ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 2210
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 239/2011)
23 Oκτωβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στες]
OΝΟΥΦΡΙΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
BERNHARD SCHULTE SHIPMANAGEMENT (CYPRUS) LTD,
Εφεσιβλήτων.
____________
Δημήτρης Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα.
Ρούλλα Ιάσωνος για Χρύση Δημητριάδη και Σια, για τους Εφεσίβλητους.
_____________
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. : Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό εκδίκαση έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ημερ. 17.3.2011, με την οποία το Δικαστήριο ενέκρινε αίτημα για τροποποίηση των Γενικών Λόγων του Εγγράφου Εμφανίσεως Υπεράσπισης. Η σχετική αίτηση κρίθηκε αναγκαία από τους εφεσίβλητους μετά από προσεκτική μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης, οπότε και διαπιστώθηκε ότι δεν συμπεριλήφθησαν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Οι εφεσίβλητοι-καθ΄ ων η αίτηση, καταχωρίστηκε ένα μήνα μετά από την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για οδηγίες, και αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς.
Προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης. Τον πρώτο και δεύτερο θα τους εξετάσουμε συνδυασμένα εν όψει της συνάφειάς τους. Παραπονείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα νομικά σημεία που οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν να εισάξουν στην ένστασή τους με την τροποποίηση σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και αφορούν τη διαφορά μεταξύ των μερών αφού σχετίζονται με τη νομική υπόσταση και προώθηση των αξιώσεων του εφεσείοντα. Επρόκειτο για προσθήκη προδικαστικής ένστασης ως προς την ισχυριζόμενη παραγραφή των αξιώσεων του εφεσείοντα και προδικαστική ένσταση ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αξίωσης. Γίνεται αντιληπτό ότι με την έφεση δεν προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την τροποποίηση σε σχέση με τη δικαιοδοσία, αλλά οι διαπιστώσεις και η κατάληξή του ως προς το ζήτημα της παραγραφής και μόνο. Το ίδιο γίνεται αντιληπτό και εύκολα εξάγεται και από τη γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα που ξεκάθαρα επικεντρώνεται στο κεφάλαιο 'Παραγραφή', παρόλο που σε μερικά σημεία αναφέρεται στην αιτούμενη τροποποίηση στη γενικότητά της για να ισχυριστεί ότι η αποδοχή της αίτησης επηρεάζει καταλυτικά τα δικαιώματα του εφεσείοντα. Παρά ταύτα, όπως είπαμε, θα περιοριστούμε καθαρά στο ζήτημα της παραγραφής όπως διαπιστώνουμε ότι καλύπτουν οι λόγοι έφεσης.
Με τον τρίτο λόγο προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν θα είναι σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τα δικαιώματά του από ότι θα ήταν αν το τροποποιημένο δικόγραφο των εφεσιβλήτων του επιδίδετο εξ υπαρχής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη, αλλά αχρείαστα μακρηγορούσα απόφασή του, εξετάζοντας το ζήτημα, αφού προηγουμένως αναφέρθηκε στις γενικές αρχές που διέπουν το ζήτημα της τροποποίησης και στις γενικές αρχές που πηγάζουν από τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, έστρεψε την προσοχή του στις αγγλικές αποφάσεις και ιδιαίτερως στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων Ketteman v. Hansel Properties Ltd (1988) 1 All E.R. 38, όπου κρίθηκε ότι η αίτηση για τροποποίηση που υποβλήθηκε από τους εναγόμενους, στο στάδιο της τελικής αγόρευσης του δικηγόρου των εναγόντων, ύστερα από ακροαματική διαδικασία δύο εβδομάδων επί της ουσίας της διαφοράς, η οποία απέβλεπε στην εισαγωγή ισχυρισμού ότι η αξίωση είχε παραγραφεί, έπρεπε να απορριφθεί καθότι ήταν πολύ αργά για τους εναγόμενους να θέσουν τέτοιο δικονομικό κώλυμα όταν ως εκείνο το στάδιο δεν το είχαν επικαλεστεί. Παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα από τη Ketteman v. Hansel Properties Ltd, ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Παρατηρούμε ότι στην εν λόγω απόφαση τονίστηκε ιδιαίτερα η αρχή ότι το όλο ζήτημα της τροποποίησης δικογράφων εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σύμφωνα με τη δικαιοσύνη της υπόθεσης. (Βλέπε επίσης Δημοτικό Συμβούλιο Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλας Χαριλάου Χαρικλείδη (2001) 1 Γ ΑΑΔ 1608). Στην εν λόγω απόφαση του Lord Griffiths βαρύνουσας σημασίας ήταν το γεγονός ότι οι εναγόμενοι επιχείρησαν να επικαλεστούν την υπεράσπιση της παραγραφής στο τέλος της δίκης όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε πιθανότητα να έχαναν την υπόθεση επί της ουσίας αφού διεξήχθηκε η ακροαματική διαδικασία επί της ουσίας και άφησαν τους ενάγοντες να πιστεύουν ότι η μεταξύ τους διαφορά θα επιλυόταν επί της ουσίας.».
΄Εκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στις υποθέσεις Easton v. Ford Motor Co Ltd (1993) 4 All E.R. 257, Cropper v. Smith [1884] 26 Ch. D. 700 και Khalsa v. Hepherd Winstanly & Pugh (1992) CA Transcript 450, 8.5.1992, ότι στις περιπτώσεις όπου η τροποποίηση ζητείται πριν την έναρξη της δίκης, δεν μπορούν να ληφθούν υπ΄ όψιν οι παράγοντες που σημειώνονται στην απόφαση του Λόρδου Griffiths, στην υπόθεση Ketteman (ανωτέρω) αλλά ότι η αιτούμενη τροποποίηση εξετάζεται υπό το πρίσμα των καλά καθιερωμένων αρχών που διέπουν το θέμα της τροποποίησης και κυρίως αυτών που επιτρέπουν τις τροποποιήσεις πριν την έναρξη της ακρόασης υπόθεσης, νοουμένου ότι δεν θα υποστεί ζημιά η άλλη πλευρά, για να καταλήξει ότι:
«Στην παρούσα υπόθεση ενόψει του γεγονότος ότι η αίτηση τροποποίησης καταχωρήθηκε πριν την έναρξη της ακρόασης θα την εξετάσουμε υπό το πρίσμα των αρχών που αναφέραμε πιο πάνω.
Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αν εγκριθούν οι αιτούμενες τροποποιήσεις o Αιτητής θα τεθεί σε δυσμενέστερη θέση από πλευράς θεμελίωσης και απόδειξης των αξιώσεων του από ότι θα ήταν αν το τροποποιημένο δικόγραφο των Καθ΄ ων η Αίτηση του επιδίδετο εξ αρχής. Δεν τέθηκε ενώπιον μας οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ποια διαφορετική στάση θα τηρούσε ο Αιτητής αν προβάλλονταν εξ αρχής οι αιτούμενες τροποποιήσεις στο έγγραφο εμφάνισης των Καθ΄ ων η Αίτηση (βλέπε Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. ν. Α & G Leventis & Company (Νigeria) Ltd (πιο πάνω) ή ότι ο Αιτητής λόγω της μη συμπερίληψης των εν λόγω προδικαστικών ενστάσεων στο έγγραφο εμφάνισης των Καθ΄ ων η Αίτηση απέκτησε κάποια δικαιώματα (vested rights) τα οποία θα επηρεαστούν αν εγκριθεί η αιτούμενη τροποποίηση.».
Ακολουθώντας το νήμα της νομολογίας και εξετάζοντας στη συνέχεια τις άλλες παραμέτρους, όσον αφορά τη σύγχρονη τάση της νομολογίας, και απορρίπτοντας το επιχείρημα της άλλης πλευράς περί βλάβης στα δικαιώματά της, ενέκρινε την τροποποίηση της υπεράσπισης.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει την αίτηση τροποποίησης υπό το πρίσμα των αρχών που διαχρονικά έθεσε η νομολογία ως προς την τροποποίηση, και μάλιστα όταν το αίτημα υποβάλλεται πριν την έναρξη της ακρόασης σε αρχικά στάδια χωρίς καθυστέρηση, μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Σε σχετικά πολύ πρόσφατη απόφαση μας στην Kayat Trading Ltd v. GENZYME CORPORATION, Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012, 4.3.2013, είχαμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Το συμπέρασμα που μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τη σχετική νομολογία, είναι ότι το θέμα, τροποποίησης δικογράφων, ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου η οποία ασκείται φιλελεύθερα και δεν διέπεται από άκαμπτους κανόνες, αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η βασική αρχή η οποία πηγάζει μέσα από την εν λόγω νομολογία είναι, όπως πολύ εύστοχα επισημάνθηκε στην υπόθεση Clive Preece:
"Αίτηση για τροποποίηση δικογράφου μπορεί να εγκριθεί σε κάθε στάδιο της διαδικασίας εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν την τροποποίηση απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραγόντων της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων και των επιπτώσεων που ενδεχομένως θα προκληθούν στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Βλ. Εθν. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κα (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237.
Στην Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 ΑΑΔ 934 έχει ειπωθεί ότι η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπουν τα δικαστήρια τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμα και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα."
Επίσης, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Αρτέμιος Παπαχρυσοστόμου:
"Στις περιπτώσεις όπου ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων και η αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών επιβάλλουν την τροποποίηση των δικογράφων, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται υπέρ της έγκρισης της αίτησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί βλάβη ή αδικία στην άλλη πλευρά η οποία δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα ή ο αιτητής δεν ενεργεί κακόπιστα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της οποιασδήποτε καθυστέρησης στη διατύπωση των θέσεων του αιτητή, ποικίλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη τροποποίησης δικογράφων, όμως η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, ασκείται με φειδώ. Τέλος μπορεί να λεχθεί ότι η εισαγωγή ενός νέου θέματος δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη και την απόρριψη της αίτησης, νοουμένου όμως ότι δεν έχει καταλυτικές συνέπειες για την αντίδικη πλευρά." »
Σε κάθε περίπτωση λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ειδικότερα ότι η αίτηση καταχωρίστηκε, όπως και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε τρεις μόλις μήνες από την καταχώριση της αίτησης και στα πολύ αρχικά στάδια πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, καταλήγουμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης τροποποίησης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΜΔ