ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1935
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε23/2013, Ε24/2013, Ε25/2013, Ε26/2013, Ε27/2013, Ε28/2013 και Ε29/2013 )
13 Σεπτεμβρίου, 2013
[XATZHXAMΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε23/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. SI SENH DAU,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
___________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε24/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. TOWSON SUSAN JANE,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε25/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. CRESSWELL STEWART CHARLES,
2. CRESSWELL GILLIAN,
3. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε26/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. GASKELL JULIE ANN,
2. GASKELL PETER,
3. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε27/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. WERNHAM RICHARD DONALD,
2. WERNHAM TRACY,
3. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε28/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. ΖORANI JOANNE LOUISE,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε29/2013 )
ALPHA BANK CYPRUS LTD,
Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,
- και -
1. SIMPSON RICHARD WILLIAM,
2. ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), Ξ. Κόκκινου (κα) και Α. Λιβέρα (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κουκούνης με Κ. Κουκούνη και Χρ. Ζαντή (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
H ΔΙΑΤΑΓΗ
(Αίτηση για έκδοση προδικαστικής απόφασης, σύμφωνα με το Άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2008)
Το Ανώτατο Δικαστήριο στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, αφού μελέτησε την Αίτηση και αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων κ.κ. Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), Ξ. Κόκκινου (κα) και Α. Λιβέρα (κα) για τους Εφεσείοντες και Γ. Κουκούνη με Κ. Κουκούνη και Χρ. Ζαντή (κα) για τους Εφεσίβλητους, αποφάσισε σήμερα, 13 Σεπτεμβρίου, 2013 ότι είναι απαραίτητη η αποσαφήνιση των νομικών σημείων που φαίνονται στο Παράρτημα της παρούσας Διαταγής, ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο αυτό να αποφασίσει για την υπόθεση που βρίσκεται ενώπιον του, δηλαδή τις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε23/2013, Ε24/2013, Ε25/2013, Ε26/2013, Ε27/2013, Ε28/2013 και Ε29/2013 μεταξύ της Alpha Bank Cyprus Ltd και 1. Si Senh Dau και 2. Alpha Panareti Public Limited και των άλλων διαδίκων που φαίνονται στους τίτλους των εφέσεων. Γι' αυτό διατάσσεται η παραπομπή των ερωτημάτων που διατυπώνονται στο επισυναπτόμενο Παράρτημα, για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί των θεμάτων που εγείρονται στα ερωτήματα.
Περαιτέρω διατάσσεται η αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα έξοδα της διαδικασίας παραπομπής επιφυλάσσονται.
Δυνάμει του Κανονισμού 4 των περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικών Κανονισμών (Αρ. 1) του 2008, εντέλλεται η Αρχιπρωτοκολλητής όπως διαβιβάσει την παρούσα Διαταγή μετά του Παραρτήματος και λοιπών εγγράφων, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αιτούν Δικαστήριο
Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας στη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία (Δικαστές Δ. Χατζηχαμπής, Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Παναγή)
Οι διάδικοι
Οι Εφεσείοντες, Alpha Bank Cyprus Ltd.
Οι Εφεσίβλητοι στην Ε23/13, 1. Si Senh Dau, 2. Alpha Panareti Public Limited και όλοι οι άλλοι διάδικοι που φαίνονται στους τίτλους των υπολοίπων εφέσεων.
Οι δικηγόροι των διαδίκων
Π. Πολυβίου, Στ. Πολυβίου (κα), Ξ. Κόκκινου (κα) και Α. Λιβέρα (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κουκούνης με Κ. Κουκούνη και Χρ. Ζαντή (κα), για τους Εφεσίβλητους.
A. Η θεραπεία που ζητείται
1. Το θέμα παραπομπής προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε μετά από αίτημα οποιουδήποτε των διαδίκων, αλλά παραπέμπεται αυτεπάγγελτα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. Τα τρία ερωτήματα που παραπέμπονται είναι τα πιο κάτω:-
«(1) Κατά πόσο η επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης δυνάμει του ΕΚ 1393/2007 είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση ή κατά πόσο μπορούν να υπάρξουν εξαιρέσεις.
(2) Αν κριθεί ότι η επίδοση είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, κατά πόσο η παράλειψη στην προκειμένη περίπτωση συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης.
(3) Αν όχι, κατά πόσο μπορεί να γίνει, σύμφωνα με το πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, με επίδοση στο δικηγόρο των υπό διαμαρτυρία εμφανιζομένων Εφεσιβλήτων, ο οποίος έχει αντίστοιχη υποχρέωση εκ μέρους των πελατών του να την παραλάβει ή κατά πόσο η επίδοση θα πρέπει να γίνει με νέα επίδοση δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στον ΕΚ1393/2007.»
Β. Τα πραγματικά περιστατικά
3. Οι Εφεσείοντες οι οποίοι είναι Ενάγοντες στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι νομικό πρόσωπο το οποίο ασκεί τραπεζικές εργασίες. Με κλητήριο ένταλμα ενήγαγαν για το υπόλοιπο ενυπόθηκου δανείου τους αντίστοιχους Εφεσίβλητους/Εναγομένους στις επτά εφέσεις, οι οποίοι είναι αγοραστές ακίνητης περιουσίας καθώς και ένα άλλο νομικό πρόσωπο (πωλητή) το οποίο εγγυήθηκε το δάνειο, υποθηκεύοντας την ακίνητη περιουσία.
4. Επειδή οι Εφεσίβλητοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, οι Εφεσείοντες εξασφάλισαν στην κάθε αγωγή διάταγμα με το οποίο επιτρεπόταν «η επίδοση πιστού αντιγράφου του Κλητηρίου Εντάλματος της αγωγής .. και της ειδοποίησης .. καθώς και μετάφρασης αυτών .. εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου». Περαιτέρω το κάθε διάταγμα προέβλεπε ότι η επίδοση των πιο πάνω εγγράφων θα γινόταν «μέσω της δικαιοδοσίας ως προνοείται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/01 και 1393/07».
5. Οι αντίστοιχες αρχές επιβεβαίωσαν στους δικηγόρους των Εφεσειόντων ότι είχαν επιδοθεί στους Εφεσίβλητους, σύμφωνα με τον ΕΚ1393/2007, τα πιο κάτω έγγραφα:- (1) Πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος και της Ειδοποίησης περί τούτου, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, (2) πιστό αντίγραφο του Διατάγματος για επίδοση εκτός Κύπρου στην ελληνική γλώσσα μόνο, και (3) πιστό αντίγραφο της ένορκης δήλωσης της Ειρήνης Καλλή στα Αγγλικά ότι μετάφρασε πιστά τα πιο πάνω έγγραφα στην αγγλική γλώσσα.
Γ. Η πρωτόδικη δικαστική διαδικασία
6. Οι Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι στην κάθε μια από τις επτά αγωγές, καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ταυτόχρονα αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται ή παραμερίζεται το διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο επετράπη η επίδοση των πιο πάνω εγγράφων στους Εφεσίβλητους, καθώς και η ίδια η επίδοση, καθότι οι Εφεσείοντες «δεν συμμορφώθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, των σχετικών Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και του Συντάγματος ή απέτυχαν να συμμορφωθούν με ή να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες εκδόθηκαν τα εν λόγω διατάγματα ..» (βλ. παρ. Α΄ της αίτησης).
7. Η ουσία των ισχυρισμών τους ήταν ότι θα έπρεπε να επιδοθούν, μεταξύ άλλων, και τα πιο κάτω έγγραφα τα οποία ήταν, κατά την εισήγηση του δικηγόρου τους, αναγκαία σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας:- (α) Αντίγραφο της μονομερούς αίτησης σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13, (β) μετάφραση στην αγγλική γλώσσα του Διατάγματος για επίδοση εκτός Κύπρου, (γ) τυποποιημένο Πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 8 του ΕΚ 1393/2007, και (δ) επεξηγηματική επιστολή των εγγράφων που θα επιδίδονταν.
8. Από την άλλη, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση περί της ύπαρξης της αγωγής και του αντικειμένου της, καθώς και του χρονοδιαγράμματος προς τη λήψη μέτρων από μέρους τους, κωλύονται να προβάλλουν ισχυρισμούς περί κακής επίδοσης. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι αιτήσεις των Εφεσιβλήτων για παραμερισμό της επίδοσης, αποτελεί προσπάθεια εκ μέρους τους να αποφύγουν την επίδοση.
9. Το πρωτόδικο δικαστήριο στην κάθε μια από τις επτά αγωγές, έκρινε την αίτηση βάσιμη και προχώρησε στην ακύρωση της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, της Ειδοποίησης περί αυτού, καθώς και του σχετικού διατάγματος. Οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην Έφεση Ε23/2013 για αποδοχή της αίτησης και οι οποίοι είναι όμοιοι με αυτούς που δόθηκαν στις άλλες έξι εκκαλούμενες αποφάσεις, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως:-
(α) Οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να επιδώσουν ως είχαν υποχρέωση δυνάμει της Δ.48 θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τη μονομερή αίτηση και την ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας εξασφάλισαν το διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας.
(β) Ο ΕΚ 1393/2007 δεν ακυρώνει ούτε αναστέλλει τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
(γ) Οι διαπιστούμενες παραλείψεις των Εφεσειόντων να επιδώσουν όλα τα αναγκαία έγγραφα, δεν μπορούν να θεραπευθούν ως απλές παρατυπίες δυνάμει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
(δ) Η παράλειψη επίδοσης όλων των αναγκαίων εγγράφων και μεταφράσεων στα Αγγλικά και ιδιαίτερα της μετάφρασης του διατάγματος, συνιστά παράβαση της Δ.48 θ.12 και 13, καθώς και του ΕΚ 1393/2007, καθότι στερεί του παραλήπτη των εγγράφων της δυνατότητας να αντληθεί το περιεχόμενο τους.
(ε) Επίσης υπήρξε παράβαση του ΕΚ 1393/2007 καθότι δεν επιδόθηκε στους Εφεσίβλητους η αναγκαία Βεβαίωση με την οποία θα πληροφορούνταν περί του δικαιώματος τους να αρνηθούν να παραλάβουν το διάταγμα στα Ελληνικά, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από την απαιτούμενη μετάφραση στα Αγγλικά.
Δ. Οι κατ' έφεση ισχυρισμοί των διαδίκων
10. Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες με έφεση προσέβαλαν την ορθότητα της κάθε μιας από τις επτά αποφάσεις. Σημειώνεται ότι οι πέντε από τις εκκαλούμενες αποφάσεις εκδόθηκαν από την Α. Πούγιουρου, ΠΕΔ, η μία από την Δ. Σωκράτους, ΠΕΔ και η τελευταία από την Ρ. Λιμνατίτου, ΑΕΔ. Στους λόγους έφεσης υπάρχουν μικρές διαφορές οι οποίες όμως με κανένα τρόπο δεν αλλοιώνουν την ουσία των επίδικων θεμάτων. Επειδή τα επιχειρήματα των διαδίκων είναι όμοια, εξετάσαμε όλες τις εφέσεις μαζί, με επίκεντρο βέβαια την πρώτη που είναι η Ε23/13.
11. Οι Εφεσείοντες παραπονέθηκαν ότι είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την παράβαση των σχετικών Ευρωπαϊκών Κανονισμών (ΕΚ 44/2001 και ΕΚ 1393/07). Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες υποστήριξε ότι με τον τρόπο που έγινε η επίδοση:-
(α) Υπήρξε συμμόρφωση με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.
(β) Από τη στιγμή που επιδόθηκε στους Εφεσίβλητους δεόντως το κλητήριο ένταλμα και η ειδοποίηση περί αυτό τόσο στα Ελληνικά, όσο και στα Αγγλικά, η διαδικασία ενώπιον του κυπριακού δικαστηρίου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει δεόντως ξεκινήσει και η επίδοση δεν μπορεί να αμφισβητείται για τεχνικούς και διαδικαστικούς λόγους.
(γ) Ακόμα και αν υπήρξε κάποια παρατυπία με βάση τους εθνικούς κανόνες (μη μετάφρασης του δικαστικού διατάγματος και μη επίδοσης της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας), δεν μπορεί χωρίς να διαπιστωθεί δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων, να κριθεί η επίδοση ως κακή (βλ. Trustor AB v. Barclays Bank Plc [2000] WL 1675230, Tavoulareas v. Tsavliris and Another [2004] EWCA Civ 48, Harris Calnan Construction Co Ltd v. Ridgewood (Kensington) Ltd [2007] EWHC 2738 (TCC)).
(δ) Οι αγγλικές αρχές, οι οποίες ήταν οι αρχές της χώρας στην οποία θα γινόταν η επίδοση, θεώρησαν την επίδοση απόλυτα κανονική και γι' αυτό απέστειλαν στις αρχές της Δημοκρατίας τη σχετική Βεβαίωση επίδοσης.
(ε) Τα κυπριακά Δικαστήρια δεν πρέπει να υιοθετήσουν τυπολατρική προσέγγιση, καθότι θα καταστρατηγήσουν την ευρεία ευρωπαϊκή προσέγγιση που χαράσσεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό.
12. Περαιτέρω, οι Εφεσείοντες θεωρούν, μεταξύ άλλων, ως λανθασμένο τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να ακυρώσει την επίδοση, καθότι έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται περιττά έξοδα, να αναλώνεται χρόνος και κόπος για διαδικαστικά θέματα και να πολλαπλασιάζονται οι δικαστικές διαδικασίες.
Ε. Εθνικό δίκαιο
13. Η νομική βάση για επίδοση της μονομερούς αίτησης στη βάση της οποίας εξεδόθη το διάταγμα για επίδοση εκτός Κύπρου είναι η Δ.48 θ.13 η οποία προβλέπει ότι:-
«13. Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε.»[1]
14. Ως προς την ισχύ του διατάγματος, η Δ.48 θ.12 προβλέπει ότι:-
«12. Κάθε διάταγμα από την ημερομηνία που φέρει θα είναι δεσμευτικό για το πρόσωπο με αίτηση του οποίου εκδόθηκε και για όλους τους διαδίκους στην αγωγή στους οποίους επιδόθηκε δεόντως ειδοποίηση για την αίτηση. Όταν σε οποιοδήποτε διάδικο στην αγωγή δεν επιδόθηκε δεόντως ειδοποίηση για την αίτηση, τέτοιο διάταγμα θα είναι δεσμευτικό γι' αυτόν από την ημερομηνία επίδοσης σ' αυτόν επισήμου αντιγράφου της αίτησης.»
15. Το Ανώτατο Δικαστήριο με ξεχωριστή απόφαση έκρινε ότι το μέρος των επτά πρωτόδικων αποφάσεων που αφορά στην ακύρωση της επίδοσης για λόγους που άπτονται παραλείψεων σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, είναι εσφαλμένο, καθότι οι όποιες παραλείψεις θα μπορούσαν υπό τις περιστάσεις των συγκεκριμένων υποθέσεων να θεραπευθούν, σύμφωνα με το πνεύμα που καθορίζει ο ΕΚ 1393/2007. Παρά τα πολλαπλά προβλήματα που εντοπίστηκαν στον τρόπο που έγινε η επίδοση, δεν προκύπτει, από τα έγγραφα που αποστάληκαν για επίδοση, πραγματική παραπλάνηση των Εφεσιβλήτων, αφού αυτοί εμφανίστηκαν εγκαίρως ενώπιον του δικαστηρίου. Πέραν τούτου, οι Εφεσίβλητοι δεν προσδιόρισαν τη φύση της κατ' ισχυρισμό παραπλάνησης τους, αλλά και πιο σημαντικά τις επιπτώσεις σ' αυτούς από οποιαδήποτε πιθανή παραπλάνηση.
16. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι δεν θα ακύρωνε την επίδοση εκτός αν κριθεί από το ΔΕΕ ότι η επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση επίδοσης εγγράφων δυνάμει του ΕΚ 1393/2007 και ότι η τυχόν παράλειψη επίδοσης της δεν είναι θεραπεύσιμη και συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης.
ΣΤ. Το κοινοτικό δίκαιο
17. Το ευρωπαϊκό δίκαιο που διέπει το θέμα καλύπτεται εμμέσως από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 και ευθέως από τον ΕΚ 1393/2007. Ο πρώτος αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων. Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν έχουν ερημοδικήσει, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του ΕΚ 44/2001 στην προκειμένη περίπτωση.
18. Ο δεύτερος Κανονισμός (ΕΚ 1393/2007) είναι πιο εξειδικευμένος και αφορά ευθέως στον τρόπο επίδοσης και κοινοποίησης δικαστικών (judicial) και εξωδίκων (extra-judicial) «πράξεων» (documents)[2] σε αστικές υποθέσεις, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Κανονισμού, παρ. (1):-
«(1) Η Ένωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»
19. Για διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς αναφέρεται στον ΕΚ 1393/2007 ότι επιδιώκεται «η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση» μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων (πράξεων) (παράγραφος 2 προοιμίου). Για διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ΕΚ, προβλέπεται ότι η άρνηση της επίδοσης θα πρέπει να είναι δυνατή «σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις» (παράγραφος 10 προοιμίου) και ότι θα πρέπει να παρέχεται τυποποιημένη ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμα του να αρνηθεί «εφόσον η πράξη (το έγγραφο) δεν έχει συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον παραλήπτη.» (παράγραφος 12 προοιμίου). Επίσης στην παράγραφο 23 αναφέρεται ότι ο Κανονισμός «υπερισχύει άλλων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών με το ίδιο αντικείμενο που συνάπτονται από τα κράτη μέλη». Όμως αναφέρεται ότι «ο Κανονισμός δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών ή διακανονισμών, με σκοπό την επιτάχυνση ή την απλούστευση των διαβιβάσεων των πράξεων, εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του».
20. Η διαβίβαση δικαστικών εγγράφων και βεβαιώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4(2) του ΕΚ, γίνεται «με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο», εφόσον το περιεχόμενο των εγγράφων που παραλήφθηκε συμπίπτει με τα έγγραφα που στάληκαν και «όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες».
21. Το άρθρο 7 το οποίο αφορά στην επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων προβλέπει ότι:-
« Άρθρο 7
Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων
1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.»
22. Ο Κανονισμός δια του άρθρου 8 παρέχει στον παραλήπτη το δικαίωμα άρνησης παραλαβής εγγράφου. Συγκεκριμένα το άρθρο 8(1) προβλέπει ότι:-
« Άρθρο 8
Άρνηση παραλαβής της πράξης
1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε
μία από τις ακόλουθες γλώσσες:
...........................»
23. Όμως το εδάφιο (3) του άρθρου 8 προβλέπει ότι η άρνηση παραλαβής λόγω μη μετάφρασης εγγράφων, «μπορεί να θεραπευθεί» με την επίδοση και κοινοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου συνοδευόμενου από μετάφραση. Σε τέτοια περίπτωση εκείνο που συμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 9, είναι ότι η ημερομηνία επίδοσης θεωρείται η ημερομηνία που το έγγραφο επιδόθηκε μαζί με την αναγκαία μετάφραση. Μετά που ολοκληρωθούν «οι διατυπώσεις επίδοσης» εκδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 10(1), «σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο Παράρτημα Ι» («Certificate of completion of those formalities») η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης.
24. Τέλος, γίνεται πρόνοια και για την περίπτωση που ο εναγόμενος δεν καταχωρήσει εμφάνιση. Το άρθρο 19 του Κανονισμού προβλέπει ότι σε περιπτώσεις ερημοδικίας του εναγομένου, το δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:-
«19(1)(α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του∙ ή
(β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, L 324/84 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 10.12.2007 καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»
25. Ο ίδιος ο ΕΚ 1393/07 δεν κατονομάζει τα έγγραφα που θα πρέπει να επιδοθούν σε κάθε περίπτωση. Επομένως προκύπτει σαφώς ότι τα έγγραφα που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιδίδονται, είναι αυτά που καθορίζονται στο διάταγμα του δικαστηρίου που διατάζει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και κάθε έγγραφο που προβλέπεται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία ή διαδικαστικούς κανονισμούς.
26. Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι εκείνο που προσπαθεί ο ΕΚ 1393/2007 να εξισορροπήσει, είναι τα δικαιώματα και των δύο μερών σε κάθε αντιδικία ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη (βλ. Weiss und Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin, C-14/07 [2008] ECR I-3367 και γνωμάτευση Γενικού Εισαγγελέως κ. Y. Bot στην Alder v. Orlowski [2012] EUECJ, C-325/11 (ημερ. 20.9.2012), καθώς και την απόφαση του ΔΕΕ στην ομώνυμη υπόθεση C-325/11, ημερ. 19.12.2012).
27. Οι Εφεσίβλητοι παραπονέθηκαν για κακή επίδοση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το Ανώτατο Δικαστήριο σε ξεχωριστή απόφασή του στην έφεση, θεώρησε ότι τα παράπονα των Εφεσιβλήτων για κακή επίδοση ήταν τυπολατρικά και ότι τυχόν αποδοχή τους θα ερχόταν σε αντίθεση όχι μόνο με το όλο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, αλλά και με τους εθνικούς Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Κατά την άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τόσο το κλητήριο, όσο και η ειδοποίηση, που αποτελούσαν τα εναρκτήρια έγγραφα της διαδικασίας, περιήλθαν σε γνώση των Εφεσιβλήτων.
Ζ. Οι επιπτώσεις από τη μη επίδοση της προβλεπόμενης Βεβαίωσης σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007
28. Ως προς το θέμα της μη επίδοσης της Βεβαίωσης, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι για να απαντηθεί το ερώτημα θα πρέπει να ερμηνευθεί ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός, κάτι που δεν είναι δυνατό να γίνει, εφόσον αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, έχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αγγλικές αρχές δεν θεώρησαν σκόπιμο να επιδώσουν την τυποποιημένη Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 8 και στο Παράρτημα ΙΙ του ΕΚ 1393/2007.
29. Το Ανώτατο Δικαστήριο υπό τις περιστάσεις έκρινε ότι ενώ η βασική διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί της αναγκαιότητας επίδοσης της Βεβαίωσης είναι ορθή, εντούτοις η διαπίστωση ως προς τις επιπτώσεις της παράλειψης, είναι αντίθετες με το ευρωπαϊκό δίκαιο, εφόσον τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να ερμηνεύουν ευρωπαϊκή νομοθεσία, εκτός αν η περίπτωση θεωρηθεί «acte clair». Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια. Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση ή κατά πόσο μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις. Το δεύτερο ερώτημα που επίσης προκύπτει, είναι αν κριθεί ότι η επίδοση της Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον η παράλειψη της στην προκειμένη περίπτωση συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης. Αν όχι, κατά πόσον η θεραπεία μπορεί να γίνει σύμφωνα με το πνεύμα του ΕΚ 1393/2007 με επίδοση στο δικηγόρο που εμφανίζεται υπό διαμαρτυρία, ο οποίος έχει αντίστοιχη υποχρέωση εκ μέρους των πελατών του να την δεχθεί ή θα πρέπει να γίνει νέα επίδοση δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στον ΕΚ 1393/2007.
30. Με δεδομένο ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον των Εφεσιβλήτων, αφού αυτοί αποτάθηκαν εγκαίρως στο Δικαστήριο για να παραμερίσουν την επίδοση, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράλειψη, σύμφωνα με το όλο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακυρότητα της όλης επίδοσης. Ακόμη και αν η παράλειψη εξισωθεί με άρνηση επίδοσης δυνάμει του άρθρου 8 της ΕΚ 1393/2007, αυτή είναι θεραπεύσιμη σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Leffler v. Berlin Chemie AG, C-443/03 [2005] ECR I-9611. Όμως θεώρησε ότι δεν εναπόκειται στο ίδιο να αποφασίσει το θέμα τελεσίδικα, αλλά στο ΔΕΕ.
Η. Η τελική κατάληξη
31. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε ότι προκύπτει θέμα ερμηνείας του Δικαίου της Ένωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο ενεργεί ως δευτεροβάθμιο και τελικό δικαστήριο και ως εκ τούτου από τη στιγμή που εγείρεται θέμα ερμηνείας Δικαίου της Ένωσης είναι υπόχρεο να παραπέμψει τα ερωτήματα, εφόσον η περίπτωση δεν καλύπτεται από την εξαίρεση που δημιουργείται με την αρχή του "acte clair". Κατά την άποψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου πληρούνται όλες οι αναγκαίες προϋποθέσεις και η παραπομπή είναι αναγκαία και απαραίτητη, ώστε να διασφαλιστεί η ενιαία ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου της Ένωσης.
32. Τα ερωτήματα δεν φαίνεται να έχουν μέχρι σήμερα απαντηθεί από το ΔΕΕ και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητο να απαντηθούν, ώστε να μπορεί να αποφασιστεί η παρούσα έφεση.
33. Επίσης, καθίσταται αναγκαία η αναστολή της διαδικασίας, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί της προδικαστικής παραπομπής.
34. Τα τρία προδικαστικά ερωτήματα δυστυχώς δεν μπορούν να παραπεμφθούν με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία, καθότι δεν εμπίπτουν στον Τίτλο V του Τρίτου Μέρους της ΣΛΕΕ που αφορά στο χώρο της Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης. Παρά ταύτα όμως θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η εκδίκαση της προδικαστικής παραπομπής επείγει, αφού από το αποτέλεσμα της δεν εξαρτάται μόνο η πορεία των επτά υπό έφεση υποθέσεων, αλλά και περίπου 600 άλλων αγωγών που καταχωρίστηκαν από τους Εφεσείοντες και εκκρεμούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου. Γι' αυτό θεωρούμε σκόπιμο να απευθύνουμε παράκληση στο ΔΕΕ όπως, στο βαθμό που είναι δυνατό, εξευρεθεί τρόπος για επίσπευση της διαδικασίας.
35. Τα μέχρι σήμερα έξοδα, επιφυλάσσονται.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΕΠς
[1] Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη πρόνοια προσετέθη στους θεσμούς στις 6.2.1998 με τον Τροποποιητικό Νόμο 6/98.
[2] Στα Ελληνικά ο Κανονισμός χρησιμοποιεί τη λέξη «πράξη» για να αποδώσει τον αγγλικό όρο «document». Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των επίδικων θεμάτων σε εθνικό επίπεδο, θα χρησιμοποιούμε τον όρο «έγγραφα» αντί «πράξεων».