ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1852

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                        (Πολιτική Έφεση Αρ.267/2009)

 

                                       9 Σεπτεμβρίου, 2013                         

 

[NIKOΛATOΣ,   ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

Και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                  Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

-----------------------------------

Χρ.Χριστάκης,  για τους εφεσείοντες

Ρ.Μαππουρίδης, για την εφεσίβλητη.

-----------------------------------

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η Κυπριακή Δημοκρατία - εφεσίβλητη, και συγκεκριμένα από ενέργειες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, βρέθηκε μετά από ακροαματική διαδικασία, ένοχη παραβίασης του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας των εναγόντων επί σειράς φωτογραφιών.  Το υλικό αυτό αφορούσε φωτογραφίες των κατεχομένων από τα τουρκικά στρατεύματα περιοχών και χρησιμοποιήθηκαν για την εκτύπωση σειράς σχολικών βιβλίων. 

 

Αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μη αμφισβητηθέν ότι οι εφεσείοντες ως νομικό πρόσωπο, έχουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των επιδίκων φωτογραφιών, καλυπτομένων από το άρθρο 4 του περί Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμου του 1976, (Ν.59/76).  Ταυτοχρόνως, πρωτοδίκως αποφασίστηκε ότι η συμπερίληψη φωτογραφιών στα βιβλία («η Εκκλησία της Κύπρου», «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» και «Γνωριμία  με Κύπριους Καλλιτέχνες») έγινε χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσειόντων.  Περαιτέρω, κρίθηκε ότι, ο Ανδρέας Χατζηθωμάς ο οποίος την επίδικη περίοδο 1988-1990 ήταν υπεύθυνος για την εκτύπωση της σειράς βιβλίων «Η Κύπρος μας» παρέδωσε σειρά φωτογραφιών στις καθηγήτριες Παντελίδου και Πρωτοπαπά με σκοπό να το χρησιμοποιήσουν στο βιβλίο «Ιστορία της Κύπρου- Μεσαιωνική και Νεώτερη».  Περαιτέρω, αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εν λόγω παραχώρηση που έγινε από τον Α. Χατζηθωμά προς τις καθηγήτριες Παντελίδου και Πρωτοπαπά που ήταν υπεύθυνες για το βιβλίο «Ιστορία της Κύπρου- Μεσαιωνική και Νεώτερη», ήταν κατά παράβαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των εφεσειόντων. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού δέχθηκε ότι οι εφεσείοντες απέδειξαν, στον απαιτούμενο βαθμό, την παραβίαση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας τους, προχώρησε να εξετάσει την εμβέλεια των θεραπειών που οι εφεσείοντες δικαιούνταν με βάση το άρθρο 13 παράγρ.5 του Νόμου.  Η παράγραφος αυτή προνοεί:

 

«Σε κάθε αγωγή για προσβολή κατά του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ο ενάγοντας δύναται να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα θεραπείας με τη μορφή αποζημίωσης, απαγορευτικού διατάγματος, κατάθεσης λογαριασμών ή άλλως πως, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε κάθε αντίστοιχη διαδικασία σε σχέση με την προσβολή άλλων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος παράδοσης στο δικαιούχο του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος θεωρείται ιδιοκτήτης όλων των αντιτύπων που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποτελούν αντίτυπα που ενέχουν προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που υπάρχει στο έργο αυτό.»

 

Το Δικαστήριο κατέληξε ως εξής: 

 

«Οι ενάγοντες είχαν καθήκον να παρουσιάσουν τέτοιας εμβέλειας και βαρύτητας σχετική μαρτυρία ώστε να αποδείξουν τις αποζημιώσεις που αξιώνουν ή να δημιουργήσουν προς τούτο επαρκές υπόβαθρο βάσει του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε ευλόγως να στηριχθεί για να προβεί σε οποιοδήποτε συναφή υπολογισμό.

Απέτυχαν.»

 

Περαιτέρω, το δικαστήριο θεώρησε ότι η συμπεριφορά των εφεσιβλήτων δεν ήταν προκλητική ώστε να δικαιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών ή παραδειγματικών αποζημιώσεων και επιδίκασε μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €200.

 

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν έφεση η οποία περιλαμβάνεται σε 8 λόγους.  Οι τρεις πρώτοι οι οποίοι έχουν ως βάση, αφενός μεν την υποχρέωση επιδίκασης αποζημίωσης για έκαστη παραβίαση του πνευματικού δικαιώματος, και αφετέρου το ύψος της επιδικασθείσας αποζημίωσης, αναπτύχθηκαν σωρευτικά και έτσι θα τους αναλύσουμε στη συνέχεια. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι η παραβίαση ήταν τεραστίας εκτάσεως, εκτυπώθηκαν πέραν των 375,000 αντιτύπων που, όπως το χαρακτήρισε, υπήρχε σωρευτική παραβίαση σχεδόν 5 εκατομμυρίων περιπτώσεων που αντικρίστηκαν με την ελάχιστη αποζημίωση, του ύψους των €200.  Το άρθρο 13(4) του Νόμου προστατεύει και θεωρεί αγώγιμη κάθε προσβολή.  Συνέχισε περαιτέρω, λέγοντας ότι, κάθε παραβίαση συνιστά αγώγιμο δικαίωμα, δεν απαιτείται η απόδειξη ζημιάς αλλά το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση να επιδικάσει αποζημιώσεις λαμβάνοντας υπόψη τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης.  Περαιτέρω, συνέχισε ο κ.Χριστάκη, σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ένας ενάγων δεν δύναται να έχει αποτελεσματικό μέσο θεραπείας, το Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, έχει δικαίωμα να επιδικάσει επιπρόσθετη αποζημίωση.  Αυτή την υποχρέωση δεν την έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο.  Αναφερόμενος στην υπόθεση Blayney v. Clogau (2003) F.S.R. 19, o συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι εφεσείοντες δικαιούνται αποζημίωση για όλες τις παραβιάσεις είτε αποδειχθεί απώλεια πωλήσεων είτε όχι.  Η δε μη απόδειξη πωλήσεων δεν αποτελεί  εμπόδιο στην επιδίκαση αποζημιώσεων για διαφυγόντα κέρδη.  Από τη στιγμή πρόσθεσε, που οι εφεσείοντες απέδειξαν τη μεγάλη έκταση της παραβίασης και αυτή έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο δικαιούνται σε αποζημίωση.  Αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων ο συνήγορος έκαμε αναφορά στην Οδηγία 2004/48ΕΚ και συγκεκριμένα στην αιτιολογική σκέψη 26 όπου έκαστο κράτος μέλος υποχρεούται να θεσπίσει νομοθεσία για την αποκατάσταση της ζημιάς που υφίσταται ένας ενάγων και ακόμη στις περιπτώσεις που ο υπολογισμός της πραγματικής ζημιάς είναι δυσχερής η νομοθεσία θα πρέπει να καταστήσει δυνατή την επιδίκαση αποζημιώσεων, δυνάμει αντικειμενικών κριτηρίων λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων, περιλαμβανομένης της δαπάνης έρευνας και εντοπισμού.  Η υποχρέωση αυτή αντικατοπτρίζεται και στο περιεχόμενο του άρθρου 13 της Οδηγίας. 

 

Σε περίπτωση που το Δικαστήριο συνέχισε, αδυνατούσε να επιδικάσει αποζημίωση στη βάση του διαφυγόντος κέρδους θα πρέπει να επιδικαστούν αποζημιώσεις με βάση το δικαίωμα χρήσης.  Παράλληλα, υπάρχει η εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού με βάση το τρέχον τίμημα, δηλαδή το στοιχείο της πρακτικής σε περιπτώσεις παραχώρησης άδειας χρήσεως.  Ακόμη, πρόσθεσε ο συνήγορος, αν οι δύο πρώτες κατηγορίες δεν έχουν τη δυνατότητα εφαρμογής τα δικαστήρια δικαιούνται να επιδικάσουν ένα πλασματικό τίμημα, έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων των εναγόντων. 

 

Αναφορικά με την επιδίκαση του ποσού των €200 ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν καθήκον να προσκομίσουν μαρτυρία για να αποδείξουν τις αποζημιώσεις που αξίωναν με βάση το δικαίωμα χρήσης, και η συγκεκριμένη προσέγγιση του Δικαστηρίου δεν καλύπτεται από την υφιστάμενη νομολογία.  Από τη στιγμή που το Δικαστήριο κατέληξε, θεώρησε ότι η παραβίαση τεκμηριώθηκε και η παραχώρηση της χρήσης των φωτογραφιών δεν ήταν δωρεάν θα έπρεπε να καταλήξει σε μια υποθετική-πλασματική αμοιβή, βασιζόμενο σε μια δικαστική εκτίμηση των διαθεσίμων ενδείξεων που είχε ενώπιον του. 

 

Αναφορικά με την επάρκεια της μαρτυρίας ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στα πιο κάτω γεγονότα τα οποία δίδουν μια εικόνα, ικανοποιητική κατά την εισήγηση του, για τον καθορισμό του πλασματικού τιμήματος, ήτοι τον αριθμό παραβιάσεων που ήταν 5,000,000, την τιμή αγοράς εκάστης των επιδίκων φωτογραφιών που ήταν ΛΚ24,80, την αγοραία αξία των φωτογραφιών του Ζακ Ιακωβίδη, που ήταν ο δημιουργός τους, ήτοι ΛΚ10-40 εκάστη, το γεγονός ότι ιδίου αντικειμένου και ιδίας καλλιτεχνικής αξίας έγχρωμες διαφάνειες και φωτογραφίες αγοράστηκαν για το ποσό των ΛΚ40,000 από την Κυπριακή Δημοκρατία.  Περαιτέρω ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία προερχόμενη από τον ΄Αγγελο Κυριάκου, διευθυντή της εταιρείας των εφεσειόντων αναφορικά με έξοδα για αγορά βιβλίων της σειράς «Κύπρος» που καταδείκνυαν το ύψος της ζημιάς που υπέστησαν οι εφεσείοντες.  Ταυτοχρόνως, ο συνήγορος έκαμε αναφορά στον μεγάλο αριθμό αντιτύπων στα οποία χρησιμοποιήθηκαν οι φωτογραφίες των εφεσειόντων.  Τα πιο πάνω, κατέληξε, ήταν αρκετό υλικό που επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ένα πλασματικό ποσό και όχι σε ονομαστικές μόνο αποζημιώσεις. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υπέβαλαν ότι ήταν λανθασμένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί αλαζονική ή προκλητική συμπεριφορά εκ μέρους των εκπροσώπων του Υπουργείου Παιδείας, ώστε να μην επιδικάσει και τιμωρητικές ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.  Ο συνήγορος έκαμε αναφορά σε νομολογία που καλύπτει το θέμα, καταλήγοντας ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι ο παραβάτης του προστατευομένου δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας ήταν το κράτος, το οποίο είχε υποχρέωση να σέβεται τις διεθνείς συμβάσεις που υπέγραψε και ότι καμιά εξήγηση δεν δόθηκε για τη συμπερίληψη των επιδίκων φωτογραφιών σε χιλιάδες εκτυπώσεις.  Ούτε επίσης το γεγονός ότι ο Ανδρέας Χατζηθωμάς όντας κρατικός λειτουργός αυθαίρετα έδωσε το φωτογραφικό υλικό για να χρησιμοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των εφεσειόντων.  Προχώρησε η εφεσίβλητη να χρησιμοποιεί το εν λόγω υλικό παραγνωρίζοντας την απουσία άδειας χρήσης. 

 

Κατά το στάδιο της αγόρευσης ο ευπαίδευτος συνήγορος απέσυρε τους λόγους έφεσης 5, 6 και 8.

 

Αναφορικά με το λόγο έφεσης 7 ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων έγινε καλόπιστα και λόγω υπέρβαλλοντος ζήλου του Ανδρέα Χατζηθωμά είναι εσφαλμένο.  Δεν υπάρχει πουθενά δικογραφημένη θέση αναφορικά με  αυτό το λόγο, είπε ο κ.Χριστάκη και ούτε προβλήθηκε η εισήγηση ότι η χρησιμοποίηση του υλικού έγινε για τη διατήρηση της μνήμης των κατεχομένων, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση.

 

Από πλευράς της εφεσίβλητης υποστηρίχθηκε η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της και ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο καθήκον που είχαν οι εφεσείοντες να παρουσιάσουν μαρτυρία ώστε να αποδείξουν τις ζητηθείσες αποζημιώσεις, πράγμα το οποίο απέτυχαν να πράξουν.  Καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε υποστήριξε ο κ. Μαππουρίδης, προς το σκοπό αυτό, ούτε υπό τη μορφή των διαφυγόντων κερδών ή άλλως πως.  Δεν υπάρχει παράλληλα, υποστήριξε ικανοποιητική μαρτυρία που θα μπορούσε να βοηθήσει το εγχείρημα, όπως το χαρακτήρισε, υπολογισμού στη βάση δικαιώματος χρήσης.  Η απουσία μαρτυρίας εμπειρογνώμονα επί του προκειμένου, έχει όπως είπε, καταλυτικό χαρακτήρα.  Ακόμη και ο υπολογισμός της αξίας των φωτογραφιών που αγοράστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενέχει το στοιχείο της θεωρητικής προσέγγισης ως προς την αξία εκάστης.

 

Το Δικαστήριο ορθώς κατά την άποψη της εφεσίβλητης, από τη στιγμή που οι εφεσείοντες απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν την απαίτηση τους ως προς τις αποζημιώσεις, επιδίκασε μόνο ονομαστικές.  Τα εκτυπωθέντα βιβλία παραχωρήθηκαν δωρεάν και ο αριθμητικός προσδιορισμός των παραβιάσεων δεν στηρίζεται σε μαρτυρία, υποστήριξε ο συνήγορος, αλλά στη βάση ισχυρισμών που προβλήθηκαν κατά την αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειόντων. 

 

Ούτε επίσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί η απαίτηση για επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων αφού οι εφεσείοντες δεν έχουν αποδείξει αλαζονική ή προκλητική συμπεριφορά που να δικαιολογούσε τέτοια προσέγγιση. 

 

Σε περίπτωση παραβίασης δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, θεωρούμε ότι πρωτοδίκως  τέθηκαν  με επάρκεια οι παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο επιδίκασης αποζημιώσεων.  Θεωρούμε, όμως, χρήσιμη την αναφορά στο Σύγγραμμα Cornish  Llewlyn & Alpin "Intellectual Property" 7η έκδοση, σελ.82 και 83:

 

«Ιn arriving at the measure of damages in the various fields of intellectual property, courts have to deal with recurrent circumstances.  The similarities are often of broad outline rather than of detail.  Accordingly statements about the proper approach to assessment provide general guidelines, not strict rules.  In particular the judges resist being saddled with any single test for all cases.  The fact that a particular assessment is difficult and must be rather rough-and-ready is not a reason for refusing to attempt it.

 

There are many ways in which particular copyrights and patents may be exploited.  A starting point in assessing damages is accordingly to ask whether the claimant and defendant are in actual competition.  Where this  is so, the next question is whether the defendant might have had the claimant´s licence if only he had sought it.  Then the measure of damages will likely be what the claimant would have charged for a licence (on the basis of the "user" principle".  The award for infringements already perpetrated may well be based on a royalty for each infringement.  However, the claimant is not normally under any compulsion to grant licences.  If he would not have done so, the court will look to his losses through the defendant´s competition.  It is only where the claimant´s and defendant´s anticipated profits are the same in the same market that the defendant´s gain will be the claimant´s loss.  To take an obvious example:  the claimant may be exploiting his copyright by selling small numbers of high-priced hardback books, and the defendant may infringe with large quantities of low-priced paperbacks.  The issue is the loss to the claimant, and this may include not only the lost profits on hardback sales (taking account of any price reduction forced on him by the defendant´s conduct), but also the damage to his future prospects - his chance of putting out paperbacks, the loss of ancillary supplies or services and possibly even the fact that infringement has enabled the defendant to build up a strong position in other competitive lines".

 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων μέσα από την εκτενή και εμπεριστατωμένη ανάλυση τόσο της νομολογίας όσο και της νομοθετικής πρόνοιας που καλύπτει το θέμα, ουσιαστικώς παραδέχεται ότι δεν είχε προσαχθεί επαρκής μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να καταλήξει σε εύρημα ζημιάς.  Παράλληλα, δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο εύρημα ύπαρξης συγκεκριμένου ποσού για την ατομική χρήση εκάστης φωτογραφίας.  Όπως, με έμφαση τόνισε ο κ.Χριστάκη, τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου έπρεπε να το οδηγήσουν, και επί τούτου κάλεσε το εφετείο να διαφοροποιήσει την πρωτόδικη απόφαση σε κατάληξη για πλασματικό ποσό εκάστης παραβίασης πνευματικού δικαιώματος, ήτοι εκάστης χρήσης των επιδίκων φωτογραφιών.

 

Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε επί του προκειμένου ότι η παραβίασης ήταν τεραστίας έκτασης, όταν έχει αποδειχθεί ότι 33 φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν στο βιβλίο «Η Κατεχόμενη Γη Μας» που κυκλοφόρησε σε 96,000 αντίτυπα, 3 φωτογραφίες που συμπεριλήφθησαν στο βιβλίο «Η Εκκλησία της Κύπρου» με 100,000 αντίτυπα, 12 φωτογραφίες που συμπεριελήφθησαν στο βιβλίο «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι» με 92,000 αντίτυπα και 4 φωτογραφίες που συμπεριλήφθησαν στο βιβλίο «Γνωριμία με Κύπριους Καλλιτέχνες» που κυκλοφόρησε με 42,000 αντίτυπα. 

 

Η αναφορά όμως που έγινε από τον κ.Χριστάκη σε αριθμούς που κατά την εισήγηση του, αντιστοιχούν σε μειώσεις των πωλήσεων, εδραζόμενους, τόσο στην αγορά υφιστάμενου παλαιού  στόκ της σειράς «Κύπρος» όσο του ποσού που καταβλήθηκε για την εκτύπωση νέων αντιτύπων, περιλαμβανομένης της εισήγησης για υπολογισμό του ποσού στη βάση της δυνατότητας πώλησης της εν λόγω σειράς, δεν συμφωνούμε ότι μπορούσε να αποτελέσει στέρεη βάση επί της οποίας το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξαγάγει ασφαλές συμπέρασμα μείωσης της δυνατότητας πώλησης, έτσι ώστε, να προχωρήσει σε επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού.  Είναι, με όλο το σεβασμό, προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, σκόρπια ποσά τα οποία δεν συνδέονται μεταξύ τους στο βαθμό που, όπως ορθά επισημαίνει το πρωτόδικο δικαστήριο, θα μπορούσε να το βοηθήσει να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το ύψος της αποζημίωσης που θα μπορούσε να επιδικάσει στους εφεσείοντες. 

 

Ακόμη και η αναφορά στο ποσό των ΛΚ£4,000 που το Υπουργικό Συμβούλιο σε κάποιο στάδιο κατέβαλε για την αγορά ανάλογης καλλιτεχνικής αξίας, φωτογραφιών, του Ζακ Ιακωβίδη, είναι ασύνδετο με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, έτσι που δεν επιτρέπει την κατάληξη σε ασφαλές συμπέρασμα. 

 

Το μόνο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι οι εφεσείοντες είχαν αγοράσει τις 133 φωτογραφίες, από τον Ζακ Ιακωβίδη, για το ποσό των ΛΚ£3,300.- 

 

Κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, ως εκ της φύσεως της παραβίασης των πνευματικών δικαιωμάτων, που τις πλείστες φορές παρουσιάζουν δυσκολία στον υπολογισμό ή τον προσδιορισμό της ζημιάς, εκκινώντας από την αρχή ότι η παραβίαση αστικού δικαιώματος περιβάλλει την αποκατάσταση στο μέτρο του δυνατού, η Οδηγία 2004/48/ΕC, που επικαλέστηκε και ο κ.Χριστάκη, αναφέρει στο άρθρο 13:

 

«When the judicial authorities set the damages:

 

(a)   They shall take into account all appropriate aspects, such as the negative economic consequences, including lost profits, which the injured party has suffered, any unfair profits made by the infringer and, in appropriate cases, elements other than economic factors, such as the moral prejudice caused to the right holder by the infringement;

Or

(b)   As an alternative to (a), they may, in appropriate cases, set the damages as a lump sum on the basis of elements such as at least the amount of royalties or fees which would have been due if the infringer had requested authorisation τo use the intellectual property right in question"

 

Bλέπουμε συναφώς ότι επιτρέπεται η καταβολή ενός συνολικού ποσού λαμβανομένων υπόψη όλων των παραμέτρων της υπόθεσης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση λαμβάνουμε υπόψη το κόστος απόκτησης των φωτογραφιών, που συνδυαζόμενο με την τεραστία χρήση που έγινε, ουσιαστικώς έχει εξανεμίσει κάθε δυνατότητα επαγγελματικής χρήσης του δικαιώματος των εφεσειόντων επί των φωτογραφιών, τη συστηματική παραβίαση που επαναλαμβανόταν για χρόνια με την εκτύπωση χιλιάδων αντιτύπων των σχολικών βιβλίων, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, και θεωρούμε ότι οι εφεσεíoντες δικαιούνται στην καταβολή ενός ποσού αποζημιώσεων το οποίο σφαιρικά υπολογίζουμε σε €8.000.

 

Το έτερο σκέλος της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ενώπιον μας επικεντρώθηκε στην απουσία επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, λόγω της κατάφορης παραβίασης, που έγινε από την εφεσίβλητη. 

 

Όπως σημειώνεται και στο Σύγγραμμα Cornish, LLewelyn & Aplin Intellectual Property, που αναφέραμε πιο πάνω, υπάρχει δυνατότητα επιδίκασης επιπροσθέτων τιμωρητικών αποζημιώσεων, πλην όμως, θα πρέπει να αποδειχθεί, όπως αναφέρεται και στην παράγραφο 7 του άρθρου 13 του Νόμου, κατάφωρη προσβολή και να αποδειχθεί τυχόν όφελος που έχει προσποριστεί ο εναγόμενος λόγω της εν λόγω προσβολής.  Εν πάση περιπτώσει, οι τιμωρητικές αποζημιώσεις επιδικάζονται ως επιπρόσθετες της αρχικής αποζημίωσης. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει μαρτυρία για προσπόρηση οποιασδήποτε μορφής οφέλους από την εφεσίβλητη λόγω της αποδειχθείσας προσβολής.  Αντίθετα, υπάρχει μαρτυρία ότι όλες οι φωτογραφίες έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τη συγγραφή σχολικών βιβλίων, που στόχο είχαν, τη διατήρηση της μνήμης των κατεχομένων εδαφών μας.  Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε επιδικάσει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

 

 

Με γνώμονα τα  πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται και επιδικάζονται στους εφεσείοντες €8,000 πλέον έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

 

                                                            ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.

 

                                                            ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.

 

                                                            ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο