ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1807

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 288/2009 και 289/2009)

 

6 Σεπτεμβρίου, 2013

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 288/2009)

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ELMA HOLDINGS LTD (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΗΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ),

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

(Πολιτική Έφεση Αρ. 289/2009)

 

  1. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ,
  2. ΦΙΛΙΠΠΟΣ Ξ. ΛΑΡΚΟΣ,
  3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΙΤΣΙΛΛΟΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ELMA HOLDINGS LTD (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΗΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ),

Εφεσίβλητης.

A. Πετρίδης, για τον Εφεσείοντα στην 288/2009.

Α. Αθανασιάδου για Γεωργιάδη και Πελίδη, για τους εφεσείοντες

 στην 289/2009.

Κ. Μιχαηλίδης με Γ. Τεουλίδη για Α. Μαρκίδη, για τους

 Εφεσίβλητους.

 

_ _ _ _ _ _

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κληρίδη, Δ.

 

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.Με την αγωγή αρ. 1423/2003 την οποία η εφεσίβλητη εταιρεία καταχώρησε ως ενάγουσα, αξίωνε εναντίον των εφεσειόντων αποζημιώσεις για ζημιές που όπως ισχυρίζετο υπέστη λόγω παράβασης γραπτής συμφωνίας ημερ. 24.6.2001. Όλοι οι εφεσείοντες ήσαν αξιωματούχοι της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd (SFS) η οποία, όπως και η εφεσίβλητη ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, εταιρείες εισηγμένες στο Χ.Α.Κ. Σύμφωνα με τους κύριους όρους της συμφωνίας, οι μεν εφεσείοντες συμφώνησαν ότι κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της συμφωνίας, ήτοι κατά την 30.6.2002 υποχρεούντο να μεταβιβάσουν και/ή εκχωρήσουν στην εφεσίβλητη Δικαιώματα Αγοράς Μετοχών (ΔΑΜ) της SFS συνολικής αξίας Λ.Κ.2.000.000, η δε εφεσίβλητη υποχρεούτο όπως κατά τον ίδιο χρόνο μεταβιβάσει και/ή εκχωρήσει στους εφεσείοντες και/ή στην SFS ΔΑΜ της ίδιας, συνολικής αξίας Λ.Κ.1.000.000.

 

Ήταν η κύρια εκδοχή της εφεσίβλητης στα δικόγραφα και κατά τη δίκη, ότι ενώ η ίδια ήταν έτοιμη και πρόθυμη να εκπληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις και κοινοποίησε πλειστάκις με διάφορους τρόπους την ετοιμότητα της αυτή προς τους εφεσείοντες, εν τούτοις  οι δεύτεροι δεν συμμορφώθηκαν και δεν εκτέλεσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, αν και τους παραχωρήθηκε χρόνος.

 

Οι κύριες θέσεις των εφεσειόντων, όπως αυτές είχαν προβληθεί στην κοινή Υπεράσπιση τους και προωθήθηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ήσαν οι ακόλουθες:

 

«1.     Η συμβατική υποχρέωση των εναγομένων να μεταβιβάσουν στην ενάγουσα τα ΔΑΜ της SFS τα οποία συμφώνησαν να μεταβιβάσουν, τελούσε υπό την αίρεση ότι οι εναγόμενοι κατείχαν ή θα κατείχαν τον απαιτούμενο αριθμό ΔΑΜ κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της επίδικης συμφωνίας.

 

2.       Επειδή οι εναγόμενοι δεν κατείχαν στις 30.6.2002, ημερομηνία ολοκλήρωσης της συμφωνίας και/ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο ουσιώδη χρόνο, τα ΔΑΜ της SFS, η επίδικη συμφωνία κατέστη άκυρη εξ΄ υπαρχής λόγω μη τήρησης της προϋπόθεσης έκδοσης ΔΑΜ από  την SFS και/ή λόγω frustration.

 

3.         Έτσι και αλλιώς η ενάγουσα ποτέ δεν ήταν έτοιμη και πρόθυμη να εκπληρώσει τη δική της συμβατική υποχρέωση γιατί ούτε στις 30.6.2002 ούτε και σε οποιονδήποτε άλλο μεταγενέστερο ουσιώδη χρόνο, κατείχε ΔΑΜ Ηρα. Έστω όμως και αν η ενάγουσα κατείχε ΔΑΜ Ηρα, η συνολική αξία των εν λόγω ΔΑΜ ήταν κατά πολύ πιο χαμηλή από ΛΚ1.000.000,00.»

 

Διαφωνούσα με τις πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων, η εφεσίβλητη προώθησε τις θέσεις ότι:

 

«1.     Οι συμβατικές δυνάμει της επίδικης συμφωνίας υποχρεώσεις των εναγομένων, δεν τελούσαν υπό τις υπό στοιχεία 1 και 2 πιο πάνω προϋποθέσεις/αιρέσεις ως η εισήγηση της υπεράσπισης.

 

2.       Η ενάγουσα ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο έτοιμη και πρόθυμη να εκπληρώσει τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις. Αντίθετα οι εναγόμενοι όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσουν τις δικές τους συμβατικές υποχρεώσεις αλλά ούτε και τέτοια πρόθεση είχαν. Την αδυναμία τους και ταυτόχρονα την πρόθεση τους να μην εκπληρώσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, οι εναγόμενοι κοινοποίησαν στην ενάγουσα, πριν τις 30.6.2202.

 

3.         Τα μέρη καθόρισαν κατά τρόπο δεσμευτικό τον αποκλειστικό μηχανισμό επίλυσης της οποιασδήποτε διαφωνίας τους είτε για την αξία των ΔΑΜ είτε για τη μέθοδο υπολογισμού της. Συγκεκριμένα, με την υπό στοιχείο 5 ρήτρα της επίδικης συμφωνίας, οι διάδικοι συμφώνησαν να παραπέμψουν μια τέτοια διαφορά προς επίλυση στη Cisco που θα ενεργούσε σαν εμπειρογνώμονας. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο δεν μπορεί, σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους της ενάγουσας, να υποκαταστήσει τη Cisco είτε καθορίζοντας αυτό «την αξία» των ΔΑΜ Ηρα που η ενάγουσα πρόσφερε στους εναγόμενους είτε καθορίζοντας αυτό μέθοδο υπολογισμού της αξίας των ΔΑΜ Ηρα που είχαν προσφερθεί. Πέραν τούτου, η Cisco σαν εμπειρογνώμονας δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλο εμπειρογνώμονα μάρτυρα, ακόμα και αν αυτός ο μάρτυρας τυγχάνει να προέρχεται από τη Cisco, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ΜΥ4, τη μαρτυρία της οποίας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της ενάγουσας εισηγήθηκαν στο Δικαστήριο να την αγνοήσει.

 

4.          Η ενάγουσα έχει αποδείξει ότι υπέστη τις ισχυριζόμενες ζημιές και συνεπώς ότι δικαιούται σε ανάλογες αποζημιώσεις και συγκεκριμένα «σε αποζημιώσεις ύψους €3.272.920,50 ή €1.708.601,04 πλέον τόκο και έξοδα.»

 

Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ο οποίος επιλήφθηκε της εκδίκασης της υπόθεσης, προτού προβεί στην αξιολόγηση της ενώπιον του προσαχθείσας μαρτυρίας, συνόψισε κάποια ουσιώδη στοιχεία τα οποία προέκυπταν είτε από τα δικόγραφα είτε από την προσκομισθείσα μαρτυρία, τα οποία εντόπισε ως αδιαμφισβήτητα γεγονότα και κοινό τόπο μεταξύ των θέσεων των διαδίκων. Αυτά τα γεγονότα συνοψίστηκαν ως ακολούθως:

 

«Τόσο η ενάγουσα όσο και η εταιρεία SFS ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και εξακολουθούν να είναι, δημόσιες εταιρείες εισηγμένες στο ΧΑΚ. Κατά τον ίδιο χρόνο ο ΜΕ1 ήταν και εξακολουθεί να είναι ο εκτελεστικός πρόεδρος της ενάγουσας, ενώ ο εναγόμενος 1 ήταν και εξακολουθεί να είναι ο πρόεδρος της SFS, ο εναγόμενος 2 ο αντιπρόεδρος και οικονομικός σύμβουλος της εν λόγω εταιρείας και οι εναγόμενοι 3 και 4 οι εκτελεστικοί σύμβουλοι της εταιρείας. Το όνομα της ενάγουσας αρχικά ήταν Εταιρεία Επενδύσεως Χαρτοφυλακίου Ηρα Λτδ. Το 2002 η ενάγουσα μετονομάστηκε σε Elma Holdings Limited (η ΗΡΑ).

 

Στις 24.6.2001 ενάγουσα και εναγόμενοι συνομολόγησαν γραπτή συμφωνία, την επίδικη συμφωνία τεκμήριο 1. Έχω ήδη αναφερθεί στις βασικές πρόνοιες της εν λόγω συμφωνίας γι΄ αυτό θεωρώ περιττό να τις επαναλάβω. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες σχετικών άρθρων της εν λόγω συμφωνίας, τόσο τα ΔΑΜ της SFS που οι εναγόμενοι συμφώνησαν να μεταβιβάσουν στην ενάγουσα, όσο και τα ΔΑΜ Ηρα που η ενάγουσα συμφώνησε να μεταβιβάσει στους εναγόμενους, κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της συμφωνίας, θα ήταν εισηγμένα στο ΧΑΚ. Σαν χρόνος ολοκλήρωσης της συμφωνίας καθορίστηκε η 30.6.2002.

 

Η SFS από την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας και μέχρι της 30.12.2003, ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αγωγής, δεν έκδωσε ΔΑΜ.

 

Τα ΔΑΜ της ενάγουσας που ήταν εκδομένα και εισηγμένα στο ΧΑΚ κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ανήκαν στην ενάγουσα αλλά σε τρίτα πρόσωπα. Κατά τον ίδιο χρόνο, η ενάγουσα δεν είχε στην κατοχή της υπογεγραμμένα από τους δικαιούχους των ΔΑΜ Ηρα, είτε έγγραφα μεταβίβασης τους, είτε πιστοποιητικά παραχώρησης τους στους εναγόμενους, είτε γραπτές εξουσιοδοτήσεις για μεταβίβαση τους στους εναγόμενους.

 

Στις 7.2.2002, οι αρχές του ΧΑΚ αποδέχθηκαν την εισαγωγή στο ΧΑΚ 16.872.018 ΔΑΜ της ενάγουσας. Μετά την έκδοση των εν λόγω ΔΑΜ η ενάγουσα δεν προέβη σε άλλη έκδοση ΔΑΜ. Με απόφαση της ενάγουσας η οποία λήφθηκε πριν τις 30.6.2002, εγκρίθηκε όμως από τις αρχές του ΧΑΚ μετά την εν λόγω ημερομηνία, η μετοχή της ενάγουσας και κατά συνέπεια το ΔΑΜ Ηρα υποδιαιρέθηκε. Σαν αποτέλεσμα της εν λόγω υποδιαίρεσης ο συνολικός αριθμός των ΔΑΜ που τύγχαναν διαπραγμάτευσης στο ΧΑΚ μετά την έγκριση από τις αρχές του ΧΑΚ της υποδιαίρεσης της μετοχής της ενάγουσα, ανήλθε σε 33.744.036.

 

Οι χρηματιστηριακές τιμές των ΔΑΜ Ηρα από 15.2.2002 μέχρι 25.20.2004 είναι αυτές που καταγράφονται ημέρα προς ημέρα στο τεκμήριο 14, ενώ οι χρηματιστηριακές τιμές της μετοχής της ενάγουσας από 2.1.2002 μέχρι 31.12.2002 είναι αυτές που καταγράφονται ημέρα προς ημέρα στο τεκμήριο 15. Στο περιεχόμενο των εν λόγω δυο τεκμηρίων έχω κάμει αναφορά πιο πάνω.

 

Σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, για την ανεύρεση της χρηματιστηριακής αξίας της τιμής μιας αξίας σε μια δεδομένη ημέρα, παίρνουμε την τιμή κλεισίματος της αξίας αυτής την ημέρα αυτή. Αν δεν υπάρχει τιμή στην ημερομηνία που θέλουμε, παίρνουμε την τιμή της αξίας που θέλουμε την τελευταία ημέρα που έγινε η συναλλαγή.

 

Η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των ΔΑΜ Ηρα στις 30.6.2002 ήταν ΛΚ253.080,00 (16.872.018 Χ ΛΚ0.015), ενώ η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της ενάγουσας κατά τον ίδιο χρόνο ήταν ΛΚ0.163.

 

Η τιμή εξάσκησης των ΔΑΜ Ηρα πριν την υποδιαίρεση της μετοχής της ενάγουσας ήταν 50 σεντ και μετά την υποδιαίρεση 25 σεντ, ενώ η ονομαστική αξία της μετοχής της ενάγουσας πριν την υποδιαίρεση της μετοχής ήταν 50 σεντ και μετά την υποδιαίρεση 25 σεντ.

 

Στις 3.7.2002 η ενάγουσα απηύθυνε σε ένα έκαστο των εναγομένων, με τηλεομοιότυπο την επιστολή τεκμήριο 2 στην οποία επισυναπτόταν αντίγραφο υπολογισμού της αξίας των ΔΑΜ Ηρας που αναφέρονταν στην επιστολή. Ο υπολογισμός έγινε με βάση τη γνωστή μέθοδο αποτίμησης χρηματιστηριακών αξιών Black & Scholes. Οι εναγόμενοι 1, 3 και 4 παρέλαβαν την εν λόγω επιστολή.

 

Οι εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις συζητήθηκαν από τους ΜΕ1 και ΜΥ2 σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που οι δύο μάρτυρες είχαν πριν τις 30.6.2002. Συζητήθηκαν επίσης και σε τηλεφωνική επικοινωνία που οι δυο μάρτυρες είχαν μετά τις 30.6.2002 και συγκεκριμένα αμέσως μετά την αποστολή από την ενάγουσα της επιστολής τεκμήριο 2. Οι εναγόμενοι δεν ήταν είτε στις 30.6.2002 είτε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο έτοιμοι και σε θέση να εκπληρώσουν το δικό τους μέρος της επίδικης συμφωνίας. Την πρόθεση τους να μην εκτελέσουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, οι εναγόμενοι κοινοποίησαν στην ενάγουσα μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2002 στα πλαίσια των τηλεφωνικών συζητήσεων που είχαν στο διάστημα αυτό οι ΜΕ1 και ΜΥ2 με αντικείμενο τις εκατέρωθεν συμβατικές υποχρεώσεις. Το κατά πόσο η ενάγουσα ήταν έτοιμη, πρόθυμη και σε θέση είτε στις 30.6.2002 είτε σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο να εκπληρώσει το δικό της μέρος της επίδικης συμφωνίας όπως και το κατά πόσο εκφράστηκε και από πλευράς ενάγουσας πρόθεση μη εκτέλεσης των δικών της συμβατικών υποχρεώσεων, αποτελούν επίδικα θέματα.»

 

 

Τελικά, ως αποτέλεσμα και της αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας, της κατάληξης σε ευρήματα και συμπεράσματα και της εφαρμογής σ΄ αυτά των σχετικών νομικών αρχών, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι οι εφεσείοντες παρέβηκαν την επίδικη συμφωνία πριν από την 30.6.2002, δηλαδή πριν την έλευση του χρόνου που η συμφωνία προνοούσε για εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των μερών. Ότι περαιτέρω, η εφεσίβλητη επέλεξε να μη τερματίσει τη συμφωνία λόγω της παράβασης, δίδοντας ευκαιρία στους εφεσείοντες να συμμορφωθούν, ματαίως όμως. Το Δικαστήριο απέρριψε τις υπερασπίσεις που είχαν προβάλει οι εφεσείοντες και αφού έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε και τις ζημιές τις οποίες ισχυρίζετο ότι υπέστη ως εκ της παράβασης, επιδίκασε εναντίον των εφεσειόντων αποζημιώσεις ύψους €1.708.601.04 (Λ.Κ.1.000.000.), ποσό που, κατά την απόφαση, αντιπροσώπευε τη διαφορά μεταξύ της αξίας των ΔΑΜ της SFS και της αξίας των ΔΑΜ της εφεσείουσας.

 

Διαφωνούντες με την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρησαν τις δύο παρούσες εφέσεις. Η μεν Έφεση αρ. 288/2009 καταχωρήθηκε από τον εναγόμενο 3 Ν. Νεοφύτου, η δε Έφεση αρ. 289/2009 από τους εναγόμενους 1, 2 και 4 στην αγωγή ήτοι Χρ. Έλληνα, Φ. Λάρκο και Ι. Πίτσιλλο. Όπως μας εξηγήθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης, η καταχώρηση δύο ξεχωριστών εφέσεων δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε διαφορά επί νομικού θέματος αλλά σε κάποια διαφωνία μεταξύ του εναγομένου 3 και του δικηγόρου των εναγομένων - εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, για ευνόητους λόγους οι δύο εφέσεις έχουν συνεκδικασθεί.

 

Θα επιληφθούμε πρώτα της Έφεσης αρ. 289/2009 η οποία καταχωρήθηκε από τους εναγόμενους 1, 2 και 4, οι οποίοι στη συνέχεια θα αποκαλούνται «οι εφεσείοντες» για τους σκοπούς αυτής της έφεσης.

 

Η Έφεση αρ. 289/2009.

 

Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με την ίδια σειρά με την οποία αναπτύχθηκαν στην αγόρευση των εφεσειόντων.

 

1.                 Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη αυτεπάγγελτη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του νομικού θέματος κατά πόσο έλαβε χώρα προκαταβολική παράβαση (anticipatory breach) της συμφωνίας, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στους εφεσείοντες να εκφέρουν άποψη και παρά το ότι ένα τέτοιο θέμα δεν προέκυπτε από τα δικόγραφα.

 

Είναι η θέση των εφεσειόντων, ότι πουθενά στις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης δεν υπάρχει ισχυρισμός για προκαταβολικά εκφρασθείσα πρόθεση των εφεσειόντων όπως μη ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και επομένως το Δικαστήριο λανθασμένα επιλήφθηκε από μόνο του ενός τέτοιου θέματος. Επηρεάστηκαν έτσι δυσμενώς τα δικαιώματα των εφεσειόντων οι οποίοι, μη γνωρίζοντες περί ενός ισχυρισμού που δεν είχε δικογραφηθεί, δεν τον αντιμετώπισαν κατά τη δίκη.

 

Διαφωνούσα με αυτή τη θέση και λόγο έφεσης, η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι άνκαι στο δικόγραφο της δεν χρησιμοποιήθηκε ρητά ο όρος «προκαταβολική παράβαση» (anticipatory breach), εν τούτοις αυτή η θέση καλύπτεται από τα γεγονότα που εκτέθηκαν σ΄ αυτό και στοιχειοθετείται από δοθείσα μαρτυρία, από την ίδια μάλιστα την πλευρά των εφεσειόντων.

 

Στη γνωστή απόφαση στην υπόθεση Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24 το θέμα κάλυψης ή μη ισχυρισμού από τα δικόγραφα τέθηκε από τον Πική, Δ ως ακολούθως:

 

«(α) Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε κείνα που προσδιορίζονται από τη δικογραφία. Ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. (β) Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν είτε την καθιστούν ανεδαφική.»

 

 

Η λεγόμενη προκαταβολική παράβαση σύμβασης (anticipatory breach of contract) δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο παρά παράβαση της σύμβασης η οποία διενεργείται με κάποια πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται πριν από την έλευση της προκαθοριζόμενης από την ίδια τη σύμβαση ημερομηνίας ολοκλήρωσης της. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η εφεσείουσα ως ενάγουσα, στην Έκθεση Απαίτησης της, ήγειρε θέμα και είχε ως κύρια βάση της αγωγής της την κατ΄ ισχυρισμό παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ημερ. 24.6.2001. Η ημερομηνία που καθορίστηκε για εκτέλεση της συμφωνίας ήταν η 30.6.2002. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες στην Έκθεση Υπεράσπισης τους ισχυρίζοντο ότι δεν ήσαν ποτέ σε θέση να μεταβιβάσουν τα ΔΑΜ που είχαν συμφωνηθεί, καθ΄ ότι τέτοια ΔΑΜ η SFS δεν είχε ποτέ εκδώσει και ότι η όλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων τελούσε υπό αυτή την αίρεση.

 

Η εφεσίβλητη στην Απάντηση στην Υπεράσπιση της (παρα. 6) ειδικά ανάφερε ότι:

 

«6.     Η Ενάγουσα αρνείται την παρ. 9 της Υπερασπίσεως και λέγει ότι και προ της 30.6.2002 και αργότερα αυτή εζήτησεν από τους εναγόμενους μέσω του κ. Μιχαλάκη Ιωαννίδη, την εκπλήρωσιν των αμοιβαίων υποχρεώσεων εκ της ως άνω συμφωνίας ημερ. 20.6.2001 και την μεταβίβασιν προς την Ενάγουσαν των συμφωνηθέντων διά της προρηθείσης συμφωνίας warrants (ΔΑΜ) της Sharelink Financial Services Ltd (SFS) αλλά οι εναγόμενοι αρνήθησαν και ή παρέλειψαν να μεταβιβάσουν ταύτα.»

 

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, η εφεσίβλητη εδικαιούτο όπως προσκομίσει και προσκόμισε, μαρτυρία η οποία να αναφέρεται στο ότι και πριν από την 30.6.2002 που ήταν η καθορισθείσα ημερομηνία εκτέλεσης υποχρεώσεων, είχε αποταθεί προς τους εφεσείοντες, οι οποίοι αρνήθηκαν να μεταβιβάσουν, και σύμφωνα με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε το Δικαστήριο, έδειξαν ότι δεν επροτίθεντο ή ηδύναντο να τιμήσουν την υποχρέωση τους.

 

Όπως λέχθηκε και στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση Peter Dumeril & Co Ltd v. James Ruddin Ltd (1953) 2 All E.R. 294, δυνατότητα διαπίστωσης ύπαρξης προκαταβολικής παράβασης σύμβασης (anticipatory breach) δεν προϋποθέτει όπως αυτός ο ισχυρισμός εγείρεται ρητά στα δικόγραφα, φθάνει να υπάρχουν σ΄ αυτά στοιχεία που να τον καταδεικνύουν.

 

Επομένως, αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, ιδιαίτερα μάλιστα υπό το φως του ότι κατά την ακρόαση και λήψη μαρτυρίας δόθηκε ικανή μαρτυρία, όπως θα διαφανεί αργότερα και η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση και από τους ίδιους τους εφεσείοντες, περί έκφρασης αδυναμίας των εφεσειόντων και μη πρόθεσης τους να μεταβιβάσουν τα συμφωνηθέντα ΔΑΜ, αρκετά πριν την καθορισθείσα ημερομηνία.

 

2.                 Ισχυρισμός ότι εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα περί προκαταβολικής παράβασης (anticipatory breach) και ότι συνακόλουθα η εφεσίβλητη απαλλάχθηκε της υποχρέωσης της να αποδείξει ετοιμότητα και προθυμία εκπλήρωσης των δικών της υποχρεώσεων.

 

Μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξη σε ευρήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα ακόλουθα συνοπτικά συμπεράσματά του:

 

«Τον κώδωνα του κινδύνου οι εναγόμενοι να αντιμετωπίσουν αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων με όλες τις νομικές συνέπειες που ένα τέτοιο γεγονός θα είχε για τους ίδιους, έκρουε στους τελευταίους ο ΜΕ1, πολύ πριν τον Ιούνιο του 2002, όταν στα πλαίσια των τηλεφωνικών επικοινωνιών που αυτός είχε με τον ΜΥ2 στο διάστημα μεταξύ Φεβρουαρίου 2002 και Ιουνίου 2002, παράλληλα με την πληροφόρηση ότι η ενάγουσα εμμένει στην υλοποίηση της επίδικης συμφωνίας, επεσήμαινε και υπεδείκνυε στους εναγόμενους την αναγκαιότητα άμεσης λήψης μέτρων για έγκαιρη έκδοση ΔΑΜ SFS με στόχο την αποτροπή δυσάρεστων για τους ίδιους συνεπειών. Οι εναγόμενοι όμως, αντί να ενεργοποιηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, υπαναχώρησαν. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι στα πλαίσια των τηλεφωνικών επικοινωνιών τις οποίες ο ΜΥ2 είχε με τον ΜΕ1 στο διάστημα Φεβρουαρίου 2002 - Ιουνίου 2002, κοινοποίησαν στην ενάγουσα την οριστική και αμετάκλητη πρόθεση τους να μην εκπληρώσουν το δικό τους μέρος της επίδικης συμφωνίας. Την εν λόγω πρόθεση τους, παρά τις περί αντιθέτου υποδείξεις της ενάγουσας, οι εναγόμενοι επανέλαβαν και λίγες μέρες πριν τις 30.6.2002 όταν στην τηλεφωνική επικοινωνία που ο ΜΕ1 είχε με τον ΜΥ2, ο τελευταίος όχι μόνο πληροφόρησε τον ΜΕ1 ότι οι εναγόμενοι εμμένουν στην απόφαση τους για μη ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας αλλά και απέτρεψαν τον ΜΕ1 από το να επισκεφθεί τα γραφεία της SFS στις 30.6.2002, λέγοντας του ότι, δεν συνέτρεχε υπό τις περιστάσεις, οποιοσδήποτε λόγος για μια τέτοια επίσκεψη. Βρίσκω ότι οι εναγόμενοι, ενεργώντας με τον τρόπο που μόλις έχω περιγράψει, ενήργησαν κατά παράβαση της επίδικης συμφωνίας. Ιδιαίτερα βρίσκω ότι με τις συγκεκριμένες ενέργειες τους, οι εναγόμενοι παρέβησαν την επίδικη συμφωνία πριν την έλευση της προνοούμενης από την ίδια τη συμφωνία ημερομηνίας ολοκλήρωσής της.»

 

Τα πιο πάνω ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου προέρχονται από το γεγονός ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΕ1, ενώ έκρινε ως αναμφίβολα αναξιόπιστη τη μαρτυρία του ΜΥ2, ως προς το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μεταξύ των δύο μεταξύ Μαρτίου - Ιουνίου 2002. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το Δικαστήριο στη σελ. 44 της Απόφασής του, δεν είχε καμιά αμφιβολία στο μυαλό του ότι ο ΜΥ2 δεν κατέθεσε την αλήθεια τόσο αναφορικά με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που είχε με τον ΜΕ1 πριν τον Ιούνιο του 2002 όσο και ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τις συνδιαλέξεις και ειδικότερα εκείνης που έλαβε χώρα μετά τη λήψη της επιστολής - τεκμήριο 2.

 

Με τα πιο πάνω στοιχεία αναφορικά με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, η παραπομπή σε κάποια από τα σημεία μαρτυρίας του ΜΥ1 και ΜΥ2 περί εξηγήσεως ως προς την αδυναμία έκδοσης των ΔΑΜ, είναι άσκοπη.

 

Ως προς θέματα που σχετίζονται με την διαπιστωθείσα προθυμία και ετοιμότητα της εφεσείουσας να εκτελέσει τις δικές της υποχρεώσεις, αυτά θα εξετασθούν κάτω από άλλους λόγους έφεσης.

 

3.                 Η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει ποιος ήταν ο ουσιώδης χρόνος εκτέλεσης της σύμβασης, παράλειψη η οποία καθιστά ακροσφαλές το συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη να εκτελέσει τη δική της υποχρέωση.

 

Όπως υποστηρίζουν οι εφεσείοντες κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, παρόλον ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει γενική και αόριστη αναφορά στον ουσιώδη και/ή κρίσιμο χρόνο εκτέλεσης των υποχρεώσεων της συμφωνίας, εν τούτοις και ειδικότερα ενόψει του ότι το Δικαστήριο δέχεται παράλληλα ότι ο αρχικός χρόνος που ήταν η 30.6.2002 μετατέθηκε από την εφεσίβλητη σε μεταγενέστερο χρόνο με τις επιστολές που απέστειλε στους εφεσείοντες, τελικά δεν προσδιόρισε το χρόνο αυτό. Συνάγεται έτσι ότι, το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη κατά τον ουσιώδη χρόνο να εκτελέσει τη δική της συμβατική υποχρέωση, είναι ακροσφαλές και/ή αναιτιολόγητο.

 

Αυτός ο λόγος έφεσης, έκδηλα δεν μπορεί να ευσταθήσει. Κατ΄ αρχάς το Δικαστήριο δεν προέβηκε σε «γενική και αόριστη» αναφορά ότι η ημερομηνία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των διαδίκων ήταν η 30.6.2002. Τόσο το Δικαστήριο ρητά και ξεκάθαρα αναγνώρισε ότι αυτή ήταν η ημερομηνία εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, όσο και οι ίδιοι οι διάδικοι το κατέστησαν σαφές στη μαρτυρία τους. Εκείνο όμως που επίσης κατέστησε σαφές το Δικαστήριο ήταν ότι:

 

1.     Η παράβαση της σύμβασης από τους εφεσείοντες είχε λάβει χώραν πριν από τον καθορισμένο χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων.

 

2.     Η κατάσταση πραγμάτων ως προς την ικανότητα και δυνατότητα των εφεσειόντων να αποκτήσουν ΔΑΜ της SFS προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, παρέμεινε αναλλοίωτη και μετά τις 30.6.2002, όπως και προηγουμένως.

 

3.     Συνακόλουθα, η εφεσίβλητη κάτω από αυτές τις περιστάσεις, απαλλάχθηκε της υποχρέωσης την οποία θα είχε, να αποδείξει τη δυνατότητα, ετοιμότητα και προθυμία της να εκπληρώσει κατά τον ουσιώδη χρόνο τις δικές της υποχρεώσεις.

 

Παρά το σημείο (3) ανωτέρω στο οποίο κατέληξε, το Δικαστήριο εν τούτοις προχώρησε και εξέτασε και το κατά πόσο εν πάση περιπτώσει η εφεσίβλητη ήταν ή όχι πράγματι έτοιμη και πρόθυμη να εκτελέσει τις δικές της υποχρεώσεις. Για να καταλήξει μετά από πραγματική και νομική ανάλυση της αποδεκτής μαρτυρίας, ότι η εφεσίβλητη ήταν, ούτως ή άλλως κατά τον κρίσιμο και ουσιώδη χρόνο, «είτε αυτός ήταν η 30.6.2002 είτε οποιοσδήποτε μεταγενέστερος χρόνος» έτοιμη, πρόθυμη και σε θέση να εκτελέσει τις δικές της υποχρεώσεις. Θεωρούμε ότι αυτή η αναφορά στις 30.6.2002 ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, δεν δεικνύει είτε αμφιβολία, είτε αμφιταλάντευση του Δικαστηρίου ως προς το ποιος ήταν ξεκάθαρα ο ουσιώδης χρόνος, που ήταν η 30.6.2002, αλλά η αναφορά σε μεταγενέστερο ή άλλο χρόνο, φαίνεται να έγινε λόγω της θέσης των εφεσειόντων περί μετάθεσης του καθορισθέντος χρόνου μεταγενέστερα της 30.6.2002 και για να δείξει έτσι το Δικαστήριο ότι ακόμα και έτσι να είχαν τα πράγματα, η κατάσταση δεν θα εδιαφοροποιείτο.

 

Επομένως, δεν στοιχειοθετείται ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

 

4.                 Το κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη κατά τον ουσιώδη χρόνο όπως αυτός διαφοροποιήθηκε με τις επιστολές της εφεσίβλητης - τεκμήρια 2 και 3, όπως εκπληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κατόπιν παραπομπής σε νομολογία και αυθεντίες, για να αποδείκνυε την ετοιμότητα και προθυμία της να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, η εφεσίβλητη δεν ήταν αναγκαίο να ήταν η ίδια εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των ΔΑΜ που θα μεταβίβαζε ή να έχει έτοιμα για προσφορά στους εφεσείοντες τελικά έγγραφα των τίτλων τους. Αρκετό ήταν, όταν της εζητείτο να καταστήσει τους εφεσείοντες νόμιμους ιδιοκτήτες των ΔΑΜ, να ήταν έτοιμη και σε θέση να το πράξει (Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts 9th edn., pp. 380-381). Αποδεχόμενο δε τη σχετική επί του θέματος μαρτυρία του ΜΕ1, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι τα υπό μεταβίβαση ΔΑΜ τα οποία βρίσκονταν τότε στο όνομα είτε εταιρειών του ιδίου συγκροτήματος με την εφεσίβλητη, είτε σε μέλη της οικογένειας του κλπ, μπορούσαν ανά πάσα στιγμή με την τυπική εξασφάλιση της συγκατάθεσης των δικαιούχων να μεταβιβασθούν.

 

Όπως υποστηρίζουν όμως οι εφεσείοντες, για να μπορούσε ορθά να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη να μεταβιβάσει στους εφεσείοντες ΔΑΜ αξίας ΛΚ1.000.000 θα έπρεπε πρώτα να είχε προβεί σε εύρημα ότι τα πρόσωπα που δήθεν έλεγχε, εξακολουθούσαν και μετά τις 30.6.2002 και συγκεκριμένα στις 26.8.2003 που ήταν ο ύστατος χρόνος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των διαδίκων όπως αυτός μετατέθηκε με τις επιστολές της εφεσίβλητης, να κατέχουν τα ΔΑΜ που κατείχαν στις 30.6.2002.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει. Όπως έχει προαναφερθεί, ο ουσιώδης χρόνος εκπλήρωσης της σύμβασης είχε προκαθορισθεί ως η 30.6.2002 και παρέμεινε έτσι, της παράβασης της σύμβασης επισφραγισθείσας με αναφορά στην ημερομηνία εκείνη. Η επιμονή της εφεσίβλητης προς τους εφεσείοντες όπως εκπληρώσουν τις αναληφθείσες υποχρεώσεις τους, δεν ήρε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την παράβαση, ούτε μετέθετε τη συμβατική ημερομηνία αργότερα. Με βάση δε τη δοθείσα μαρτυρία κατά την ημερομηνία διεξαγωγής της δίκης, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η εφεσίβλητη και κατά την 30.6.2002 αλλά και σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο χρόνο ήταν και συνέχισε να είναι έτοιμη και πρόθυμη να μεταβιβάσει τα ΔΑΜ στη βάση των πειστικών στοιχείων τα οποία παρέσχε και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί διαφοροποίησης τους. Με τις επιστολές της δε, η εφεσίβλητη συνέχισε να εκφράζει την ετοιμότητά της να μεταβιβάσει τα δικά της ΔΑΜ, και στους μεταγενέστερους χρόνους στους οποίους οι επιστολές στάληκαν, χωρίς αυτή η δυνατότητα να είχε ποτέ αμφισβητηθεί με οποιαδήποτε κίνηση εκ μέρους των εφεσειόντων. Η εφεσίβλητη δεν είχε την υποχρέωση όπως αποδεικνύει στο Δικαστήριο την δυνατότητα και προθυμία της όπως προβεί στη μεταβίβαση, κάθε φορά κατά την οποία απέστελλε επιστολή στους εφεσείοντες καλώντας τους όπως συμμορφωθούν προς τις υποχρεώσεις τους.

 

5.                 Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη να εκπληρώσει την υποχρέωση της καθ΄ οιονδήποτε ουσιώδη χρόνο, παρερμηνεύοντας το πότε νομικά ο πωλητής μετοχών θεωρείται έτοιμος να εκπληρώσει ανάλογη υποχρέωση.

 

Απορρίπτοντας προηγουμένως τον σχετικό λόγο έφεσης, είχαμε αποφανθεί ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες διέπραξαν τη λεγόμενη προκαταβολική παράβαση (anticipatory breach) της σύμβασης. Και ότι ορθά έκρινε συνακόλουθα ότι εν όψει τούτου, δεν ήταν αναγκαίο όπως η εφεσίβλητη αποδείξει την ετοιμότητα και προθυμία της να εκπληρώσει τη δική της υποχρέωση. Αυτή η θέση στηρίχτηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 51 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 καθώς επίσης και στο σύγγραμμα Pollock and Mulla (ανωτέρω, σελ. 380-381) όπου αναφέρονται και τα ακόλουθα:

 

«... But where the purchaser before the day fixed for delivery gives notice to the vendor that he will not accept the shares, or where he has absconded or is so financially embarrassed that he could not have paid for them if they had been delivered the vendor is exonerated from giving proof of his readiness and willingness to deliver the shares.»

 

 

Επομένως, οποιαδήποτε άλλη συζήτηση του θέματος είναι αχρείαστη, αφού χρησιμότητα θα είχε μόνο εάν διαπιστώνετο η ύπαρξη υποχρέωσης της εφεσίβλητης να αποδείξει την ετοιμότητα και προθυμία της.

 

6.                 Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη έλεγχε τα πρόσωπα τα οποία κατείχαν τα ΔΑΜ τα οποία ισχυρίζετο ότι θα μεταβίβαζε στους εφεσείοντες.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το θέμα της απόδειξης της ετοιμότητας και προθυμίας της εφεσίβλητης να μεταβιβάσει τα ΔΑΜ που υποχρεούτο με βάση τη συμφωνία. Επομένως, για τους λόγους που εξηγήθηκαν κάτω από τον προηγούμενο λόγο έφεσης, είναι αχρείαστη και ακαδημαϊκή η ενασχόληση με το θέμα τούτο. Εν πάση όμως περιπτώσει, θα λέγαμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας και αποδεχόμενο τη δοθείσα μαρτυρία από τον ΜΕ1 για καλούς λόγους τους οποίους εξήγησε, έκρινε και συμπέρανε εύλογα, ότι η τελική διευθέτηση της μεταβίβασης των ΔΑΜ που υποχρεούτο να μεταβιβάσει η εφεσίβλητη, ήταν και εφικτή και θέμα απλής τυπικότητας.

 

Επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να ευσταθήσει.

 

7.                 Το κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη και πρόθυμη να μεταβιβάσει τα ΔΑΜ που υποχρεούτο, παραγνωρίζοντας ότι τα ΔΑΜ που δήθεν ήλεγχε ήταν λιγότερα από 23.640.662.

 

Αναμφίβολα και αυτός ο λόγος έφεσης όπως και οι δύο προηγούμενοι δεν χρειάζεται να εξετασθούν εδώ ενόψει προηγούμενης κρίσης μας ως προς την υπό τις περιστάσεις μη ύπαρξη υποχρέωσης της εφεσίβλητης να αποδείξει την προθυμία και ετοιμότητα της να μεταβιβάσει.

 

8.                 Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των προνοιών του όρου 5 της Συμφωνίας.

 

Σύμφωνα με τον όρο 5 της μεταξύ των διαδίκων Συμφωνίας, η αξία των ΔΑΜ της SFS και των ΔΑΜ της ΗΡΑ που αντίστοιχα υποχρεούντο να μεταβιβάσουν οι διάδικοι προς αλλήλους, θα υπολογιζόταν κατά την ημερομηνία ολοκλήρωσης, δηλαδή την 30.6.2002, χρησιμοποιώντας την ίδια μέθοδο υπολογισμού και σε περίπτωση ασυμφωνίας, η αξία θα καθοριζόταν από την CISCO ως εμπειρογνώμονα η απόφαση της οποίας θα ήταν τελεσίδικη και δεσμευτική για τα μέρη.

 

Ακόμα δε και αν η εφεσίβλητη μπορούσε να έχει τα 23.640.662 ΔΑΜ τα οποία σύμφωνα με αυτή άξιζαν στις 30.6.2002 Λ.Κ.1.000.000, αυτά, σύμφωνα με τους εφεσείοντες δεν είχαν την αξία εκείνη αλλά πολύ χαμηλότερη. Δεδομένου δε ότι κανένας των διαδίκων δεν κατέφυγε στη CISCO, δεν υπήρχε δεσμευτική απόφαση ως προς την αξία των ΔΑΜ στη βάση της οποίας θα μπορούσε να ενεργήσει το Δικαστήριο και να συμπεράνει ότι η εφεσίβλητη μπορούσε να εκπληρώσει την υποχρέωση της.

 

Παρατηρούμε βέβαια ότι και αυτός ο λόγος έφεσης δεν χρειάζεται εδώ να απασχολήσει για τους ίδιους λόγους που έχουμε ήδη εξηγήσει.

 

Ξενίζει όμως η έγερση ενός τέτοιου λόγου καθ΄ ην στιγμή, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία τους, η εφεσίβλητη είχε προβεί με τον συμφωνηθέντα τρόπο στον υπολογισμό της αξίας των ΔΑΜ που θα μεταβίβαζε και πληροφόρησε σχετικά τους εφεσείοντες με την επιστολή της ημερ. 3.7.2002 χωρίς όμως ποτέ οι δεύτεροι να απαντήσουν. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι με βάση την υπάρχουσα μαρτυρία θα έπρεπε η εφεσίβλητη να προχωρούσε και να επιστράτευε την εμπειρογνωμοσύνη της CISCO για να αποδείξει την αξία των ΔΑΜ εις ώτα μη ακουόντων, είναι ανεδαφικός.

 

Δεν ευσταθεί επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης.

 

9.                 Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμβατική υποχρέωση των εφεσειόντων να μεταβιβάσουν τα ΔΑΜ της SFS στην εφεσίβλητη δεν τελούσε υπό την αίρεση ότι οι εφεσείοντες κατείχαν ή θα κατείχαν τον απαιτούμενο αριθμό ΔΑΜ κατά το χρόνο ολοκλήρωσης της συμφωνίας.

 

Σχετικά με το θέμα τούτο και απορρίπτοντας τη σχετική θέση των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από παραπομπή στα Άρθρα 31-35 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ως προς πρόνοιες σχετικά με συμβάσεις υπό αίρεση, αποφάνθηκε ως ακολούθως στις σελ. 37-38 της Απόφασης του:

 

«Διεξήλθα την επίδικη συμφωνία πολύ προσεκτικά και εξέτασα τους όρους της μέσα στο νομικό πλαίσιο που οριοθετούν οι πιο πάνω κανόνες που διέπουν την ερμηνεία συμβάσεων. Βρίσκω ότι η επίδικη συμφωνία επιβάλλει από τη γένεση της τη συγκεκριμένη συμβατική υποχρέωση στους εναγόμενους, ήτοι τη συμβατική υποχρέωση οι εναγόμενοι να είναι έτοιμοι κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της συμφωνίας ή κατά τον ουσιώδη χρόνο σε περίπτωση που αυτός είναι άλλος από τον χρόνο που η συμφωνία προνοεί, να μεταβιβάσουν στην ενάγουσα τον απαιτούμενο αριθμό ΔΑΜ της SFS. Κατά συνέπεια, από τη γένεση της η συμφωνία επιβάλλει στους εναγόμενους τη συνακόλουθη υποχρέωση κατοχής του απαιτούμενου αριθμού ΔΑΜ της SFS. Αν η πρόθεση των μερών ήταν διαφορετική και συγκεκριμένα αν πρόθεση των μερών ήταν η συμβατική υποχρέωση των εναγομένων να τελεί υπό την αίρεση της κατοχής των ΔΑΜ ή της έκδοσης τους από την SFS, ως είναι οι θέσεις της υπεράσπισης, τότε εκείνο που φυσιολογικά θα αναμενόταν ήταν η χρήση διαφορετικού λεκτικού από αυτό που χρησιμοποιήθηκε, λεκτικού ως π.χ. η χρήση των όρων «ενδεχομένως», «ίσως», «μόνο αν», «υπό τον όρο ότι» ή «υπό την προϋπόθεση ότι», ή άλλων όρων με συναφή προς τούτο ερμηνεία.»

 

Διαφωνώντας με την πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσείοντες επιχειρηματολογούν εγείροντας τα ίδια θέματα που έθεσαν πρωτόδικα και παραπέμποντας στις αποφάσεις του Εφετείου στις υποθέσεις Στυλιανού κ.ά. ν. Εφορίας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1998) 1 ΑΑΔ 1924 και Κανναουρίδης ν. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργασιών Κύπρου «Η Μέριμνα Λτδ» (2002) 1 ΑΑΔ (Β) 1390 οι οποίες αναφέρονται στο θέμα της διάκρισης μεταξύ πρόνοιας η οποία αφορά σ΄ αυτή καθ΄ αυτή την υποχρέωση εκτέλεσης της συμφωνίας και πρόνοιας η οποία αφορά στον τρόπο εκτέλεσης της συμφωνίας. Κατέληξε δε το Δικαστήριο ως ακολούθως:

 

«Προς επίρρωση των πιο πάνω θέσεων της, η υπεράσπιση παρέπεμψε τόσο στην υπόθεση Στυλιανού (πιο πάνω) όσο και στην υπόθεση Κανναουρίδης (πιο πάνω). Κάνοντας εκτενή αναφορά στις εν λόγω δυο υποθέσεις, η υπεράσπιση εισηγήθηκε πως ενόψει του γεγονότος ότι η ενάγουσα γνώριζε ότι κατά την ημερομηνία συνομολόγησης της επίδικης συμφωνίας δεν υπήρχαν εκδομένα ΔΑΜ SFS, ο όρος ως προς τις αντίστοιχες ευθύνες και δικαιώματα είχε σαν βάση το γεγονός ότι κατά τον εν λόγω χρόνο δεν υπήρχαν ΔΑΜ  SFS και συνεπώς οι εναγόμενοι δεν κατείχαν ΔΑΜ  SFS και επομένως η εκπλήρωση της υποχρέωσης τους «εξαρτώταν άρρηκτα από το κατά πόσο η SFS θα εξέδιδε ΔΑΜ SFS». Με όλο το σέβας προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους της υπεράσπισης, έχω την άποψη ότι τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη υπόθεση διαφοροποιούνται ουσιωδώς από την περίπτωση μας. Στην μεν υπόθεση Στυλιανού, η επίδικη συμφωνία κατά τρόπο σαφή και ξεκάθαρο, προνοούσε ότι η εφεσίβλητη δεν θα είχε καμιά ευθύνη για τυχόν καθυστέρηση στην παράδοση του κυλικείου στον νέο αδειούχο, λόγω άρνησης του προηγούμενου αδειούχου να παραδώσει κενή κατοχή του κυλικείου. Κοντολογίς, το ασφαλές συμπέρασμα το οποίο προέκυπτε από την ερμηνεία του περιεχομένου των εκεί επίδικων συμβάσεων, ήταν ότι οι συμβάσεις τελούσαν υπό τον ρητό και ξεκάθαρο όρο της ανάκτησης της κατοχής των κυλικείων. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην απόφαση του ο Δικαστής Κωνσταντινίδης, «ήταν στη σκέψη των διαδίκων να μην παραδιδόταν η κατοχή των κυλικείων από τον προηγούμενο προσφοροδότη. Ηταν γνωστές οι διεκδικήσεις του προηγούμενου προσφοροδότη. .. Ο όρος ως προς τις αντίστοιχες ευθύνες και δικαιώματα, είχε στη βάση του ακριβώς το γεγονός ότι την ημέρα της υπογραφής των συμβάσεων τα κυλικεία κατείχοντο από τρίτο. .... Το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος των συμβάσεων ήταν στοιχειώδες μέρος τους. Ηταν αδύνατο να προσδιοριστεί κατά την υπογραφή τους και κατά την αληθινή έννοια των συμφωνηθέντων θα προσδιοριζόταν ανάλογα με τις μελλοντικές εξελίξεις αναφορικά με την ανάληψη της κατοχής των ξυλικείων. .. Η υποχρέωση της εφεσίβλητης για παράδοση της κατοχής των κυλικείων εξαρτάτο από την αβέβαιη, ως προς τον χρόνο αλλά και ως προς τον επέλευση της, εκκένωσης τους από τρίτο. Δεν επετεύχθη η εκκένωση των κυλικείων και ουδέποτε ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων για παράδοση της κατοχής.» Στην δε υπόθεση Κανναουρίδη, η πληρωμή του ποσού των ΛΚ50.000.000 τελούσε υπό τον ρητό όρο ότι θα εγκρινόταν ο διαχωρισμός των οικοπέδων από τις αρμόδιες αρχές. Περί τούτου υπήρχε σαφής και ξεκάθαρη πρόνοια στην επίδικη συμφωνία. Όπως ενδεικτικά επισημαίνεται στην απόφαση του τότε Δικαστή Νικήτα, «η καταβολή του ποσού υπέκειτο σε εκ των υστέρων προϋπόθεση (condition subsequent) που δεν πληρώθηκε οπόταν η συμφωνία κατέστη ανίσχυρη». Στην περίπτωση μας, σε αντίθεση με τις πιο πάνω δυο υποθέσεις, οι επίμαχες προϋποθέσεις που εισηγείται η υπεράσπιση όχι μόνο δεν προνοούνται ρητά από την επίδικη συμφωνία , αλλά και οι διάδικοι ενώ έχουν επιλέξει να αναφερθούν ρητά σε προϋποθέσεις υπό τις οποίες τελούν οι συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν έχουν περιλάβει σ΄ αυτές και τις προϋποθέσεις που εισηγείται η υπεράσπιση. Επίσης, προς τι η συμπερίληψη στην επίδικη συμφωνία όρου που προνοεί μηχανισμό διακρίβωσης της πραγματικής αξίας των ΔΑΜ σε περίπτωση διαφωνίας, όπως και του χρόνου ενός τέτοιου υπολογισμού, αν η πρόθεση των μερών ήταν η επίδικη συμφωνία να τελεί υπό τις συγκεκριμένες δύο προϋποθέσεις που εισηγείται η υπεράσπιση ή οποιαδήποτε από αυτές;

 

Η κα Αθανασιάδου, για σκοπούς επίρρωσης των ποιο πάνω θέσεων της, επικαλέστηκε και τη χωριστή νομική οντότητα της SFS. Εχω ήδη αναφερθεί με λεπτομέρεια πιο πάνω (βλ. σελ. 35) στη συγκεκριμένη θέση της κας Αθανασιάδου, γι΄ αυτό θεωρώ περιττό να επαναλάβω οτιδήποτε. Επί της ουσίας της εν λόγω θέσης παρατηρώ τα πιο κάτω:

 

Ναι μεν η εταιρεία SFS έχει χωριστή νομική προσωπικότητα και από τους μετόχους και αξιωματούχους της, χωριστή νομική οντότητα, όμως είναι αρκετό να διεξέλθει ένας τη μαρτυρία των εναγομένων 1 και 2 (ΜΥ2 και ΜΥ1 αντίστοιχα) για να καταλήξει στο συμπέρασμα, συμπέρασμα στο οποίο και καταλήγω ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο δεν είχε δρομολογηθεί η έκδοση νέων ΔΑΜ από την SFS ούτε και οι εναγόμενοι, ως αξιωματούχοι και μέτοχοι της εν λόγω εταιρείας δεν μερίμνησαν ούτε και έλαβαν μέτρα για ενεργοποίηση της διαδικασίας και των μηχανισμών έκδοσης νέων ΔΑΜ SFS, ήταν γιατί τα γεγονότα που περιέβαλαν τις προσπάθειες της SFS για εξαγορά της μη εισηγμένης στο ΧΑΚ εταιρείας White Khight Limited, στα πλαίσια της οποίας εξαγοράς αναμενόταν να εκδοθούν τα νέα ΔΑΜ SFS, δεν εξελίχθηκαν ως οι εναγόμενοι υπολόγιζαν και ανέμεναν και η τιμή της μετοχής της SFS, με βάση την οποία οι εναγόμενοι είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα ήταν σε θέση να εκδώσουν νέα ΔΑΜ SFS, έπεσε δραματικά με αποτέλεσμα η έκδοση νέων ΔΑΜ SFS να καταστεί εντελώς ασύμφορη. Κοντολογίς, οι πραγματικοί λόγοι στους οποίους οφείλεται η μη έκδοση νέων ΔΑΜ SFS ήταν καθαρά και αποκλειστικά οικονομικοί. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι εναγόμενοι είδαν τη δημιουργηθείσα από τις εξελίξεις νέα κατάσταση πραγμάτων, ως «σανίδα σωτηρίας» την οποία, χωρίς δεύτερη σκέψη «άρπαξαν» σε μια προσπάθεια τους να απαλλαγούν από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους και να βρουν διέξοδο από τη δύσκολη θέση στην οποία είχαν περιέλθει. Εχω ήδη κάμει λεπτομερή αναφορά νωρίτερα (βλ. σελ. 15, 16, 17 και 18 πιο πάνω), σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας τόσο του ΜΥ1 όσο και του ΜΥ2, οι οποίες μαρτυρούν του λόγου το ασφαλές. Σαν αποτέλεσμα ούτε η συγκεκριμένη θέση με βρίσκει σύμφωνο.»

 

 

Η πιο πάνω νομική προσέγγιση, συλλογιστική και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εντασσόμενη στο όλο πλέγμα της αντιδικίας και της δοθείσας μαρτυρίας στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι ορθή και η περί του αντιθέτου επιχειρηματολογία των εφεσειόντων είναι απορριπτέα.

 

10.                Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του ΜΕ1.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης περιορίζεται στο μέρος εκείνο της μαρτυρίας του ΜΕ1 Μ. Ιωαννίδη, Προέδρου της εφεσίβλητης, που αφορούσε τη πτυχή της ικανότητας και προθυμίας της εφεσίβλητης να εκπληρώσει την υποχρέωση της για μεταβίβαση των συμφωνηθέντων ΔΑΜ. Με αυτό ως δεδομένο, το εγχείρημα εξέτασης και αυτού του λόγου έφεσης είναι αχρείαστο και θα είχε ακαδημαϊκή μόνο σημασία, ενόψει των όσων έχουμε αναφέρει προηγουμένως σε σχέση με άλλους λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούσαν την ίδια πτυχή της υπόθεσης.

 

11.                Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς την αξιοπιστία των ΜΥ1 και ΜΥ2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους ΜΥ1 Φ. Λάρκο (εναγόμενο-εφεσείοντα 2) και τον ΜΥ2 Χρ. Ελληνα (εναγόμενο-εφεσείοντα 1) αναξιόπιστους.

 

Στις σελ. 42-44 της πρωτόδικης απόφασης, ο πρωτόδικος Δικαστής αφού παραπέμπει σε σχετική νομολογία επί του θέματος της αξιολόγησης μαρτυρίας που δίδεται από Δικαστήριο, επεξηγεί με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο γιατί δεν αποδέχεται τη μαρτυρία του ΜΥ1 και ΜΥ2 την οποία θεωρεί αναξιόπιστη.

 

Ως παραδείγματα της εσφαλμένης κατ΄ ισχυρισμό αξιολόγησης αυτής της μαρτυρίας, οι εφεσείοντες αναφέρουν το γεγονός που εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο ΜΥ1 κατέθεσε ότι δεν έλαβε την επιστολή της εφεσείουσας ημερ. 3.7.2002, ενώ οι άλλοι εναγόμενοι παραδέχθηκαν τη λήψη της και το ότι ο ΜΥ2 κατέθεσε ότι έλαβε την επιστολή ημερ. 3.7.2002, ενώ στην ΄Εκθεση Υπεράσπισης υπήρχε άρνηση λήψης της επιστολής. Και τα δύο αυτά σημεία, κατά τους εφεσείοντες ήταν επουσιώδη και δεν οδηγούσαν σε κρίση περί αναξιοπιστίας των δύο αυτών μαρτύρων.

 

Μπορεί οι εφεσείοντες να έχουν δίκαιο ότι τα δύο πιο πάνω παραδείγματα αναφέρονται σε θέματα όχι ουσιώδους σημασίας. Ακριβώς όμως θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι αυτά τα δύο σημεία ούτε τα μόνα ήσαν στα οποία βασίστηκε το Δικαστήριο, στην κρίση του, ούτε και τα πλέον ουσιώδη.

 

Αντίθετα, το Δικαστήριο πέραν της γενικής εικόνας και εντύπωσης που αποκόμισε από τους μάρτυρες τούτους ως προς την αξιοπιστία τους, την οποία περιέγραψε με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, αναφέρθηκε και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας των δύο αυτών μαρτύρων που τεκμηρίωναν την αρνητική του κρίση ως προς την αξιοπιστία τους. Ειδικότερα δε ως προς τον ΜΥ1 και το γεγονός της άρνησης του για λήψη της επιστολής ημερ. 3.7.2002, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έμεινε μέχρι εκεί. Προσέθεσε ότι παρά την άρνηση του, εν τούτοις δεν αμφισβήτησε την ορθότητα είτε του αριθμού του φαξ  στο οποίο του είχε αποσταλεί η επιστολή ούτε και την παρουσιασθείσα απόδειξη παραλαβής της. Παράλληλα ο ΜΥ1 δήλωσε ενήμερος των ενεργειών στις οποίες προέβηκε ο ΜΥ2 σαν αποτέλεσμα της αποστολής της επιστολής. Ως προς τον ΜΥ2 και το σημείο που εντόπισε το Δικαστήριο σύμφωνα με το οποίο αυτός δέχθηκε ότι έλαβε την εν λόγω επιστολή ενώ στην Έκθεση Υπεράσπισης εγειρόταν άρνηση λήψης της, και πάλι το σημείο τούτο δεν λήφθηκε υπόψη μεμονωμένα από το Δικαστήριο αλλά σε συνδυασμό με την όλη εικόνα την οποία ενεποίησε στο Δικαστήριο, ο τρόπος αντίδρασης του μάρτυρα όταν του υποδείχθηκε η αντίθεση μεταξύ της θέσης που πρόβαλλε και του δικογράφου του. Και στην περίπτωση δε αυτού του μάρτυρα ακολουθεί εντοπισμός από το Δικαστήριο και άλλων, ουσιωδών σημείων στα οποία τεκμηριώθηκε η γενικότερη κρίση του Δικαστηρίου περί της αναξιοπιστίας του.

 

Υπ΄ αυτές τις περιστάσεις ούτε αυτός ο λόγος έφεσης στοιχειοθετείται.

 

12.                Ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι η εφεσίβλητη εδικαιούτο σε αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.1.000.000.

 

Όπως υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, με δεδομένη τη νομική αρχή ότι σε περίπτωση παράβασης σύμβασης, το αναίτιο μέρος δικαιούται να τεθεί στη θέση που θα ευρίσκετο εάν η σύμβαση εκπληρώνετο και όχι σε καλύτερη θέση, στην υπό εξέταση περίπτωση, εάν η σύμβαση εκπληρωνόταν, η εφεσίβλητη θα είχε στα χέρια της στις 30.6.2002 71.799.346 ΔΑΜ της SFS και όχι Λ.Κ.1.000.000.

 

Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες επιχειρηματολογούν ότι εφόσον η επίδικη συμφωνία προέβλεπε για ΔΑΜ της ΗΡΑ και ΔΑΜ της SFS που θα ήταν εισηγμένα στο ΧΑΚ, συνάγεται ότι η ζημιά που θα είχε η εφεσίβλητη λόγω της μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης των εφεσειόντων είναι η αγοραία αξία των 71.799.346 ΔΑΜ της SFS την ημέρα της παράβασης μείον η αγοραία αξία των 23.640.662 ΔΑΜ της ΗΡΑ. Γι΄ αυτές όμως τις αξίες δεν δόθηκε μαρτυρία και επομένως δεν απέδειξε η εφεσίβλητη τη ζημιά της.

 

Σε σχέση με το θέμα τούτο, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με βάση την ενώπιον του μαρτυρία η εφεσίβλητη εδικαιούτο σε αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.1.000.000, ποσό που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της αξίας των ΔΑΜ της SFS που θα της μεταβίβαζαν οι εφεσείοντες και της αξίας των ΔΑΜ της ΗΡΑ που η ίδια θα μεταβίβαζε στους εφεσείοντες, αξίες τις οποίες η εφεσίβλητη απέδειξε.

 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση απορρίπτοντας τα επιχειρήματα των εφεσειόντων. Το κείμενο της επίδικης συμφωνίας ως προς τις συμφωνηθείσες αξίες των ΔΑΜ που θα μεταβιβάζοντο μεταξύ των διαδίκων, (Λ.Κ.2.000.000 και Λ.Κ.1.000.000) δεν άφηναν χώρο για άλλες μεθοδολογίες και υπολογισμούς. Αλλωστε όπως και οι ίδιοι οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων δέχθηκαν στη μαρτυρία τους, πράγματι εάν εκπληρώνοντο οι αμοιβαίες υποχρεώσεις των μερών δυνάμει της Συμφωνίας, η εφεσίβλητη θα προσπορίζετο κέρδος ύψους Λ.Κ.1.000.000.

 

Απορριπτόμενου και του τελευταίου αυτού λόγου έφεσης, η Εφεση αρ. 289/2009 αποτυγχάνει και θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Η  Έφεση αρ. 288/2009.

 

Εφεσείων στην έφεση αυτή, όπως έχει προαναφερθεί, είναι ο εναγόμενος 3 στην πρωτόδικη διαδικασία. Εγείρει στην έφεση τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

1.               Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι ήταν σε πραγματική και νομική θέση στις 30.6.2002 και/ή στις 3.7.2002 ή σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία να έχει στην κατοχή και/ή έλεγχο της ΔΑΜ αξίας Λ.Κ.1.000.000.

 

Με αυτό το λόγο έφεσης ασχοληθήκαμε προηγουμένως στο πλαίσιο της ΄Εφεσης αρ. 289/2009. Θα ασχοληθούμε στην παρούσα έφεση με οποιαδήποτε περαιτέρω επιχειρήματα ή παραστάσεις προβάλλει αυτός ο εφεσείων προς προώθηση της δικής του έφεσης. Αυτό δε βέβαια ισχύει και για όλους τους λόγους έφεσης τους οποίους εγείρει ο εφεσείων στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης.

 

Αναπτύσσοντας αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποβάλλει ότι ενώ το θέμα της υποχρέωσης ή μη κατοχής των ΔΑΜ κατά το χρόνο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων κάτω από τη σύμβαση ήταν πράγματι νομικό όπως το αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν τούτοις η υπεράσπιση την οποία ήγειραν οι εφεσείοντες σύμφωνα με την οποία επειδή ακριβώς οι ίδιοι δεν κατείχαν σε οποιοδήποτε ουσιώδη χρόνο τα ΔΑΜ της SFS, η επίδικη σύμβαση κατέστη άκυρη εξ υπαρχής, αυτό το θέμα δεν ήταν καθαρά νομικό εφόσον για να μπορούσε να αποφασισθεί θα έπρεπε πρώτα το Δικαστήριο να προβεί σε εύρημα ότι οι εφεσείοντες ως πραγματικό γεγονός δεν κατείχαν στις 30.6.2002 ή σε οποιοδήποτε ουσιώδη χρόνο τα ΔΑΜ της SFS.

 

Αδυνατούμε να διακρίνουμε έρεισμα σ΄ αυτό το λόγο έφεσης. Όπως διαφαίνεται από την Απόφαση και την όλη πρωτόδικη δικαστική διαδικασία, ούτε αξιολόγηση αμφισβητούμενης μαρτυρίας απαιτείτο ούτε κατάληξη σε πραγματικά ευρήματα, εφόσον ήταν και παρέμεινε η δικογραφημένη θέση των ίδιων των εφεσειόντων και η θέση που προώθησαν με τη μαρτυρία τους, ότι δεν κατείχαν καθ΄ οιονδήποτε χρόνο τα ΔΑΜ της SFS που ανάλαβαν να μεταβιβάσουν, λόγω της μη έκδοσης τους από την SFS. Επρόκειτο για ένα αδιαμφισβήτητο πραγματικό υπόβαθρο το οποίο μπορούσε το Δικαστήριο να εκλάβει ως δεδομένο για να εξετάσει το νομικό θέμα που εγειρόταν.

 

2.               Το κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα ΔΑΜ τα οποία η εφεσίβλητη πρόσφερε στους εφεσείοντες την 3.7.2002 ήταν αξίας Λ.Κ.1.000.000.

 

Θα πρέπει στο σημείο τούτο να παρατηρήσουμε ότι ενώ με το λόγο τούτο έφεσης αμφισβητείται το στοιχείο της αξίας των ΔΑΜ που πρόσφερε η εφεσίβλητη κατά την 3.7.2002, εν τούτοις στην ανάπτυξη του λόγου τούτου έφεσης γίνεται ενασχόληση με «επιμέρους σχετικά ζητήματα» όπως τα ονομάζει ο εφεσείων, όπως είναι το θέμα του ποιος ήταν ο ουσιώδης χρόνος εκτέλεσης της συμφωνίας, το κατά πόσο η εφεσίβλητη ήταν έτοιμη κατά τον ουσιώδη χρόνο να εκπληρώσει τη δική της υποχρέωση και το πότε ο πωλητής μετοχών θεωρείται έτοιμος να εκπληρώσει το δικό του μέρος της συμφωνίας.

 

Παρά τη μη επιτρεπτή πρόσμειξη όλων αυτών των θεμάτων κάτω από την ομπρέλλα ενός λόγου έφεσης ο οποίος αφορά μόνο στη μαρτυρία για την αξία των προσφερθέντων ΔΑΜ, έχουμε διεξέλθει όλη την επιχειρηματολογία στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα και κρίνουμε ότι στα εγειρόμενα εδώ θέματα ισχύουν τα όσα έχουμε αποφασίσει στην προηγούμενη ΄Εφεση χωρίς να υπεισέρχεται οτιδήποτε το νέο.

 

Δεν μπορεί επομένως να ευσταθήσει αυτός ο λόγος έφεσης.

 

3.               Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη και πλήρης παραγνώριση της μαρτυρίας της ΜΥ3 εμπειρογνώμονα της CISCO.

 

Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο λάμβανε υπόψη του τη μαρτυρία της ΜΥ3, την οποία εσφαλμένα παραγνώρισε, θα κατέληγε στο διαφορετικό συμπέρασμα, ότι δηλαδή η εφεσίβλητη δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις.

 

Κατά την άποψη μας, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία της ΜΥ3 ως προς την ορθότητα του υπολογισμού της αξίας των προσφερθέντων ΔΑΜ κατά την 3.7.2002. Κατ΄ αρχάς, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί, και ορθά όπως έχουμε ήδη αποφασίσει, ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, η εφεσίβλητη δεν χρειάζετο να αποδείξει τη δική της ετοιμότητα και προθυμία να εκπληρώσει την υποχρέωση της λόγω προκαταβολικής παράβασης από τους εφεσείοντες. Περαιτέρω, το θέμα της διακρίβωσης της ακριβούς αξίας των ΔΑΜ ήταν θέμα του οποίου η μέθοδος διακρίβωσης προβλεπόταν στην ίδια τη σύμβαση. Εάν δηλαδή οι εφεσείοντες αμφισβητούσαν την αξία των προσφερθέντων κατά την 3.7.2002 προς αυτούς ΔΑΜ, τότε και μόνο τότε ώφειλαν να προστρέξουν στον συμφωνηθέντα εμπειρογνώμονα της CISCO και όχι να μη ανταποκριθούν στην προσφορά και να προσκομίζουν αργότερα στο Δικαστήριο σχετική μαρτυρία.

 

Κατά τα άλλα, στα επί μέρους θέματα που εγείρονται κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, ισχύουν χωρίς προσθήκη τα όσα έχουμε αποφασίσει προηγουμένως εξετάζοντας τα ίδια θέματα στην ΄Εφεση αρ. 289/2009.

 

4.               Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και νομολογίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο που οδήγησε στην κατάληξη του ότι η εφεσίβλητη δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει την ετοιμότητα και προθυμία της να εκτελέσει τη δική της υποχρέωση.

 

Ισχύουν και εδώ τα όσα έχουμε αποφασίσει εξετάζοντας τους αντίστοιχους λόγους έφεσης στην ΄Εφεση αρ. 289/2009 και επομένως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

5.               Το κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένο συμπέρασμα το οποίο εξήγαγε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες παρέβηκαν την επίδικη Συμφωνία πριν την έλευση της ημερομηνίας ολοκλήρωσης της.

 

Κάτω από αυτό το λόγο έφεσης, εγείρεται και προωθείται ουσιαστικά η θέση του εφεσείοντα ότι το θέμα της διακρίβωσης προκαταβολικής παράβασης (anticipatory breach) της Συμφωνίας δεν ήταν δικογραφημένο και τα συναφή με αυτό θέματα τα οποία έτυχαν πραγμάτευσης και απόφανσης στην ΄Εφεση αρ. 289/2009 και τίποτε το νέο δεν προστίθεται εδώ. Ισχύουν επομένως τα όσα είχαμε ήδη αποφασίσει, απορριπτικά για το λόγο τούτο έφεσης.

 

6.               Ο κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένος επιδικασμός των αποζημιώσεων.

 

Σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης ισχύουν τα όσα έχουμε ήδη αποφασίσει εξετάζοντας τον λόγο έφεσης αρ. 12 στην ΄Εφεση αρ. 289/2009 απορρίπτοντας τον λόγο εκείνο έφεσης.

 

7.               Η κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση ως προς την αξιοπιστία του ΜΕ1 Μ. Ιωαννίδη.

 

Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί η κρίση ως προς την αξιοπιστία μαρτύρων, είναι έργο το οποίο ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το δε Εφετείο επεμβαίνει μόνο ανατρέποντας αυτή την κρίση, εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση οδηγεί σε ευρήματα τα οποία είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από μαρτυρία η οποία έχει γίνει δεκτή. (Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κ.ά. (1995) 1 ΑΑΔ 912, Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1ΑΑΔ 297).

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει στο πλαίσιο της προηγουμένως εξετασθείσας ΄Εφεσης και αφού λάβαμε υπόψη τους επί μέρους λόγους τους οποίους ο παρών εφεσείων προβάλλει ως σημεία καθαπτόμενα της αξιοπιστίας του ΜΕ1, μπορούμε να αναφέρουμε ότι κανένας λόγος δεν συντρέχει όπως επέμβουμε με το συγκεκριμένο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα τούτου. Το Δικαστήριο έδωσε πειστικούς λόγους και αιτιολογία γιατί αποδέκτηκε τη μαρτυρία του μάρτυρα ως αξιόπιστη και τίποτε το ουσιώδες έχει τεθεί ενώπιον μας κάτω από αυτό το λόγο έφεσης που να δικαιολογεί επέμβασή μας.

 

8.               Η κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία της επίδικης Συμφωνίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Όπως ο ίδιος ο εφεσείων επεξηγεί, αυτός ο γενικός λόγος έφεσης υποστηρίζεται από τα όσα έχουν προβληθεί κάτω από τους λόγους έφεσης αρ. 2, 4 και 5 της Εφεσης του.

 

Συνακόλουθα, με την απόρριψη των εν λόγω λόγων έφεσης, απορρίπτεται και αυτός, ο τελευταίος λόγος έφεσης, οπότε και αυτή η Έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και οι δύο συνεκδικασθείσες Εφέσεις απορρίπτονται.

 

Τα έξοδα των εφέσεων επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των αντίστοιχων εφεσειόντων, στην κάθε μια έφεση, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                                  Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

     

                                                                  Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

ΣΦ.                                                     


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο