οι προθεσμίες οι οποίες τίθενται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς έχουν θεσπιστεί για να τηρούνται με αυστηρότητα και είναι με πολλή φειδώ που πρέπει να εγκρίνονται αιτήματα για παράταση του χρόνου μετά τη λήξη της τεταγμένης προθεσμίας και μόνο στις κατάλληλες περιπτώσεις. Οι αρχές που διέπουν τα της παροχής παράτασης χρόνου καταχώρησης έφεσης επεξηγήθηκαν με σαφήνεια, μεταξύ άλλων, και στην απόφαση στην υπόθεση Χόππης ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
"Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αίτημα αυτής της φύσης (παράταση χρόνου) είναι πρωτογενής· επομένως συναρτάται αποκλειστικά με την κρίση για το βάσιμο του αιτήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έγινε εκτενής αναφορά η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ' αυτό τον τομέα δεν υπόκειται σε οποιουσδήποτε όρους, δηλαδή δεν αποκλείεται εκ προοιμίου ο συνυπολογισμός οποιουδήποτε γεγονότος στην κρίση του αιτήματος. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι και σφάλμα του δικηγόρου, ακόμα και όταν αυτό οφείλεται σε αμέλεια, μπορεί να θεμελιώσει λόγο για την παράταση του χρόνου νοουμένου ότι το επιβάλλουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. [Βλ. The Turkish Co Operative Carob Marketing Society Ltd v. Lutfi Kiamil & Another (1973) 1 C.L.R. 1, Erini Costa HadjiMichael v. Maria Karamichael and two Others (1967) 1 C.L.R. 61, Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ. v. Χ"Νικόλα (1990) 1 Α.Α.Δ. 470, Σολιάτης & Συνεργάται v. A. Χριστοδουλίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1162 και Πεύκιος Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (Προσφ. Αρ. 547/90, ημερ. 30/4/92)].
Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Η τήρηση τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35 Θ.2 για την άσκηση έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτή. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος."
Επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι τα γεγονότα τα οποία τέθηκαν ενώπιόν μας από την πλευρά της αιτήτριας, με τα οποία επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί η άπραγη παρέλευση της καθοριζόμενης προθεσμίας των 14 ημερών για την καταχώρηση έφεσης, δεν είναι ικανοποιητικά.
Η ενδιάμεση απόφαση, την οποία η αιτήτρια επιθυμεί να εφεσιβάλει, εκδόθηκε στις 24.2.2012 και η προθεσμία υποβολής έφεσης έληγε στις 9.3.2012. Τίποτε δεν προβλήθηκε από πλευράς αιτήτριας με το οποίο να επεξηγείται αν έγινε, ή γιατί δεν έγινε τίποτε στο διάστημα τούτο προς την κατεύθυνση καταχώρησης έφεσης. Τα προβλήματα υγείας του συνηγόρου που εχειρίζετο την υπόθεση τότε, τα οποία και αποκλειστικά επικαλείται η πλευρά της αιτήτριας, δε φαίνονται να δικαιολογούν τη μη διενέργεια οποιασδήποτε διεργασίας ή προεργασίας για την καταχώρηση της έφεσης, αφού αυτά τα προβλήματα παρουσιάστηκαν αργότερα. Η πρώτη επίσκεψη σε γιατρό και ιατρική εξέταση, έγινε στις 8.3.2012, η δε επέμβαση πολύ αργότερα, ενώ κανένα στοιχείο δε δίδεται από το οποίο να αποκαλύπτεται αδυναμία του δικηγόρου να ετοιμάσει την έφεση προηγουμένως, λόγω κάποιου προβλήματος υγείας το οποίο εμπόδιζε κάτι τέτοιο πριν από τις 9.3.2012. Εάν δε υπήρχε ένα τέτοιο πρόβλημα, και πάλι δεν παρουσιάζεται να ήταν τέτοιο ώστε να απέτρεπε είτε την υποβολή αιτήματος παράτασης του χρόνου προτού αυτός λήξει, είτε της ανάθεσης της ετοιμασίας της έφεσης σε άλλο δικηγόρο, όπως έγινε αργότερα.
Γενικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι, με τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μας, δεν διαπιστώνουμε πραγματική αδυναμία τήρησης των προθεσμιών λόγω προβλημάτων υγείας του δικηγόρου της αιτήτριας, όπως ήταν ο ισχυρισμός. Ελλείπει επομένως οποιοδήποτε υπόβαθρο από το οποίο να καταδεικνύεται η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, οι οποίες θα δικαιολογούσαν την παρέκκλιση από την εφαρμογή του γενικού, αυστηρού κανόνα περί της αναγκαιότητας τήρησης των προθεσμιών που τίθενται από τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.