ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1935

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                    (Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε23/2013, Ε24/2013, Ε25/2013, Ε26/2013, Ε27/2013, Ε28/2013 και Ε29/2013 )

 

13 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[XATZHXAMΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]

                             

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε23/2013 )

 

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

1.    SI SENH DAU,

2.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

___________________________

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε24/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

1.    TOWSON SUSAN JANE,

2.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε25/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

 

1.    CRESSWELL STEWART CHARLES,

2.    CRESSWELL GILLIAN,

3.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε26/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

 

1.    GASKELL JULIE ANN,

2.    GASKELL PETER,

3.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε27/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

 

1.    WERNHAM RICHARD DONALD,

2.    WERNHAM TRACY,

3.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε28/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

 

1.    ΖORANI JOANNE LOUISE,

2.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε29/2013 )

                   

ALPHA BANK CYPRUS LTD,

                                                            Εφεσειόντων/Εναγόντων/Αιτητών,

- και -

 

1.    SIMPSON RICHARD WILLIAM,

2.    ALPHA PANARETI PUBLIC LIMITED,

                                        Εφεσιβλήτων/Εναγομένων/Καθ' ων η αίτηση.

Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα), Ξ. Κόκκινου (κα) και Α. Λιβέρα (κα), για τους Εφεσείοντες.

Γ. Κουκούνης με Κ. Κουκούνη και Χρ. Ζαντή (κα), για τους Εφεσίβλητους.

 

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

_____________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-

Οι εφέσεις

Με τις επτά εφέσεις προσβάλλεται η ορθότητα αντίστοιχων ενδιάμεσων αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με τις οποίες έγινε δεκτό αίτημα από πλευράς Εφεσιβλήτων για ακύρωση, μεταξύ άλλων, των διαταγμάτων με τα οποία επετράπη η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στους Εναγομένους, του κλητηρίου εντάλματος και της ειδοποίησης του.

 

Τα γεγονότα

Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες, οι οποίοι είναι τραπεζικό ίδρυμα, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενήγαγαν τους αντίστοιχους Εφεσίβλητους-Εναγομένους (αγοραστές ακίνητης περιουσίας) στην κάθε αγωγή και ένα άλλο νομικό πρόσωπο (πωλητή-υποθηκευτή), για το υπόλοιπο ενυπόθηκου δανείου.  Επειδή οι Εφεσίβλητοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, οι Εφεσείοντες εξασφάλισαν στην κάθε αγωγή διάταγμα με το οποίο επιτρεπόταν «η επίδοση πιστού αντιγράφου του Κλητηρίου Εντάλματος της αγωγής .. και της ειδοποίησης .. καθώς και μετάφρασης αυτών .. εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου».  Περαιτέρω το κάθε διάταγμα προέβλεπε ότι η επίδοση των πιο πάνω εγγράφων θα γινόταν «μέσω της δικαιοδοσίας ως προνοείται από τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 44/01 και 1393/07»

 

Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης της Κύπρου με επιστολή του επιβεβαίωσε στους δικηγόρους των Εφεσειόντων ότι τα έγγραφα είχαν επιδοθεί στους αντίστοιχους Εφεσίβλητους-Εναγομένους σε συγκεκριμένη ημερομηνία ανάλογα με την κάθε περίπτωση, στη βάση Βεβαίωσης Επίδοσης που στάληκε από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου οι οποίες προέβησαν στην επίδοση, σύμφωνα με τον ΕΚ1393/07.  Σύμφωνα με τη Βεβαίωση, επιδόθηκαν σ' αυτούς τα πιο κάτω έγγραφα:- (1) Πιστό αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος και της Ειδοποίησης περί τούτου, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, (2) πιστό αντίγραφο του Διατάγματος για επίδοση εκτός Κύπρου στην ελληνική γλώσσα μόνο, και (3) πιστό αντίγραφο της ένορκης δήλωσης της Ειρήνης Καλλή στα Αγγλικά ότι μετάφρασε πιστά τα πιο πάνω έγγραφα στην αγγλική γλώσσα.

 

Οι Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι στην κάθε μια από τις επτά αγωγές, καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία και ταυτόχρονα αίτηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται ή παραμερίζεται το διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο επετράπη η επίδοση των πιο πάνω εγγράφων στους Εφεσίβλητους, καθώς και η ίδια η επίδοση, καθότι οι Εφεσείοντες «δεν συμμορφώθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, των σχετικών Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και του Συντάγματος ή απέτυχαν να συμμορφωθούν με ή να ικανοποιήσουν τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα ..» (βλ. παρ. Α΄ της αίτησης). 

 

Η ουσία των ισχυρισμών τους ήταν ότι θα έπρεπε να επιδοθούν, μεταξύ άλλων, και τα πιο κάτω έγγραφα τα οποία ήταν, κατά την εισήγηση του δικηγόρου τους, αναγκαία σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας:- (α) Αντίγραφο της μονομερούς αίτησης σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13, (β) μετάφραση στην αγγλική γλώσσα του Διατάγματος για επίδοση εκτός Κύπρου, (γ) τυποποιημένο Πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΚ 1393/2007, και (δ) επεξηγηματική επιστολή των εγγράφων που θα επιδίδονταν.

 

Από την άλλη, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν πρωτοδίκως ότι από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση περί της ύπαρξης της αγωγής και του αντικειμένου της, καθώς και του χρονοδιαγράμματος προς τη λήψη μέτρων από μέρους τους, κωλύονται να προβάλλουν ισχυρισμούς περί κακής επίδοσης.  Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι αιτήσεις των Εφεσιβλήτων για παραμερισμό της επίδοσης, αποτελεί προσπάθεια εκ μέρους τους να αποφύγουν την επίδοση.   

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο στην κάθε μια από τις επτά αγωγές, έκρινε την αίτηση βάσιμη και προχώρησε στην ακύρωση της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, της Ειδοποίησης περί αυτού, καθώς και του σχετικού διατάγματος.

 

Οι λόγοι που έδωσε το πρωτόδικο δικαστήριο στην Έφεση Ε23/2013 για αποδοχή της αίτησης και οι οποίοι είναι όμοιοι με αυτούς που δόθηκαν στις άλλες έξι εκκαλούμενες αποφάσεις, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:-

 

(1)    Ότι οι Εφεσείοντες, σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13 και τα νομολογηθέντα στην Earlsfield Steel Ltd v. Joint Stock Company Elecgrometallurgical Steel Works Dneprospetsstal For A.N. Kyjmin (2009) 1B ΑΑΔ 1350, είχαν υποχρέωση να επιδώσουν, πλην των εγγράφων που αναφέρονται στο διάταγμα, και τη μονομερή αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε.

(2)   Ο ΕΚ 1393/2007 δεν ακυρώνει ούτε αναστέλλει τις πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ιδιαίτερα της Δ.48 θ.12 και 13.

(3)   Ο ΕΚ 44/2001 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον επίδικο θέμα δεν είναι η αναγνώριση ή εκτέλεση απόφασης, αλλά η επίδοση δικαστικών εγγράφων.

(4)   Οι διαπιστούμενες παραλείψεις των Εφεσειόντων να επιδώσουν όλα τα αναγκαία έγγραφα δεν μπορούν να θεραπευτούν ως απλές παρατυπίες, δυνάμει της Δ.64.

(5)   Η παράλειψη, δυνάμει του κυπριακού δικαίου, επίδοσης:- (α) της μονομερούς αίτησης και ένορκης δήλωσης, (β) της μετάφρασης τους στα Αγγλικά, ως επίσης και (γ) της μετάφρασης στα Αγγλικά του διατάγματος του Δικαστηρίου το οποίο καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα έπρεπε να εμφανιστούν οι Εφεσίβλητοι, συνιστά παράβαση της Δ.48 θ.12 και 13.

(6)   Η μη μετάφραση στα Αγγλικά του Διατάγματος ενέχει σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/07 σοβαρή επίπτωση, εφόσον στερείται ο παραλήπτης του εγγράφου της δυνατότητας να αντιληφθεί το περιεχόμενό του.

(7)   Εφόσον μεταξύ των εγγράφων που επιδόθηκαν περιλαμβανόταν και το διάταγμα του Δικαστηρίου χωρίς να συνοδεύεται με μετάφραση στα Αγγλικά, υπήρξε παράβαση του Καν. 5, 8 και 12 του ΕΚ 1393/07, με αποτέλεσμα οι Εφεσίβλητοι να μην πληροφορηθούν γραπτώς, σύμφωνα με τους τύπους του Παραρτήματος ΙΙ του ΕΚ, περί του δικαιώματος τους να αρνηθούν την επίδοση.

(8)   Οι Εφεσίβλητοι πιθανώς να παραπλανήθηκαν από το γεγονός ότι τα έγγραφα που επιδόθηκαν προσδιόριζαν διαφορετική προθεσμία για να εμφανιστούν (το κλητήριο αναφέρει 10 μέρες από την επίδοση, ενώ η ειδοποίηση 60 μέρες).  

(9)   Η ορθότητα της μετάφρασης των εγγράφων δεν μπορούσε να εξεταστεί, εφόσον δεν εξηγήθηκε στο Δικαστήριο σε ποιο σημείο οι μεταφράσεις πάσχουν.

 

Οι Εφέσεις

Οι Εφεσείοντες-Ενάγοντες με τους λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της κάθε μιας από τις επτά αποφάσεις.  Σημειώνεται ότι οι πέντε από τις εκκαλούμενες αποφάσεις εκδόθηκαν από την Α. Πούγιουρου, ΠΕΔ, η μια από την Δ. Σωκράτους, ΠΕΔ και η τελευταία από την Ρ. Λιμνατίτου, ΑΕΔ.

 

Στους λόγους έφεσης υπάρχουν μικρές διαφορές οι οποίες όμως με κανένα τρόπο δεν αλλοιώνουν την ουσία των επίδικων θεμάτων.  Επειδή τα επιχειρήματα των διαδίκων είναι όμοια, θα εξετάσουμε όλες τις εφέσεις μαζί, με επίκεντρο βέβαια την πρώτη που είναι η Ε23/13.

 

Κατ' αρχάς οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την παράβαση των σχετικών Ευρωπαϊκών Κανονισμών (ΕΚ 44/2001 και ΕΚ 1393/07).  Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες υποστήριξε ότι με τον τρόπο που έγινε η επίδοση:-

(1) Υπήρξε συμμόρφωση με τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς.

(2) Από τη στιγμή που επιδόθηκε στους Εφεσίβλητους δεόντως το κλητήριο ένταλμα και η ειδοποίηση περί αυτό τόσο στα Ελληνικά, όσο και στα Αγγλικά, η διαδικασία ενώπιον του κυπριακού δικαστηρίου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει δεόντως ξεκινήσει και η επίδοση δεν μπορεί να αμφισβητείται για τεχνικούς και διαδικαστικούς λόγους.

(3) Ακόμα και αν υπήρξε κάποια παρατυπία με βάση τους εθνικούς κανόνες, δεν μπορεί χωρίς να διαπιστωθεί δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων των Εφεσιβλήτων, να κριθεί η επίδοση ως κακή (βλ. Trustor AB v. Barclays Bank Plc & Anr. [2000] WL 1675230, Tavoulareas v. Tsavliris and Another [2004] EWCA Civ 48, Harris Calnan Construction Co Ltd v. Ridgewood (Kensington) Ltd [2007] EWHC 2738 (TCC)).

(4) Οι αγγλικές αρχές, οι οποίες ήταν οι αρχές της χώρας στην οποία θα γινόταν η επίδοση, θεώρησαν την επίδοση απόλυτα κανονική και γι' αυτό απέστειλαν στις αρχές της Δημοκρατίας τη σχετική Βεβαίωση επίδοσης.

(5) Τα κυπριακά Δικαστήρια δεν πρέπει να υιοθετήσουν τυπολατρική προσέγγιση, καθότι θα καταστρατηγήσουν την ευρεία ευρωπαϊκή προσέγγιση που χαράσσεται από τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό.    

 

Προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μη μετάφραση του δικαστικού διατάγματος ενέχει σοβαρές επιπτώσεις σύμφωνα με τον ΕΚ 1393/2007 και επομένως αποτελεί πρόσθετο λόγο για παραμερισμό της επίδοσης.  Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το ίδιο το διάταγμα, με το οποίο επετράπη η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, δεν απαιτούσε την επίδοση του, πόσο μάλλον της επίδοσης του στην αγγλική γλώσσα.  Στην ουσία, ανέφερε ο κ. Πολυβίου, το πρωτόδικο δικαστήριο πρόσθεσε νέους όρους στο αρχικό διάταγμα.  Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο των Εφεσειόντων, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι δυνάμει του άρθρου 8 του ΕΚ 1393/2007 το διάταγμα θα έπρεπε να είχε μεταφραστεί, οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα να αρνηθούν να παραλάβουν αυτά τα έγγραφα, οπότε και θα μπορούσε να θεραπευθεί η παρατυπία (βλ. Leffler v. Berlin Chemie AG, C-443/03 [2005] ECR I-9611).

 

Εσφαλμένη θεωρούν και την ακύρωση της επίδοσης ως εκ της μη επίδοσης της αίτησης για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας.  Ισχυρίζονται ότι υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με τους όρους του διατάγματος για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και όσα έγγραφα προβλέπονταν στο διάταγμα, επιδόθηκαν μαζί με τις μεταφράσεις τους.  Το ότι δεν επιδόθηκε και η μονομερής αίτηση, δεν αλλοιώνει την πιστή συμμόρφωση, εφόσον σύμφωνα με το ίδιο το διάταγμα, δεν ήταν ανάγκη να επιδοθεί.  Υπό τις περιστάσεις, εισηγήθηκε ο δικηγόρος του, δεν ετύγχανε εφαρμογής η Δ.48 θ.12 και θ. 13.

 

Με άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η διαφορετική προθεσμία που δίδει από τη μια το κλητήριο ένταλμα και από την άλλη η ειδοποίηση καθώς και η πρωτόδικη κατάληξη ότι αυτό πιθανόν να ήταν παραπλανητικό στους Εφεσίβλητους.  Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι το συγκεκριμένο συμπέρασμα είναι αυθαίρετο, αφού τέτοιος ισχυρισμός δεν προωθήθηκε πρωτοδίκως από τους Εφεσίβλητους.  Επί της ουσίας διατυπώθηκε η εισήγηση ότι καμιά παραπλάνηση δεν διαπιστώνεται στην πραγματικότητα, εφόσον οι Εφεσίβλητοι κατάφεραν έγκαιρα να διορίσουν δικηγόρο για την υπεράσπισή τους.

 

Οι Εφεσείοντες διατείνονται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι εφαρμόζονται οι αρχές που διατυπώθηκαν στην κυπριακή υπόθεση Earlsfield Steel Ltd v. Joint Stock Company Elecgrometallurgical Steel Works Dneprospetsstal For A.N. Kyjmin, ανωτέρω.  Η συγκεκριμένη υπόθεση, εισηγήθηκε ο κ. Πολυβίου, διαφοροποιείται για δύο λόγους:- (α) εκεί το δικαστήριο διέταξε την επίδοση και του ίδιου του διατάγματος αυτούσιου, σε πλήρη αντίθεση με την υπό εκδίκαση περίπτωση που δεν διατάχθηκε η επίδοση του και (β) στην Earlsfield η επίδοση αφορούσε την Ουκρανία, που είναι χώρα η οποία δεν ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επομένως οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Τέλος, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν ως λανθασμένο τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να ακυρώσει την επίδοση, καθότι έχει ως αποτέλεσμα να προκαλούνται περιττά έξοδα, να αναλώνεται χρόνος και κόπος για διαδικαστικά θέματα και να πολλαπλασιάζονται οι δικαστικές διαδικασίες.

 

Η νομική πτυχή

Το ευρωπαϊκό δίκαιο που διέπει το θέμα καλύπτεται εμμέσως από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 και ευθέως από τον ΕΚ 1393/2007.  Ο πρώτος αφορά στην αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων και το μέρος που εδώ εμμέσως ενδιαφέρει είναι το άρθρο 34 το οποίο προβλέπει για τη μη αναγνώριση αποφάσεων που εκδόθηκαν ερήμην του εναγομένου και δεν επιδόθηκαν με τον τρόπο που προβλέπει το εδάφιο 2.  Η σχετική πρόνοια έχει ως εξής:-

 «                                         ’ρθρο 34

Απόφαση δεν αναγνωρίζεται:

1. .............................

2. αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει

3. ...........................

4. ............................»

 

Από τη στιγμή που οι Εφεσίβλητοι δεν έχουν ερημοδικήσει, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του ΕΚ 44/2001 στην προκειμένη περίπτωση.

 

Ο δεύτερος Κανονισμός (ΕΚ 1393/2007) είναι πιο εξειδικευμένος και αφορά ευθέως στον τρόπο επίδοσης και κοινοποίησης δικαστικών (judicial) και εξωδίκων (extra-judicial) «πράξεων» (documents)[1] σε αστικές υποθέσεις, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Κανονισμού, παρ. (1):-

«(1) Η Ένωση επιδιώκει τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στο πλαίσιο του οποίου εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και προς τούτο θεσπίζει, μεταξύ άλλων, μέτρα στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις, απαραίτητα για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.»

 

Για διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς επιδιώκεται με τον ΕΚ 1393/2007 «η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση» μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξωδίκων εγγράφων (πράξεων) (παράγραφος 2 προοιμίου).  Για διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ΕΚ, προβλέπεται ότι η άρνηση της επίδοσης θα πρέπει να είναι δυνατή «σε εξαιρετικές μόνο καταστάσεις» (παράγραφος 10 προοιμίου) και ότι θα πρέπει να παρέχεται τυποποιημένη ενημέρωση του παραλήπτη για το δικαίωμα του να αρνηθεί «εφόσον η πράξη (το έγγραφο) δεν έχει συνταχθεί σε γλώσσα κατανοητή από τον παραλήπτη.» (παράγραφος 12 προοιμίου).  Επίσης στην παράγραφο 23 αναφέρεται ότι ο Κανονισμός «υπερισχύει άλλων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών ή διακανονισμών με το ίδιο αντικείμενο που συνάπτονται από τα κράτη μέλη».  Όμως αναφέρεται ότι «ο Κανονισμός δεν εμποδίζει τη διατήρηση ή τη σύναψη από τα κράτη μέλη συμφωνιών ή διακανονισμών, με σκοπό την επιτάχυνση ή την απλούστευση των διαβιβάσεων των πράξεων, εφόσον συνάδουν με τις διατάξεις του».

Η διαβίβαση δικαστικών εγγράφων και βεβαιώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 4(2) του ΕΚ, γίνεται «με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο», εφόσον το περιεχόμενο των εγγράφων που παραλήφθηκε συμπίπτει με τα έγγραφα που στάληκαν και «όλες οι εμπεριεχόμενες πληροφορίες είναι ευανάγνωστες».

 

Το άρθρο 7 το οποίο αφορά στην επίδοση ή κοινοποίηση εγγράφων προβλέπει ότι:-

«                                               ’ρθρο 7

Επίδοση ή κοινοποίηση των πράξεων

1. Η υπηρεσία παραλαβής επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη ή μεριμνά προς τούτο σύμφωνα είτε με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, είτε με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτή δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους.»

 

 

Ο Κανονισμός δια του άρθρου 8 παρέχει στον παραλήπτη το δικαίωμα άρνησης παραλαβής εγγράφου.  Συγκεκριμένα το άρθρο 8(1) προβλέπει ότι:-

«                                            ’ρθρο 8

’ρνηση παραλαβής της πράξης

1. Η υπηρεσία παραλαβής ενημερώνει τον παραλήπτη, μέσω της έντυπης βεβαίωσης που εμφαίνεται στο παράρτημα ΙΙ, ότι μπορεί να αρνηθεί την παραλαβή κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης ή μπορεί να επιστρέψει την πράξη στην υπηρεσία παραλαβής εντός μιας εβδομάδας, εφόσον η πράξη που επιδίδεται ή κοινοποιείται δεν έχει συνταχθεί ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε

μία από τις ακόλουθες γλώσσες:

............................»

 

Όμως το εδάφιο (3) του άρθρου 8 προβλέπει ότι η άρνηση παραλαβής λόγω μη μετάφρασης εγγράφων, «μπορεί να θεραπευθεί» με την επίδοση και κοινοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου συνοδευόμενου από μετάφραση.  Σε τέτοια περίπτωση εκείνο που συμβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 9, είναι ότι η ημερομηνία επίδοσης θεωρείται η ημερομηνία που το έγγραφο επιδόθηκε μαζί με την αναγκαία μετάφραση.  Μετά που ολοκληρωθούν «οι διατυπώσεις επίδοσης» εκδίδεται, σύμφωνα με το άρθρο 10(1), «σχετική βεβαίωση βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο Παράρτημα Ι» («Certificate of completion of those formalities») η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης.

 

Τέλος, γίνεται πρόνοια και για την περίπτωση που ο εναγόμενος δεν καταχωρήσει εμφάνιση.  Το άρθρο 19 του Κανονισμού προβλέπει ότι σε περιπτώσεις ερημοδικίας του εναγομένου, το δικαστήριο υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί:-

«19(1)(α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, προκειμένου για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτειά του∙ ή

(β) ότι η πράξη επεδόθη πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί.»

 

Ο ίδιος ο ΕΚ 1393/07 δεν κατονομάζει τα έγγραφα που θα πρέπει να επιδοθούν σε κάθε περίπτωση.  Επομένως προκύπτει σαφώς ότι τα έγγραφα που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να επιδίδονται, είναι αυτά που καθορίζονται στο διάταγμα του δικαστηρίου που διατάζει την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και κάθε έγγραφο που προβλέπεται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία ή διαδικαστικούς κανονισμούς.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι εκείνο που προσπαθεί ο ΕΚ 1393/2007 να εξισορροπήσει, είναι τα δικαιώματα και των δύο μερών σε κάθε αντιδικία ώστε να διασφαλίζεται το δικαίωμα για δίκαιη δίκη (βλ. Weiss und Partner GbR v. Industrie- und Handelskammer Berlin Case C-14/07, [2008] ECR I-3367 και γνωμάτευση Γενικού Εισαγγελέως κ. Y. Bot στην Alder v. Orlowski [2012] EUECJ, C-325/11 (ημερ. 20.9.2012), καθώς και την απόφαση του ΔΕΕ στην ομώνυμη υπόθεση C-325/11, ημερ. 19.12.2012).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το Διάταγμα του Δικαστηρίου προέβλεπε για την επίδοση δύο εγγράφων με τις αντίστοιχες μεταφράσεις τους (Κλητήριο και Ειδοποίηση).  Τα δύο έγγραφα μαζί με τις μεταφράσεις τους επιδόθηκαν κανονικά.  Πέραν των πιο πάνω εγγράφων επιδόθηκαν, χωρίς να απαιτείται από το ίδιο το διάταγμα, και πιστό αντίγραφο του ιδίου του διατάγματος στα Ελληνικά και πιστό αντίγραφο ένορκης δήλωσης της μεταφράστριας των δύο πιο πάνω εγγράφων, στην αγγλική γλώσσα.

 

Οι Εφεσίβλητοι παραπονέθηκαν για κακή επίδοση.  Κατ' αρχάς ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως ότι οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να επιδώσουν τα έγγραφα που αναφέρονται στο διάταγμα.  Θεώρησαν ότι τους επιδόθηκαν μόνο δύο έγγραφα.  Το πιστό αντίγραφο του διατάγματος του Δικαστηρίου στην ελληνική γλώσσα και η ένορκη δήλωση της μεταφράστριας Ειρήνης Καλλή στην οποία επισυνάπτονται δύο έγγραφα καθώς και οι μεταφράσεις τους, ήτοι:- Το κλητήριο στην ελληνική και αγγλική, καθώς και η Ειδοποίηση στην ελληνική και αγγλική.  Οι Εφεσίβλητοι θεωρούν ότι επειδή το κλητήριο ένταλμα και η Ειδοποίηση ήταν επισυνημμένα στην ένορκη δήλωση της μεταφράστριας, δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως επιδομένα σύμφωνα με το διάταγμα.

 

Δεν συμφωνούμε.  Πρόκειται για τυπολατρική εισήγηση που έρχεται σε αντίθεση, όχι μόνο με το όλο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, αλλά και με τους δικούς μας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Σημασία έχει ότι τόσο το κλητήριο, όσο και η ειδοποίηση που αποτελούσαν τα εναρκτήρια έγγραφα της διαδικασίας, περιήλθαν σε γνώση των Εφεσιβλήτων.

 

Πέραν της πιο πάνω θέσης, ισχυρίστηκαν ότι θα έπρεπε να επιδοθούν και άλλα τέσσερα τουλάχιστον έγγραφα:- (α) αντίγραφο της μονομερούς αίτησης, σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Αγγλικά, στη βάση της οποίας εξασφαλίστηκε το διάταγμα του δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, (β) πιστοποιημένη μετάφραση στα Αγγλικά του διατάγματος για επίδοση εκτός Κύπρου, (γ) επεξηγηματική επιστολή στην αγγλική γλώσσα που να αναφέρεται στα επιδοθέντα έγγραφα, στο περιεχόμενο, στις επιπτώσεις τους, στο δικαίωμα των Εφεσιβλήτων να εμφανιστούν στη διαδικασία, καθώς και τους χρονικούς περιορισμούς και (δ) γραπτό τυποποιημένο πιστοποιητικό σύμφωνα με το άρθρο 8 και το Παράρτημα ΙΙ του ΕΚ 1393/2007 με το οποίο θα πληροφορείτο ο κάθε εφεσίβλητος που δεχόταν την επίδοση ότι είχε δικαίωμα «να αρνηθεί ή να απορρίψει την επίδοση των επιδοθέντων σε αυτόν εγγράφων, για τα χρονικά πλαίσια και τη διαδικασία που προβλέπεται για να ασκήσει τα εν λόγω δικαιώματα του».

 

Περαιτέρω οι Εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι με την ένορκη δήλωση της η Ειρήνη Καλλή, απλώς παρουσίασε τις πιστές μεταφράσεις, χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για την ικανότητα της να μεταφράσει από τα Ελληνικά στα Αγγλικά.

 

Οι επιπτώσεις από τη μη επίδοση της μονομερούς αίτησης

Η νομική βάση για επίδοση της μονομερούς αίτησης στη βάση της οποίας εξεδόθη το διάταγμα για επίδοση εκτός Κύπρου είναι η Δ.48 θ.13 η οποία προβλέπει ότι:-

«13. Όποτε επιδίδεται δυνάμει των παρόντων Κανονισμών διάταγμα που εκδόθηκε μετά από μονομερή αίτηση, επιδίδεται ταυτόχρονα και η μονομερής αίτηση μαζί με την ένορκο δήλωση που τυχόν τη συνόδευσε.»[2]

 

Κατά την κρίση μας η πιο πάνω πρόνοια των θεσμών, η οποία έτυχε ανάλυσης στην υπόθεση Earlsfield, ανωτέρω, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.  Επομένως η αντίστοιχη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή.  Η σημασία της επίδοσης της αίτησης σε σχέση με το χρόνο που το διάταγμα καθίσταται δεσμευτικό για τον εναγόμενο, επεξηγήθηκε στην Earlsfield Steel, ανωτέρω και περιοριζόμαστε να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο:-

«Αναφορικά με το Διάταγμα ημερ. 21.12.05, η Δ.48, θ.12 προβλέπει ότι σε περίπτωση διατάγματος που εξασφαλίζεται μετά από μονομερή αίτηση, τέτοιο διάταγμα θα είναι δεσμευτικό για το διάδικο από την ημερομηνία επίδοσης σ' αυτόν επίσημου αντιγράφου της μονομερούς αίτησης. Η συγκεκριμένη πρόνοια κατά την κρίση μας επιβεβαιώνει έστω και εμμέσως ότι τόσο το διάταγμα όσο και η μονομερής αίτηση θα πρέπει να επιδίδονται. Εν πάση περιπτώσει το Διάταγμα ούτως ή άλλως θα έπρεπε να επιδοθεί, ώστε να λάβουν γνώση οι Εφεσίβλητοι της πρόνοιας για το χρόνο μέσα στον οποίο θα έπρεπε να καταχωρίσουν εμφάνιση (βλ. Δ.6, θ.5). Το ότι η Διαταγή 6 δεν προβλέπει ρητά για επίδοση του Διατάγματος, δεν αναιρεί την υποχρέωση για επίδοση, εφόσον σε διαφορετική περίπτωση το Διάταγμα δεν θα μετατρεπόταν σε δεσμευτικό, τουλάχιστον αναφορικά με το χρόνο εμφάνισης. Το ότι η Δ.6, θ.7(1)(α) προβλέπει για «το έγγραφο το οποίο θα επιδοθεί» δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού το θέμα διέπεται ειδικότερα από τις γενικές πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα τις πρόνοιες της Δ.48, θ.θ.12 και 13.»

 

Όμως εκεί που η Earlsfield Steel, ανωτέρω, διαφέρει, είναι ως προς τις επιπτώσεις.  Εκεί τα θέματα κρίθηκαν αυστηρά με βάση διακρατική συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας, η οποία επικυρώθηκε με το Νόμο 8(ΙΙ)/2005.  Στην προκειμένη περίπτωση, τα θέματα θα πρέπει να κριθούν με βάση το πιο φιλελεύθερο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, όπως το έχουμε εξηγήσει πιο πάνω.  Επομένως, εκείνο που διαφέρει εδώ είναι οι επιπτώσεις από τυχόν παραβάσεις.

 

Με δεδομένη την παράβαση της Δ.48 θ.13 θα πρέπει να αναζητηθούν οι συνέπειες.  Ενδεχομένως η παράβαση της Δ.48 θ.13 να είχε ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση λήψης απόφασης ή σε σχέση με το χρόνο που το διάταγμα καθίστατο δεσμευτικό για το διάδικο (Δ.48 θ.12).  Όμως η παράβαση της στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τέτοια που από μόνη της θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδοσης δυνάμει του ΕΚ 1393/2007.  Με δεδομένο ότι επιδόθηκαν τα βασικά και πιο σημαντικά εναρκτήρια έγγραφα που προβλέπονται στο διάταγμα, το κενό θα μπορούσε εύκολα να θεραπευθεί, εάν δεν διαπιστώνονταν άλλα σημαντικά κωλύματα, με την εκ των υστέρων επίδοση του εγγράφου που δεν επιδόθηκε.  Διαφορετική προσέγγιση δεν θα ήταν σε αρμονία με τον ΕΚ 1393/2007 ο οποίος θέτει ως ύψιστη προτεραιότητα την καλύτερη, ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαβίβαση δικαστικών εγγράφων, μεταξύ των κρατών μελών.  Εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη συμπερίληψης αντίγραφου της αίτησης και της ένορκης δήλωσης σύμφωνα με τη Δ.48 θ.13 δεν έχει τη σημασία που αποδίδει ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσίβλητους.  Ειδικά η περίπτωση επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας καλύπτεται από τη Δ.6 στην οποία περιέχονται λεπτομερέστατες πρόνοιες ως προς την ακολουθητέα διαδικασία.  Μάλιστα η Δ.6 θ.5 περιέχει και συγκεκριμένες πρόνοιες ως προς το περιεχόμενο του ιδίου του διατάγματος.  Επομένως στις περιπτώσεις υποκατάστατης επίδοσης δυνάμει του Καν. 1393/2007, η Δ.48 θ.13 αποκτά ιδιαίτερη δυναμική, ανάλογα με το αν η παράλειψη διασυνδέεται με ερημοδικία του εναγομένου.  Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει τέτοια διασύνδεση.  Κατά την κρίση μας, η διαπιστούμενη παράλειψη ήταν θεραπεύσιμη, δυνάμει της Δ.64 και σύμφωνα με το πνεύμα του Καν. 1393/2007 και τους τρόπους που προβλέπονται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού (βλ. Alder v. Orlowski, C-325/11, ημερ. 19.12.2012, ανωτέρω).  Εναπόκειτο πλέον στους Εφεσείοντες να αιτηθούν από το δικαστήριο την κατάλληλη θεραπεία δυνάμει των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. σχετικά Dasaki Entertainment Co Ltd v. Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Αρ. 2) (2009) 1 ΑΑΔ 356 και Olympia Designs (Properties) Ltd v. Unique UK Inc (2010) 1Β AAΔ 1395).  Στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα υποβολής αίτησης για περαιτέρω θεραπεία, αφού η μονομερής αίτηση έχει πλέον περιέλθει εις γνώσιν των Εφεσιβλήτων και στην πράξη έχει αυτοθεραπευτεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω, η αντίθετη κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παράλειψη επίδοσης της μονομερούς αίτησης καθιστά την επίδοση άκυρη, είναι με κάθε σεβασμό εσφαλμένη.

 

Η μη επίδοση μετάφρασης του διατάγματος

Ερχόμαστε τώρα στο διάταγμα.  Με βάση το εθνικό δίκαιο (Δ.48 θ.12) και τα νομολογηθέντα στην υπόθεση Earlsfield Steel Ltd, ανωτέρω, είναι δεδομένη η υποχρέωση επίδοσης του διατάγματος.  Πέραν τούτου, θα λέγαμε ότι είναι ορθή πρακτική το ίδιο το δικαστήριο να περιλαμβάνει όρο στο ίδιο το διάταγμα, για επίδοσή του.  Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου γίνεται πρόνοια στο διάταγμα για το χρόνο εμφάνισης.  Ανεξάρτητα αν στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα δεν διέταξε την επίδοσή του, θεωρούμε ότι από τη στιγμή που οι Εφεσείοντες θεώρησαν σκόπιμο ούτως ή άλλως να συμπεριλάβουν στα έγγραφα για επίδοση και αντίγραφο του διατάγματος στην ελληνική, όφειλαν κατά την άποψή μας να το συνοδεύσουν με πιστή μετάφραση στην αγγλική. 

 

Όμως ούτε αυτή η παράλειψη είναι αρκετή για να ακυρώσει την όλη επίδοση όπως εσφαλμένα, κατά την άποψή μας, θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο.  Στην υπόθεση Leffler v. Berlin Chemie AG, ανωτέρω, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση πρόνοιες του προηγούμενου Κανονισμού 1348/2000, ο οποίος αντικαταστάθηκε με τον Καν. 1393/2007 αλλά περιείχε όμοιες διατάξεις, έκρινε ότι η μη επίδοση αναγκαίας μετάφρασης είναι θεραπεύσιμη.  Όπως ανέφερε, οι επιπτώσεις από παραβίαση των Κανονισμών λόγω της ανάγκης για ομοιομορφία στον ευρωπαϊκό ενιαίο χώρο, δεν πρέπει να αποφασίζονται με βάση το εθνικό δίκαιο, αλλά με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο και ιδιαίτερα το σχετικό Ευρωπαϊκό Κανονισμό.  Όπως τονίστηκε, για να διαφυλαχθεί η αρχή της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού δικαίου, οι εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες δεν πρέπει ούτε να είναι περίπλοκοι και απαγορευτικοί, ούτε να εφαρμόζονται με τρόπο ώστε να εξουδετερώνεται ο σκοπός του Ευρωπαϊκού Κανονισμού.  Ειδικά ως προς τη μη συμπερίληψη μετάφρασης εγγράφων προς επίδοση, το Δικαστήριο διατύπωσε τις εξής σκέψεις στις παραγράφους 49-53 της απόφασής του:-

«49. Ερμηνευόμενος ο κανονισμός υπό την έννοια ότι προβλέπει τη θεραπεία της ελλείψεως μεταφράσεως ως ενιαία συνέπεια της αρνήσεως παραλαβής εγγράφου λόγω μη συντάξεως του σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους αποστολής την οποία κατανοεί ο αποδέκτης του εγγράφου δεν αναιρεί τη σημασία του εθνικού δικαίου και του ρόλου του εθνικού δικαστή. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους απόκειται να καθορίσει τις δικονομικές λεπτομέρειες των ενδίκων βοηθημάτων που προορίζονται για την προάσπιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe, 33/76, Συλλογή τόμος 1976, σ. 747, σκέψη 5).

50. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, ωστόσο, ότι αυτές οι λεπτομέρειες εφαρμογής δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν δικαιώματα τα οποία αντλούνται από την εσωτερική έννομη τάξη (αρχή της ισοδυναμίας), ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δύσκολη την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Rewe, σκέψη 5, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1997, C-261/95, Palmisani, Συλλογή 1997, σ. I-4025, σκέψη 27, και απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, C-231/96, Edis, Συλλογή 1998, σ. I-4951, σκέψη 34). Συναφώς, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 38 και 64 των προτάσεων της, η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν πρέπει να συνεπάγεται την εκ μέρους του εθνικού δικαστή εφαρμογή των δικονομικών κανόνων που προβλέπει η εσωτερική έννομη τάξη του, παρά μόνο στο μέτρο που οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν τον λόγο υπάρξεως και τον σκοπό του κανονισμού.

51. Συνεπώς, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κανονισμός δεν προβλέπει τις συνέπειες ορισμένων πράξεων, στα εθνικά δικαστήρια απόκειται να εφαρμόζουν, καταρχήν, το εθνικό δίκαιο εξασφαλίζοντας την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου και να απορρίπτουν, αν παραστεί ανάγκη, μια εθνική ρύθμιση που αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή αυτή ή να ερμηνεύουν ένα εθνικό μέτρο το οποίο θεσπίστηκε λαμβανομένης υπόψη μιας αμιγώς εσωτερικής καταστάσεως προκειμένου να την εφαρμόσουν στην επίδικη διασυνοριακή υπόθεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 1978, 106/77, Simmenthal, Συλλογή τόμος 1978, σ. 239, σκέψη 16, και της 19ης Ιουνίου 1990, C-213/89, Factortame κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-2433, σκέψη 19, της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-453/99, Courage και Crehan, Συλλογή 2001, σ. 1-6297, σκέψη 25, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-253/00, Muñoz και Superior Fruiticola, Συλλογή 2002, σ. I-7289, σκέψη 28).

52. Στον εθνικό δικαστή απόκειται επίσης να μεριμνά για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαδίκων, ιδίως του δικαιώματος του αποδέκτη εγγράφου να έχει επαρκή χρόνο στη διάθεση του για να προετοιμάσει την άμυνα του ή το δικαίωμα του αποστολέα να μην υποστεί, στο πλαίσιο π.χ. διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων κατά την οποία ο εναγόμενος ερημοδικεί, τις αρνητικές συνέπειες μιας αμιγώς παρελκυστικής και προδήλως καταχρηστικής αρνήσεως παραλαβής ενός μη μεταφρασθέντος εγγράφου, ενώ μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αποδέκτης του κατανοεί τη γλώσσα του κράτους μέλους αποστολής στην οποία συντάχθηκε το εν λόγω έγγραφο.

53. Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, οσάκις ο αποδέκτης εγγράφου αρνείται να το παραλάβει με την αιτιολογία ότι αυτό δεν έχει συνταχθεί σε επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους παραλαβής ή σε γλώσσα του κράτους μέλους αποστολής την οποία ο αποδέκτης κατανοεί, ο αποστολέας μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη αυτή αποστέλλοντας την αιτούμενη μετάφραση.»

 

Επίσης στην υπόθεση Weiss und Partner GbR v. Industrie-und Handelskammer Berlin, ανωτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεώρησε ότι η συμπερίληψη μεταφράσεων εγγράφων που είναι υποστηριχτικά του εναρκτηρίου της δίκης εγγράφου, δεν είναι απολύτως αναγκαία αν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος για μετάφραση τους.  Όπως ελέχθη, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει αν το περιεχόμενο ενός εγγράφου εναρκτήριου της δίκης, επιτρέπει στον εναγόμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα του και ειδικότερα κατά πόσον του επιτρέπει να αναγνωρίσει το αγώγιμο δικαίωμα και να αντιληφθεί ότι εκκρεμεί η δικαστική διαδικασία εναντίον του στο δικαστήριο.  Εάν από την άλλη, το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι στα επισυναπτόμενα έγγραφα υπάρχουν πληροφορίες που πρέπει να έρθουν σε γνώση του εναγομένου, τότε το πρόβλημα της μη επίδοσης του εγγράφου, μπορεί να θεραπευθεί.  Αν πρόκειται για μη μετάφραση και αυτή η παράλειψη επιλύεται με βάση το εθνικό διαδικαστικό δίκαιο, έχοντας πάντοτε υπόψη την ανάγκη για διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (βλ. παραγράφους 74-76 του σκεπτικού της απόφασης).

 

Σχετικές είναι επίσης οι υποθέσεις Trustor AB v. Barclays Bank Plc & Ors [2001] EWCA Civ. 398 και Harris Calnan Construction Co Ltd v. Ridgewood (Kensington) Ltd, ανωτέρω και στις οποίες παρόμοιες παρατυπίες, αν και ουσιαστικές, θεωρήθηκαν ότι θα μπορούσαν μέσα στο αντίστοιχο πνεύμα του Καν. 44/2001 να θεραπευθούν, παρά να αφεθούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της επίδοσης.  Βέβαια σε περίπτωση που οι Εφεσίβλητοι δεν εμφανίζονταν εγκαίρως και λόγω της παράλειψης τους εκδίδετο απόφαση εναντίον τους, τότε η παράλειψη των Εφεσειόντων να συμπεριλάβουν και μετάφραση του διατάγματος, ενδεχομένως να αποκτούσε εντελώς διαφορετική διάσταση, εφόσον το κλητήριο ένταλμα διέτασσε όπως η εμφάνιση γίνει μέσα σε 10 μέρες από την επίδοση, ενώ το διάταγμα μέσα σε 60 μέρες από την επίδοση.  Όμως στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσίβλητοι δεν ερημοδίκησαν, αλλά εμφανίστηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, έστω και υπό διαμαρτυρία.  Γι' αυτό θεωρούμε ότι και η συγκεκριμένη παράλειψη θα μπορούσε να θεραπευθεί για τους ίδιους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει, με την εκ των υστέρων αποστολή πιστής μετάφρασης του διατάγματος στους Εφεσίβλητους.  Το διάταγμα, μόνο με την επίδοση του μαζί με μετάφραση θα είχε ισχύ έναντι των Εφεσιβλήτων, σύμφωνα με τη Δ.48 θ.12.

 

 

 

Ο ισχυρισμός για παραπλάνηση

Προσβάλλεται επίσης η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μη επίδοση επεξηγηματικής επιστολής, πιθανόν να συνέτεινε μαζί με άλλους παράγοντες στην παραπλάνηση των Εφεσιβλήτων ως προς τη σημασία των εγγράφων που τους επιδόθηκαν και να τους προκάλεσε σύγχυση ως προς το χρόνο εντός του οποίου είχαν δικαίωμα να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης.  Πουθενά στους εθνικούς διαδικαστικούς θεσμούς δεν υπάρχει πρόνοια για επίδοση επεξηγηματικής επιστολής.  Η επεξηγηματική επιστολή παλαιότερα συνηθίζετο να αποστέλλεται ως θέμα καλής πρακτικής για να ενημερώνει σε απλή και κατανοητή γλώσσα το περιεχόμενο των εγγράφων σε αλλοδαπό εναγόμενο, ο οποίος ενδεχομένως τη στιγμή της παραλαβής των εγγράφων να μην είχε άμεση πρόσβαση σε υπηρεσίες δικηγόρου.  Όμως με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την εφαρμογή του ΕΚ 1393/2007 και την τυποποίηση των διαδικασιών, μια τέτοια επιστολή χωρίς να χάνει παντελώς την πρακτική της σημασία, δεν φαίνεται να είναι απόλυτα αναγκαία, εφόσον τα έγγραφα με τις μεταφράσεις τους, μιλούν από μόνα τους.

 

Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση ήταν εύλογη η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι ενόψει του ότι το διάταγμα προέβλεπε για καταχώρηση εμφάνισης μέσα σε 60 μέρες ενώ το κλητήριο ένταλμα μέσα σε 10 μέρες, η απουσία μιας τέτοιας επεξηγηματικής επιστολής ενδεχομένως να συνέτεινε στην παραπλάνηση του Εφεσίβλητου.  Όμως από τη στιγμή που ο Εφεσίβλητος εμφανίστηκε έγκαιρα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, τίποτα δεν προκύπτει που να είναι αρκετό για να οδηγήσει σε ακύρωση της επίδοσης.

 

Η μη επίδοση της προβλεπόμενης Βεβαίωσης

Ερχόμαστε τώρα στο σημείο που θεωρούμε πιο κρίσιμο, εφόσον για να το αποφασίσουμε θα χρειαστεί να ερμηνεύσουμε τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό κάτι που δεν είναι δυνατό να γίνει, εφόσον αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, έχει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αγγλικές αρχές δεν θεώρησαν σκόπιμο να επιδώσουν την τυποποιημένη Βεβαίωση που προβλέπεται στο άρθρο 8 και στο Παράρτημα ΙΙ του ΕΚ 1393/2007.  Το λεκτικό της σχετικής Βεβαίωσης όπως διατυπώνεται στην ελληνική μετάφραση του Παραρτήματος ΙΙ του EK 1393/2007 έχει ως εξής:-

 

«ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ

 

Το συνημμένο έγγραφο σας επιδίδεται ή κοινοποιείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.

 

Έχετε δικαίωμα να αρνηθείτε την παραλαβή της πράξης εφόσον δεν είναι συντονισμένη ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοείτε ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης.

 

Εάν επιθυμείτε να ασκήσετε αυτό το δικαίωμα, πρέπει είτε να δηλώσετε την άρνηση παραλαβής κατά τη χρονική στιγμή της επίδοσης ή κοινοποίησης απευθείας στο πρόσωπο που επιδίδει ή κοινοποιεί την πράξη, είτε να την επιστρέψετε εντός μιας εβδομάδας στη διεύθυνση που αναφέρεται κατωτέρω, δηλώνοντας ότι αρνείστε την παραλαβή της.

 

.............................

 

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ:

 

Αρνούμαι να παραλάβω την πράξη διότι δεν είναι συνταγμένη ή δεν συνοδεύεται από μετάφραση σε γλώσσα την οποία κατανοώ ή στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του τόπου επίδοσης ή κοινοποίησης.

 

Κατανοώ την ακόλουθη/Εφεσείοντες γλώσσα/ες.

 

............................»

 

 

 

Όπως εύστοχα επισημάνθηκε πρωτοδίκως, ενδεχομένως να μην θεωρήθηκε από τις βρετανικές αρχές αναγκαία η επίδοση της Βεβαίωσης, επειδή σύμφωνα με την παράκληση της αρμόδιας Αρχής της Δημοκρατίας, η επίδοση των εγγράφων θα γινόταν με βάση το αγγλικό δίκαιο (βλ. Request for Service of Documents, παρ. 5.1 και Certificate of Service, παρ. 12.2.1.).  Η μη επίδοση της Βεβαίωσης, πιθανόν να κρίθηκε από τις βρετανικές αρχές μη αναγκαία με βάση το αγγλικό δίκαιο, αφού όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα που θα επιδίδονταν, συνοδεύονταν είτε με μετάφραση είτε ήταν στην αγγλική γλώσσα, πλην του διατάγματος του Δικαστηρίου, του οποίου όμως το Δικαστήριο δεν είχε διατάξει την επίδοση. 

Ενώ η βασική διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου περί της αναγκαιότητας επίδοσης της Βεβαίωσης είναι ορθή, εντούτοις η διαπίστωση ως προς τις επιπτώσεις της παράλειψης, είναι με κάθε σεβασμό αντίθετες με το ευρωπαϊκό δίκαιο, εφόσον τα εθνικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να ερμηνεύουν ευρωπαϊκή νομοθεσία, εκτός αν η περίπτωση θεωρηθεί «acte clair».  Κατά την κρίση μας η παρούσα περίπτωση δεν είναι τέτοια.  Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο η επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση ή κατά πόσο μπορεί να υπάρξουν εξαιρέσεις.  Το δεύτερο ερώτημα που επίσης προκύπτει, είναι αν κριθεί  ότι η επίδοση της Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση, κατά πόσον η παράλειψη της στην προκειμένη περίπτωση συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης.  Αν όχι, κατά πόσον η θεραπεία μπορεί να γίνει σύμφωνα με το πνεύμα του ΕΚ 1393/2007 με επίδοση στο δικηγόρο που εμφανίζεται υπό διαμαρτυρία, ο οποίος έχει αντίστοιχη υποχρέωση εκ μέρους των πελατών του να την παραλάβει ή θα πρέπει να γίνει με νέα επίδοση δυνάμει της διαδικασίας που προβλέπεται στον ΕΚ 1393/2007.

 

Με δεδομένο ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εκδόθηκε απόφαση εναντίον των Εφεσιβλήτων, αφού αυτοί αποτάθηκαν εγκαίρως στο Δικαστήριο για να παραμερίσουν την επίδοση, κατά την άποψή μας η παράλειψη, σύμφωνα με το όλο πνεύμα του ΕΚ 1393/2007, δεν θα έπρεπε να οδηγήσει σε ακυρότητα της όλης επίδοσης.  Ακόμη και αν η παράλειψη εξισωθεί με άρνηση επίδοσης δυνάμει του άρθρου 8 του ΕΚ 1393/2007, αυτή είναι θεραπεύσιμη σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Leffler v. Berlin Chemie AG, ανωτέρω.  Όμως δεν εναπόκειται σε εμάς να αποφασίσουμε το θέμα τελεσίδικα, αλλά στο ΔΕΕ στο οποίο θα πρέπει να αποστείλουμε προδικαστικό ερώτημα με παράκληση για επίσπευση της διαδικασίας εφόσον πρόκειται για διαδικαστικό θέμα από το αποτέλεσμα του οποίου εξαρτάται η πορεία όχι μόνο των υπό έφεση επτά υποθέσεων, αλλά και εκατοντάδων άλλων αγωγών που καταχωρίστηκαν από τους Εφεσείοντες και εκκρεμούν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.

 

Η κατάληξη

Κατά την κρίση μας το μέρος των επτά πρωτόδικων αποφάσεων που αφορά στην ακύρωση της επίδοσης για λόγους που άπτονται παραλείψεων σε σχέση με το εθνικό δίκαιο, είναι εσφαλμένο, καθότι οι όποιες παραλείψεις θα μπορούσαν υπό τις περιστάσεις των συγκεκριμένων υποθέσεων να θεραπευθούν, σύμφωνα με το πνεύμα που καθορίζει ο ΕΚ 1393/2007.  Παρά τα πολλαπλά προβλήματα που εντοπίστηκαν στον τρόπο που έγινε η επίδοση δεν προκύπτει από τα έγγραφα που αποστάληκαν για επίδοση πραγματική παραπλάνηση των Εφεσιβλήτων, αφού αυτοί εμφανίστηκαν εγκαίρως ενώπιον του Δικαστηρίου.  Πέραν τούτου, οι Εφεσίβλητοι δεν προσδιόρισαν τη φύση της κατ' ισχυρισμό παραπλάνησης τους, αλλά και πιο σημαντικά τις επιπτώσεις σ' αυτούς από οποιαδήποτε πιθανή παραπλάνηση.

 

Επομένως, δεν θα ακυρώναμε την επίδοση εκτός αν κριθεί από το ΔΕΕ ότι η επίδοση της τυποποιημένης Βεβαίωσης είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση επίδοσης εγγράφων δυνάμει του ΕΚ 1393/2007 και ότι η τυχόν παράλειψη επίδοσης της δεν είναι θεραπεύσιμη και συνιστά λόγο ακυρότητας της επίδοσης.

 

Υπό τις περιστάσεις, διατάσσεται η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ.  Τα τρία προδικαστικά ερωτήματα καθώς και το σκεπτικό, παρατίθενται σε ξεχωριστό Παράρτημα, το οποίο συνοδεύεται από την αναγκαία Διαταγή για παραπομπή.

 

Η περαιτέρω διαδικασία της έφεσης αναστέλλεται, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του ΔΕΕ.

 

Τα έξοδα επιφυλάσσονται μέχρι να απαντηθούν τα προδικαστικά ερωτήματα από το ΔΕΕ, οπότε και το Δικαστήριο θα επιληφθεί εκ νέου της έφεσης ανάλογα με την απάντηση.

   

                                                                 

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.

 

 

                                                                  Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς



[1] Στα Ελληνικά ο Κανονισμός χρησιμοποιεί τη λέξη «πράξη» για να αποδώσει τον αγγλικό όρο «document».  Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των επίδικων θεμάτων, θα χρησιμοποιούμε τον όρο «έγγραφα» αντί «πράξεων».

 

[2] Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη πρόνοια προσετέθη στους θεσμούς στις 3.7.1998 με τον Τροποποιητικό Νόμο 6/98.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο