ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 2526

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 155/2009)

 

16 Δεκεμβρίου 2013

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.,  ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΙΡΙΝΑ ΓΙΟΛΙΤΟΥ

Εφεσείουσα

ν.

 

ALPHA BANK LIMITED

Εφεσίβλητης

_ _ _ _ _ _

Ν. Πιριλλίδης και Α. Ερωτοκρίτου, για την Εφεσείουσα.

Ξ. Κόκκινου για Π. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Χατζηχαμπή, Π.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

­­

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Την 23.8.2000 η Εφεσείουσα και ο σύζυγος της υπέγραψαν Γενικό Ενέχυρο (General Lien) επί οιωνδήποτε λογαριασμών τους με την Εφεσίβλητη Τράπεζα για σκοπούς Συμφωνίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων μεταξύ της Εφεσίβλητης και εταιρείας του συζύγου της Εφεσείουσας. Οι εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις ήσαν μέχρι £140,000 και εξασφαλίζοντο, πέραν του Γενικού Ενεχύρου της Εφεσείουσας, με προσωπική εγγύηση του συζύγου της. Το Γενικό Ενέχυρο δεν ήταν στα συνήθη ονοματεπώνυμα της Εφεσείουσας και του συζύγου της, δηλαδή Irene Γιολίτου και Πανίκος Γιολίτης, αλλά στα ονόματα Irene Πανίκου και Πανίκος Κυριάκου, ως ψευδώνυμα.

 

Τα πράγματα δεν πήγαν καλά και, αφού η εταιρεία διελύθη το 2004, το 2007 η Εφεσίβλητη, βασιζόμενη στο Γενικό Ενέχυρο της Εφεσείουσας, μετέφερε σε πίστη της, από τρεις λογαριασμούς της Εφεσείουσας, συνολικό ποσό πέραν των €95,000 προς κάλυψη χρεωστικού υπολοίπου της εταιρείας. Οι εν λόγω λογαριασμοί είχαν ανοιχθεί ο ένας το 2001 και οι άλλοι δύο το 2006. Να σημειωθεί ότι το 2004 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε απόφαση κατά της εταιρείας και του συζύγου της Εφεσείουσας, ουδέν ποσόν όμως εισεπράχθη δυνάμει αυτής.

 

Η Εφεσείουσα, εγείροντας αγωγή κατά της Εφεσίβλητης, απαίτησε την επιστροφή των εν λόγω ποσών αμφισβητώντας το δικαίωμα των Εφεσιβλήτων να το μεταφέρουν σε πίστη τους. Η θέση της ήταν ότι το Γενικό Ενέχυρο της δεν εκάλυπτε τους εν λόγω λογαριασμούς παρά μόνο ένα άλλο κοινό λογαριασμό της Εφεσίβλητης και του συζύγου της. Ισχυρίσθηκε προς τούτο συμφωνία, παράλληλη προς το Γενικό Ενέχυρο της, συναφθείσα την ίδια μέρα, η οποία και προέκυπτε από ανάλογες παραστάσεις της Εφεσίβλητης, ότι δηλαδή το Γενικό Ενέχυρο το οποίο η Εφεσείουσα θα υπέγραφε θα επεριορίζετο στον εν λόγω κοινό λογαριασμό. Ο εν λόγω λογαριασμός, ο οποίος, ως αναφέρεται στην ΄Εκθεση Απαίτησης, είχε ανοιχθεί την 23.8.2000 «ή λίγους μήνες ενωρίτερα», ήταν «μυστικός» αφού η Εφεσείουσα και ο σύζυγός της εμφανίζοντο με τα ίδια ψευδώνυμα που εμφανίζοντο στο Γενικό Ενέχυρο και χωρίς άλλα στοιχεία, ήταν δε ο μόνος λογαριασμός που η Εφεσείουσα διατηρούσε με την Εφεσίβλητη την 23.8.2000 και σκοπός του ήταν ακριβώς να περιορίσει, ως  εκ της ψευδωνυμίας του, την ευθύνη της Εφεσείουσας για τις πιστωτικές διευκολύνσεις σε αυτόν και μόνο.  Ηταν, ισχυρίσθηκε περαιτέρω η Εφεσείουσα, στη βάση των εν λόγω παραστάσεων που επείσθη να υπογράψει το Γενικό Ενέχυρο, ώστε να προέκυπτε η εν λόγω παράλληλη συμφωνία.

 

Η Εφεσίβλητη στην Υπεράσπιση της αρνήθηκε ότι προέβη στις παραστάσεις και την παράλληλη συμφωνία που ισχυρίσθηκε η Εφεσείουσα και εστάθη στο δικαίωμά της δυνάμει του Γενικού Ενεχύρου.

 

Μαρτυρία στη δίκη εδόθη από την Εφεσείουσα και το σύζυγό της αφ΄ ενός και από τρεις υπαλλήλους των Εφεσιβλήτων. Μεταξύ αυτών όμως δεν ήταν ο τότε διευθυντής του σχετικού υποκαταστήματος της Εφεσίβλητης κ. Κυριακίδης, στον οποίο η Εφεσείουσα και ο σύζυγος της απέδωσαν τις κατ΄ ισχυρισμό παραστάσεις. Δική του εισήγηση, ήταν η θέση τους, ήταν το άνοιγμα του μυστικού λογαριασμού ο οποίος,  ως φέρων τα ίδια ψευδώνυμα με το Γενικό Ενέχυρο, θα ήταν ο μόνος που θα επηρεάζετο από αυτό. Και ήσαν με τις δικές του ανάλογες διαβεβαιώσεις, ότι το Γενικό Ενέχυρο δεν θα επεκτείνετο έτσι σε άλλους λογαριασμούς στο σύνηθες όνομα της Εφεσείουσας, που η Εφεσείουσα υπέγραψε το Γενικό Ενέχυρο. Η μαρτυρία της Εφεσίβλητης απέληξε να είναι τυπικής φύσεως, αφού ακόμα και η μόνη αναφορά της ΜΥ1, η οποία είχε υπογράψει ως μάρτυρας των υπογραφών της Εφεσείουσας και του συζύγου της στο Γενικό Ενέχυρο, ότι ουδέποτε ελέχθη από τον κ. Κυριακίδη στην Εφεσείουσα και στο σύζυγο της ότι άλλοι λογαριασμοί τους στα συνήθη ονόματά τους δεν θα εδεσμεύοντο από αυτό, εκρίθη από το Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψη αφού η ΜΥ1 δεν μπορούσε να γνώριζε τι προηγήθη των υπογραφών.

 

Παρά ταύτα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη κλήση του κ. Κυριακίδη δεν προεξοφλούσε την αποδοχή της εκδοχής της Εφεσείουσας η οποία και είχε το βάρος απόδειξης. Απέρριψε δε ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της Εφεσείουσας και του συζύγου της στη βάση, ουσιαστικά, ότι, ενώ η Εφεσείουσα ισχυρίσθηκε ότι ο μυστικός λογαριασμός ανοίχθηκε την 23.8.2000, τούτο διαψεύδετο από το ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάσθησαν, αυτός είχε ανοιχθεί την 20.4.2000. Είπε δε το Δικαστήριο τα ακόλουθα σχετικά (σελ. 10):

 

«Δεν θα είχε μεγάλη σημασία ο χρόνος ανοίγματος του λογαριασμού εάν η θέση της Ενάγουσας δεν ήταν η συγκεκριμένη, ότι δηλαδή ο λογαριασμός ανοίχθηκε τη προτροπή του διευθυντή του καταστήματος της Τράπεζας για να εξυπηρετήσει τη διευθέτηση της παροχής του Γενικού Ενέχυρου. Η Ενάγουσα δεν επέμενε μέχρι τέλους στο ότι ο λογαριασμός ανοίχθηκε την ίδια ημέρα, όμως επέμενε ότι ανοίχθηκε για τον πιο πάνω σκοπό με εισήγηση του Μ. Κυριακίδη την περίοδο των συζητήσεων για τις διευκολύνσεις προς την εταιρεία. Είπε ακόμη πως πριν υπογράψει το Γενικό Ενέχυρο δεν γνώριζε τον Μ. Κυριακίδη.»

 

 

 

Απορρίπτοντας ως αναξιόπιστη και τη μαρτυρία του συζύγου της Εφεσείουσας, το Δικαστήριο παρέπεμψε στο ότι, καθ΄ όσον ο μυστικός λογαριασμός προϋπήρχε, δεν μπορούσε να ευσταθεί η θέση ότι αυτός ανοίχθηκε με εισήγηση του κ. Κυριακίδη και με σκοπό την υπογραφή του Γενικού Ενεχύρου την 23.8.2000, όπως ήταν και η θέση του συζύγου της Εφεσείουσας.

 

Το Δικαστήριο όμως εδέχθη, συγχρόνως, ότι η Εφεσείουσα, όταν άνοιγε τους εν λόγω τρεις λογαριασμούς, επίστευε ότι αυτοί, όντας στο πραγματικό της όνομα, δεν επηρεάζοντο από το Γενικό Ενέχυρο το οποίο υπεγράφη με ψευδώνυμο. Προβληματίσθηκε μάλιστα για το ότι την 21.11.2002 απεσύρθη από το μυστικό λογαριασμό όλο το ποσό των £46.627,50 το οποίο ήταν τότε κατατεθειμένο σ΄ αυτόν, παρατηρώντας ότι προέκυπτε το εύλογο ερώτημα γιατί η Εφεσείουσα το 2006  (και αφού μάλιστα η Εταιρεία είχε τότε διαλυθεί και εξασφαλισθεί απόφαση εναντίον της και εναντίον του συζύγου της Εφεσείουσας) να άνοιγε τους δύο λογαριασμούς εκτιθέμενη έτσι στον κίνδυνο να τους χρησιμοποιήσει η Εφεσίβλητη δυνάμει του Γενικού Ενεχύρου. Ούτε όμως αυτό το εύλογο ερώτημα, θεώρησε το Δικαστήριο, ενίσχυε τη θέση της ότι οι παραστάσεις είχαν γίνει όπως ισχυρίσθηκε, αφού μπορεί να διατηρούσε την εντύπωση, με τη δική της αντίληψη των πραγμάτων, ότι το Γενικό Ενέχυρο εκάλυπτε μόνο το μυστικό λογαριασμό, χωρίς να υπήρχαν οι παραστάσεις που ισχυρίζετο.

 

Μας βρίσκουν σύμφωνους οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Εφεσείουσας στους λόγους έφεσης όπως αυτοί αναπτύσσονται στο περίγραμμα. Μόνο επίδικο θέμα στη δίκη ήταν το κατά πόσο υπήρξαν οι παραστάσεις τις οποίες ισχυρίσθηκε η Εφεσείουσα και ο σύζυγος της ότι έκανε ο κ. Κυριακίδης ώστε να προέκυπτε ανάλογη παράλληλη συμφωνία. Επ΄ αυτού, εδόθη ουσιαστική μαρτυρία μόνο από την πλευρά της Εφεσείουσας, αφού ο κ. Κυριακίδης δεν εκλήθη. Και ναι μεν δεν είχε υποχρέωση η Εφεσίβλητη να τον καλέσει, ούτε θα ήταν λογικό να αναμένεται να τον καλέσει η Εφεσείουσα για να αντικρούσει την ίδια την εκδοχή της (ως θα ήταν πιθανό, και να μην δικαιούται να τον αντεξετάσει), το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι η μαρτυρία για την Εφεσείουσα παρέμενε άνευ αντίκρουσης. Το σχετικό βάρος απόδειξης που είχε η Εφεσείουσα ήταν λοιπόν ανάλογο τούτου.

 

Επειτα, δεν εδικαιολογείτο η απόρριψη της μαρτυρίας της Εφεσείουσας και του συζύγου της ως αναξιόπιστης, ουσιαστικά με αναφορά και μόνο στο θέμα της ημερομηνίας ανοίγματος του μυστικού λογαριασμού. Κατά πρώτον, η αναφορά της Εφεσείουσας, η οποία, ας σημειωθεί, έδωσε μαρτυρία μέσω μεταφραστή, ότι ο μυστικός λογαριασμός ανοίχθηκε την 23.8.2000 δεν είχε τη βεβαιότητα και τη σκοπιμότητα που θα εχρειάζετο να έχει για να επηρεάσει τόσο δραστικά την κρίση της αξιοπιστίας. Το ίδιο το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Εφεσείουσα διαφοροποιήθηκε στη συνέχεια λέγοντας ότι αυτό που ενθυμείτο ήταν ότι ανοίχθηκε τον καιρό των πιστωτικών διευκολύνσεων. Ο δε σύζυγος της Εφεσείουσας ανέφερε ότι υπήρξαν πολλές συναντήσεις και επαφές με τον κ. Κυριακίδη πριν υπογραφούν τα έγγραφα που αφορούσαν τις πιστωτικές διευκολύνσεις. Εξ άλλου, είναι δεδομένο ότι ο μυστικός λογαριασμός ανοίχθηκε την 20.4.2000 και ότι, όπως επίσης ανέφερε ο σύζυγος της, εκείνη την ημέρα η Εφεσείουσα συνάντησε τον κ. Κυριακίδη υπογράφοντας για το μυστικό λογαριασμό. Επειτα, να μη λησμονούμε ότι η μαρτυρία της Εφεσείουσας εδόθη οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά από τα επίδικα συμβάντα. Πέραν τούτου, να παρατηρηθεί ότι και στην ΄Εκθεση Απαίτησης η σχετική αναφορά είναι ότι ο μυστικός λογαριασμός ανοίχθηκε την 23.8.2000 «ή ολίγους μήνες ενωρίτερα».

 

Με όλα αυτά υπ΄ όψιν, δεν εδικαιολογείτο η σημασία την οποία απέδωσε το Δικαστήριο στην αρχική αναφορά της Εφεσείουσας ότι ο μυστικός λογαριασμός ανοίχθηκε την 23.8.2000, συσχετίζοντας την με την προτροπή του κ. Κυριακίδη για σκοπούς υπογραφής του Γενικού Ενεχύρου, αφού μάλιστα το ίδιο το Δικαστήριο συγχρόνως ανεγνώρισε ότι δεν επέμενε στην αναφορά της και ότι η σημασία που έθεσε ήταν στο ότι ανοίχθηκε την περίοδο των διαπραγματεύσεων για την παροχή των πιστωτικών διευκολύνσεων στην εταιρεία. Ούτε εδικαιολογείτο η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εκδοχή της Εφεσείουσας κατά τη δίκη ήταν εκ των υστέρων σκέψη απεγκλωβισμού της από το Γενικό Ενέχυρο.

 

Είναι όμως και άλλα στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπ΄ όψιν. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που να δείχνει ότι ο μυστικός λογαριασμός είχε σχέση με το Γενικό Ενέχυρο. Και αν όμως ο μυστικός λογαριασμός δεν είχε ανοιχθεί για σκοπούς του Γενικού Ενεχύρου, εν τούτοις δεν μπορεί να παραβλεφθεί, ότι όχι μόνο ήταν ο μόνος λογαριασμός της Εφεσείουσας την 23.8.2000, αλλά ήταν και στα ίδια ακριβώς ψευδώνυμα στα οποία αφορούσε και το Γενικό Ενέχυρο. Στην ίδια του την όψη λοιπόν το Γενικό Ενέχυρο παρέπεμπε στον εν λόγω λογαριασμό και μόνο, πράγμα που καθιστούσε τουλάχιστο λογικοφανή την εκδοχή της Εφεσείουσας και αποκτούσε συγκεκριμένο περιεχόμενο. Περαιτέρω, το ερώτημα που το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε ως ευλόγως προκύπτον, γιατί δηλαδή η Εφεσείουσα να ανοίξει νέους λογαριασμούς το 2006 και μάλιστα όταν η εταιρεία διελύθη και είχε καταστεί εξ αποφάσεως χρεώστης μαζί με το σύζυγό της από το 2004, εφ΄ όσον, όπως ήταν και το εύρημα του, η Εφεσείουσα επίστευε ότι το Γενικό Ενέχυρο εκάλυπτε μόνο το μυστικό λογαριασμό, όφειλε να είχε οδηγήσει το Δικαστήριο στο να επιδείξει περισσότερη προσοχή ως προς την αξιοπιστία της υπόθεσης της Εφεσείουσας. Ιδιαιτέρως αφού από το 2002 ο μυστικός λογαριασμός είχε αδειάσει, πράγμα που επίσης οδήγησε το Δικαστήριο στο ίδιο εύλογο ερώτημα. Εντοπίζουμε μάλιστα και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση, το οποίο φαίνεται να αντιστρατεύεται το ίδιο το σκεπτικό του (σελ. 13):

 

«Είμαι της άποψης πως εάν πράγματι κατά τους χρόνους της υπογραφής του Γενικού Ενεχύρου η Ενάγουσα είχε εκφράσει τις ανησυχίες της και μόνο κατόπιν των ισχυριζόμενων παραστάσεων ή και συμφωνίας με το διευθυντή του καταστήματος της Τράπεζας υπόγραφε το Τεκμήριο 5, το ζήτημα θα ήταν στο μυαλό της και παρά τις διαβεβαιώσεις θα απόφευγε να ανοίξει νέους λογαριασμούς στην Τράπεζα. Οι ανησυχίες θα παρέμεναν στη σκέψη της παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις.»

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται. Μόνη οδός είναι η επανεκδίκαση, όπως και διατάσσεται. Η Εφεσίβλητη θα καταβάλει €5000 έξοδα στην Εφεσείουσα για την πρωτόδικη και την κατ΄ έφεση διαδικασία.

 

 

 

                                                        Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                        Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο