ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1710

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 153/2013)

 

9 Αυγούστου  2013 

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

(ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (ΑΡ. 33/64)

 

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΓΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHRISTOFI BROS TRADING LIMITED (PETITION) ΑΡ. 317/13, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

- ΚΑΙ -

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, CHRISTOFI BROS TRADING LIMITED (HE53566)

 

- ΚΑΙ -

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 113

 

- ΚΑΙ -

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΧΡΙΣΤΟΦΗ ΓΙΑ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ CHRISTOFI BROS TRADING LIMITED (PETITION) ΑΡ. 317/13, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

-----------------------------------

Δ. Κούτρας με Λ. Κούτρα (κα), για τον Αιτητή.

 

----------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε στις 30.4.2013 στο  Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Εταιρική Αίτηση Αρ. 317/2013, βασιζόμενος, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 202, 203, 216, 218 και 211(στ) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, για εκκαθάριση της Christofi Bros Trading Limited λόγω του ότι είναι δίκαιο και σύμφωνο με το δίκαιο της επιείκειας να διαλυθεί η εταιρεία.  Διαζευκτικά, επιδιώκεται διάταγμα του Δικαστηρίου ώστε οι καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι είναι οι άλλοι δύο μέτοχοι της εταιρείας, εξαγοράσουν τις μετοχές του αιτητή σύμφωνα με την εκτίμηση ανεξάρτητου εκτιμητή.  Περαιτέρω, διαζευκτικά, όπως οι μετοχές του αιτητή εξαγοραστούν από την ίδια την εταιρεία και πάλι σύμφωνα με εκτίμηση ανεξάρτητου εκτιμητή.  Επιδιώκεται ταυτόχρονα η έκδοση αριθμού άλλων διαταγμάτων τα οποία δεν είναι αναγκαίο να καταγραφούν εδώ.  Ούτε οι λεπτομέρειες των λόγων για τους οποίους επιδιώκεται η εκκαθάριση της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 211(στ) του       Κεφ. 113, ενδιαφέρουν για τους σκοπούς της παρούσας αίτησης και αρκεί να αναφερθεί ότι ο αιτητής ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, καταπίεση των δικαιωμάτων του από τους άλλους δύο μετόχους και διευθυντές της εταιρείας. 

 

         Στις 3.7.2013, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση με την οποία επεδίωξε να του επιτραπεί η επισύναψη ένορκης δήλωσης, η οποία θα έπρεπε να συνοδεύει την κυρίως αίτηση εκκαθάρισης αφού προηγουμένως ορκιζόταν σχετικά για αυτό.  Ζητούσε επίσης όπως προσωρινό διάταγμα που είχε προφανώς εκδοθεί κατόπιν δικής του υποβολής στην εταιρική αίτηση, ανασταλεί μέχρι εκδίκασης της αιτήσεως.  Στις 19.7.2013, όταν η αίτηση αυτή ορίστηκε για ακρόαση, το Δικαστήριο το οποίο της επελήφθη σημείωσε ότι ήταν βεβαρημένο με διαδικασία τεσσάρων προσωρινών διαταγμάτων και ως εκ τούτου θα έπρεπε να προχωρήσει στην αναβολή της ακρόασης.  Ο δικηγόρος που εμφανίσθηκε για την εταιρεία δήλωσε ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί της δεν θα έπρεπε να διασαλευθούν με οποιονδήποτε τρόπο διότι υπήρχε ανάγκη άμεσων πληρωμών των υποχρεώσεων της και αν ήθελε διασαλευθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εταιρείας, ο αιτητής θα έφερε την ευθύνη να την αποζημιώσει.  Ο κ. Κούτρας, ως δικηγόρος που υπέβαλε την αίτηση για εκκαθάριση και που παρουσιάζεται και στο παρόν αίτημα για έκδοση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, προέβη τότε στην εξής δήλωση:

 

«Ο αιτητής δεν έχει προβεί σε έκδοση προσωρινού διατάγματος για παγοποίηση οποιουδήποτε λογαριασμού των καθ΄ ων η αίτηση.  Ο αιτητής επέδωσε την κυρίως αίτηση εκκαθάρισης στην τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 216 και 218 του Κεφ. 113 που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε υποχρέωση να κάμει.»

         Εν τέλει το Δικαστήριο θεωρώντας ότι η αίτηση ημερ. 3.7.2013 δεν ήταν επείγουσα, όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 16.9.2013.

 

         Το ίδιο Δικαστήριο, το οποίο ανέλαβε την υπόθεση κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, εξέδωσε στις  23.7.2013, μετά από μονομερή αίτηση της εταιρείας, διάταγμα διατάσσον την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ να αποπαγοποιήσει συγκεκριμένους λογαριασμούς που η εταιρεία διατηρεί με την εν λόγω τράπεζα.  Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε στη βάση σχετικής αιτήσεως ίδιας ημερομηνίας που καταχώρησε η εταιρεία και στην οποία εξηγείτο ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε αποφασίσει την παγοποίηση των λογαριασμών της εταιρείας ενόψει προφανώς της εκκρεμότητας της εταιρικής αίτησης για εκκαθάριση και ότι η αποπαγοποίηση θα μπορούσε να λάβει χώραν μόνο με σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου.  Ζητήθηκε, επομένως, εκ μέρους της εταιρείας η αποπαγοποίηση ώστε η εταιρεία να δύναται να λειτουργεί απρόσκοπτα προβαίνοντας στην πληρωμή των διαφόρων τρεχουσών υποχρεώσεων της, περιλαμβανομένων και της μισθοδοσίας υπαλλήλων, προμηθευτών, υπεργολάβων, καυσίμων και κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

         Το Δικαστήριο όρισε επιστρεπτέο το εν λόγω διάταγμα αποπαγοποίησης στις 26.7.2013.  Την ημέρα εκείνη σύμφωνα με το πρακτικό που τηρήθηκε και αποτελεί Τεκμήριο 7 στην ένορκη δήλωση του αιτητή στην παρούσα αίτηση λήψης άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari, εμφανίσθηκαν για την εταιρεία ο κ. Χατζησέργης, για την Τράπεζα Κύπρου, η κα Πολυβίου και για τον νυν αιτητή, ο            κ. Κούτρας.  Σύμφωνα με το τηρηθέν πρακτικό έγιναν οι εξής δηλώσεις από τον κ. Κούτρα και την κα Πολυβίου:

 

«κ. Κούτρας:  Εμφανίζομαι υπό διαμαρτυρία.  Η κα Πολυβίου δεν είναι διάδικος και δεν έχει δικαίωμα παρέμβασης στην υπόθεση.

 

κα Πολυβίου:  Αυτός που ενέπλεξε την Τράπεζα Κύπρου στη διαδικασία είναι η πλευρά του κ. Κούτρα που επέδωσε στην Τράπεζα Κύπρου την κυρίως αίτηση εκκαθάρισης και όπου εμφανίστηκα στις 19.7.2013 χωρίς ένσταση από τον κ. Κούτρα.  Την επέδωσε ο κ. Κούτρας χωρίς να είμαι καθ΄ ου η αίτηση. Περαιτέρω, το επίδικο διάταγμα επεδόθη στην Τράπεζα Κύπρου στις 24.7.2013 και ρητά απευθύνεται προς την Τράπεζα Κύπρου όπως ρητά απευθύνεται και η οπισθογράφηση στην Τράπεζα Κύπρου.  Η θέση μας σε σχέση με το διάταγμα είναι ότι δεν έχουμε ένσταση και αποδεχόμαστε να γίνει απόλυτο.  Δεν ζητώ έξοδα.

 

κ. Κούτρας:  Η επίδοση της κυρίως αίτησης στην Τράπεζα Κύπρου δεν έγινε ως διάδικος αλλά σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το άρθρο 216 του Κεφ. 113.  Ο λόγος που δεν μπορούσα να της απαγορεύσω να εμφανιστεί είναι γιατί είχε δικαίωμα να εμφανιστεί ως πιστωτής της εταιρείας.  Ζητώ χρόνο λίγων ημερών για να καταχωρήσω ένσταση στο διάταγμα.  Δεν έχω ένσταση να οριστεί για ακρόαση μετά τις θερινές διακοπές.»

 

         Η κα Πολυβίου λοιπόν αποδέχθηκε όπως το προσωρινό διάταγμα αποπαγοποίησης καταστεί οριστικό σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου, όπως και έγινε, ενώ για τον αιτητή ορίστηκε για ακρόαση στις 16.9.2013, με οδηγίες όπως καταχωρηθεί σχετική ένσταση εκ μέρους του δεκαπέντε ημέρες προηγουμένως.

 

         Στη βάση των ανωτέρω,  ο αιτητής επιδιώκει τώρα τη λήψη άδειας ώστε να καταχωρήσει αίτηση με κλήση για να αιτηθεί certiorari για ακύρωση του προσωρινού διατάγματος αποπαγοποίησης ημερ. 23.7.2013, ενόψει του ότι το περιεχόμενο του διατάγματος δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης εκκαθάρισης, η δε Τράπεζα Κύπρου παρενέβη στη διαδικασία παρά το γεγονός ότι δεν είναι διάδικος στην κυρίως Εταιρική Αίτηση για εκκαθάριση.  Το  αποτέλεσμα σύμφωνα με την εισήγηση είναι  να υπάρχει έκδηλη πλάνη νόμου και παρανομία, κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας και κακή πίστη, έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας και παραβίαση των δικαιωμάτων του αιτητή.

 

 Τόσο στη σχετική αίτηση, όσο και κατά την αγόρευση του συνηγόρου του αιτητή, κατά την ακρόαση της επίδικης αίτησης για λήψη άδειας στις 5.8.2013, η ουσιαστική θέση που προβάλλεται είναι ότι ο αιτητής ειδοποίησε καθηκόντως την Τράπεζα Κύπρου ως εξασφαλισμένους  πιστωτές δυνάμει των άρθρων 216 και 218(2) του Κεφ. 113, εφόσον με την υποβολή της αίτησης για διάλυση της εταιρείας απαγορεύεται οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της, οποιαδήποτε δε τέτοια διάθεση θεωρείται άκυρη εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.  Ο ίδιος ο αιτητής δεν είχε προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα για παγοποίηση των λογαριασμών της εταιρείας, ενώ η Τράπεζα Κύπρου εκπροσωπώντας και την πρώην Λαϊκή Τράπεζα, εμφανισθείσα στις 19.7.2013, δήλωσε προφορικά ότι θα υπέβαλλε ένσταση στην αίτηση εκκαθάρισης διότι η εταιρεία είναι φερέγγυα, γεγονός το οποίο δεν αφορούσε εν πάση περιπτώσει τη νομική βάση της αίτησης για διάλυση της εταιρείας.  Παρά ταύτα, ακολούθησε η μονομερής αίτηση της εταιρείας στις 23.7.2013 για αποπαγοποίηση των λογαριασμών κατά παράνομο τρόπο, αφού η εταιρεία δεν δικαιούτο να προβεί σε αίτηση συντηρητικού διατάγματος, η δε Τράπεζα Κύπρου εναντίον της οποίας εκδόθηκε δεν είναι διάδικος στην κυρίως αίτηση, οι δε λογαριασμοί που έχουν αποπαγοποιηθεί δεν αποτελούν αντικείμενο της αίτησης εκκαθάρισης.

 

         Όχι μόνο η εταιρεία, η οποία δεν υπέβαλε ακόμη ένσταση στην κυρίως αίτηση δεν δικαιούτο να προβεί στη λήψη προσωρινού μέτρου εφόσον δεν υπέβαλε ούτε ανταπαίτηση, αλλά και η ίδια η Τράπεζα Κύπρου αποφάσισε εξ ιδίων της να παγοποιήσει τους λογαριασμούς της εταιρείας, σε μια προσπάθεια να καταστρατηγηθεί το δικαίωμα του αιτητή να συνυπογράφει τις εκδοθείσες επιταγές.  Το εκδοθέν διάταγμα αποπαγοποίησης εκδόθηκε από το Δικαστήριο καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας, χωρίς να συνυπάρχουν οι προϋποθέσεις εκδόσεως προσωρινού διατάγματος και χωρίς η εταιρεία να έχει αγώγιμο δικαίωμα εφόσον δεν είναι η αιτήτρια στην κυρίως αίτηση εκκαθάρισης και δεν έχει υποβάλει οποιαδήποτε ανταπαίτηση. 

 

         Περαιτέρω, η εισήγηση είναι ότι υπήρξε προσυνεννόηση της εταιρείας και της Τράπεζας Κύπρου, γεγονός το οποίο φανερώνεται από την ίδια την ένορκη δήλωση της εταιρείας που υπέβαλε την αίτηση για έκδοση διατάγματος αποπαγοποίησης, αλλά και από το γεγονός ότι η Τράπεζα Κύπρου ήθελε να αποφύγει την ευθύνη από την εφαρμογή των δικαιωμάτων του αιτητή να συνυπογράφει τις επιταγές και να ελέγχει τις συναλλαγές της εταιρείας. 

 

         Η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και δεν είναι δυνατό, στα περιστατικά της υπόθεσης, να δοθεί η αιτούμενη άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος certiorari.

 

Είναι γνωστό ότι όλα τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ΄ εξαίρεση εφόσον αποτελούν προνόμιο και αντλούν την υπόσταση τους από το κατάλοιπο της εξουσίας για έλεγχο των κατωτέρων Δικαστηρίων, εκεί όπου από το πρακτικό της σχετικής απόφασης διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη ή συμφέρον, δόλος ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.  Τα προνομιακά εντάλματα δεν είχαν ποτέ και ούτε έχουν σκοπό να υποκαταστήσουν το ένδικο μέσο της έφεσης, (Αναφορικά με την αίτηση της Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464).  Περαιτέρω, ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα,  (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552.).  Η πάροδος δε μεγάλου χρονικού διαστήματος ή η ύπαρξη αλλότριου σκοπού στην επιδίωξη λήψης άδειας, αποτελούν πρόσθετους λόγους για μη χορήγηση της άδειας, (δέστε Αναφορικά με την Αίτηση Νικήτα Μικρού για Certiorari (1997) 1 Α.Α.Δ. 609). 

 

         Ακόμη και σε θέματα ελέγχου της δικαιοδοσίας του κατώτερου Δικαστηρίου, που αποτελούν κατ΄ εξοχήν το λόγο χορήγησης άδειας, θα πρέπει να καταδειχθεί ότι η ύπαρξη άλλου προσφερόμενου ένδικου μέσου δεν επαρκεί υπό τις περιστάσεις για να χορηγηθεί, κατ΄ εξαίρεση, η άδεια ή για να εκδοθεί ένταλμα certiorari.  Έχει αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με τις Αιτήσεις της Αυγής Ι. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 853 και στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 1) για έκδοση Certiorari (1995) 1 Α.Α.Δ. 109, ότι σε πολύ σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις θα δοθεί άδεια καταχώρησης αίτησης προνομιακού εντάλματος ή θα χορηγηθεί η έκδοση τέτοιου εντάλματος εκεί όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο.

 

         Πρέπει να λεχθεί ότι σε μια εταιρική αίτηση που στοχεύει στη διάλυση της εταιρείας λόγω καταπίεσης ή λόγω του ότι είναι δίκαιο η εταιρεία να εκκαθαριστεί, όπως και σε κάθε συναφή αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, δεν είναι αναγκαία η ειδοποίηση των πιστωτών της εταιρείας δυνάμει του άρθρου 216 του Κεφ. 113, το οποίο προνοεί ότι κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο,

 

«.. οποιαδήποτε διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, περιλαμβανομένων και αγωγίμων δικαιωμάτων, και οποιαδήποτε μεταβίβαση μετοχών, ή αλλαγή της υπόστασης των μελών της εταιρείας, που γίνεται μετά την έναρξη της εκκαθάρισης είναι άκυρη, εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.»

 

         Σύμφωνα με το άρθρο 218(2), η εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο λογίζεται να αρχίζει από το χρόνο υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση.  Όπως φανερώνεται από το λεκτικό του άρθρου 216, εκείνο που απαγορεύεται είναι η διάθεση της ιδιοκτησίας της εταιρείας, η αλλαγή της υπόστασης των μελών αυτής και η μεταβίβαση μετοχών ούτως ώστε να μην αλλοιώνεται το υφιστάμενο, κατά το χρόνο  της εταιρικής αίτησης για διάλυση, ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας.   Δεν απαγορεύεται η λειτουργία της εταιρείας ως ζώσας επιχείρησης κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας της αίτησης για διάλυση.  Η υπόθεση Αναφορικά με την Helindo Shipping Company Limited (2003) 1 Α.Α.Δ. 238, στην οποία αναφέρθηκε ιδιαιτέρως ο κ. Κούτρας, αφορούσε πολύ διαφορετικό ζήτημα διότι εκεί είχε ήδη εκδοθεί διάταγμα για διάλυση της εταιρείας και είχε διοριστεί αρχικά ο Επίσημος Παραλήπτης ως προσωρινός εκκαθαριστής, και μετέπειτα ιδιώτης εκκαθαριστής, το δε διάταγμα διάλυσης είχε δημοσιευθεί και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Μετά το διορισμό του εκκαθαριστή, οι διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας και ο εξουσιοδοτημένος λειτουργός αυτής που χειριζόταν τον τραπεζικό λογαριασμό της με τη Λαϊκή Τράπεζα, έδωσαν εντολή όπως διαβιβαστεί από τον λογαριασμό της ήδη διαλυθείσας εταιρείας, συγκεκριμένο ποσό προς άλλη συνδεδεμένη εταιρεία αυξάνοντας έτσι το χρέος της τελευταίας προς την τράπεζα.  Ο εκκαθαριστής επιχείρησε να ανακτήσει το διατεθέν ποσό.  Τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, αποφασίστηκε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 216, εφαρμόζονται κατά την περίοδο μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης διάλυσης και της έκδοσης του διατάγματος διάλυσης.  Ως εκ τούτου μετά τη διάλυση της εταιρείας ο εκκαθαριστής δεν είχε δικαίωμα να αναζητήσει θεραπεία με βάση το άρθρο 216.

 

         Στην απόφαση είναι σαφές, με βάση και τις αντίστοιχες πρόνοιες της Αγγλίας, (s. 227 του Companies Law 1948) και τα συναφή συγγράμματα, ότι το άρθρο 216 στοχεύει στην προστασία και την «.. παρεμπόδιση των αξιωματούχων της εταιρείας από του να αποξενώσουν περιουσιακά της στοιχεία μετά την υποβολή αίτησης για διάλυση της».  Δεν στοχεύει στον παρεμποδισμό της ζώσας λειτουργίας της εταιρείας στο μεταξύ και ούτε υπάρχει είτε στα Companies Winding Up Rules 1933-1938, είτε στα Companies Rules, Subsidiary Legislation of Cyprus, Τόμος ΙΙ, σελ. 279, οποιαδήποτε αναγκαιότητα για επίδοση ή ειδοποίηση των πιστωτών σε περίπτωση αίτησης για διάλυση με βάση τις αρχές του δικαίου της επιείκειας ή της καταπίεσης της μειοψηφίας. Υπάρχει στο θέμα παρερμηνεία από τον αιτητή της έννοιας του άρθρου 216 και της νομολογίας.  Η αναγκαιότητα ειδοποίησης των πιστωτών υπάρχει στην περίπτωση αίτησης για αλλαγή των σκοπών της εταιρείας ή για μείωση κεφαλαίου ή για διακανονισμό οφειλετών και μετόχων οπότε το Δικαστήριο διατάσσει τη δημοσίευση της αίτησης και προβαίνει σε καθορισμό καταλόγου πιστωτών, κλπ.  Εδώ δεν ήταν ούτε αναγκαίο, ούτε επιβαλλόμενη από τη νομολογία, η προηγούμενη ειδοποίηση ή επίδοση της εταιρικής αίτησης προς διάλυση της εταιρείας, στους οποιουσδήποτε πιστωτές.

 

 Σχετική παραπομπή για την εμβέλεια και έννοια του άρθρου 216, γίνεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα στον Pennington: Company Law 3η έκδ. σελ. 701 και 704-707, όπου και μνημονεύεται η υπόθεση Re Wiltshire Iron Co (1868) 3 Ch. App. 443, απ΄ όπου και το εξής σχετικό απόσπασμα:

 

      «This is a wholesome and necessary provision, to prevent, during the period which must elapse before a petition can be heard, the improper alienation and dissipation of the property of a company in extremis.  But where a company actually trading, which it is in the interests of everyone to preserve, and ultimately to sell, as a going concern, is made the object of a winding up petition which may fail or may succeed, if it were to be supposed that transactions in the ordinary course of its current trade, bona fide entered into and completed, would be avoided, and would not in the discretion given to the court, be maintained, the result would be that the presentation of a petition, groundless or well-founded, would, ipso facto, paralyze the trade of the company, and great injury, without any counter-balance of advantage, would be done to those interested in the assets of the company.»

 

         Κατά δεύτερο λόγο, είναι πλέον σαφές ότι προσωρινό διάταγμα μπορεί να ζητηθεί από οποιοδήποτε διάδικο, πάντοτε υποκείμενο βέβαια στην έγκριση του Δικαστηρίου, μετά την τροποποίηση που επήλθε στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 17(Ι)/2004, με  ισχύ από 20.2.2004, με τον οποίο η λέξη «ενάγων» αντικαταστάθηκε με τις λέξεις «ο αιτών διάδικος» στην επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 32, και συναφή τροποποίηση στο εδάφιο (3).  Επομένως, η αντίληψη ότι η εταιρεία ως διάδικος στην κυρίως εταιρική αίτηση δεν μπορούσε να αιτηθεί διάταγμα δεν είναι δόκιμη και το κατώτερο Δικαστήριο δεν ενήργησε καθ΄ υπέρβαση ή με έλλειψη δικαιοδοσίας γι΄ αυτό και μόνο το λόγο.  Είναι δε φανερό ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο που ανέλαβε την εξέταση του θέματος κατά τις θερινές διακοπές όσον αφορά την αίτηση ημερ. 3.7.2013 του αιτητή για συμπλήρωση ή διόρθωση της εταιρικής αίτησης, αλλά και της αίτησης της εταιρείας για αποπαγοποίηση, είχε τη δικαιοδοσία να επιληφθεί των ζητημάτων συμφώνως του          άρθρου 209 του Κεφ. 113, αλλά και να εκδώσει οποιοδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης,  συμφώνως  της  δεύτερης  επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου, «τηρουμένων του περί Δικαστηρίων Νόμου», ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η διαδικασία δεν θα ήταν της αρμοδιότητας Ανώτερου ή Επαρχιακού Δικαστή και η Ανώτερη Επαρχιακή Δικαστής που εξέτασε το ζήτημα έσφαλε στην κρίση της όταν σημείωσε στο πρακτικό ημερ. 19.7.2013 ότι δεν θα μπορούσε να εκδίκαζε την αίτηση ημερ. 3.7.2013, διότι η κυρίως εταιρική αίτηση αφορούσε επίδικο θέμα άνω των δύο εκατομμυρίων ευρώ «και εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου».  Άλλωστε, η ίδια αμέσως μετά εξέδωσε το προσβαλλόμενο Διάταγμα παγοποίησης.

 

         Όσον αφορά το ζήτημα ότι εκδόθηκε το διάταγμα ημερ. 23.7.2013 για αποπαγοποίηση εναντίον μη διαδίκου, αυτό αποτελούσε θέμα που αναγόταν στη διακριτική  κρίση και ευχέρεια του Δικαστηρίου και δεν ελέγχεται με προνομιακό ένταλμα.  Διακριτική ευχέρεια σημαίνει στάθμιση δεδομένων και γεγονότων και απόφαση επ΄ αυτών προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.  Τέτοια διακριτικής ευχέρειας κρίση εκφεύγει του προνομιακού ελέγχου, (δέστε Ξάνθος Λυσιώτης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1064 και Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Τ & Μ Οικονόμου και Υιός για Certiorari, Πολ. Αίτηση αρ. 13/2011, ημερ. 31.1.2011).  Ακόμη και λανθασμένη bona fide ερμηνεία νομοθετήματος δεν αποτελεί λόγο για λήψη άδειας κατά προνόμιο. 

 

Η υπόθεση Travel Wise Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 996, στην οποία παρέπεμψε ο κ. Κούτρας, πέραν του ότι αποφασίστηκε πριν την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 17(Ι)/2004, είχε αναγωγή σε διάφορα γεγονότα από την παρούσα υπόθεση.  Εκεί είχε δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για ενδεχόμενη έκδοση εντάλματος certiorari στην Travel Wise Ltd, της οποίας δεσμεύτηκαν λογαριασμοί μετά από αίτηση εναγόντων σε αγωγή εναντίον άλλου διάδικου ως εναγομένου για διαφορά που καμιά σχέση δεν είχε με την Travel Wise Ltd και ούτε αναφερόταν στην αγωγή ή στην αίτηση των εναγόντων για έκδοση προσωρινού διατάγματος.  Εκεί μάλιστα ήταν η ίδια η επηρεαζόμενη, η Travel Wise Ltd, που αιτήθηκε της προνομιακής άδειας παραπονούμενη για τον κάθετο επηρεασμό και δέσμευση του λογαριασμού της (λέχθηκε στο σκεπτικό της απόφασης ότι εκ λάθους φαίνεται οι ενάγοντες στράφηκαν εναντίον της), ενώ εδώ ο επηρεαζόμενος τρίτος, η Τράπεζα Κύπρου, δεν διατύπωσε παράπονο, αλλά αντίθετα δέχθηκε το διάταγμα αποπαγοποίησης ώστε να είναι καλυμμένη ότι οι πληρωμές από τους λογαριασμούς της εταιρείας θα γίνονταν κατόπιν σχετικού Δικαστικού Διατάγματος. 

 

Ως δε περαιτέρω αναφέρεται στη σχετική ένορκη δήλωση της εταιρείας, η οποία ως διάδικος στην κυρίως αίτηση προέβηκε στο διάβημα αποπαγοποίησης, η εταιρεία είναι φερέγγυα και η παγοποίηση των λογαριασμών μετά την ενημέρωση της Τράπεζας Κύπρου από τον αιτητή, θα συνεπαγόταν την άμεση καταστροφή της εταιρείας εφόσον θα την εμπόδιζε από του να πληρώνει τις συνεχείς υποχρεώσεις της συναρτώμενες προς τα λειτουργικά της έξοδα, ενώ δεν θα μπορούσε ούτε να τιμήσει δεσμεύσεις της εναντίον τρίτων για έργα που ανέλαβε και δεν θα μπορούσε ούτε να καλύψει επιταγές εκδομένες εκ των τραπεζικών της λογαριασμών.

 

         Λέγει ο κ. Κούτρας ότι υπήρξε συμπαιγνία κατ΄ ουσίαν μεταξύ της εταιρείας και της Τράπεζας Κύπρου, αλλά αυτό δεν μπορεί να πιστοποιηθεί από τα όσα έχει ενώπιον του το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.  Το ότι η Τράπεζα Κύπρου παγοποίησε τους λογαριασμούς της εταιρείας ήταν μια εσωτερική της απόφαση, η οποία δεν αναθεωρείται εδώ, ενώ σημειώνεται ότι και η εταιρεία καταλογίζει στον αιτητή, μέσω της αίτησης για αποπαγοποίηση, ότι επί σκοπώ ο αιτητής ενημέρωσε την Τράπεζα Κύπρου για την εταιρική αίτηση διάλυσης ώστε να παγοποιηθούν οι λογαριασμοί της εταιρείας ασφυκτιώντας τις εργασίες της ως μοχλό πίεσης.  Ο αιτητής διά του συνηγόρου του εισηγείται προσυνεννόηση μεταξύ εταιρείας και Τράπεζας Κύπρου, επικαλείται δε  δηλώσεις της συνηγόρου της Τράπεζας ενώπιον του Δικαστηρίου που δεν απαντώνται στα πρακτικά.  Αναφέρθηκε όμως από το παρόν Δικαστήριο κατά την ακρόαση ότι τα πρακτικά θα έπρεπε εν προκειμένω να διορθωθούν με σχετική αίτηση στο κατώτερο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, προτού οι θέσεις αυτές μπορούσαν να ληφθούν υπόψη.  Εν πάση όμως περιπτώσει δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής ενίσταται στην αποπαγοποίηση των λογαριασμών που μόνο προς όφελος της εταιρείας μπορεί να λειτουργήσει και κατ΄ επέκταση και του ιδίου, όπως ρητά αναφέρεται στο απόσπασμα που παρατέθηκε πιο πάνω από την υπόθεση Wiltshire Iron Co Ltd, ενώ και ο ίδιος ο αιτητής, όπως είχε δηλώσει ο κ. Κούτρας στο πρακτικό ημερ. 19.7.2013, δεν είχε ζητήσει την παγοποίηση των λογαριασμών.

 

         Η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει για τον πρόσθετο λόγο ότι εμφανώς προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο προς εξέταση της ορθότητας έκδοσης του Διατάγματος αποπαγοποίησης και αυτό είναι η καταχώρηση ένστασης από τον αιτητή προς ακύρωση του Διατάγματος, διαδικασία που όπως αναφέρθηκε πιο πάνω έγινε δεκτή από τον ίδιο τον αιτητή, μέσω του συνηγόρου του και μάλιστα σε χρονική περίοδο μετά τις θερινές διακοπές ως προς τον καθορισμό ημερομηνίας για ακρόαση της αίτησης.  Το επιστρεπτέο του Διατάγματος, η εμφάνιση σ΄ αυτό και η τροχιοδρόμηση της ακρόασης διά της καταχωρήσεως ενστάσεως, αφαιρεί το δικαίωμα του αιτητή να επιδιώκει ταυτόχρονα και τη λήψη άδειας.  Πρόκειται για διπλή διαδικασία που αποβαίνει καταχρηστική και ουδόλως νομιμοποιείται ο αιτητής να προωθεί την παρούσα αίτηση διότι εμφανίστηκε υπό διαμαρτυρία στις 23.7.2013, εφόσον στη συνέχεια την αποδέχθηκε με την ετοιμότητα του να καταχωρήσει ένσταση  και να ακροασθεί προς ακύρωση του διατάγματος σ΄ ό,τι αφορά τον ίδιο.  Οι αποφάσεις που έδωσε στο Δικαστήριο ο κ. Κούτρας (Port of Melbourne Authority v. Anshun Pty Ltd (1981) HCA 45 του High Court of Australia και Επί τοις Αφορώσι την Αίτηση της Ασπασίας Καλφοπούλου για Habeas Corpus (1998) 1 Α.Α.Δ. 55),  δεν σχετίζονται με τη νομολογιακή θεώρηση του θέματος ότι όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο δεν μπορεί να δοθεί άδεια που είναι και η ουσία του ζητήματος εδώ.  Στην Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για Certiorari, Πολ. Αίτηση         αρ. 154/2012, ημερ. 13.11.2012, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η εμφάνιση του Γενικού Εισαγγελέα στην πρωτόδικη διαδικασία με σκοπό την καταχώρηση ένστασης για την έκδοση εντάλματος κατάσχεσης στα χέρια τρίτου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 77 του Κεφ. 6, αποτελούσε νόμιμο τρόπο αμφισβήτησης του εκδοθέντος εντάλματος που δεν δικαιολογούσε την παροχή άδειας για certiorari.

 

         Η θέση ότι οι δικονομικοί κανόνες της πολιτικής δίκης δεν ακολουθούνται στα προνομιακά εντάλματα, όπως υπέδειξε ο συνήγορος διά αναφοράς στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Κυπριακού Διϋλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 3) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1676, είναι βεβαίως ορθή, αλλά επίσης δεν σχετίζεται με την παροχή άλλου ένδικου μέσου η χρήση του οποίου εξουδετερώνει την προνομιακή διαδικασία εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις παράκαμψης αυτού του κανόνα.  Εξαιρετικές περιστάσεις που εν πάση περιπτώσει εδώ δεν υπάρχουν, ούτε και αναφέρθηκε οτιδήποτε το σχετικό.  Προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο αμφισβήτησης του εκδοθέντος Διατάγματος ημερ. 23.7.2013, διά της ενστάσεως και ακροάσεως επί της αναγκαιότητας ή ορθότητας συνέχισης του προσωρινώς και μονομερώς εκδοθέντος Διατάγματος, ενώ βέβαια σε περίπτωση που αυτό οριστικοποιηθεί και εναντίον του αιτητή, προσφέρεται το ένδικο μέσο της έφεσης.

 

         Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,  

                                                    Δ.

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο