ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2013) 1 ΑΑΔ 425

20 Φεβρουαρίου, 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

                                           

1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΣ,

2. ΘΕΟΔΩΡΑ Π. ΖΕΡΒΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2009)

 

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση στεγαστικού δανείου ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με οφειλόμενο υπόλοιπο στεγαστικού δανείου ― Εκρίθη ορθή η πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκαν διάφορες υπερασπίσεις που προβλήθηκαν από τους εφεσείοντες εναγομένους και οι οποίες μεταξύ άλλων αφορούσαν σε ισχυρισμούς περί παρανομίας της σύμβασης, παράνομες  χρεώσεις του λογαριασμού κ.ά..

 

Συμβάσεις ― Σύμβαση δανείου ― Ενεχυρασθείσες μετοχές ― Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι συμφωνία δανείου στην οποία υπάρχουν πρόνοιες που δίδουν δικαίωμα πώλησης ενεχυριασθεισών μετοχών, είναι συμφωνία η οποία παρέχει δικαίωμα και δεν επιβάλλει υποχρέωση πώλησης των μετοχών στην Τράπεζα.

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν με την έφεση, πρωτόδικη απόφαση η οποία εκδόθηκε εναντίον τους, σε αγωγή που ήγειραν οι Εφεσίβλητοι διεκδικώντας υπόλοιπο στεγαστικού δανείου ύψους £28.000, με τόκο 9% ετησίως, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1.

 

Τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 είχε εγγυηθεί η σύζυγος του, Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2. Επίσης, υπήρξε εξασφάλιση του δανείου και με δύο υποθήκες ακινήτων, η μια προϋπάρχουσα και η άλλη μεταγενέστερη.

 

Περαιτέρω ασφάλεια εδόθη υπό τη μορφή ενεχυρίασης μετοχών του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε διάφορες υπερασπίσεις που προβλήθηκαν, οι οποίες μεταξύ άλλων αφορούσαν σε ισχυρισμούς περί παρανομίας της σύμβασης, στη χρέωση του λογαριασμού, για παράνομους τόκους και παράνομες χρεώσεις, εφόσον δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία, αλλά ούτε και αναφορά σε δεδομένα που θα έδειχναν παρανομία στην εφαρμογή των σχετικών νομοθετημάτων.

 

Ως εκ της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της απαίτησης της Εφεσίβλητης, εξεδόθη απόφαση υπέρ αυτής, ως η απαίτηση της και απερρίφθη η ανταπαίτηση των Εφεσειόντων.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

α)  Εσφαλμένα απορρίφθηκε η θέση ότι η Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2 απαλλάχθηκε από τη δική της υποχρέωση εγγύησης, λόγω του ότι δεν της γνωστοποιήθηκε η παράταση την οποία η Τράπεζα έδωσε στην εξόφληση του δανείου. Η σχετική συμβατική πρόνοια παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

β)  Εσφαλμένα εκρίθη ότι οι υποθήκες εξασφάλιζαν, μεταξύ άλλων, και την επίδικη συμφωνία του δανείου.

 

γ)  Η κατάληξη αναφορικά με συμφωνία ενεχυρίασης των μετοχών ήταν λανθασμένη διότι η συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη λόγω παραβίασης του Άρθρου 138 του περί Συμβάσεως Νόμου.

 

δ)  Ήταν εσφαλμένη η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με το θέμα της υποχρέωσης και των οδηγιών πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών.

 

ε)  Ήταν εσφαλμένη η αποδοχή της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα μέρη προέβησαν στη σύμβαση δανείου σε ειδική ρύθμιση του θέματος της παράτασης η οποία θα μπορούσε να δοθεί, δίδοντας απόλυτο δικαίωμα στην Τράπεζα να δώσει παράταση χωρίς μάλιστα ειδοποίηση προς την εγγυήτρια, Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2.  Αυτό έπραξε η Τράπεζα και ήταν απόλυτα μέσα στα πλαίσια των συμβατικών της δικαιωμάτων.

 

2.      Οι υποθήκες κάλυπταν όλες τις υποχρεώσεις, υφιστάμενες και μελλοντικές, έτσι ώστε και οι δύο υποθήκες, και η προϋπάρχουσα και η ακολουθήσασα, να εκάλυπταν την επίδικη συμφωνία δανείου.

 

3.  Δεν υπήρχε περιθώριο για να τεθεί θέμα παρανομίας, αφού ο ίδιος ο εφεσείων δεν είχε εγείρει τέτοιο θέμα, σε σχέση με τη συμφωνία την οποία επικαλέστηκε ότι υπέγραψε νομίμως.

 

4.  Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι συμφωνία δανείου στην οποία υπάρχουν πρόνοιες που δίδουν δικαίωμα πώλησης ενεχυριασθεισών μετοχών, είναι συμφωνία η οποία παρέχει δικαίωμα και δεν επιβάλλει υποχρέωση πώλησης των μετοχών στην Τράπεζα. Τοσούτο μάλλον σε περίπτωση στεγαστικού δανείου όπως εδώ και όχι επενδυτικού δανείου.

 

5.  Αναφορικά με την αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού δεν διαπιστωνόταν οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα για να θεωρήσει ότι αυτή η εικόνα ήταν ορθή. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2174/2005), ημερομ. 27/7/2009.

 

Δ. Δημητρό (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.

 

Ξ. Κόκκινου (κα) για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

 

Ex Tempore

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από το Δικαστή Χατζηχαμπή.

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή αφορά υπόθεση στεγαστικού δανείου ύψους £28.000, φέροντος τόκο 9% ετησίως, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1, ημερ. 4.1.1991. Τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 εγγυήθηκε η σύζυγος του, Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2. Περαιτέρω, υπήρξε εξασφάλιση του δανείου και με δύο υποθήκες ακινήτων, η μια προϋπάρχουσα και η άλλη μεταγενέστερη. Περαιτέρω ασφάλεια εδόθη υπό τη μορφή ενεχυρίασης μετοχών του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1.

 

Η ημερομηνία που το δάνειο έπρεπε να είχε εξοφληθεί ήταν η 31.12.1998, όμως με πρωτοβουλία του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 ο χρόνος παρετάθη μέχρι 31.12.1999. Αυτό συνδέετο και με πρόθεση του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 για ρευστοποίηση των μετοχών που κατείχε προς εξόφληση του δανείου. Φαίνεται ότι δεν υπήρξε διευθέτηση των υποχρεώσεων ακόμα και τη νέα ημερομηνία που εδόθη, 31.12.1999, και ο λογαριασμός ετερματίσθη από την Εφεσίβλητη. Με βάση δε την αγωγή την οποία κατεχώρησε, απαίτησε εναντίον και των δύο Εφεσειόντων-Εναγομένων, το υπόλοιπο, πλέον τόκους, το οποίο ανήρχετο σε €75.585,32 στις 9.4.2009.

 

Η αγωγή κατεχωρήθη το 2005. Το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία από τις δύο πλευρές και κατέληξε ότι είναι αποδεκτή η μαρτυρία εκ μέρους της Εφεσίβλητης Τράπεζας και ότι δεν είναι αποδεκτή η μαρτυρία εκ μέρους του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1. Εξήγησε το Δικαστήριο τους λόγους για την κατάληξη του αυτή και προέβη στα ευρήματα του τα οποία περιλαμβάνουν και τα προαναφερθέντα. Μέρος των ευρημάτων του ήταν επίσης ότι η συμφωνία έγινε με την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων και δεν ήταν ετεροβαρής και περαιτέρω ότι το δάνειο ήταν όντως στεγαστικό δάνειο και ουδέποτε μετατράπηκε σε επενδυτικό ή άλλης μορφής συγκεκαλυμμένο δάνειο. Θεώρησε επίσης ότι οι εξασφαλίσεις που εδόθησαν δεν ήσαν καθ' οιονδήποτε τρόπο άκυρες ή πάσχουσες και ότι αυτές εκάλυπταν όλες τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1, είτε παρούσες, είτε μελλοντικές.

 

Ως προς την υποχρέωση της Εφεσείουσας-Εναγόμενης 2, η οποία ισχυρίστηκε ότι απαλλάσσετο των υποχρεώσεων της επειδή δεν της εκοινοποιήθη η επέκταση του χρόνου πληρωμής του δανείου, το Δικαστήριο παρέπεμψε στην ίδια τη συμφωνία εγγύησης, στην οποία προνοείται ότι η Τράπεζα μπορεί να δίδει παρατάσεις στον πρωτοφειλέτη «άνευ ειδοποίησης προς εμέ», δηλαδή την εγγυήτρια, Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2.

 

Απερρίφθη και άλλη υπεράσπιση του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1, ότι δηλαδή δεν είχε υπογράψει το έγγραφο ενεχυριάσεως μετοχών ενώπιον των μαρτύρων που αναφέρετο ότι υπέγραψε ενώπιον τους, αφού εδέχθη το Δικαστήριο ότι η σύμβαση αυτή είχε υπογραφεί όταν ακόμα ο Εφεσείων ήταν Διευθυντής της Εφεσίβλητης Τράπεζας και επομένως τούτο ήταν το ουσιώδες και ζητούμενο.

Υπήρξε επίσης υπεράσπιση ότι οι υποθήκες δεν εκάλυπταν το εν λόγω δάνειο και ότι μόνο η συμφωνία για τις μετοχές ήταν που θα το εκάλυπτε, ώστε μάλιστα αν ρευστοποιούντο τον κατάλληλο χρόνο αυτές θα ήσαν υπεραρκετές για να το καλύψουν. Όμως και πάλι το Δικαστήριο παρέπεμψε στους όρους της συμφωνίας, ότι οι υποθήκες θα εκάλυπταν όλες τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1.

 

Στην υπεράσπιση προβάλλεται επίσης ισχυρισμός ως προς την παράλειψη της Εφεσίβλητης να πωλήσει τις ενεχυριασθείσες μετοχές όταν η τιμή τους ήταν συμφέρουσα. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στο γεγονός ότι, σύμφωνα με τα ευρήματά του, ο Εφεσείων-Εναγόμενος 1 ουδέποτε έδωσε τέτοια εντολή για πώληση των μετοχών του και περαιτέρω, ότι η ίδια η Εφεσίβλητη ουδέποτε άσκησε σε αυτόν πίεση ώστε να μην πωλήσει τις μετοχές του.  Σχολίασε μάλιστα το Δικαστήριο τη μεγάλη πείρα του Εφεσίβλητου στα τραπεζικά δρώμενα και την ενασχόληση του με το Χρηματιστήριο, που σαφώς δεν συνηγορούσαν υπέρ εισήγησης κατάχρησης σχέσεως. Απερρίφθη λοιπόν η θέση του ότι υπήρξε άρνηση της Εφεσίβλητης Τράπεζας, μετά από οδηγίες του, να πωλήσει τις μετοχές. Απερρίφθη περαιτέρω η θέση του ότι η Εφεσίβλητη είχε δική της υποχρέωση να πωλήσει τις μετοχές βάσει των συμφωνιών, παραπέμποντας στις ίδιες τις συμφωνίες που δείχνουν ότι εκείνο που προκύπτει είναι δικαίωμα και όχι υποχρέωση πώλησης των μετοχών που ενεχυριάζονται για το σκοπό εξασφάλισης του δανείου, εφόσον η σχέση δεν είναι ούτε εμπιστευματική ούτε καταπιστευματική, αλλά σχέση χρεώστη-δανειστή με δικαίωμα και όχι υποχρέωση στην Τράπεζα να πωλήσει τις μετοχές.

 

Απερρίφθησαν και άλλες υπερασπίσεις ως προς τη χρέωση του λογαριασμού για παράνομους τόκους και παράνομες χρεώσεις, εφόσον δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία, αλλά ούτε και αναφορά σε δεδομένα που θα έδειχναν παρανομία στην εφαρμογή των σχετικών νομοθετημάτων.

 

Σαν αποτέλεσμα της κατάληξης του Δικαστηρίου επί της απαίτησης της Εφεσίβλητης, εξεδόθη απόφαση υπέρ αυτής ως η απαίτηση της και απερρίφθη η ανταπαίτηση των Εφεσειόντων, η οποία συναρτάτο ευθέως προς τα θέματα που αφορούσαν την απαίτηση και θα μπορούσε να πετύχαινε μόνο αν οι θέσεις τους ως προς την απαίτηση εγίνοντο δεκτές.

 

Μη μένοντας ικανοποιημένοι με την απόφαση, οι Εφεσείοντες προσέφυγαν στο Εφετείο, προβάλλοντας οκτώ λόγους έφεσης.

Ένας λόγος αφορά την Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2 και τη δική της υποχρέωση εγγύησης και επαναλαμβάνει τη θέση η οποία προωθήθηκε πρωτοδίκως, ότι η ίδια απαλλάσσεται λόγω του ότι δεν της γνωστοποιήθηκε η παράταση την οποία η Τράπεζα έδωσε στην εξόφληση του δανείου. Μεταξύ άλλων, γίνεται εισήγηση ότι παρερμηνεύθη η πρόνοια ως προς την εγγύηση, δεδομένου ότι η εγγύηση ήταν ρητά περιορισμένη χρονικά.

 

Πολύ λίγα θα μπορούσαν να προστεθούν στην κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς τούτο. Τα μέρη προέβησαν σε ειδική ρύθμιση του θέματος της παράτασης η οποία θα μπορούσε να δοθεί, δίδοντας απόλυτο δικαίωμα στην Τράπεζα να δώσει παράταση χωρίς μάλιστα ειδοποίηση προς την εγγυήτρια, Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2. Αυτό έπραξε η Τράπεζα και ήταν απόλυτα μέσα στα πλαίσια των συμβατικών της δικαιωμάτων. Δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο διαπίστωσης λανθασμένης προσέγγισης του Δικαστηρίου στο θέμα τούτο.

 

Χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα είναι και η εισήγηση που γίνεται σε άλλο λόγο έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα εκρίθη ότι οι υποθήκες εξασφάλιζαν, μεταξύ άλλων, και την επίδικη συμφωνία του δανείου. Όσα λέγονται σε στήριξη του λόγου έφεσης αυτού, παραγνωρίζουν τη θεμελιακή πρόνοια στη συμφωνία, ότι οι υποθήκες κάλυπταν όλες τις υποχρεώσεις, υφιστάμενες και μελλοντικές, έτσι ώστε και οι δύο υποθήκες, και η προϋπάρχουσα και η ακολουθήσασα, να εκάλυπταν την επίδικη συμφωνία δανείου.

 

Τα πράγματα όσον αφορά και τους δύο αυτούς λόγους έφεσης είναι τόσο καθαρά, που μας εκπλήττει το ότι προβλήθησαν λόγοι έφεσης που να αφορούν αυτή την πτυχή της απόφασης.

 

Άλλος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της απόφασης που αφορά τη συμφωνία ενεχυρίασης των μετοχών. Γίνεται εισήγηση ότι αυτή η κατάληξη είναι λανθασμένη διότι η συμφωνία ήταν παράνομη και άκυρη λόγω παραβίασης του Άρθρου 138 του περί Συμβάσεως Νόμου, καθ' ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου. Ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης παραγνωρίζει βέβαια την αναφορά στην παράγραφο 7 της Έκθεσης Υπερασπίσεως, όπου οι ίδιοι οι Εφεσείοντες-Εναγόμενοι δέχονται ότι ο Εφεσείων-Εναγόμενος 1 υπέγραψε συμφωνία διαχείρισης και πληρεξουσίου εγγράφου για διαχείριση των ενεχυριασθεισών μετοχών, με τους όρους που αναφέρονται λεπτομερώς στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Δεν υπάρχει περιθώριο για να τεθεί θέμα παρανομίας, αφού ο ίδιος δεν είχε εγείρει τέτοιο θέμα, σε σχέση με τη συμφωνία την οποία επικαλέσθη ότι υπέγραψε νομίμως. Πέραν τούτου όμως, δεν υπάρχουν δεδομένα τα οποία να δικαιολογούν τον λόγο έφεσης, ο οποίος μάλιστα αφορά θέμα το οποίο δεν ηγέρθη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου προς απόφαση. Δεν θα επεκταθούμε.

 

Έπεται να εξετάσουμε το λόγο έφεσης 6 όπως και το λόγο έφεσης 5 συναφώς, οι οποίοι αφορούν το θέμα της υποχρέωσης και των οδηγιών πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών. Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι δεν συγχωρείται, ενόψει της πάγιας και ογκώδους νομολογίας η οποία υπάρχει, η έγερση τέτοιου θέματος. Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι συμφωνία στην οποία υπάρχουν πρόνοιες που δίδουν δικαίωμα πώλησης, είναι συμφωνία η οποία παρέχει δικαίωμα και δεν επιβάλλει υποχρέωση πώλησης των μετοχών στην Τράπεζα. Τοσούτο μάλλον σε περίπτωση στεγαστικού δανείου όπως εδώ και όχι επενδυτικού δανείου που να συνδέεται με την αγορά των ίδιων των μετοχών που ενεχυριάζονται. Η νομολογία αυτή έχει έρθει επανειλημμένα σε γνώση του νομικού κόσμου και αναμενόταν ότι θα έπρεπε να υπάρχει ανάλογη αντίληψη ότι το θέμα έχει κλείσει.  Ήταν ορθότατη η απόφαση της ευπαιδεύτου πρωτόδικης Δικαστού επί του θέματος και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε σε αυτά που ελέχθησαν.

 

Συναφώς, ορθή ήταν και η απόφαση της επί του θέματος του αν δόθησαν οδηγίες από τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο 1 προς την Τράπεζα για να πωλήσει τις μετοχές. Δεν υπάρχει ίχνος ερείσματος στις εισηγήσεις που γίνονται και που αφορούν την απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 επί αυτού του θέματος. Έχουμε ήδη παραθέσει την κατάληξη του Δικαστηρίου και προσθέτουμε απλώς τη δική μας συμφωνία με αυτήν. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1 ήταν στα πλαίσια της ορθής προσέγγισης, ώστε να μην επιτρέπεται παρέμβαση του Εφετείου, και αυτή περιλαμβάνει βεβαίως και την αναφορά του στο θέμα των εν λόγω οδηγιών. Αυτό καλύπτει και τον έβδομο λόγο εφέσεως, ο οποίος ευθέως απευθύνεται στην απόρριψη της μαρτυρίας του Εφεσείοντα-Εναγόμενου 1.

 

Απομένει να εξεταστεί ο λόγος έφεσης 3 ο οποίος αφορά το θέμα της αποδοχής εκ μέρους του Δικαστηρίου της ανακατασκευασμένης κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 6, η οποία ήταν εκείνη που παρουσιάστηκε και στο Δικαστήριο για να καταδείξει την ολότητα της απαίτησης της Εφεσίβλητης Τράπεζας. Και ως προς τούτο όμως δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα του Δικαστηρίου, το οποίο είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα για να θεωρήσει ότι αυτή η εικόνα ήταν ορθή. Παραπέμπουμε συναφώς και στο γεγονός ότι η Τράπεζα πάντοτε απέστελλε μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμών, οι οποίες εδείκνυαν το εκάστοτε υπόλοιπο όπως φαίνεται στο Τεκμήριο Α5. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το Δικαστήριο προχώρησε σε ορθή βάση με την αποδοχή τόσο του Τεκμηρίου 6 όσο και του Τεκμηρίου Α5.

 

Το σύνολο της έφεσης λοιπόν παραμένει χωρίς έρεισμα. Τούτο ισχύει βεβαίως και για το λόγο έφεσης που αφορά την ανταπαίτηση, η οποία ακολουθεί την αποτυχία της υπεράσπισης.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο