ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2059
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 281/2007
[7 Οκτωβρίου, 2013]
[Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/Δ]
ΜΕΤΑΞΥ:
GENEMP TRADING LTD,
Εφεσείοντα/Ενάγοντα,
- Και -
ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ
ΕΧ ΛΑΙΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
----------------------
Χρίστος Κληρίδης με Σωτήρη Δράκο, για τους Εφεσείοντες.
Κυριάκος Ταλαρίδης, για τους Εφεσίβλητους.
----------------------
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Π. Παναγή, Δ.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι εφεσείοντες-ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωναν από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους και την εταιρεία Antexol Trading Limited (στο εξής «η Antexol») ποσό ΓΜ362.410,00 το οποίο, ως διαζευκτικά διατείνονταν, οι εφεσίβλητοι και η Antexol όφειλαν να αποζημιώσουν τους εφεσείοντες λόγω «συνωμοσίας και/ή λόγω παράβασης καταπιστεύματος ημερ. κατά/ή περί τον Απρίλιο του 1994 και/ή σαν ποσόν ανήκον κατά τον Νόμο και αρχές της επιείκειας» στους εφεσείοντες και το οποίο οι εφεσίβλητοι και η Antexol καταχράστηκαν και/ή παράνομα κατακρατούν. Διάφορες άλλες θεραπείες που αξιώνονταν με την έκθεση απαίτησης δεν προωθήθηκαν στο στάδιο των αγορεύσεων με αποτέλεσμα να θεωρηθούν από το πρωτόδικο δικαστήριο ως εγκαταληφθείσες, ενώ η αγωγή εναντίον της Antexol διακόπηκε σε στάδιο πριν από την ακρόαση καθότι είχε διαγραφεί από το μητρώο εγγεγραμμένων εταιρειών.
Η εκδοχή των εφεσειόντων, όπως παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, ήταν ότι τον Απρίλιο του 1994 η εταιρεία D&T International Βελιγραδίου έστειλε προς όφελος τους, μέσω της τράπεζας Beogradska Banka DD Βελιγραδίου (στο εξής «Beogradska»), το ποσό των ΓΜ899.450,00. Το ποσό αυτό στάλθηκε στους εφεσείοντες με οδηγίες της Βουλγαρικής εταιρείας Alexandar Gold Trade βάσει μεταξύ τους συμφωνίας για αγοραπωλησία ακατέργαστου βαμβακιού. Λόγω, όμως, των τότε δυσχερειών στη μεταφορά χρημάτων από την Πρώην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας (στο εξής «ΠΔΓ») προς τη Βουλγαρία, η Alexandar Gold Trade ανάθεσε την πληρωμή των δυνάμει της σύμβασης οφειλομένων προς τους εφεσείοντες ποσών στην D&T International. Την σύμβαση είχε προηγουμένως εγκρίνει το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (στο εξής «Ο.Η.Ε.»), αφού εναντίον της ΠΔΓ είχαν επιβληθεί κυρώσεις με διάφορα ψηφίσματα από το 1992. Τις κυρώσεις αυτές εφάρμοζε και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα ότι το ποσό των ΓΜ899.450,00 έφθασε στην Κύπρο μέσω ενός αυτοσχέδιου τραπεζιτικού συστήματος που είχε δημιουργηθεί μεταξύ των εφεσιβλήτων, της Antexol, της Beogradska και του υπεράκτιου παραρτήματος της Beogradska στην Κύπρο, Beogradska Banka Cyprus Offshore Banking Unit (στο εξής «Beogradska Κύπρου») με αποκλειστικό σκοπό την παράκαμψη των περιορισμών που είχαν επιβληθεί με τα ψηφίσματα του Ο.Η.Ε. στις τραπεζικές συναλλαγές μεταξύ της ΠΔΓ και άλλων χωρών. Η Antexol, η οποία ελεγχόταν από τους εφεσίβλητους, είχε δημιουργηθεί για να παρέχει κάλυψη και προπέτασμα καπνού στις δραστηριότητες των τελευταίων σε σχέση με Γιουγκοσλάβικα συμφέροντα που επηρεάζονταν από το εμπάργκο που είχε επιβληθεί από τον Ο.Η.Ε. Χαρακτηριστικό του συστήματος ήταν η εξαγωγή από την ΠΔΓ μεγάλων χρηματικών ποσών σε μετρητά, τα οποία τοποθετούνταν σε σακούλες ή βαλίτσες και μεταφέρονταν στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Λάρνακας όπου παραλαμβάνονταν από υπαλλήλους των εφεσιβλήτων και της Beogradska Κύπρου με σκοπό τη διανομή σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς υπεράκτιων εταιρειών εγγεγραμμένων στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων και η Antexol. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω ποσό παρελήφθη από τους εφεσίβλητους για λογαριασμό και προς πίστη των εφεσειόντων, στους τελευταίους κατεβλήθη μόνο το ποσό των ΓΜ537.040,00. Ήταν δε η θέση των εφεσειόντων πως οι εφεσίβλητοι και η Antexol με στόχο να τους ζημιώσουν οικονομικά, συνωμότησαν μεταξύ τους και/ή με την Beogradska Κύπρου να κατακρατήσουν το υπόλοιπο ποσό των ΓΜ362.410,00.
Οι εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν την αξίωση των εφεσειόντων και αντέταξαν ότι η Antexol τους είχε δώσει γραπτές οδηγίες στις 9.5.1994 να μεταφέρουν σε λογαριασμό των εφεσειόντων που οι τελευταίοι διατηρούσαν μαζί τους, το ποσό των ΓΜ537.040,00 όπως και έπραξαν. Απέρριψαν δε ως ανυπόστατους όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων περί συνωμοσίας.
Μετά από αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, προφορικής και έγγραφης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία και εκδοχή ουσιαστικών μαρτύρων των εφεσειόντων-εναγόντων ως αναξιόπιστη, ενώ έκρινε πως έγγραφα τεκμήρια που οι εφεσείοντες είχαν καταθέσει προς απόδειξη της αξίωσης τους δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, απορρίπτοντας τελικά και την αγωγή αφού, όπως έκρινε, οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους εναντίον των εφεσιβλήτων στον απαιτούμενο βαθμό.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με είκοσι λόγους έφεσης, οι οποίοι αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων. Ενώπιον του Εφετείου, η αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων επικεντρώθηκε ουσιαστικά στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης 1, 5, 10 και 15 από τους οποίους αναδύεται ως βασικό παράπονο των εφεσειόντων η απόρριψη ή μη αξιολόγηση από το πρωτόδικο δικαστήριο διαφόρων εγγράφων που είχαν κατατεθεί ως τεκμήρια, με αποτέλεσμα, ως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος, να αντιμετωπιστεί διαφορετικά από το Δικαστήριο και η δια ζώσης μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσείοντες. Κεντρικό σημείο της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των εφεσειόντων ήταν ότι το ποσό των ΓΜ537.040,00 είχε γίνει έναντι του Τεκμηρίου 9, το οποίο παρουσιάστηκε από τους εφεσείοντες ως το έμβασμα του ποσού των ΓΜ899.450,00 από την D&T International προς όφελος των εφεσειόντων μέσω της Beogradska. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το πώς και γιατί η Antexol έδωσε οδηγίες για να πληρωθεί από λογαριασμό της με τους εφεσίβλητους το πιο πάνω ποσό σε λογαριασμό που οι εφεσείοντες διατηρούσαν με την Beogradska Κύπρου.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι που οι εφεσείοντες εντάσσουν τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυριζόμενοι ότι η απόρριψη από το πρωτόδικο δικαστήριο ενδιάμεσης αίτησης τους ημερ. 11.2.2003, με την οποία ζητούσαν όλα τα σχετικά έγγραφα με τη δοσοληψία αυτή, ήταν λανθασμένη, και τους στέρησε το δικαίωμα επιθεώρησης και εξασφάλισης απαραιτήτων εγγράφων και προσκόμισης τους στη δίκη και του δικαιώματος τους για δίκαιη δίκη. Εισηγούνται παράλληλα πως οι εφεσίβλητοι όφειλαν να αποκαλύψουν την προέλευση του ποσού των ΓΜ537.040,00 που τους καταβλήθηκε και τα συνοδεύοντα αυτό έγγραφα και δικαιολογητικά, επισημαίνοντας συναφώς ότι το Δικαστήριο αρνήθηκε να διατάξει την παρουσίαση των ως άνω εγγράφων παρόλο ότι οι εφεσίβλητοι «εις τον Πίνακα Α της αποκάλυψης 8/10/2004.Έγγραφα 3 και 4 κάνουν αναφορά στο ποσό των 537.040».
Η εν λόγω αίτηση των εφεσιβλήτων, της οποίας κύριο νομικό υπόβαθρο συνιστούσαν οι πρόνοιες του άρθρου 22(5) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9, αποσκοπούσε ουσιαστικά στην παρουσίαση των τραπεζικών βιβλίων που ήταν υπό την φύλαξη και/ή τον έλεγχο των εφεσίβλητων και τα οποία σχετίζονταν με «έμβασμα ή εμβάσματα ή καταθέσεις» προς όφελος των εφεσειόντων και/ή της Antexol δια μέσου των εφεσιβλήτων, μεταξύ άλλων, του ποσού των ΓΜ889.450,00 καθώς και στην επιθεώρηση των καταχωρήσεων στα εν λόγω τραπεζικά βιβλία. Συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Ρredrag Djordjevic, διευθυντή των εφεσειόντων, ο οποίος υποστήριζε ότι: «Είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως εκδοθούν τα διατάγματα αυτά γιατί εκ πρώτης όψεως η Εναγόμενη 1 [οι εφεσίβλητοι] έχει στην κατοχή της πιστά αντίγραφα συνημμένα στο Τεκμήριο Α και/ή καταχωρήσεις στα αρχεία, τραπεζικά βιβλία που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα όπως προκύπτουν από την έκθεση απαίτησης και την υπεράσπιση και/ή καταχωρήσεις ως το αιτούμενο διάταγμα». Στα έγγραφα του Τεκμηρίου Α, τα οποία περιγράφονται ως «έγγραφα των επίδικων πράξεων», συγκαταλέγεται και αντίγραφο του Τεκμηρίου 9. Με ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση τους, οι εφεσίβλητοι - καθ' ων η αίτηση 1 στην ενδιάμεση αίτηση - τοποθετήθηκαν σε σχέση με κάθε έγγραφο που συγκαταλεγόταν στη δέσμη εγγράφων Τεκμήριο «Α», υποδεικνύοντας ότι είτε είχε ήδη αποκαλυφθεί είτε - στις πλείστες των περιπτώσεων - δεν βρισκόταν στην κατοχή ή φύλαξη τους ή ήταν άσχετο με την υπόθεση.
Μετά δε από πλήρη αναφορά και ανάλυση των αρχών που διέπουν το υπό εξέταση θέμα και στη σχετική επί του προκειμένου νομολογία το δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες - αιτητές στην ενδιάμεση αίτηση - δεν μπορούσαν να ζητούν την επιθεώρηση είτε καταχωρήσεων σε τραπεζικά βιβλία των εφεσιβλήτων στις οποίες αυτοί αρνούνταν ότι είχαν προβεί και/ή ότι υπάρχουν, είτε εγγράφων τα οποία οι εφεσίβλητοι αρνούνταν ότι είχαν ή είχαν ποτέ στην κατοχή τους ή είναι άσχετα με την υπόθεση. Δέχτηκε ωστόσο το αίτημα των εφεσειόντων όσον αφορά τα έγγραφα και /ή τις καταχωρήσεις που οι εφεσίβλητοι είχαν αποκαλύψει με ένορκη, δήλωση αποκάλυψης ημερομηνίας 10.1.2002, εκδίδοντας προς τούτο διάταγμα «για επιθεώρηση και λήψη συναφών αντιγράφων των συγκεκριμένων καταχωρήσεων και/ή εγγράφων από τους αιτητές.».
Βασικός σκοπός του άρθρου 22(5) του Κεφ. 9, το οποίο έχει ως πρότυπο το άρθρο 7 του Banker's Books Evidence Act 1879, είναι η διευκόλυνση της δικαστικής διαδικασίας, σε ότι αφορά την προσκόμιση μαρτυρίας από τραπεζικούς οργανισμούς, έτσι που να αποφεύγεται η μεταφορά και παρουσίαση όλων των βιβλίων και εγγράφων της τράπεζας στο Δικαστήριο. Το άρθρο δεν δίδει δικαίωμα στο διάδικο για έρευνα και αναζήτηση στοιχείων για να ανακαλύψει και δημιουργήσει υπόθεση (Βλ. Κολαρίδου ν. Κολαρίδη (1997) 1Γ ΑΑΔ 1408). Στην περίπτωση δε που ο διάδικος ορκιστεί ότι οι καταχωρήσεις των οποίων επιζητείται η επιθεώρηση είναι άσχετες, δεν πρέπει να εκδίδεται διάταγμα επιθεώρησης πριν από την ακροαματική διαδικασία της ουσίας της υπόθεσης (Βλ. South Staffordshire Tramways Co. v. Ebbsmith [1895] 2 Q.B. 669 και Waterhouse v. Barker [1924] 2 K.B. 759). Τέτοια ένορκη δήλωση καθιστά το ζήτημα εκ πρώτης όψεως τελεσίδικο, μπορεί όμως να ανατραπεί εάν υπάρχει επαρκής μαρτυρία περί του αντιθέτου (Βλ. R. v Nottingham Justices Ex P Lynn (1984) 79 Cr. App. R. 238). Στην προκείμενη περίπτωση δεν ανατράπηκε αυτή η εκ πρώτης όψεως κατάσταση πραγμάτων. Ούτε προτάθηκε οτιδήποτε, στην λακωνική ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, που να συνηγορούσε υπέρ της θέσης, που οι εφεσείοντες προβάλλουν τώρα, ότι τυχόν διάταγμα θα αποκάλυπτε περισσότερες καταχωρήσεις απ' όσες είχαν ήδη αποκαλυφθεί. Ούτε επανήλθαν οι εφεσείοντες στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης, με οποιοδήποτε νέο αίτημα.
Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε πως ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται για το συμπέρασμα του δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία του Παύλου Αγγελίδη (ΜΕ14), ιδιαίτερα ως προς το αληθές των οδηγιών που δόθηκαν σ' αυτόν με τις επιστολές, Τεκμήρια 35 και 36, από πελάτες του και για το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι τα Τεκμήρια αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά βάσει των προνοιών του άρθρου 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η μαρτυρία του κ. Αγγελίδη σε συνδυασμό με τα περί ου ο λόγος Τεκμήρια και άλλα, υποστήριζαν πως η Antexol είχε δημιουργηθεί από την Beogradska Κύπρου, από το γραφείο του Τάσσου Παπαδόπουλου, ενώ τους λογαριασμούς της διαχειριζόταν ανώτερος υπάλληλος της Beogradska Κύπρου. Περαιτέρω, η μαρτυρία αυτή συνηγορούσε υπέρ της εκδοχής των εφεσειόντων για το σύστημα που είχε καθιερωθεί, προκειμένου η Beogradska να αποφύγει το εμπάργκο του Ο.Η.Ε.
Οι επιστολές αυτές κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, μετά, μάλιστα, που το δικαστήριο επεσήμανε πως δεν επρόκειτο για τα πρωτότυπα και που είχε εξηγήσει ο ΜΕ14 πως δεν είχε το πρωτότυπο μαζί του βεβαιώνοντας παράλληλα πως επρόκειτο για ακριβές αντίγραφο του πρωτότυπου το οποίο «αναγνώρισε». Ωστόσο, το δικαστήριο θεώρησε πως τα έγγραφα αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτά βάσει των προνοιών του άρθρου 34 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9 αφού, αν και αμφισβητήθηκαν, δεν είχαν κατατεθεί στην πρωτότυπη τους μορφή και δεν είχε δοθεί για αυτό οποιαδήποτε δικαιολογία. Και αν ακόμη μπορούσαν να κριθούν αποδεκτά δυνάμει του άρθρου 34, βάσει των προνοιών του άρθρου 36 του Κεφ.9, δεν θα θεωρούσε το περιεχόμενο των τεκμηρίων αυτών ως απόδειξη του αληθούς των δηλώσεων που περιέχονται σε αυτά γιατί η φύση του περιεχομένου τους, συνδεόμενη με τα επίδικα θέματα, δεν θα απέβαινε προς όφελος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστατικών της υπόθεσης, αφού θα αποστερούσε από τους εφεσίβλητους τη δυνατότητα να αντεξετάσουν και να αμφισβητήσουν τα έγγραφα κατά τη δίκη.
Το δικαστήριο δεν έπρεπε να είχε πραγματευτεί τέτοιο ζήτημα, εφόσον ουδέποτε ηγέρθη από πλευράς των εφεσιβλήτων οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση αντιγράφων. Η απαίτηση του άρθρου 34(1)(β) του εν λόγω Νόμου, να δίνεται επαρκής δικαιολογία για τη μη προσαγωγή του πρωτότυπου όταν κατατίθεται αντίγραφο δεν αλλοιώνει τον ευρύτερο κανόνα ότι μια δίκη μπορεί να διεξάγεται και στη βάση παραδεκτών ή συναινετικών γεγονότων ή επιμέρους ζητημάτων τα οποία δεν αποτελούν το προϊόν ένστασης από πλευράς οποιουδήποτε διαδίκου. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Νεοφύτου κ.ά ν. Γερακιώτη (2010) 1Α Α.Α.Δ. 25 διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάζει στο τέλος της ημέρας τη δεκτότητα ή μη των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων που προσφέρονται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, σε αντίθεση με τη νομολογιακή επιταγή ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίζει επί ενστάσεων τη στιγμή που αυτές εγείρονται ώστε να μην αφήνεται η δίκη να παραπαίει επί ασαφών και απροσδιόριστων δεδομένων.
Εάν το ζήτημα παρέμενε μέχρι εδώ θα εγειρόταν θέμα αποτελεσματικότητας της μαρτυρίας και επανεκδίκασης της υπόθεσης. Το δικαστήριο όμως, παρά τη διατύπωση των ως άνω θέσεων, ασχολήθηκε με τη βαρύτητα που θα μπορούσε να έχει αυτή η μαρτυρία, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Κεφ.9. Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις και ειδικότερα με βάση το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου μπορεί να λάβει υπόψη του και το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό, ο διάδικος που είχε προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία, το πρόσωπο που προέβηκε στη δήλωση. Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως η εξ ακοής μαρτυρία δεν θα μπορούσε να είχε αξία έχοντας υπόψη το σύνολο των προνοιών του άρθρου 27 και την πρόνοια ότι λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατόν μαρτυρία και δεν το έπραξε. Δεν δόθηκε πρωτόδικα οποιαδήποτε εξήγηση για την μη κλήτευση των συντακτών των εν λόγω επιστολών από τους εφεσείοντες, ενώ η κλήτευση τους, σύμφωνα με το δικαστήριο, ήταν εφικτή. Ότι ήταν δυνατή η κλήτευση τους, συνάγεται και από τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειόντων, η οποία μνημονεύεται στην πρωτόδικη απόφαση, πως οι συντάκτες των επιστολών θα μπορούσαν να κληθούν από τους εφεσίβλητους για να δώσουν μαρτυρία βάσει του άρθρου 26 του Κεφ. 9, θέση την οποία το δικαστήριο απέρριψε σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, πως η φύση της διαφοράς και κυριότερα η θέση των εφεσειόντων περί ύπαρξης συνωμοσίας εναντίον τους, «δε θα αποτελούσε ορθή προσέγγιση στα πράγματα και εξυπηρέτηση των σκοπών της δικαιοσύνης η οποιαδήποτε αντίθετη κατάληξη». Θεωρούμε πως η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου στο ζήτημα της αξιολόγησης της βαρύτητας της υπό συζήτηση εξ ακοής μαρτυρίας είναι ορθή, ενώ αιτιολόγησε επαρκώς την κρίση του να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω μαρτυρία. Χωρίς τη μαρτυρία αυτή, η μαρτυρία του κ. Αγγελίδη, από μόνη της, δεν μπορούσε να προωθήσει την υπόθεση των εφεσειόντων.
Παράπονο διατυπώνουν οι εφεσείοντες και για το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η επιστολή, Τεκμήριο 11, που φερόμενα έστειλε η D&T International προς τους εφεσείοντες στις 11.10.1999 επιβεβαιώνοντας ότι στις 19.4.94 είχαν δώσει οδηγίες στην Beogradska να εμβάσει στους εφεσείοντες το ποσό των ΓΜ899.450,00 το οποίο, ως αναφέρεται, στάληκε μέσω των εφεσιβλήτων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεκτή μαρτυρία προς απόδειξη του αληθούς του περιεχομένου της. Αυτό γιατί έκρινε πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 34 και 36 του Κεφ.9 ως επίσης για όλους τους λόγους που αναλύθηκαν σε σχέση με τα Τεκμήρια 35 και 36. Επρόκειτο, για τους λόγους που έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω, για σφάλμα εκ μέρους του Δικαστηρίου. Είναι, ωστόσο, πασιφανές ότι η σχετική αναφορά του δικαστηρίου, δεν αποτελούσε μέρος του σκεπτικού (ratio) της απόφασης. Έγινε δε, στα πλαίσια αντιπαραβολής της εκδοχής του Alexandar Djordjevic, ότι ο ιδιοκτήτης της D&T International τον είχε πληροφορήσει πως στις 19.4.94 είχε πληρώσει στην Beogradska ποσό ΓΜ548.000,00 και όχι ΓΜ889.450,00, με το περιεχόμενο της επιστολής Τεκμήριο 11, και αφού το δικαστήριο είχε ήδη αποφασίσει πως η αξίωση των εφεσειόντων δεν υποστηρίζεται από αξιόπιστη μαρτυρία και χρήζει απόρριψης. Το Δικαστήριο αναφέρει, μάλιστα, πως για το συλλογισμό του αυτό αγνόησε «χάριν συζήτησης» το γεγονός ότι το αντίγραφο της επιστολής δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεκτή μαρτυρία για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Υπό τις περιστάσεις το παράπονο των εφεσείοντων δεν επιδρά προς όφελος των εφεσειόντων με οποιοδήποτε τρόπο στην κατάληξη του δικαστηρίου του ότι η αγωγή έχρηζε απόρριψης καθότι δεν υποστηριζόταν από αξιόπιστη μαρτυρία.
Για τους λόγους που ανέφερε κατά την ανάλυση των Τεκμηρίων 35 και 36, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσε να γίνει «αποδεκτό», βάσει των προνοιών των άρθρων 27 και 34 και το «θεμελιώδες για τους ενάγοντες», όπως το χαρακτήρισε, Τεκμήριο 9. Οι εφεσείοντες παραπονιούνται πως το δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολόγηση του τεκμηρίου αυτού σαν εξ ακοής μαρτυρία παρά την αναφορά του στο άρθρο 27, το οποίο όμως δεν εφάρμοσε στην πράξη. Περαιτέρω, από τη στιγμή που το έγγραφο αυτό αναγνωρίστηκε από την εκδότρια τράπεζα δια του Ducan Colic (ME15), διευθυντή οργανωτικής ομάδας που συγκροτήθηκε από την Beogradska, έπαυσε να είναι εκ ακοής μαρτυρία. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι το Τεκμήριο 9 αποτελούσε ένα από 22 έγγραφα τα οποία επισυνάπτονταν σε γραπτή δήλωση του πρώτου μάρτυρα για τους εφεσείοντες, η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, και τα οποία έγιναν αποδεκτά ως τεκμήρια κατόπιν ενδιάμεσης απόφασης του δικαστηρίου μετά από ένσταση από την πλευρά των εφεσιβλήτων, η οποία εκλήφθηκε από το Δικαστήριο ως αφορούσα τη σχετικότητα των εγγράφων με τα επίδικα θέματα. Υπό τις περιστάσεις, θεωρούμε πως οι πιο πάνω παρατηρήσεις μας σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 34 ισχύουν και στην περίπτωση του Τεκμηρίου 9. Το Δικαστήριο όμως προχώρησε και στην προκείμενη περίπτωση σε αξιολόγηση της βαρύτητας του Τεκμηρίου τούτου βάσει του άρθρου 27, υιοθετώντας τα όσα είχε σημειώσει σε σχέση με τα Τεκμήρια 35 και 36, προσθέτοντας πως οι σφραγίδες (της Beogradska) που παρουσιάζονται επί του Τεκμηρίου 9 δεν αποτελούσαν αμάχητη απόδειξη του γεγονότος της παραλαβής και της αποστολής των ποσών στα οποία αφορά αλλά ούτε και απόδειξη επί οποιασδήποτε άλλης πτυχής σχετικής με το περιεχόμενο του τεκμηρίου, δεδομένης μάλιστα και της έντονης αμφισβήτησης καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Η παρατήρηση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Το έγγραφο από μόνο του δεν δημιουργούσε την «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» που εισηγούνται οι εφεσείοντες και δη για τα όσα διατείνονταν αφ' ότου τα χρήματα που, σύμφωνα με την εκδοχή τους αποστέλλονταν σε σακούλες από την ΠΔΓ, έφθαναν στην Κύπρο. Η μαρτυρία των βασικών μαρτύρων των εφεσειόντων, Predrag Djordjevic (ME1), Alexandar Djordjevic (ME2), Vladam Batic (ME3) και Ducan Colic (ΜΕ15), οι οποίοι κρίθηκαν αναξιόπιστοι από το Δικαστήριο - γεγονός για το οποίο οι εφεσείοντες διατυπώνουν παράπονο με άλλο λόγο έφεσης, το οποίο σε κάποιο βαθμό φαίνεται να ευσταθεί - ακόμα και αν γινόταν δεκτή στην ολότητα της, δεν μπορούσε, όπως παρατήρησε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να προωθήσει την υπόθεση των εφεσειόντων. Καμία μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το περί ου ο λόγος ποσό είχε παραληφθεί από τους εφεσίβλητους ή την Beogradska Κύπρου. Τα όσα ανέφερε ο Ducan Colic (ΜΕ15) εξηγώντας το Τεκμήριο 9, ήταν με βάση το σύστημα ή την πρακτική που ακολουθείτο από την Beogradska για την αποστολή χρημάτων από την ΠΔΓ προς την Κύπρο, ενώ η σχετική του γνώση, όπως ο ίδιος δήλωσε, δεν επεκτεινόταν πέραν της αποστολής των χρημάτων από την ΠΔΓ και σε «όσα συνέβησαν στη συνέχεια στην Κύπρο».
Ο δε Predrag Djordjevic, o οποίος αρχικά ανέφερε πως ο αριθμός «Ref 78-10-198» στο Τεκμήριο 9, τον οποίο ακολουθεί η αναφορά «Cyprus Popular Bank, Main Branch, Nicosia», αντιπροσώπευε αριθμό λογαριασμού που οι εφεσείοντες διατηρούσαν με τους εφεσίβλητους στο κεντρικό κατάστημα των τελευταίων στη Λευκωσία, αντεξεταζόμενος παραδέχτηκε πως επρόκειτο για τον αριθμό λογαριασμού που οι εφεσείοντες διατηρούσαν με την Beogradska Κύπρου. Εύστοχη δε είναι και η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείοντες δεν διατηρούσαν λογαριασμό στο κεντρικό κατάστημα των εφεσιβλήτων στη Λευκωσία.
Παρέμενε και αναπάντητο το ερώτημα που εύλογα αναδεικνυόταν ως εκ του γεγονότος ότι με βάση το περιεχόμενο του συμβολαίου μεταξύ των εφεσειόντων και της Alexandar Gold Trade (Τεκμήριο 10), προβλεπόταν προκαταβολική πληρωμή για 200 τόνους εμπορεύματος αξίας $325.615,42, ποσό που ισοδυναμούσε κατά το χρόνο εκείνο με ΓΜ537.040,00, γιατί η D & T International να καταθέσει το μεγαλύτερο ποσό των ΓΜ899.450,00, ενώ οι εκδοχές που οι εφεσείοντες προώθησαν αναφορικά με το ποσό που η D & T Ιnternational είχε πληρώσει στην Beogradska σε σχέση με την επίδικη συναλλαγή και τις οδηγίες για το ύψος του ποσού που θα έπρεπε να αποσταλεί προς όφελος των εφεσειόντων, ήταν ασυνταύτιστες. Δήλωσε συναφώς ο Predrag Djordjevic ότι ο Alexandar Djordjevic του ανέφερε πως είχε πληρώσει προς την Beogradska ποσό ΓΜ548.000,00, ενώ ο τελευταίος ισχυρίστηκε πως σε αντίθεση με τις οδηγίες του ιδιοκτήτη της D & T International, Sinisa Duboka, η Beogradska τον Μάιο 1994 «έγραψε» το ποσό των ΓΜ899.450,00 αντί ΓΜ548.000,00. Από την άλλη, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε το Τεκμήριο 11 με το οποίο παρουσιαζόταν πως η D & T International στις 19.4.1994 είχε δώσει οδηγίες στην Beogradska να καταθέσει στο λογαριασμό των εφεσειόντων το ποσό των ΓΜ899.450,00, θέση που υποστηρίχθηκε αρχικά και από τον Predrag Djordjevic, δηλώνοντας πως ολόκληρο το εν λόγω ποσό είχε σταλεί στις 19.4.1994, για να αναφέρει σε άλλο στάδιο της μαρτυρίας του πως ο Duboka είχε δώσει οδηγίες στην Beogradska να εμβάσει το ποσό των ΓΜ548.000,00. Ο Duboka, ο οποίος, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, θα μπορούσε να ρίξει κάποιο φως στο ζήτημα, δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία, αφήνοντας αγεφύρωτο κενό στην εκδοχή των εφεσειόντων.
Συμφωνούμε δε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η μαρτυρία που οι εφεσείοντες προσκόμισαν, δεν αναδείκνυε τους εφεσίβλητους να διαδραματίζουν ρόλο άλλο από αυτό του τραπεζίτη. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων περί συνωμοσίας μεταξύ των εφεσιβλήτων, την Antexol και την Beogradska Κύπρου στερείτο επαρκούς υπόβαθρου είναι ορθή. Η μαρτυρία υπολείπεται της απόδειξης ύπαρξης συνωμοσίας ή ανάμειξης των εφεσιβλήτων σε συνωμοσία και τα παρεπόμενά της. Τα όσα ισχυρίστηκαν σχετικά οι εφεσείοντες παρέμειναν ατεκμηρίωτα και στη σφαίρα της εικασίας ή των υποθέσεων.
Παραμένει να εξεταστεί ο λόγος έφεσης που αφορά στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση των εφεσειόντων για προσθήκη συνεναγομένων, ήτοι των διοικητικών συμβούλων της Antexol καθώς και του προέδρου και ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου των εφεσιβλήτων - δεδομένου μάλιστα ότι δεν είχε αρχίσει η ακρόαση - και με αποτέλεσμα να επηρεάσει δυσμενώς την περαιτέρω πορεία της υπόθεσης και να μην υπάρξει δίκαια δίκη αφού, μεταξύ άλλων, οι εφεσείοντες αναγκάστηκαν να καλέσουν σαν μάρτυρες αντιδίκους τους ουσιαστικά, κάτι που δεν θα έπρατταν εάν επιτρεπόταν η συνένωση τους ως διαδίκους. Η επιθυμία των εφεσειόντων για προσθήκη των προτιθέμενων εναγομένων προέκυπτε, ως ισχυρίστηκαν πρωτόδικα, από το γεγονός της διαγραφής της Antexol από το μητρώο εγγεγραμμένων εταιρειών. Το δικαστήριο επεσήμανε πως οι εφεσείοντες είχαν προβάλει ισχυρισμό περί συνομωσίας μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Antexol, καθώς και των υπηρετών και διευθυντών τους από την καταχώριση της αγωγής, χωρίς όμως να εξηγούν τον μη προσδιορισμό των ατόμων αυτών ως διαδίκων. Έκρινε δε πως παρόλο που οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν τα άτομα που επιθυμούσαν να εναγάγουν, η επιλογή αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση:
«Παραπέμπει.στα πλαίσια του παρόντος αιτήματος και της σημερινής κατάστασης των πραγμάτων μισή δεκαετία και πλέον από την καταχώρηση της αγωγής, στον επηρεασμό των δικαιωμάτων των εναγομένων 1 και των άλλων συναφών που αναφέρθηκαν σε σχέση με την καθυστέρηση. Η μακρά και αδικαιολόγητη υπό τις περιστάσεις καθυστέρηση αναδύει απουσία καλής πίστης από μέρους των αιτητών [εφεσειόντων] στην υποβολή του αιτήματος».
Η ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου απορρέει από άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του. Ως εκ τούτου, επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:
(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.
(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 Α.Α.Δ. 710).
(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954).
Οι πιο πάνω παρατηρήσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εύστοχες και τις προσυπογράφουμε. Η καθυστέρηση σε αιτήσεις αυτής της φύσης είναι σχετικός παράγοντας, δεν αποκλείει, όμως, στην κατάλληλη περίπτωση, μια τροποποίηση. Όσο δε μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής. Στην προκείμενη περίπτωση η καθυστέρηση ήταν μεγάλη, και, όπως παρατήρησε περαιτέρω το πρωτόδικο δικαστήριο η επιθυμία για προσθήκη, δεν προέκυπτε από μόνο το γεγονός της διαγραφής της Antexol, γεγονός που μόνο το γεγονός της διαγραφής της Antexol, γεγονός που στην περίπτωση του Προέδρου και του μέλους του διοικητικού συμβουλίου των εφεσιβλήτων, δεν επηρέαζε και δεν συνηγορούσε, εν πάση περιπτώσει, στην προσθήκη τους ως εναγομένους. Έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο δικαστήριο έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική του ευχέρεια με τον ορθό τρόπο και δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας.
Eνόψει της κατάληξής μας, οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν θα μας απασχολήσουν εφόσον δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικοί.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.+
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓεωργίου