ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2513
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 168/2013)
5 Δεκεμβρίου, 2013
[K. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ (ΝΗΟΛΟΓΗΣΗ, ΠΩΛΗΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΠΛΟΙΩΝ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1963
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ REEFER CARRIER LIMITED ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΡΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟ ΡΩΣΙΚΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ ΠΛΟΙΩΝ Μ/V ICE BREEZE KAI M/V ICE STREAM ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΕΥ ΚΛΗΣΕΩΣ ΤΗΣ GELIGNITE HOLDING LIMITED ΑΙΤΗΤΡΙΑ
- - - - - -
Ε. Πιτσιλλίδου, για την Αιτήτρια Εταιρεία.
Β. Ψύρρας, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια, Gelignite Holding Limited, εξαιτείται:
«(α) Διαταγή του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στην εταιρεία Reefer Carrier Limited να πωλήσει ή συμφωνήσει να πωλήσει, μεταβιβάσει εκχωρήσει, υποθηκεύσει ή καθ΄ οιονδήποτε άλλο τρόπο αποξενώσει ή επιβαρύνει τα πλοία M/V Ice Breze M/V Ice Stream ή οποιωνδήποτε μεριδίων τούτων μέχρις ότου το χρέος που οφείλει η καθ΄ ης η αίτηση στην Αιτήτρια πληρωθεί και εξοφληθεί πλήρως.
(β) Οιανδήποτε άλλη διαταγή που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπον.»
Η αίτηση αρχικά καταχωρήθηκε ως μονομερής, μετά όμως από οδηγίες του Δικαστηρίου επιδόθηκε στην άλλη πλευρά η οποία καταχώρησε ένσταση.
Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται η υπό εξέταση αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη στην αίτηση ένορκη δήλωση της Άνθιας Σαββίδου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο L. G. Zambartas LLC που ενεργούν ως δικηγόροι της αιτήτριας και συνοψίζονται ως ακολούθως:
Η αιτήτρια, με βάση συμφωνία δανείου ημερομηνίας 17.4.2008, συμφώνησε να παράσχει στην καθ΄ ης η αίτηση δάνειο ανερχόμενο στο ποσό US$370.000, το οποίο θα έπρεπε να αποπληρωθεί μαζί με τους τόκους κατά τη λήξη του, ήτοι την 16.7.2008. Με μεταγενέστερη συμφωνία ημερομηνίας 15.7.2008 (Addendum No. 1) παρατάθηκε η ημερομηνία αποπληρωμής του χρέους και των τόκων μέχρι την 16.7.2010. Ακολούθως, στις 16.7.2010 υπεγράφη νέα συμφωνία (Addendum No. 2) όπου συμφωνήθηκε ότι το ποσό των US$ 315.000, πλέον τόκους, θα έπρεπε να αποπληρωθεί σε τρεις ισόποσες δόσεις, μέχρι την 31.12.2011. Περαιτέρω, η αιτήτρια και η καθ΄ ης η αίτηση συμφώνησαν όπως τροποποιήσουν κάποιους όρους της αρχικής συμφωνίας και υπεγράφη νέα συμφωνία ημερομηνίας 16.7.2010 (Addendum No. 3).
Περαιτέρω, αναφέρεται ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αρχικής συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 17.4.2008 και τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή της.
Η καθ΄ ης η αίτηση δεν έχει συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της αρχικής συμφωνίας και των μεταγενέστερων συμφωνιών και αρνείται να προβεί στην πληρωμή του ποσού των US$315,000 και του ποσού των τόκων που ανέρχονται σε US$44,531.50. Υπάρχει δε κίνδυνος να αποξενώσει και/ή μεταβιβάσει τα πλοία οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς προηγουμένως να εξοφλήσει τα πιο πάνω ποσά και, σε περίπτωση που λάβει χώρα οποιαδήποτε δικαιοπραξία των εν λόγω πλοίων χωρίς τη συγκατάθεση της αιτήτριας, τότε η αιτήτρια θα παραμείνει χωρίς οποιαδήποτε εξασφάλιση με κίνδυνο να υποστεί ανεπανόρθωτη οικονομική ζημιά.
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η αιτήτρια είναι δανειστής των δύο πλοίων, καθώς η συμφωνία δανείου που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων ήταν για την επισκευή των πλοίων. Ως εκ τούτου, αναφέρεται, η αιτήτρια είναι πρόσωπο έχοντα συμφέρον επί των πλοίων με την έννοια του άρθρου 30 του Νόμου 45/63.
Η ένσταση που καταχωρήθηκε περιλαμβάνει αρκετούς λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
(α) Η αίτηση είναι παράτυπη και λανθασμένη, στερείται νομικής βάσης και η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να εγείρει την αίτηση.
(β) Η αίτηση στερείται πραγματικής υπόστασης, δεν είναι παραδεκτή και τα αποδεικτικά στοιχεία που προβλήθηκαν είναι ελαττωματικά, ανεπαρκή και ελλιπή, καθιστώντας την αίτηση παραπλανητική και ψευδή.
(γ) Η αίτηση είναι καταπιεστική, κακόβουλη και καταχράται της διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκαλώντας αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σπατάλη χρόνου και εξόδων, καθιστώντας την αδικαιολόγητη.
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Sergey V' Yurkov, διευθυντή της Reefer Carrier Limited, όπου αναπτύσσονται οι λόγοι ένστασης.
Αποτελεί θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει ότι είναι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» δυνάμει του άρθρου 30 του Ν.45/63 που σημαίνει πρόσωπο που έχει άμεσο συμφέρον στα δύο πλοία. Η δε ένορκη δήλωση της αιτήτριας γίνεται από δικηγόρο χωρίς να αναφέρεται ο λόγος που δεν γίνεται από την ίδια την αιτήτρια που είναι Κυπριακή εταιρεία. Η αναφορά της δικηγόρου στην πηγή της πληροφόρησης της δεν είναι επαρκής για να τεκμηριώσει γνώση σε σχέση με τα ουσιώδη στοιχεία της αίτησης.
Τα στοιχεία που έχουν τεθεί από την αιτήτρια σε συνάρτηση με τα δύο πλοία, ήτοι τα Πιστοποιητικά Εγγραφής των πλοίων, Τεκμ. 5 και 6, δεν είναι ακριβή και δεν περιέχουν καμία πληροφόρηση για τις υφιστάμενες επιβαρύνσεις επί τούτων. Προς τούτο επισυνάπτονται τα Πιστοποιητικά εγγραφής των δύο πλοίων, Τεκμ. 1 και 2, όπου φαίνονται και οι εγγεγραμμένες επιβαρύνσεις. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας για αποπληρωμη του χρέους (Τεκμ. 7 στην αίτηση) δεν απευθύνεται στην καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία, αλλά σε δύο άλλες Κυπριακές εταιρείες, την Asirus Shipping Limited και Asipac Holding Limited.
Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα η αιτήτρια προωθεί διαδικασία με βάση το άρθρο 30 του Νόμου 45/1963, ενώ η ορθή διαδικασία για την αιτήτρια είναι η επιδίωξη ανάκτησης του ισχυριζόμενου χρέους με αγωγή στα επαρχιακά δικαστήρια.
Σε ό,τι αφορά το δάνειο, αναφέρεται ότι ο σκοπός του ήταν γενικού χαρακτήρα, δε συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί με οποιοδήποτε συγκεκριμένο τρόπο, η καθ΄ ης η αίτηση ήταν ελεύθερη να χρησιμοποιήσει το ποσό του δανείου ανάλογα με τις ανάγκες της και δεν υπήρχε κανένας περιορισμός ως προς τη χρήση των κεφαλαίων.
Οι τροπολογίες που τέθηκαν στη τελευταία συμφωνία, αποτελούν, σύμφωνα με την καθ΄ ης η αίτηση, απαίτηση της αιτήτριας για να συγκατατεθεί σε παράταση της περιόδου αποπληρωμής του δανείου. Προβάλλεται δε η θέση ότι δεν υπάρχει ορισμός του «ναυτικού χρέους» που προνοείται στην συμφωνία (Addendum No. 3) και τίποτα δεν αποδεικνύει πρόθεση να δοθεί στην αιτήτρια κάποιο συμφέρον στα πλοία, ιδιοκτησίας της οφειλέτριας εταιρείας.
Περαιτέρω, ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται ότι η καθ΄ ης η αίτηση δεν αρνήθηκε την αποπληρωμή οποιουδήποτε ληξιπρόθεσμου ποσού που οφείλεται δυνάμει της συμφωνίας δανείου όπως τροποποιήθηκε. Σημειώνεται ότι η επιστολή που κατ΄ ισχυρισμό της αιτήτριας απεστάλη στην καθ΄ ης η αίτηση και επισυνάπτεται στην αίτηση απευθύνεται σε δύο άλλες εταιρείες.
Η αιτήτρια μπορεί να απαιτήσει μόνο ως απλός πιστωτής της καθ΄ης η αίτηση, καθότι δεν έχει καμία σχέση με οποιοδήποτε από τα δύο πλοία. Η δε αιτήτρια μπορεί να επιδιώξει χρηματική απαίτηση με άλλες διαδικασίες.
Νομική βάση της αίτησης είναι το άρθρο 30 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμου του 1963 (Ν.45/1963), το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/1960) και οι Κανόνες 203-212 των περί Δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου του 1893.
Θα εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη λόγω του ότι έγινε από δικηγόρο η οποία δεν είναι εξουσιοδοτημένη από την αιτήτρια, δεν μπορεί να έχει γνώση των λεπτομερειών που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση και χωρίς να υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να γίνει από δικηγόρο.
Στην υπόθεση Rybolovlev v. Rybolovlieva (1010) 1(A) ΑΑΔ 82, το Δικαστήριο εξέτασε το θέμα υποβολής ένορκης δήλωσης από δικηγόρο και συνόψισε τις αρχές που διέπουν το θέμα ως ακολούθως:
«Το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Αν χρειάζεται να τις συνοψίσουμε ξανά, θα λέγαμε ότι γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ΄ ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεση του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc Chic Ltd (1968) 1 CLR 1, In re Efthymiou (1987) 1 CLR 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 ΑΑΔ 1036).
Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν΄ αγνοηθεί ή απορριφθεί. .................
.....................................................................................................
Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.»
Στην υπόθεση TBF (Cyprus) Ltd κ.ά. ν. Εμπορικής Μελετών Σχεδιασμού και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου Ανώνυμης Εταιρείας κ.ά. (2003) 1 (Α) Α.Α.Δ. 459 λέχθηκε πως «το γεγονός πως δεν αναφέρεται ότι ο ενόρκως δηλών είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, αποτελεί μία απλή παρατυπία, αφού ο ενόρκως δηλών είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων των αιτητών και αποκαλύπτεται η πηγή των γνώσεων του που είναι τα έγγραφα και τα στοιχεία που περιέχονται στον εν λόγω φάκελο».
Στην παρούσα περίπτωση η ένορκη δήλωση γίνεται από δικηγόρο η οποία δηλώνει ότι γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης, εκτός όπου ρητά αναφέρεται το αντίθετο. Η υπόθεση στηρίζεται κυρίως σε έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται και δε γίνεται ρητή αναφορά σε γεγονότα που είναι εκτός του πεδίου των γνώσεων της δικηγόρου. Συνακόλουθα, παρά το ότι δεν είναι επιθυμητό ο ομνύων να είναι δικηγόρος, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία δε θεωρώ ότι το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.
Το άρθρο 30 του Νόμου 45/1963 επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση αναφέρει τα εξής:
«Το Ανώτατον Δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν (μη επηρεαζομένης της ενασκήσεως οιασδήποτε ετέρας εξουσίας αυτού) κατόπιν αιτήσεως παντός ενδιαφερόμενου προσώπου, να εκδώση διάταγμα απαγορεύον διά καθωρισμένον τινά χρόνον πάσαν δικαιοπραξίαν αφορώσαν εις πλοίον ή μερίδιον πλοίου, δύναται δε να εκδώση το διάταγμα υπό όρους ους το Δικαστήριον ήθελε κρίνει δίκαιον να επιβάλη, ή να αρνηθή την έκδοσιν του διατάγματος, ή να ακυρώση το διάταγμα εάν τούτο εξεδόθη, μετά ή άνευ εξόδων, και γενικώτερον να ενεργήση ως το δίκαιον της υποθέσεως ήθελεν απαιτήσει, η δε Νηολογούσα Αρχή καίτοι δεν είναι διάδικος, οφείλει να συμμορφούται προς αυτό ευθύς ως επιδοθή αυτή κεκυρωμένον αντίγραφον του διατάγματος τούτου.»
Ο όρος «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» εντός της εννοίας του άρθρου 30 του Νόμου ερμηνεύθηκε στις υποθέσεις Pastella Marine Co Ltd v. National Iranian Tanker Co Ltd (1987) 1 CLR 583 και Κωνσταντίνος Αθανασίου Γερασάκης ν. Wolf Shipping Co Ltd (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 393.
Στην υπόθεση Pastella σημειώνεται, στη σελίδα 590:
«. the case-law of our Supreme Court, as it has developed till now regarding the interpretation of the said section 30 of Law 45/63, has correctly followed the approach in England to the interpretation of section 30 of the Merchant Shipping Act, 1984, with the result that it is necessary for the person seeking an order under section 30 of Law 45/63 to have an interest in the ship concerned...»
Στη σελίδα 593 αναφέρονται τα εξής:
«Several decisions of the Supreme Court given in the exercise of its original Admiralty jurisdiction a contrary interpretation of s. 30 to that adopted by the learned Judge were, as he concluded, wrongly decided and for that reason felt free to depart from them... The limitation was warranted as affirmed in several cases, on the interpretation of the expression «interested person» in the context of s. 30, a view reinforced by the interpretation accorded to corresponding provisions of the English legislation notably s. 30 of the Merchant Shipping Act 1894 where from our legislation originated and purported to incorporate in our statute.»
Ακολούθως στη σελίδα 598:
«The expression «interested person» is to my comprehension in no way synonymous with a «plaintiff», a «petitioner» or «litigant» in a judicial cause of matter. Examined in the context of s. 30 and viewed in conjunction with the nature of the order that can be made, one solely affecting the ship, the expression «interested person» signifies a person having an interest in the ship herself. Had the legislature intended to extend the remedy conferred by s. 30 to every creditor of the owners of the ship. I would expect them to adopt a word other than «interested person»; for example a plaintiff, a petitioner or litigant.»
Στην υπόθεση Γερασάκη v. Waft Shipping Company Limited (1989) 1E ΑΑΔ 393 ο όρος ερμηνεύτηκε ως εξής:
«"Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο" στο άρθρο 30 του Νόμου 45/63 σημαίνει άτομο , που έχει συμφέρον σε αυτό τούτο το πλοίο και όχι απλώς πιστωτές ή πρόσωπα, που έχουν απαίτηση για αποζημιώσεις. Εν όψει των γεγονότων της υπόθεσης αυτής είναι φανερό ότι η διαφορά του εφεσείοντα με τους εφεσίβλητους είναι χρηματική διαφορά. Ο εφεσείων δεν είναι "ενδιαφερόμενο πρόσωπο"»
Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν έχει καταχωρηθεί αγωγή ή άλλη εναρκτήρια διαδικασία. Στη Γερασάκης (ανωτέρω), στις σελίδες 394, 401, το Δικαστήριο κατέληξε ότι το άρθρο 30 του Νόμου 45/63 εισάγει εξειδικευμένη θεραπεία, που παραχωρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο με το δικονομικό τρόπο που προβλέπεται από το ίδιο το άρθρο. Δεν είναι αναγκαίο να σχετίζεται η ζητούμενη αυτή ειδική θεραπεία με αγωγή σε διαφορά μεταξύ των διαδίκων. Το διάταγμα του άρθρου 30 μπορεί να εκδοθεί για να προληφθεί οποιαδήποτε δικαιοπραξία, που αφορά σε πλοίο, εγγεγραμμένο στο Κυπριακό Νηολόγιο, έστω και αν η διαφορά δεν έχει αχθεί με αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου ή δεν καταλήγει σε αντιδικία στο μέλλον και οπουδήποτε.
Διευκρίνισε δε περαιτέρω ότι τα περιθώρια εφαρμογής του άρθρου 30 του Νόμου 45/63 είναι περιορισμένα και πως στην Κύπρο γίνεται συχνότερα επίκλησή του, διαζευκτικά με επίκληση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Όμως, η επίκλησή του δεν πρέπει να γίνεται διαζευκτικά ή επιπρόσθετα προς το άρθρο 32 (σελίδες 395, 406).
Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, ούτε άλλωστε η συνήγορος της αιτήτριας επιχειρηματολόγησε στη βάση της εν λόγω νομοθετικής διάταξης.
Κύριο στοιχείο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο πλευρών είναι κατά πόσο η αιτήτρια είναι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» εν τη εννοία του άρθρου 30. Αποτελεί θέση της αιτήτριας, όπως αναπτύχθηκε στην αγόρευση της κας Πιτσιλλίδου, ότι η αιτήτρια δεν είναι ένας απλός δανειστής της πλοιοκτήτριας εταιρείας, καθώς το δάνειο δόθηκε με σκοπό την επισκευή των πλοίων, ως προσδιορίζεται στο προοίμιο της τροποποιημένης συμφωνίας (Addendum 3). Επίσης σύμφωνα με άλλον όρο της συμφωνίας, η αιτήτρια είχε το δικαίωμα να διαφυλάξει τα δικαιώματά της, εγείροντας απαίτηση και διαδικασίες σύλληψης εναντίον των πλοίων, καθιστώντας την με αυτόν τον τρόπο πιστωτή των πλοίων, έχουσα συμφέρον επί τούτων εντός της εννοίας του άρθρου 30.
Με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση της συνηγόρου, δεν συμφωνώ ότι η αιτήτρια έχει καταστεί καθ΄ οιονδήποτε χρόνο «πιστωτής του πλοίου».
Η αρχική συμφωνία δανείου δεν έκανε αναφορά στο σκοπό του δανείου ούτε στο γεγονός ότι η καθ΄ ης η αίτηση είναι ιδιοκτήτρια των δύο πλοίων. Στην τροποποιητική συμφωνία (Addendum 3), είναι γεγονός ότι γίνονται κάποιες προσθήκες. Στο προοίμιο της συμφωνίας αναφέρονται τα ακόλουθα:
«(D) WHEREAS the Borrower is the title owners of m/v Breeze, reefer, 1987, Flag Russia, RMRS, GT 3403 and m/v Ice Stream, reefer, Flag Russia, RMRS, GT 3401 (hereafter referred to as the "Vessels");
(E) WHEREAS the Loan Amount granted by the Lender to the Borrower for the purpose of repair services to the above named Vessels.»
Περαιτέρω σύμφωνα με τους όρους 3 και 4 προνοούνται τα ακόλουθα:
«3. The Borrower agreed and confirmed that their obligations under the Loan Agreement are considered as marine debts under the provisions of the Common Law and Russian Marine Law.
4. The Borrower has all rights to protect their interests under the terms of the Loan Agreement following the claim and arrest procedures against the Vessels.»
Οι όροι 3 και 4 που προσετέθησαν στην συμφωνία χαρακτηρίζονται από ασάφεια και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ως εισηγείται η συνήγορος. Ειδικώτερα, σημειώνω ότι δεν περιλαμβάνεται οποιοσδήποτε ορισμός του «marine debts» που χρησιμοποιείται στην παράγραφο 3 και δεν καταδεικνύεται πρόθεση να δοθεί στην αιτήτρια κάποιο συμφέρον στα δύο πλοία. Ούτε δόθηκε μαρτυρία ως προς τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας ή του κοινοδικαίου που γίνεται επίκληση στον εν λόγω όρο. Επιπρόσθετα, ούτε με βάση την παράγραφο 4 θα μπορούσε να αποδοθεί στην αιτήτρια οποιοδήποτε συμφέρον στα δύο πλοία. Το γεγονός ότι διαφυλάσσονται τα δικαιώματα της καθ΄ ης η αίτηση, σε περίπτωση που καταχωρηθεί απαίτηση και διαδικασία σύλληψης κατά των πλοίων της, δεν θεωρώ ότι αναγνωρίζει συμφέρον της αιτήτριας στα πλοία αυτά.
Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ocean Corporation Ltd v. Novorossijskrybprom Company Limited (Αρ. 1) (1996) 1 ΑΑΔ 1148 είναι σχετικό:
«. το απαιτούμενο ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Άρθρου 30 δεν μπορεί να είναι το ενδιαφερόμενο σε σχέση με το πλοίο αντικρισμένο ως το περιουσιακό στοιχείο της άλλης πλευράς με στόχο την εξασφάλιση χρηματικής απαίτησης, αλλά ενδιαφέρον με την έννοια του εγγενούς και συγκεκριμένου συμφέροντος στο ίδιο το πλοίο ή σε μερίδιό του.»
Περαιτέρω, ακόμα και το γεγονός ότι σύμφωνα με τη θέση της καθ΄ ης οι τροποποιήσεις στη συμφωνία έγιναν μετά από απαίτηση της αιτήτριας για παραχώρηση παράτασης στην αποπληρωμή του δανείου, δεν μπορεί να προσδώσει στην αιτήτρια συμφέρον στα δύο πλοία ως απαιτείται από το άρθρο 30. Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε στην Γερασάκη (ανωτέρω), «Το στοιχείο δε, κατά πόσο ο αιτητής είναι ενδιαφερόμενο πρόσωπο, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης αλλά να αποδεικνύεται θετικά ώστε να πληρούται κατά τη γνώμη μας η σοβαρή προυποθεση του άρθρου 30».
Στην παρούσα περίπτωση θεωρώ ότι δεν έχει αποδειχθεί θετικά από την αιτήτρια ότι είναι «ενδιαφερόμενο πρόσωπο» σύμφωνα με το άρθρο 30. Συνακόλουθα, η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη, χωρίς να απαιτείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου εγερθέντος θέματος.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. Σταματίου,
Δ.
/ΧΤΘ