ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1614
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Αίτηση αρ.119/13
[K. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δικαστής]
25 Ιουλίου, 2013
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
- και -
Αναφορικά με την αίτηση των 1. STEPAN INVESTMENTS LIMITED (HE 240131), από την Λεμεσό για άδεια καταχώρησης αίτησης για την έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και Prohibition
- και -
Αναφορικά με την απόφαση και/ή το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε 02/03/2011 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 239/2011, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 19/04/2011 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 433/2011, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 22/06/2011 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 629/2011, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 21/03/2012 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 437/2012, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 09/05/2012 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 793/2012, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 06/03/2013 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 544/2013, όπως τροποποιήθηκε στην συνέχεια με την απόφαση και/ή διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 31/05/2013 στην Αίτηση αναγνώρισης απόφασης με αριθμό 1025/2013, με τις οποίες εγγράφηκε και/ή αναγνωρίστηκε η απόφαση και/ή διάταγμα του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας και Ουαλίας (Commercial Court, Queen's Bench Division of the High Court of Justice) που εκδόθηκε στα πλαίσια της απαίτησης με αριθμό 2009 folio 1099 στις 6/8/2010 όπως τροποποιήθηκε την 10/11/2010, 26/01/2011, 08/04/2011, 27/05/2011, 09/06/2011, 08/03/2012, 24/04/2012, 22/05/2012, 09/08/2012, 23/08/2012, 25/01/2013, 25/04/13 μετά από αίτηση των Jeremy Outen, David Standish, John Milsom και JSC BTA BANK, με τις οποίες το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε:
«την αναγνώριση του Διατάγματος του Ανωτέρου Δικαστηρίου της Αγγλίας και Ουαλίας (Commercial Court, Queen's Bench Division of the High Court of Justice) με το οποίο αποφασίστηκε όπως οι Αιτητές Jeremy Outen, David Standish, John Milson διορισθούν από κοινού παραλήπτες (receivers) (managers) των περιουσιακών στοιχείων του εναγόμενου 1 καθ' ου η αίτηση Mukhtar Ablyazov τα οποία αναφέρονται στο Διάταγμα όπως αυτό τροποποιήθηκε ».
- και -
Αναφορικά με τον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
ΧΩΡΙΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ αίτηση των 1. VARTEXO TRADING LIMITED (HE 153128), από την Λεμεσό και 2. GREGOS INTERNATIONAL COMPANY, από τα Marshall Islands.
Αιτητών
-------------------- -
Για τους αιτητές: Γ. Νικολάου, (κα), με Eλ.Χριστοφή, (κα.), για Πατρίκιο Παύλου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
--------- ----------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Mε την παρούσα αίτηση, η οποία υποβλήθηκε από τους αιτητές, ζητείται η παραχώρηση αδείας για καταχώρηση αιτήσεως δια κλήσεως με σκοπό την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari και prohibition που αποσκοπεί στην αναστολή εφαρμογής απόφασης Αγγλικού Δικαστηρίου η οποία έτυχε αναγνώρισης, δυνάμει αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η παρούσα αίτηση έχουν ως έναυσμα δικαστική διαδικασία η οποία καταχωρήθηκε στο Commercial Court του Queen´s Bench Division in the High Court of Justice της Αγγλίας με αριθμό Claim No. 2009 Folio 1099. Η εν λόγω απαίτηση καταχωρήθηκε από μια εταιρεία JSC BTA BANK (applicant/claimant) και εναντίον των 1. Mukhtar Ablyazov (respondent/ first defendant) και άλλων 16 διαδίκων (defendants), που δεν μας απασχολούν για σκοπούς της παρούσας αιτήσεως.
Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας εκδόθηκε στις 6 Αυγούστου 2010 ένα διάταγμα με το οποίο δεσμεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω Ablyazov, και διορίστηκαν ως παραλήπτες της περιουσίας του, κατονομαζόμενα σ΄αυτό, άτομα. Στο εν λόγω διάταγμα περιλαμβάνεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων, είναι διάφορες κυπριακές εταιρείες, τις οποίες οι αιτητές χαρακτήριζαν ως επηρεαζόμενες. Οι εν λόγω εταιρείες χαρακτηρίστηκαν από τους αιτητές ως θυγατρικές τους. Παράλληλα, εκδόθηκε διάταγμα εναντίον μιας εταιρείας Eurasia με έδρα το Jersey, οι μετοχές της οποίας ανήκουν κατά 75% στους αιτητές. Ο εν λόγω Ablyazov ούτε ήταν, ούτε είναι μέτοχος σε οποιανδήποτε από τις πιο πάνω αναφερόμενες εταιρείες, ούτε βρίσκονται υπό τον έλεγχο του, όπως προβλήθηκε από τους αιτητές.
Το εν λόγω διάταγμα έτυχε διαδοχικών τροποποιήσεων, ήτοι στις 10 Νοεμβρίου 2010, 26 Ιανουαρίου 2011, 8 Απριλίου 2011, 27 Μαϊου 2011, 9 Ιουνίου 2011, 8 Μαρτίου 2012, 24 Απριλίου 2012, 22 Μαϊου 2012, 9 Αυγούστου 2012, 23 Αυγούστου 2012, 25 Ιανουαρίου 2013 και 25 Απριλίου 2013. Το εν λόγω διάταγμα όπως και οι τροποποιήσεις εκδόθηκαν μετά από μονομερείς αιτήσεις που υπέβαλαν οι Jeremy Queten, David Standish, John Milson και JSC BTA Bank. ΄Ηταν ο προβληθείς ισχυρισμός των αιτητών ότι τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν με βάση ανακριβείς και ψευδείς πληροφορίες, ενώ ο Albyazov στερήθηκε του δικαιώματος να παρουσιαστεί και να ακουστεί ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου.
Οι προς όφελος τους, έχοντες, το εν λόγω αγγλικό διάταγμα, υπέβαλαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση, δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ)44/2001 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. (Καν.44/2001), για την αναγνώριση της πιο πάνω αγγλικής αποφάσεως. Η απόφαση αναγνωρίστηκε στις 2 Μαρτίου 2011 με βάση την αίτηση αριθμ.239/2011 και στη συνέχεια αναγνωρίστηκαν οι τροποποιήσεις που υποβλήθηκαν στις 19 Απριλίου 2011 με την αίτηση αριθμ. 433/2011, στις 22 Ιουνίου 2011 με την αίτηση αριθμ.629/11, στις 21 Μαρτίου 2012 με την αίτηση αριθμ.437/12.
Στη συνέχεια, το εν λόγω διάταγμα με τις τροποποιήσεις του αναγνωρίστηκε στις 9 Μαϊου 2012 με την αίτηση 937/12 και επίσης οι περαιτέρω τροποποιήσεις που υπεβλήθηκαν, αναγνωρίστηκαν στις 6 Μαρτίου 2013 με την αίτηση 544/13 και τελικώς στις 31 Μαϊου 2013 με την αίτηση 1025/13.
Οι αιτητές περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι, η διαδικασία που είχε διεξαχθεί ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου και οδήγησε στην έκδοση απόφασης, όπως και η επακολουθήσασα αίτηση, αναγνώρισης της στην Κύπρο, έγινε χωρίς οι ίδιοι να λάβουν γνώση και ήταν προϊόν δόλου και προωθήθηκε αποκλειομένου του κ.Ablyazov ο οποίος δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του.
Δυνάμει των προνοιών του διατάγματος οι διορισθέντες παραλήπτες ασκώντας τα δικαιώματα που τους παρέχονται, επεχείρησαν να ανακτήσουν τον έλεγχο των εταιρειών, οι οποίες, όπως τονίστηκε, είναι θυγατρικές των αιτητών. Ενόψει του γεγονότος ότι, προστίθεται οι αιτητές απώλεσαν τον έλεγχο της εταιρείας Eurasia στο Jersey, η οποία είχε τον έλεγχο των θυγατρικών εταιρειών, αποφάσισαν να προωθήσουν την παρούσα αίτηση, οι ίδιοι.
Με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε είχε αρθεί, παρανόμως, το εταιρικό πέπλο το οποίο καλύπτει τη νομική οντότητα των αιτητών και τούτο έγινε χωρίς να ανατρέξουν στους ιδιοκτήτες των διαφόρων εταιρειών που είναι οι αιτητές. Περιήλθε σε γνώση τους η διεξαγόμενη διαδικασία, όπως αναφέρουν, κατά το έτος 2012, αλλά «επειδή αρχικά πίστευαν και ή θεωρούσαν ως μη διάδικοι στην αγγλική διαδικασία και/ή καθώς τα διατάγματα και/ή τα τροποποιημένα διατάγματα απευθύνονταν προς τον κ.Ablyazov, ότι οι ίδιοι δεν θα επηρεάζονταν από τα εν λόγω διατάγματα και/ή ότι δεν δικαιούνταν να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα».
Σε κάποιο στάδιο οι αιτητές είχαν αντιληφθεί ότι οι παραλήπτες άρχισαν να λαμβάνουν μέτρα τα οποία επηρέαζαν την οικονομική θέση των αιτητών και χρειάστηκε «αρκετός χρόνος» μέχρι να μαζέψουν τα αναγκαία στοιχεία και να προχωρήσουν στην καταχώρηση της παρούσας αιτήσεως.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών εισηγήθηκαν, κάνοντας αναφορά και σε σχετική νομολογία, ότι η αίτηση θα πρέπει να επιτύχει, καθότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να ακουστούν είτε ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου είτε ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας όταν αναγνωρίστηκαν τα διατάγματα στην Κύπρο. Υπάρχει, συναφώς υποστήριξε η κα.Νικολάου, ξεκάθαρη παραβίαση κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Τούτο καλύπτεται από το ΄Αρθρο 30.3 του Συντάγματος και έγινε κατά παράβαση του άρθρου 34(2) του Καν.44/2001, σύμφωνα με τον οποίο, το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης, θα πρέπει να επιδοθεί στους επηρεαζόμενους. Η μη εφαρμογή του επηρέασε τα δικαιώματα των επηρεαζομένων χωρίς να ακουστούν.
Οι αιτητές, συνέχισε η συνήγορος, είναι επηρεαζόμενα πρόσωπα από το διορισμό του παραλήπτη, οι ενέργειες του οποίου περιορίζουν τη διαχείριση των υποθέσεων των διαφόρων εταιρειών και συνιστά άμεση προσβολή των δικαιωμάτων τους. Οι αιτητές δεν αναγνωρίστηκαν στην αγγλική διαδικασία, ως επηρεαζόμενα πρόσωπα έτσι ώστε να ζητηθεί η συμμετοχή τους πριν το διορισμό παραλήπτη.
Παράλληλα, υποστηρίχθηκε ότι, ήταν λάθος ο χαρακτηρισμός των επηρεαζομένων εταιρειών, ως περιουσιακών στοιχείων του φυσικού προσώπου του κ. Ablyazov, ο οποίος ούτε ήταν, ούτε υπήρξε μέτοχος των εταιρειών. Και αν ακόμη ήταν, όπως αποφαίνεται το αγγλικό δικαστήριο, τούτο δεν αναιρεί τη νομική οντότητα των εταιρειών, ως κυπριακών, υπαγόμενων στο Κεφ.113. Τούτο δε ανεξαρτήτως των συμβατικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει μια εταιρεία. Αυτή διατηρεί την αυτοτέλεια της, ως νομική οντότητα.
΄Εχοντας υπόψη, υποστήριξε η κα.Νικολάου, ότι οι αιτητές δεν είχαν ειδοποιηθεί για τη διαδικασία που βρισκόταν σε εκκρεμότητα στην Αγγλία, ούτε ειδοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας για αναγνώριση στην Κύπρο, δεν έχουν κανένα ένδικο μέσο αμφισβήτησης της διαδικασίας.
Δεν είναι διάδικοι για να ασκήσουν έφεση και ο Καν.44/2001 προβλέπει τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν και την προθεσμία άσκησης τους (άρθρα 43 και 44). Το άρθρο 43 προβλέπει ότι το ένδικο μέσο ασκείται μόνο από «διάδικο». Ο συνδυασμός των δύο προσδιορίζει ότι ο διάδικος πρέπει, εντός 30 ημερών από της επίδοσης, να ασκήσει το ένδικο μέσο. Τούτο δεν ήταν εφικτό αφού οι αιτητές δεν είχαν ειδοποιηθεί. Ταυτοχρόνως, ο Καν.44/2001 έχει αυξημένη ισχύ έναντι της διαδικασίας που ενδεχομένως ισχύει, με βάση τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς. Ούτε, όπως τελικώς είπε, υπάρχει οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέσο παρά μόνο η παρούσα διαδικασία, γιατί διαφορετικά η απόφαση του αγγλικού δικαστηρίου θα έμενε ουσιαστικά «στο απυρόβλητο», κατέληξε. Εν πάση περιπτώσει είπε, η απόφαση αυτή εκδόθηκε καθ΄υπέρβαση του αγγλικού δικαίου, αφού ο παραλήπτης θα έπρεπε να διέπεται από το κυπριακό δίκαιο.
Αναφορικά με το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αιτήσεως η ευπαίδευτη συνήγορος ισχυρίστηκε ότι, μόνο εάν κριθεί ότι οι αιτητές ήταν ένοχοι υπαίτιας μακράς και αδικαιολόγητης καθυστέρησης, δικαιολογείται το δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να μην επιτρέψει την προώθηση της παρούσας αίτησης.
Το αρχικό διάταγμα του αγγλικού δικαστηρίου εκδόθηκε στις 6 Αυγούστου 2010 και μέχρι τις 25 Απριλίου 2013 εκδίδοντο διαδοχικές τροποποιήσεις τούτου. Οι δε διαδικασίες αναγνώρισης στην Κύπρο άρχισαν από τις 2 Μαρτίου 2011 μέχρι και τις 31 Μαϊου 2013. Οι αιτητές δεν είχαν ειδοποιηθεί για τις διαδικασίες και είχαν και ελλιπή γνώση αφού είχαν στερηθεί του δικαιώματος συμμετοχής. Αφυπνίστηκαν δε, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, η κα.Νικολάου, από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα σε εκκρεμούσες διαδικασίες στη Ρωσία την 1η Απριλίου 2013, σύμφωνα με τις οποίες οι παραλήπτες άρχισαν να επεμβαίνουν στις δραστηριότητες των αιτητών. Η παρατηρηθείσα μικρή καθυστέρηση από τότε, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, οφείλεται, όπως προτάθηκε στην προσπάθεια των αιτητών να λάβουν πλήρη γνώση των γεγονότων και να δώσουν οδηγίες στους δικηγόρους τους.
Η διαδικασία για έκδοση εντάλματος certiorari δεν έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης της αίτησης για χορήγηση αδείας για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων certiorari βλ. In Re Kakos 1985 (1) C.L.R. 250.
Αναφύεται συναφώς το ερώτημα κατά πόσο από τα γεγονότα που έθεσαν ενώπιον μου οι αιτητές προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί την παραχώρηση αδείας. (Ξάνθος Λυσιώτης (1986) 1Β Α.Α.Δ. 1996). Περαιτέρω, η ικανοποίηση του πιο πάνω κριτηρίου, από μόνο του, δεν είναι αρκετό για τη χορήγηση αδείας, υπαρχόντος άλλου ένδικου μέσου, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Προτού προχωρήσω στην περαιτέρω εξέταση του θέματος, θεωρώ σημαντικό να κάνω αναφορά στο περιεχόμενο του διατάγματος που εκδόθηκε από το αγγλικό δικαστήριο και συγκεκριμένα από τον Honourable Mr Justice Teare ημερ. 13 Νοεμβρίου 2012, όπως αυτό επισυνάπτεται ως τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση του κ.Ανδρέα Κουάλη, εκ μέρους των αιτητών.
Αρχικώς, στο διάταγμα αναφέρεται το εξής:
«UPON hearing the application of the Applicant dated 19 November 2012 made on notice to the Respondent
AND UPON hearing Counsel for the Applicant and Counsel for the Respondent.
AND UPON reading the evidence filed".
Καθίσταται συναφώς από μόνο αυτή την αναφορά ότι, ο καθ΄ου η αίτηση, στην προκείμενη περίπτωση ο κ.Mukhtar Ablyazov, όχι μόνο είχε ειδοποιηθεί για τη διαδικασία, εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και ο δικηγόρος του είχε αγορεύσει στο Δικαστήριο. Με βάση αυτό το δεδομένο είχε το αγγλικό δικαστήριο προχωρήσει και εκδώσει στη συγκεκριμένη περίπτωση το λεγόμενο Διάταγμα Παγοποίησης, "Freezing Injunction".
Το διάταγμα δεν επέτρεπε στον καθ΄ου η αίτηση να αποδεσμεύσει ή εξαφανίσει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο τόσο εντός όσο και εκτός Αγγλίας. Επίσης δεσμεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία του καθ΄ου η αίτηση και συγκεκριμένα μετοχές είτε αυτές βρίσκοντανι στο όνομα του ή τις κατείχε από κοινού με άλλους, είτε αυτές κατέχονταν από καταπιστευματοδόχο. Περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία τα οποία ελέγχει ο ίδιος είτε αμέσως είτε εμμέσως. Γίνεται δε προς τούτο αναλυτική κατάσταση των εμπλεκομένων, στην προκείμενη περίπτωση, εταιρειών. Περαιτέρω δίδεται η δυνατότητα στον καθ΄ου η αίτηση να αιτηθεί τη διαφοροποίηση του εν λόγω διατάγματος. Στην παράγραφο 10 προσφέρεται η δυνατότητα σε άτομα που επηρεάζονται, από το διάταγμα, εκτός από τον καθ΄ου η αίτηση να αιτηθούν τη διαφοροποίηση του συγκεκριμένου διατάγματος. Στην παράγραφο 15(c) του εν λόγω διατάγματος αναφέρονται τα εξής:
"(c) The persons referred to in para 15(b)(i) and/or 15 (b)(iii) above shall include (without limitation) those persons listed in Schedule H hereto".
Καθίσταται επομένως σαφές ότι υπάρχει διαδικασία αμφισβήτησης της νομιμότητας του διατάγματος και από τρίτα πρόσωπα, εκτός του καθ΄ου η αίτηση και περαιτέρω η προβολή ισχυρισμών περί μη γνωστοποίησης και αδυναμίας του κ.Ablyazov να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου, είναι άνευ τεκμηρίωσης.
Η παρούσα αίτηση εδράζεται στον Καν.44/2001. Θεωρώ απαραίτητο στο σημείο αυτό να παραθέσω τον σκοπό ύπαρξης και την εμβέλεια της εφαρμογής του, που στόχευε να καλύψει η θέσπιση του.
Στην αιτιολογική σκέψη (1) τίθεται η ανάγκη διατήρησης και ανάπτυξης ενός χώρου δικαιοσύνης με μέτρα δικαστικής συνεργασίας ώστε να επιτευχθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Για την ελεύθερη κυκλοφορία αποφάσεων είναι αναγκαία η θέσπιση κανόνων αναγνώρισης και εκτέλεσης. (Σκέψη 6). Η αμοιβαία εμπιστοσύνη δικαιολογεί την αυτόματη αναγνώριση, εκτός σε περιπτώσεις αμφισβήτησης (Σκέψη 16). Η διαδικασία κηρύσσεται κατά τρόπο οιονεί αυτόματο με απλό τυπικό έλεγχο των υποβληθέντων εγγράφων (Σκέψη 17). Τα δικαιώματα της υπεράσπισης αναγνωρίζονται με τη δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου, κατά της κήρυξης της εκτελεστότητας με προσδιοριστέους λόγους (Σκέψη 18).
Στο Κεφ.ΙΙΙ του Καν.44/2001 που περιλαμβάνει τα άρθρα 32 έως και 56 προβλέπονται οι κανόνες σχετικά με την αναγνώριση και εκτέλεση στα λοιπά κράτη μέλη των αποφάσεων που εκδίδονται σε κράτος μέλος.
Το άρθρο 34 αναφέρει:
«Aπόφαση δεν αναγνωρίζεται:
1...
2. Αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως, ενώ μπορούσε να το πράξει.»
Σε κανένα σημείο οι αιτητές δεν στοιχειοθέτησαν ότι, έχουν με οποιονδήποτε τρόπο στερηθεί της γνώσης της διαδικασίας, έχοντας υπόψη ότι ο κ.Ablyazov, εναγόμενος 1 στην αγγλική υπόθεση, και οι εταιρείες που προσδιορίζονται στις επισυνάψεις των αγγλικών διαταγμάτων, τεκμήρια 8 και 9, έλαβαν γνώση των σχετικών διαταγμάτων. Ιδιαιτέρως, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, στο τεκμήριο 9 γίνεται σαφής αναφορά σε διαδοχικές ένορκες δηλώσεις στις οποίες είχε, ο ίδιος, προβεί.
Κατά το στάδιο εξέτασης μιας αίτησης ο χρόνος που επιλέγει ένας αιτητής για να προσφύγει στο Δικαστήριο διεκδικώντας την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari αποτελούσε, με βάση την παλαιά αγγλική πρακτική, καθοριστικό στοιχείο για την τύχη της. Αρχικώς, το ανώτατο όριο ήταν έξι μήνες, αλλά στη συνέχεια μειώθηκε σε τρεις. Τούτο βέβαια αποτελεί, όπως σημείωσα πιο πάνω, το ανώτατο επιτρεπτό όριο. Ως εκ τούτου μια αίτηση μπορεί να απορριφθεί έστω και αν καταχωρήθηκε εντός της εν λόγω προθεσμίας, αν ήθελε κριθεί, ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση προς τούτο. Βλ. In Re Manolis Christophi (1985) 1 C.L.R. 692. Ανάλογη προσέγγιση απαντάται και στην μετέπειτα κυπριακή νομολογία, παρόλο που, δεν υφίσταται προσδιοριστέο χρονικό όριο. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου περιορίζεται, λαμβανομένου υπόψη, του παράγοντα χρόνου. Βλ. In Re Aeroporos and others (1988) 1 C.L.R. 302, αναφορικά με το ένταλμα έρευνας που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ημερ. 13 Οκτωβρίου 2000 (2002) 1 Α.Α.Δ. 571, και Ευαγγέλου (αριθμ.2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101.
΄Εχοντας διεξέλθει την ένορκη δήλωση του κ.Ανδρέα Κουάλη, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Πατρίκιος Παύλου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε αναφορά στο χρόνο που περιήλθε σε γνώση των αιτητών η παρούσα διαδικασία. Στη Δήλωση Γεγονότων που επισυνάπτεται στην αίτηση και συγκεκριμένα στην παράγραφο Θ αναφέρεται ότι «οι αιτητές και/ή οι μέτοχοι και/ή ιδιοκτήτες των αιτητών, έλαβαν γνώση του ότι αναγνωρίστηκαν και εγγράφηκαν τα διατάγματα που εξέδωσε το αγγλικό δικαστήριο στην Κύπρο περί το έτος 2012 ....». Η ευπαίδευτη συνήγορος κατά το στάδιο της αγόρευσης της έχοντας επίγνωση αυτής της δημιουργηθείσας καθυστέρησης εισηγήθηκε ότι οι αιτητές ενεργοποιήθηκαν όταν εντός του Απριλίου 2013 άρχισαν οι διορισθέντες από το αγγλικό δικαστήριο, παραλήπτες, να επεμβαίνουν στα δικαιώματα των αιτητών.
Με όλο το σεβασμό προς την εισήγηση αυτή, η διαδικασία του προνομιακού εντάλματος είναι δραστικής μορφής και ο χρόνος που επιλέγει ο αιτητής να προσφύγει ζητώντας όχι μόνο την παγοποίηση μιας διαδικασίας, αλλά την έκδοση και περαιτέρω απαγόρευση προώθησης υφιστάμενης δικαστικής διαδικασίας έχει τεραστία σημασία για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Δεν έχω με οποιονδήποτε τρόπο πεισθεί ότι η καθυστέρηση που δημιουργήθηκε δικαιολογείται, πόσο μάλλον όταν με αόριστο τρόπο καθορίζεται ότι η γνώση που είχαν οι αιτητές έγινε εντός του 2012. Μια αόριστη και σε κανένα σημείο προσδιοριστέα ημερομηνία ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το αρχικό αγγλικό διάταγμα εκδόθηκε στις 6 Αυγούστου του 2010 και αναγνωρίστηκε στην Κύπρο με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 2 Μαρτίου του 2011. Για το λόγο αυτό δεν θα ήμουν διατεθειμένος να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς όφελος των αιτητών.
Καθίσταται όμως, η παρούσα αίτηση, άνευ δυνατότητας επιτυχίας και για άλλο λόγο. Οι αιτητές παραδέχονται ότι δεν ήταν διάδικοι στην αγγλική διαδικασία, συνεπώς δεν τίθετο θέμα γνωστοποίησης σ΄αυτούς οποιουδήποτε εναρκτήριου εγγράφου. Περαιτέρω, οι έξι κατονομαζόμενες εταιρείες, με βάση τη δήλωση γεγονότων έχουν ως μέτοχο την εταιρεία Eurasia Holdings Ltd. H εν λόγω εταιρεία βρίσκεται στον κατάλογο των κατονομαζομένων ως εταιρειών στις οποίες έχει συμφέρον ο κ.Ablyazov με βάση το αγγλικό διάταγμα, τεκμήρια 8 και 9. Οι αιτητές, όπως αναφέρεται στο τεκμ.15, είναι κατά 75% μέτοχοι της εταιρείας Eurasia Logistics Ltd. Είναι διαφορετική εταιρεία και δεν έχει με οποιονδήποτε τρόπο καταδειχθεί ποία είναι η σχέση των δύο.
Περαιτέρω, πρέπει να σημειώσω ότι η δικαστική συνεργασία επί της οποίας στηρίζεται ο Καν.44/2001 επιτρέπει, μετά την αναγνώριση και συνακόλουθη εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης, όπως ο έλεγχος της ορθότητας της εκτέλεσης εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο του κράτους μέλους εκτελέσεως. Αποτελεί νομολογία του ΔΕΕ ότι από τη στιγμή που η απόφαση ενσωματώνεται στην έννομη τάξη του κράτους μέλους εκτελέσεως, οι εθνικοί κανόνες του τελευταίου αυτού κράτους σχετικά με την εκτέλεση, εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο που ισχύουν για τις αποφάσεις που εκδίδονται από τα εθνικά δικαστήρια.
Βλ. απόφαση ημερ. 13 Οκτωβρίου 2011, C-139/10 Prism Investments BV και Jaap Anne van der Meer.
Με γνώμονα τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.