ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1189
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 278/2009)
11 Ιουνίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΩΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,
Εφεσίβλητου.
_ _ _ _ _ _
Π. Πολυβίου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
_ _ _ _ _ _
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Χριστοδούλου, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες - εναγόμενοι στην αγωγή 3066/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού - αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία αποφασίστηκε να καταβάλουν στον εφεσίβλητο - ενάγοντα στην αγωγή - το ποσό των €10.000, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, ως αποζημίωση για δυσφήμιση. Και αυτό στη βάση έξι (6) λόγων έφεσης, στους οποίους θα γίνει αναφορά αφού πρώτα συνοψίσουμε τα αδιαμφισβήτητα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την υπόθεση.
Από τις αρχές Μαρτίου του 2005 άρχισαν να δημοσιεύονται στον εγχώριο τύπο άρθρα που παρουσίαζαν ως σκάνδαλο την ανάθεση της διαχείρισης του χαρτοφυλακίου του Ταμείου Συντάξεων της ΑΗΚ σε συγκεκριμένα πρόσωπα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η πρόκληση στο Ταμείο ζημιών εκατομμυρίων λιρών.
Το θέμα απασχόλησε και την εκπομπή του ΡΙΚ «Επωνύμως» ημερ. 30.3.05, με συντονίστρια την Αιμ. Κενεβέζου και φιλοξενούμενους δύο (2) δημοσιογράφους και τρία (3) πολιτικά πρόσωπα. Μεταξύ αυτών και τους δικηγόρους και (τότε) βουλευτές Α. Αγγελίδη και Χρ. Πουργουρίδη. Ο,τι εδώ ενδιαφέρει είναι ότι στη συζήτηση που επακολούθησε - αφού εισαγωγικά η συντονίστρια τόνισε ότι η εκπομπή δεν θα μετατραπόταν σε λαϊκό δικαστήριο - ο εκ των φιλοξενουμένων Α. Αγγελίδης (εφεσείοντας αρ. 2) απευθυνόμενος προς το συνάδελφό του Χρ. Πουργουρίδη είπε σε δύο (2) περιπτώσεις κατά λέξη τα ακόλουθα:
«Εχετε ανατρέψει τον κανόνα κύριε Πουργουρίδη, έχετε ανατρέψει τον κανόνα τουλάχιστον της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν λέει ένας σε κατηγορώ και έλα εσύ να αποδείξεις ότι αυτά που σου λέω είναι ανοησίες τουλάχιστον, αλλά ας μείνουμε και λίγο εις το μέτρον και εις την αλήθεια. Ο κίνδυνος εδώ είναι με όλη αυτή την προβολή όλες αυτές τις υποθετικές θεωρήσεις τις δικές σας τις απόλυτες που μέχρι χθες το μεσημέρι που ξανασυζητήσαμε από την Τηλεόραση δεν αποδίδατε ευθύνη καμμιά σε οποιοδήποτε υπάλληλο ή στέλεχος της ΑΗΚ. Σήμερα είναι που γίνεται αυτή η στροφή. Εν πάση περιπτώσει κ. Πουργουρίδη ευτυχώς που μαγνητοφωνούνται και είναι εύκολο να τα ξαναδιαβάσει και να τα ακούσει κανένας. Ο κίνδυνος ο μεγάλος συνίσταται στο ότι, με όλη αυτή την προβολή των υποθετικών σας θεωριών κινδυνεύει η ίδια η διαδικασία να φτάσει σε ένα σημείο που να συμβεί εκείνο που συνέβηκε και με απόφαση κακουργιοδικείου, όπου η λαϊκή δίκη οδήγησε το εφετείο να κρίνει ότι ενώ η καταδίκη εστηρίζετο σε κάποια γεγονότα και ευρήματα του δικαστηρίου που θα μπορούσαν να ανατρέποντο αν δεν ήταν σωστά κατ΄ έφεσιν επί της ουσίας, αλλά ανατράπηκαν διότι υπήρξε αυτή η λαϊκή δίκη.
........................................................................
Και με την οποία διαφωνώ διότι είναι ανεπίτρεπτη κατά την άποψη μου υπό την έννοια ότι μετατρεπόμαστε όλοι σε δικαστές εκεί όπου άλλο είναι το όργανο το θεσμικό που θα αποφασίσει την ώρα που θα έχει τα στοιχεία κοντά του. Εκείνο που είπα για το παράδειγμα το προηγούμενο μην νομίζετε ότι είναι αστείο διότι εκτός του ότι αθωώθηκε λόγω της λαϊκής δίκης βρέθηκε και παραπονούμενος ο συγκεκριμένος με το να κινά αγωγές λιβέλλου εναντίον των Μέσων.»
Οι πιο πάνω, με μαύρα γράμματα, αναφορές αφορούσαν τον εφεσίβλητο (βλ. Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 1), ο οποίος ενήγαγε τους εφεσείοντες για δυσφήμιση. Πρόβαλε, συναφώς, ότι με αυτές προσβλήθηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα με προεξάρχον το τεκμήριο της αθωότητας και, περαιτέρω, οι υπό αναφορά δηλώσεις έγιναν «.. κακόπιστα και/ή με αλλότρια κίνητρα και/ή με σκοπό να παραβλάψει τα δικαιώματα του και/ή να δημιουργήσει στην κοινή γνώμη την εντύπωση πως ο ενάγων ήταν ένοχος των όσων του είχαν αποδοθεί και/ή πως αδίκως αθωώθηκε και/ή πως αδίκως είχε κινήσει αγωγές κατά μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, μερικά εκ των οποίων εκπροσωπούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρος, σε αγωγές που είχε καταχωρήσει εναντίον τους ο ενάγων.» (παρ. 10 έκθεσης απαίτησης).
Οι εφεσείοντες, με την υπεράσπισή τους, δεν αμφισβήτησαν τα λεχθέντα του εφεσείοντα αρ. 2. Ισχυρίστηκαν ωστόσο ότι αυτά που ανέφερε δεν ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσίβλητο και, διαζευκτικά, ότι οι αναφορές του ανταποκρίνονταν στα πραγματικά γεγονότα, προστατεύονταν από το άρ. 19 του Συντάγματος και εν πάση περιπτώσει συνιστούσαν έντιμο και καλόπιστο σχόλιο για θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε - αναφέρει στην απόφασή του - τις επίδικες αναφορές του εφεσείοντα αρ. 2 τόσο μεμονωμένα όσο και σε σχέση με ολόκληρο το πρόγραμμα και κατέληξε «.. ότι ολόκληρο το περιεχόμενο της εκπομπής δεν ήταν δυσφημιστικό για τον ενάγοντα .», όπως μη δυσφημιστικό ήταν και το περιεχόμενο της πρώτης αναφοράς του εφεσείοντα 2. Ωστόσο, σ΄ ότι αφορά τη δεύτερη αναφορά, έκρινε ότι συνιστούσε δυσφημιστικό σχόλιο για τον εφεσίβλητο στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Είναι κοινά αποδεκτό ότι ο εναγόμενος 2 ήταν κατά τον χρόνο της επίδικης εκπομπής δικηγόρος μέσων μαζικής επικοινωνίας σε αγωγές που ο ενάγοντας κίνησε εναντίον τους. Συνεπώς είναι γνώστης όλων των γεγονότων. Περαιτέρω ως νομικός που είναι γνώριζε ολόκληρο το περιεχόμενο της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτι που και ο ίδιος παραδέχτηκε. Η δε συγκεκριμένη αναφορά του εναγομένου 2 καταλήγει σε συμπέρασμα που δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο της απόφασης. Ως εκ τούτου καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αυτή η αναφορά του εναγομένου 2 αποτελεί δυσφημιστικό σχόλιο για τον ενάγοντα.
Οι εναγόμενοι 1 δια της δημοσιογράφου η οποία συντόνιζε την εκπομπή συμφώνησε χωρίς να θέλει να κάνει περαιτέρω αναφορά επί του θέματος ή να διαχωρίσει την θέση της.»
Εχοντας, το πρωτόδικο δικαστήριο, καταλήξει ότι η δεύτερη αναφορά του εφεσείοντα αρ. 2 (στο εξής η επίδικη αναφορά) συνιστούσε δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο σχόλιο, προχώρησε και εξέτασε και την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, την οποία απέρριψε με το εξής σκεπτικό:
«Η έκφραση γνώμης πρέπει να βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Στην παρούσα υπόθεση η δεύτερη αναφορά του εναγομένου 2 δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου σε πραγματικά γεγονότα διότι μπορεί ο ενάγοντας να κινά αγωγές, αλλά δεν αθωώθηκε λόγω της λαϊκής δίκης μόνο και ως εκ τούτου βρέθηκε παραπονούμενος.
Συνεπώς καταλήγω πως η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν μπορεί να ευσταθήσει.»
Οι εφεσείοντες, όπως ήδη έχει σημειωθεί, αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για έξι (6) λόγους, από τους οποίους ο τελευταίος αφορά το ύψος της αποζημίωσης που το θεωρούν έκδηλα υψηλό. Με τους υπόλοιπους πέντε (5) παραπονούνται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα:
1. Εκρινε ότι η επίδικη αναφορά συνιστούσε δυσφημιστικό σχόλιο, ενώ επρόκειτο για αναφορά που ανταποκρινόταν στην αλήθεια και δεν ήταν δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο. Τη στιγμή μάλιστα που για την πρώτη αναφορά, η οποία συνδεόταν και αποτελούσε με την επίδικη ενιαίο σχόλιο ή μέρος της ίδιας δημοσίευσης, έκρινε ότι δεν ήταν δυσφημιστική.
2. Εκρινε ότι η επίδικη αναφορά για να μην ήταν δυσφημιστική θα έπρεπε να ανταποκρίνεται στο σύνολο της αθωωτικής για τον εφεσίβλητο απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Εκρινε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί η υπεράσπιση του ευλόγου ή εντίμου σχολίου. Και αυτό στο βαθμό που η επίδικη αναφορά ήταν σχόλιο, αφού έγινε καλόπιστα και χωρίς παραποίηση γεγονότων.
4. Δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ελευθερίας λόγου, έκφρασης και πληροφόρησης και σχετικά παραγνώρισε την Ευρωπαϊκή και Κυπριακή Νομολογία που το ίδιο (το πρωτόδικο δικαστήριο) παραθέτει στην απόφασή του, ενώ αν έδινε την υπό αναφορά βαρύτητα τότε θα κατέληγε στο ότι αμφότερες οι αναφορές του εφεσείοντα 2 προστατεύονται από τα προαναφερθέντα δικαιώματα με αποτέλεσμα να μη συνιστούν δυσφήμιση και
5. Αντιμετώπισε αποσπασματικά τις δύο (2) αναφορές του εφεσείοντα αρ. 2, ενώ αποτελούσαν μέρος μιας ζωντανής και σημαντικής συζήτησης και παρόλο ότι είχαν κοινό παρανομαστή εντούτοις παραδόξως η πρώτη κρίθηκε ότι δεν ήταν δυσφημιστική, ενώ η δεύτερη ήταν.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης προωθήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων με σχετικό περίγραμμα αγόρευσης και στη συνέχεια ενώπιόν μας και διά ζώσης. Το ίδιο έπραξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, ο οποίος υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης και τόνισε ότι πρωτοδίκως οι εφεσείοντες είχαν εγείρει μόνο την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου και κατά συνέπεια αποδέχθηκαν ότι οι επίδικες αναφορές είχαν δυσφημιστικό περιεχόμενο και αυτό για να εισηγηθεί ότι το Εφετείο θα πρέπει να περιορισθεί στην εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν αποκλειστικά την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου.
Εξετάσαμε την έκθεση υπεράσπισης που καταχώρισαν οι εφεσείοντες στην αγωγή που ο εφεσίβλητος κίνησε εναντίον τους, ως και τα πρακτικά που τηρήθηκαν κατά τη δίκη. Διαπιστώνουμε ότι η θέση του κ. Πουργουρίδη ότι πρωτοδίκως οι εφεσείοντες ήγειραν μόνο την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν ευσταθεί. Παραπέμπουμε συναφώς στην παρ. 8 της έκθεσης υπεράσπισης από την οποία προκύπτει ότι η κύρια υπεράσπιση που ήγειραν οι εφεσείοντες ήταν ότι «Η επίδικη δήλωση και/ή αναφορά δεν αποτελεί δυσφήμιση εναντίον του Ενάγοντα» (παρ. 8α) και διαζευκτικά, «.. σε περίπτωση που κριθεί ότι το επίδικο δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό για τον ενάγοντα (πράγμα που οι εναγόμενοι δεν αποδέχονται), οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το επίδικο δημοσίευμα συνιστά έντιμο σχόλιο επί θέματος δημοσίου συμφέροντος (fair comment) που έγινε καλόπιστα .» (παρ. 8δ). Είχαν λοιπόν οι εφεσείοντες εγείρει και πρωτοδίκως ότι το περιεχόμενο των αναφορών του εφεσείοντα 2 δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο, θέμα που αποτελεί μέρος και του πρώτου λόγου έφεσης το οποίο θα αποφασίσουμε αφού πρώτα υπενθυμίσουμε ότι το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι το κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος, προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο, θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα, θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Παραθέτουμε σχετικά αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από απόφαση του Εφετείου, την οποία εξέδωσε ο Δικαστής Κραμβής, στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος ν. Δ. Γεωργιάδη, ΠΕ 118/2008, ημερ. 4.3.2011, η οποία αφορούσε και πάλι αγωγή του εφεσίβλητου της παρούσας υπόθεσης για δυσφήμιση του λόγω δημοσιευμάτων για την υπόθεση που αθωώθηκε κατ΄ έφεση (την Γεωργιάδης, ανωτέρω):
«Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:
«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible range of meaning and setting the "ground rules" for the trial.
Thus in Shah v Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as "alleged" or "apparently" meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):
"(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any "bane and antidote" taken together. (6) Τhe hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation . (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense". (Jeynes v New Magazines Ltd (2008) EWCA Civ 130.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη. Έτσι, στην υπόθεση Shαh ν Standαrd Chartered Bαnk, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος. αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ΄ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):
«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιληφθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν.(6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές.»»
Εχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση και όσα προώθησαν ενώπιόν μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών αναφορικά με τη θέση των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη αναφορά του εφεσείοντα αρ. 2 συνιστούσε δυσφημιστικό σχόλιο, τη στιγμή που για την πρώτη έκρινε το αντίθετο. Διαπιστώνουμε έρεισμα στην έφεση των εφεσειόντων επί του θέματος. Εχοντας υπόψη το κριτήριο που εφαρμόζεται για να κριθεί αν κάποιο δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό θεωρούμε ότι, αν το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοζε την - ορθή - εξαγγελία του για εξέταση των δύο αναφορών του εφεσείοντα αρ. 2 «..τόσο μεμονωμένα όσο και σε σχέση με ολόκληρο το πρόγραμμα ...» δεν θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο της πρώτης δεν ήταν δυσφημιστικό ενώ της δεύτερης ήταν, με το αιτιολογικό ότι η δεύτερη «.. δεν ανταποκρίνεται στο σύνολο της απόφασης ...», δηλαδή της αθωωτικής για τον εφεσίβλητο απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γεωργιάδης (ανωτέρω). Και αυτό για εμφανείς από την απόφαση λόγους. Αφενός μεν, γιατί, όπως το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, ολόκληρο το περιεχόμενο της εκπομπής δεν ήταν δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο και, αφετέρου, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγγειλε ότι δεν θα προσέγγιζε τις δύο αναφορές του εφεσείοντα αρ. 2 μεμονωμένα, εντούτοις στην πράξη αυτό έκανε. Παραβλέποντας ότι αμφότερες οι δηλώσεις έγιναν χωρίς ονομαστική για τον εφεσίβλητο αναφορά και απέβλεπαν - όπως κατά την άποψή μας θα το εξελάμβανε ένας λογικός άνθρωπος που δεν διψούσε για σκάνδαλα - στο να υπερτονιστεί αυτό που και η συντονίστρια της εκπομπής ευθύς εξ αρχής είχε τονίσει. Ότι δηλαδή, η εκπομπή δεν θα έπρεπε να αφεθεί να μετατραπεί σε «λαϊκή δίκη» γιατί κάτι τέτοιο ενδεχομένως θα είχε επιπτώσεις σε δικαστική διαδικασία εναντίον αυτών που είχαν αναθέσει τη διαχείριση του Ταμείου Συντάξεων των Υπαλλήλων της ΑΗΚ στα συγκεκριμένα πρόσωπα. Γύρω απ΄ αυτό τον κίνδυνο περιστρέφονταν και οι δύο αναφορές και αν στη δεύτερη προστέθηκε ότι το πρόσωπο που αθωώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο - δηλαδή ο εφεσίβλητος - προχώρησε, ως αποτέλεσμα της αθώωσης του, και σε αγωγές λιβέλλου εναντίον των ΜΜΕ αυτός δεν ήταν λόγος για να εκληφθεί η επίδικη αναφορά ως δυσφημιστική με το σκεπτικό ότι δεν ανταποκρινόταν στο σύνολο της (αθωωτικής) απόφασης. Πρόκειται κατά την άποψή μας για συμπέρασμα που με όσα αναφέρουμε πιο πάνω δεν ανταποκρίνεται στο κριτήριο που εφαρμόζεται για να κριθεί αν ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό, αφού αυτή καθ΄ εαυτή η επίδικη αναφορά μπορεί μεν να μην ήταν αρεστή στον εφεσίβλητο, αλλά αντικειμενικά δεν επηρέαζε τη φήμη και την υπόληψή του (βλ. Αρκτίνος Λτδ ν. Παπαευσταθίου (2007) 1 ΑΑΔ 856). Περαιτέρω επισημαίνουμε, αναφορικά με το επιχείρημα του κ. Πουργουρίδη ότι ο εφεσίβλητος αθωώθηκε από το Εφετείο λόγω αναξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας και όχι λόγω λαϊκής δίκης, ότι από την επισκόπηση της εν λόγω απόφασης δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ο,τι προκύπτει από την υπό αναφορά απόφαση είναι ότι το Εφετείο υιοθέτησε τη θέση πως ο καταιγισμός των δημοσιευμάτων που αφορούσαν την υπόθεση και το όλο περιβάλλον που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα των εν λόγω δημοσιευμάτων δεν ήταν δυνατό να μην επηρέασαν την εκτίμηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο. Κατά συνέπεια η γενεσιουργός αιτία της όποιας κακής εκτίμησης της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας ήταν η εκτεταμένη αρνητική δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση και ενόψει τούτου το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η επίδικη αναφορά ήταν δυσφημιστική καθότι δεν ανταποκρινόταν στο σύνολο της (αθωωτικής) απόφασης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Λανθασμένα επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο απομόνωσε την επίδικη φράση και καταλήγουμε ότι αν ενέτασσε την υπό αναφορά φράση στην ολότητα της εκπομπής και του έκδηλου σκοπού - να μη αφεθεί η συζήτηση να οδηγήσει σε λαϊκή δίκη - για τον οποίο έγινε δεν θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ήταν δυσφημιστική για τον εφεσίβλητο.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Με έξοδα συν ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον του εφεσίβλητου, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ΄ έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΦ.