ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2256
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 20/2011)
5 Νοεμβρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΡΑΚΟΣ,
Εφεσείοντας/Αιτητής,
ν.
PAULA HOLMES (DRAKOU),
Εφεσίβλητης/Καθ'ης η αίτηση.
Χρ. Χριστοφόρου, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Βεζούβιος, για την Εφεσίβλητη.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με εναρκτήρια αίτηση την οποία καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ο εφεσείων επεδίωξε τις πιο κάτω θεραπείες:
"Α. Διάταγμα και/ή απόφαση του δικαστηρίου που να ακυρώνει και/ή ανακαλεί τη μεταβίβαση επ' ονόματι της Καθ'ης η αίτηση του ¼ μεριδίου του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/13815 αρ. τεμαχίου 507 του Φ/Σχ. 54/22 τοποθεσία «ΚΑΥΚΑΛΛΑ ΤΟΥ ΠΟΤΟΥ» εις Παρεκκλησιά-Λεμεσός του οποίου η μεταβίβαση εγένετο δυνάμει δωρεάς από τον Αιτητή προς την Καθ'ης η αίτηση και ότι ο Αιτητής δικαιούται εις την επανεγγραφή επ' ονόματι του, του πιο πάνω μεριδίου του ακινήτου.
Β. Διάταγμα και/ή απόφαση του δικαστηρίου δια του οποίου να διατάσσει την καθ'ης η αίτηση όπως μεταβιβάσει και εγγράψει επ' ονόματι του αιτητή το ½ μερίδιο του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/11386 αρ. τεμαχίου 756,Φ/Σχ. 54/22 τοποθεσία «ΜΑΥΡΟΣ» εις την Παρεκκλησιά-Λεμεσού με την ταυτόχρονη καταβολή του ποσού των Λ.Κ. 30.000 εις την καθ'ης η αίτηση το οποίο ποσό αποτελεί την συνεισφορά της καθ'ης η αίτηση εις την επαύξηση της περιουσίας του αιτητή.
Γ. Διαζευκτικά με την θεραπεία «Β» ανωτέρω διάταγμα του δικαστηρίου δια του οποίου να διατάσει την καθ'ης η αίτηση εις την καταβολή του ποσού των Λ.Κ. 30.000 εις τον αιτητή το οποίο ποσό αποτελεί την επαύξηση της περιουσίας της από την συνεισφορά και/ή την συμβολή του αιτητή εις την εν λόγω αύξηση."
Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, όπως αυτά δηλώθηκαν κατά την έναρξη της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας και ως τέτοια εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, αλλά και τα αδιαμφισβήτητα όπως προέκυψε από τη μαρτυρία γεγονότα, εφεσείων και εφεσίβλητη παντρεύτηκαν την 1/6/1996. Την 21/9/2007, επήλθε διάσταση του ζεύγους, η οποία διήρκησε τρεις περίπου μήνες και συγκεκριμένα μέχρι τις 19/12/2007, ημερομηνία κατά την οποία ο γάμος τους διελύθη με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Σύμφωνα πάντα με τα εν λόγω γεγονότα, η εφεσίβλητη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια κατά ¼ μερίδιο του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/13815, αριθμός τεμαχίου 507 του Φ./Σχ. 54/22 που βρίσκεται στην τοποθεσία «Καυκάλλα του Ποτού», στο χωριό Παρεκκλησιά. Το εν λόγω μερίδιο είχε μεταβιβάσει στην εφεσίβλητη δυνάμει δωρεάς, στις 30/1/1998, ο τότε σύζυγος της, εφεσείων. Ο τελευταίος είχε καταστεί ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου του εν λόγω ακινήτου, δυνάμει αγοράς, πριν από το γάμο των διαδίκων και συγκεκριμένα στις 21/9/1988 και σ' αυτό ανηγέρθηκε μια κατοικία μεγάλων διαστάσεων «πέραν των 500 τ.μ. με πισίνα και βοηθητικούς χώρους». Και οι δύο, εφεσείων και εφεσίβλητη, είναι εξ αδιαιρέτου εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, ανά ½ μερίδιο έκαστος, του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/11386, αρ. τεμαχίου 756, του Φ./Σχ. 54/22 που βρίσκεται στην τοποθεσία «Μαύρος», του χωριού Παρεκκλησιά. Το εν λόγω ακίνητο αγοράστηκε και ενεγράφη στο όνομα των διαδίκων στις 22/12/2005 και σ' αυτό ανήγειραν μεταλλική οικοδομή, η οποία όμως παρέμεινε ημιτελής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, απέρριψε τόσο την αίτηση όσο και την ανταπαίτηση, βασικά γιατί κανένας από τους διαδίκους δεν απέδειξε αύξηση της περιουσίας του άλλου, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου.
Ο εφεσείων με την έφεση του, αμφισβητεί τις πρωτόδικες διαπιστώσεις με τρεις λόγους, τους οποίους θα εξετάσουμε μαζί, λόγω της συνάφειας τους. Σημειώνουμε ότι η εφεσίβλητη δεν καταχώρισε αντέφεση και συνεπώς η ορθότητα των πρωτόδικων διαπιστώσεων στη βάση των οποίων η ανταπαίτηση της απορρίφθηκε, δεν θα μας απασχολήσει.
Και οι τρεις λόγοι έφεσης έχουν στόχο την εγκυρότητα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι εσφαλμένες, είτε γιατί αντιστρατεύονται τη μαρτυρία, είτε γιατί στερούνται πραγματικού υπόβαθρου ως εδραζόμενες επί ανύπαρκτης μαρτυρίας, είτε γιατί αποτελούν προϊόν πλάνης, με την έννοια ότι, ενώ υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία υποκείμενη σε αξιολόγηση, αυτή αγνοήθηκε, με αποτέλεσμα το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει στις υπό αμφισβήτηση διαπιστώσεις του στη βάση ότι σχετική μαρτυρία ελλείπει.
Προεξάρχουσα θέση ανάμεσα στα παράπονα του εφεσείοντα κατέχει η θέση ότι ενώ υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την αξία των δύο ακινήτων τόσο κατά το χρόνο διάστασης του ανδρογύνου (Σεπτέμβριος του 2007), όσο και κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (Ιούνιος του 1996), επί τούτου ο συνήγορος παρέπεμψε τόσο στις εκθέσεις του εκτιμητή Α. Λοίζου, όσο και στην προφορική δια ζώσης μαρτυρία του, το πρωτόδικο δικαστήριο, αγνοώντας την ύπαρξη της εν λόγω μαρτυρίας, κατέληξε στην εσφαλμένη διαπίστωση ότι «πουθενά δεν φαίνεται να έγινε εκτίμηση της αρχικής αξίας των ακινήτων κατά την περίοδο που ήταν αρραβωνιασμένοι οι διάδικοι το 1994 με την προοπτική το γάμο που έγινε στις 1/6/1996», διαπίστωση η οποία αναπόφευκτα οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης του. Παραπονείται επίσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ως μέρος των παραδεκτών/αδιαμφισβήτητων γεγονότων ότι του γάμου προηγήθηκε αρραβώνας των διαδίκων το 1994, εφόσον ο εφεσείων στη δια ζώσης μαρτυρία του αρνήθηκε ένα τέτοιο γεγονός. Οι κρίσιμοι χρόνοι ήταν, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ο χρόνος τέλεσης του γάμου, που ήταν ο Ιούνιος 1996 και ο χρόνος της διάστασης, που ήταν ο Σεπτέμβριος του 2007. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι η ακροαματική διαδικασία ήταν χρονοβόρα «με αποτέλεσμα να επέλθει αποχρωματισμός των γεγονότων στη μνήμη του πρωτόδικου δικαστή». Σημειώνουμε ότι, όπως προκύπτει από το φάκελο, η υπόθεση καταχωρήθηκε στις 21/11/2007, ενώ η ακροαματική διαδικασία άρχισε στις 10/4/2009 και περατώθηκε με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης στις 12/4/2011, και στα πλαίσια της κατέθεσαν πέντε μάρτυρες για τον εφεσείοντα, από τους οποίους οι δύο ήταν τυπικοί μάρτυρες, και τρεις μάρτυρες για την εφεσίβλητη, από τους οποίους ο ένας ήταν τυπικός. Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε το γεγονός ότι ο εφεσείων δώρισε στην εφεσίβλητη μετά το γάμο τους το ½ μερίδιο από το δικό του μερίδιο στο κτήμα στην «Καυκάλλα του Ποτού», καθιστώντας έτσι την εφεσίβλητη εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτρια του ¼ του όλου μεριδίου, γεγονός που από μόνο του αναπόφευκτα συνέτεινε στην επαύξηση της περιουσίας της τελευταίας.
Τις αντίθετες βέβαια απόψεις υποστήριξε και προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης.
Διεξήλθαμε πολύ προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση σε συνάρτηση με τη μαρτυρία, όπως αυτή αναδύεται μέσα από τα πρακτικά στα οποία και οι δύο συνήγοροι μας παρέπεμψαν, όπως και τα τεκμήρια, έχοντας κατά νου τις εκατέρωθεν θέσεις.
Είναι η διαπίστωση μας ότι ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα και σε αντίθεση με την υπάρχουσα μαρτυρία καταλογίζει στον εφεσείοντα παραδοχή ότι του γάμου του με την εφεσίβλητη είχε προηγηθεί αρραβώνας και μάλιστα ότι ο εν λόγω αρραβώνας έλαβε χώρα το 1994. Η θέση του εφεσείοντα, όπως αυτή προκύπτει από τη μαρτυρία του, είναι σαφής∙ του γάμου δεν προηγήθηκε αρραβώνας. Επομένως, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποφάσισε το συγκεκριμένο επίδικο θέμα κατόπιν αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Το πιο πάνω σφάλμα αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ιδωθεί υπό το φως του προσδιορισμού από το πρωτόδικο δικαστήριο, του κρίσιμου για σκοπούς υπολογισμού της αξίας των δύο ακινήτων του ζεύγους, χρόνου, με αναφορά στο χρόνο τέλεσης όχι του γάμου αλλά του αρραβώνα, γεγονός που οδήγησε στο ακροσφαλές συμπέρασμα ότι καμιά μαρτυρία δεν τέθηκε αναφορικά με την αξία των ακινήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο και κατ' ακολουθία στην απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα, για το λόγο ότι ο τελευταίος απέτυχε να αποδείξει επαύξηση της περιουσίας της εφεσίβλητης.
Αλλά και στην προσέγγιση της σχετικής με αυτές καθαυτές τις αξίες των ακινήτων κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου, μαρτυρίας, διαπιστώνουμε σφάλματα από το πρωτόδικο δικαστήριο και αντιφατικότητα στον τρόπο που η εν λόγω μαρτυρία έτυχε χειρισμού, από πλευράς του. Ενώ υπήρχε σχετική μαρτυρία αναφορικά με την αξία των δύο ακινήτων υποκείμενη σε αξιολόγηση, στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού την εντόπισε, κάμνει αναφορά, κάποιες μάλιστα πτυχές της τις σχολιάζει, μέρος της μόνο αξιολόγησε, όπως δε προκύπτει από αυτή την ίδια την απόφαση, καταλήγοντας στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν έθεσε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την αξία των ακινήτων κατά τον κρίσιμο χρόνο, το πρωτόδικο δικαστήριο την αγνόησε στο σύνολο της. Συγκεκριμένα, για μεν το ακίνητο στην «Καυκάλλα του Ποτού», ενώ υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την αξία του κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου - η εν λόγω μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου από τον εκτιμητή του εφεσείοντα και η ποιότητα της δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας - το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ την εντόπισε και σε κάποιο βαθμό μάλιστα τη σχολιάζει, τελικά την αγνοεί, χωρίς ουσιαστικά να την αξιολογήσει, βασικά γιατί εσφαλμένα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, προσδιόρισε τον κρίσιμο για σκοπούς υπολογισμού της αξίας του ακινήτου, χρόνο, με αναφορά σε αρραβώνα, την τέλεση του οποίου το δικαστήριο θεώρησε παραδεκτή και αδιαμφισβήτητη, ενώ δεν ήταν, καθότι ο εφεσείων την αρνείτο. Αλλά και η προσέγγιση του στη μαρτυρία του κτηματολογίου, σχετικά με το ακίνητο στην τοποθεσία «Μαύρος», την οποία μάλιστα αφού έκρινε αξιόπιστη την αποδέχθηκε, δεν είναι διαφορετική. Ενώ με την εν λόγω μαρτυρία τέθηκε ενώπιον του η αξία του ακινήτου κατά το χρόνο απόκτησης του από τους διαδίκους, το πρωτόδικο δικαστήριο την αγνόησε.
Τέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ δέχθηκε, αφού έκρινε τη σχετική μαρτυρία αξιόπιστη, ότι μετά την τέλεση του γάμου, πριν όμως τη διάσταση, ο εφεσείων δώρησε στην εφεσίβλητη το ½ του μεριδίου του στο ακίνητο στην τοποθεσία «Καυκάλλα του Ποτού», καθιστώντας την τελευταία κατά ¼ μερίδιο ιδιοκτήτρια του όλου του εν λόγω ακινήτου, δεν εξετάζει, αλλά ούτε και σχολιάζει, οποιεσδήποτε συνέπειες η εν λόγω δωρεά ενδεχομένως να συνεπάγεται για σκοπούς επαύξησης της περιουσίας της εφεσίβλητης, ιδιαίτερα υπό το φως των προνοιών του άρθρου 16[1] του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, Ν. 232/91.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση θα πρέπει να πετύχει. Επειδή όμως η επίλυση των επίδικων θεμάτων προϋποθέτει αξιολόγηση μαρτυρίας, κρίνουμε ότι η υπόθεση θα πρέπει να παραπεμφθεί για σκοπούς εκδίκασης πίσω στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης και της απόφασης για τα έξοδα. Η υπόθεση παραπέμπεται πίσω στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως και τα έξοδα της παρούσας έφεσης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
[1] 16. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα.