ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1235

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ                                  

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 145/2011

 

13 Ιουνίου, 2013

 

[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΥ, Δ/Δ]

 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LIMITED

                                                            Εφεσειόντων / Εναγομένων 1

και

ΑLPHA PANARETI PUBLIC LIMITED

                                                                      Εφεσιβλήτων / Εναγόντων

- - - - - - -

 

Χ. Βελάρης και Δαμιανού (κα) για Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε

και Α.Φ. Μαρκίδης, για τους Εφεσείοντες / Εναγόμενους 1

Ε. Κορακίδης, για τους Εφεσίβλητους / Ενάγοντες

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Π.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:    Με την αγωγή τους οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

 

«Α.     Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εναγόμενη αρ. 1 δεν είχε ούτε έχει κανένα δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή της εγγυητικής επιστολής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2.

Β.       Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εκχώρηση της εγγυητικής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2 από τον εναγόμενο αρ. 3 στην εναγόμενη αρ. 1 δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ.

Γ.       Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εγγυητική επιστολή αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2 έχει εκπνεύσει.

Δ.       Δήλωση του Δικαστηρίου ότι, μετά την 14/3/02, δεν μπορούσε να γίνει απαίτηση για πληρωμή της εγγυητικής επιστολής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της Εναγόμενης αρ. 2.

Ε.       Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εγγυητική επιστολή αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2 είναι ή/και έχει καταστεί ασαφής και συνεπώς άκυρη.

ΣΤ.     Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απαίτηση από την εναγόμενη αρ. 1 ή/και από τον εναγόμενο αρ. 3 για την πληρωμή της εγγυητικής επιστολής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2 αποτελεί πράξη δόλου και απάτης.

Ζ.       Διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στην εναγόμενη αρ. 1 η ανάληψη του ποσού της εγγυητικής επιστολής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 της εναγόμενης αρ. 2.

Η.       Διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στην εναγόμενη αρ. 2 η πληρωμή του ποσού της εγγυητικής επιστολής αρ. LG45/01/80.057 ημερομηνίας 14/2/01 προς την εναγόμενη αρ. 1 ή προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Θ.      Τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

Ι.        Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε το Δικαστήριο κρίνει δίκαιη και λογική να χορηγήσει.

ΙΑ.      Νόμιμο τόκο.

ΙΒ.      Τα έξοδα.»

 

Μετά από μονομερές τους αίτημα, εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στην Εφεσείουσα-Εναγόμενη 1 η ανάληψη του ποσού της εγγυητικής επιστολής ημερομηνίας 14.2.2001 της Εναγόμενης 2 και, περαιτέρω, απαγορεύεται στην Εναγόμενη 2 η πληρωμή του ποσού της εγγυητικής αυτής προς τους Εφεσείοντες-Εναγόμενους 1.   Καταχωρήθηκε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση και η πρωτόδικη Δικαστής, αφού εξέτασε την υπόθεση και παρέθεσε τη νομολογία και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται σύμφωνα με αυτήν για την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων, κατέστησε το προσωρινό διάταγμα απόλυτο.

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, οι δε λόγοι έφεσης συνίστανται στη θέση ότι καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δεν υφίστατο στην παρούσα περίπτωση.   

 

Όσον αφορά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, αυτές ορθά επισημάνθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι οι ακόλουθες:

 

(α) η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,

(β) η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται η Ενάγουσα σε θεραπεία και

(γ) το ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. 

 

(Βλ. Odysseos v. Pieris Estates (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece S.A. v. Motoria Ltd (1987) 1 C.L.R. 303 Louis Vuitton v. Dermosak Limited κ.α. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453).

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, θα πρέπει εντέλει το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο, υπό  τις συνθήκες, είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθεί ή να διατηρηθεί το διάταγμα.   (Βλ. Βacardi v. Vinco (1996) 1(B) A.A.Δ. 788, Ζωντίλης v. Αντρέου (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1603 και Άκης (Μεταφορές Δεμάτων) Εξπρές Λτδ v. C. Kokkouris Trading (1998) 1 A.A.Δ. 149).

 

          Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι αυτή «. έχει ερμηνευθεί ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα».  Περαιτέρω, το Δικαστήριο, αναφερόμενο στις ζητούμενες θεραπείες, διαπιστώνει ότι «. όπως διατυπώνονται στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, αποκαλύπτουν, κατά την κρίση μου, σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση».

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω κατάληξη, που βασίζεται μόνο στα δικόγραφα, είναι εσφαλμένη, καθόσον, σύμφωνα με τη νομολογία, θα έπρεπε κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής να λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου με τις ένορκες δηλώσεις.  Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης, παρέπεμψε στην υπόθεση Σοφοκλέους v Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 92, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 99:

 

«Ανεξάρτητα όμως από την κατάληξη μας υπήρχε το υλικό να θεμελιώσει και τις δύο προϋποθέσεις.  Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Cayne v. Global Natural Resources Plc [1984] 1 All E.R. 225, σοβαρό θέμα προς εκδίκαση (serious question to be tried) θεωρείται «one for which there is some supporting material».  Ο όρος είναι ο ίδιος και στο άρθρο 32.»

 

          Επί του θέματος αυτού παρατηρούμε τα ακόλουθα.

 

Στην Α/φοί Μυλωνά κ.ά. v. Michalakis Avraamides & Co. Ltd, (1998) 1 AAΔ 1513, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 1516:

 

«Ερμηνευτική των προϋποθέσεων, που θέτει το Άρθρο 32 του Ν. 14/60, για τη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας, είναι η Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ενώ, όπως εξηγεί στην απόφασή του, η αποκάλυψη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση κρίνεται αντικειμενικά, με αναφορά στη διατυπωθείσα από τον εφεσείοντα θέση στην αγωγή του, η πιθανότητα επιτυχίας, μικρή έστω στο βαθμό που να είναι ορατή, πρέπει να αποδειχθεί με τη μαρτυρία που προσάγεται προς υποστήριξη της αίτησης.»

 

(Η έμφαση είναι δική μας.)

 

Επίσης, στην υπόθεση Eurocypria v. Kυπριακής Δημοκρατίας κ.ά., ΠΕ 170/2011, ημερ. 20.10.2011,  λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Οι προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του Νόμου 14/1960 έχουν περαιτέρω επεξηγηθεί σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates & Others (ανωτέρω) και Πουργουρίδη v. Θέμιδος Μέζου κ.ά. [1994] 1 ΑΑΔ 201.

 

Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα.»

 

(Η έμφαση είναι δική μας.)

 

Υποστήριξη της πιο πάνω θέσης μπορεί να αντληθεί και από την απόφαση Τσιολάκκη κ.ά. v. Στυλιανίδη, (1992) 1 ΑΑΔ 782, όπου κρίθηκε ότι ο όρος «καλή αιτία αγωγής» (good cause of action) που προσδιορίζει βάσει του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6,  το βάσιμο της αγωγής για την έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναφορικά με μη επίδικο θέμα της αγωγής, έχει την ίδια έννοια με τον όρο «υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση» που τίθεται στην επιφύλαξη του άρθρου 32(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων.

 

Τη θέση αυτή αποδεχόμεθα ως ορθή και δεχόμαστε ότι, εάν αντικειμενικά από τα δικόγραφα προκύπτει η ύπαρξη καλής βάσης αγωγής, τότε τούτο είναι αρκετό για ικανοποίηση της πρώτης προϋπόθεσης.  Ακολούθως, το Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρεί στην εξέταση της ύπαρξης πιθανότητας επιτυχίας του Ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία και τα στοιχεία που έχει ενώπιόν του.

 

Περαιτέρω, όσον αφορά αυτή τη δεύτερη προϋπόθεση, με βάση τη νομολογία την οποία παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Ενάγοντας είναι αρκετό για να επιτύχει έκδοση διατάγματος αν πείσει το Δικαστήριο ότι έχει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα επιτυχίας, αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

 

Το Δικαστήριο δεν απαιτείται, αλλά ούτε και πρέπει, να εξετάζει την ενώπιόν του μαρτυρία και να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με συγκρουόμενα γεγονότα, κάτι που θα έχει το καθήκον να πράξει στο τελικό στάδιο της υπόθεσης.  Στο αρχικό αυτό στάδιο πρέπει να περιοριστεί στη διαπίστωση ύπαρξης ή μη κάποιας προοπτικής επιτυχίας.

 

Από τις θεραπείες που έχουμε παραθέσει στην αρχή της απόφασης, προκύπτει ότι είχε εκδοθεί η εγγυητική επιστολή από την εναγόμενη 2 πρωτοδίκως, την Alpha Bank Cyprus Ltd, μετά από αίτημα των εφεσιβλήτων για να καλυφθούν υποχρεώσεις τους ως πωλητών κατοικίας προς τον εναγόμενο 3, Σάββα Φικάρδου, ως αγοραστή.  Η εγγυητική αυτή εκχωρήθηκε από τον Σάββα Φικάρδου προς τους εφεσείοντες οι οποίοι και ζήτησαν την πληρωμή της με σχετική απαίτησή τους ώστε να καλυφθούν υποχρεώσεις του Φικάρδου έναντί τους για την παραχώρηση δανείου προς αυτόν για την αγορά της κατοικίας από τους εφεσίβλητους.

 

Είναι δεδομένη η αυτοτέλεια της εγγυητικής επιστολής που εκδόθηκε στις 14.2.2001 και σε αυτό το ζήτημα συμφωνούν και τα δύο μέρη, (Δέστε σχετικά το σύγγραμμα των Pollock & MullaIndian Contract and Specific Relief Acts 13η έκδ. Επαναδημοσίευση 2000, Τόμος Β΄, σελ. 1777-1793, καθώς και την υπόθεση Edward Owen Engg Ltd v. Barclays Bank Intl Ltd (1978) 1 All E.R. 976).  Μια εγγυητική επιστολή εκδιδόμενη από τραπεζικό ίδρυμα αποτελεί στη βάση σαφούς νομολογίας ανέκκλητη επιβεβαίωση ότι θα πληρωθεί στη βάση των όρων της και γι΄ αυτό τα Δικαστήρια σπανίως επεμβαίνουν με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων ώστε η εγγυητική να μην πληρωθεί ή να μην εκτελεσθεί.

 

Οι εγγυητικές θεωρούνται στο εμπόριο ουσιαστικά ως μετρητά χρήματα και στην απουσία ισχυρότατου λόγου προς το αντίθετο δεν νοείται η μη πληρωμή ή η μη εκτέλεση της εγγυητικής.  Ως τέτοιος λόγος έχει νομολογιακά αναγνωρισθεί μόνο η ύπαρξη δόλου που θα πρέπει να βαρύνει τον δικαιούχο της εγγυητικής και να είναι ταυτόχρονα και στη γνώση της τράπεζας.  Έχει δε λεχθεί αυθεντικά από τη νομολογία ότι ο ισχυρισμός δόλου πρέπει όχι μόνο να τίθεται από τον ένα των διαδίκων, αλλά και να υποστηρίζεται από πλήρη και επαρκή στοιχεία ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να τον αξιολογήσει, έστω σε πρωταρχικό στάδιο, όταν ασχολείται με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος, (Δέστε σχετικά τις υποθέσεις R D Harbottle (Mercantile) Ltd & another v. National Westminster Bank Ltd & others (1877) 2 All E.R. 862, Malas (trading as Hamzen Malas & Sons v. British Imex Industries Ltd (1958) 2 Q.B.D. 127 και Themelhelp Ltd v. West and others (1995) 4 All E.R. 215).

 

Παρατηρούμε ότι οι εφεσίβλητοι ήγειραν την αγωγή πρωτοδίκως σε γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και στην παρ. ΣΤ αξιώνουν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πληρωμή της εγγυητικής αποτελεί πράξη δόλου και απάτης.  Οι εφεσίβλητοι είχαν όμως υποχρέωση, στα πλαίσια της προώθησης της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, να παρουσιάσουν πλήρη και επαρκή στοιχεία, σχετικά με τον κατ΄ ισχυρισμό δόλο, πράγμα το οποίο απέτυχαν να πράξουν, εφόσον η μοναδική σχετική παράγραφος στην ένορκη δήλωση του Ανδρέα Ιωάννου, διευθυντή των εφεσιβλήτων, ήταν η παρ. 18, στην οποία με γενικότητα καταλογίζεται δόλος εναντίον του εναγομένου 3 και των εφεσειόντων/εναγομένων 1.  Η γενικότητα της θέσης ότι υπάρχει δόλος, επειδή για χρόνια ανανεωνόταν η εγγυητική, και μετά τη διευθέτηση των διαφορών των διαδίκων σε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου οι εφεσείοντες ζήτησαν την πληρωμή της εγγυητικής, αναμφίβολα υστερεί κατά πολύ από εκείνες τις λεπτομέρειες που θα έπρεπε να είχαν δοθεί ώστε το Δικαστήριο να εξέταζε κατά πόσο υπήρχαν πράγματι εκείνα τα στοιχεία δόλου στη γνώση μάλιστα των εφεσειόντων, πριν αποφασίσει κατά πόσο θα εξέδιδε ή όχι το προσωρινό διάταγμα.

 

Στη βάση της αυτοτέλειας της εγγυητικής αυτής επιστολής, οι εφεσίβλητοι δεν ήσαν πλέον συμβαλλόμενα μέρη.  Είναι δε σαφές από τη νομολογία που έχει προαναφερθεί, ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια εγγυητική επιστολή είναι ανεξάρτητες από τις μεταξύ των μερών ή των εμπορευομένων διαφορές, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.  Είναι γι΄αυτό το λόγο που τα Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν στις εγγυητικές επιστολές, στην απουσία εμφανούς δόλου.

 

 

 

Τα πιο πάνω δεν εξετάσθηκαν καθόλου από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όταν οριστικοποιούσε το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδώσει, παρά το γεγονός ότι είχαν τεθεί ενώπιόν του.  Το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τα ζητήματα αυτά υπό το φως του γεγονότος ότι η ενώπιον του υπόθεση αφορούσε τραπεζική εγγύηση αφενός και αφετέρου οι εφεσίβλητοι επεδίωξαν την απαγόρευση της πληρωμής της εγγυητικής, ενώ δεν ήσαν πλέον συμβαλλόμενα μέρη στην εκχώρηση της εγγυητικής από την Alpha Bank στους εφεσείοντες.  Τα περί ακυρότητας της εκχώρησης της εγγυητικής από τον Φικάρδου στους εφεσείοντες ή τα περί εκπνοής της, παρά τις αλλεπάλληλες ανανεώσεις, διέρχονται μέσα από τον ισχυρισμό του δόλου και της απάτης, των οποίων στοιχεία δεν δόθηκαν.  Τα όποια δικαιώματα των εφεσιβλήτων έναντι της Alpha Bank ή ακόμη και μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Φικάρδου δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν λόγο για την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος που παρενέβαινε στην εκπλήρωση των τραπεζικών και συμβατικών υποχρεώσεων που απέρρεαν  από την ύπαρξη της τραπεζικής εγγύησης, η οποία φαίνεται εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον να εκχωρήθηκε νόμιμα.

 

Τέλος, ούτε η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείτο.  Ενώ το Δικαστήριο ορθά αναφέρθηκε στη νομολογία ότι όπου οι αποζημιώσεις μπορούν να υπολογιστούν τότε η έκδοση απαγορευτικού διατάγματος δεν είναι αναγκαία, εν τούτοις θεώρησε ότι ικανοποιείτο και η προϋπόθεση αυτή, επειδή ο Φικάρδου βρισκόταν στη Νιγηρία και επειδή θα χρειαζόταν να εγερθεί νέα αγωγή για επιστροφή του ποσού της εγγυητικής, χωρίς ταυτόχρονα το Δικαστήριο να προβαίνει σε εύρημα ότι ήταν δύσκολος ή αδύνατος ο υπολογισμός της ζημιάς.  Διέλαθε όμως της προσοχής του Δικαστηρίου ότι πρώτον, στη σχετική παράγραφο 20 της ένορκης δήλωσης Ιωάννου, πουθενά δεν καταγράφεται ισχυρισμός για δυσκολία ή αδυναμία απονομής της δικαιοσύνης λόγω του ότι ο Φικάρδου απουσιάζει στο εξωτερικό, η απουσία του οποίου φαίνεται να είναι προσωρινή αφού ο Ιωάννου δήλωσε επίσης ότι σε λίγες μέρες πριν την ένορκη δήλωσή του, τον συνάντησε έστω τυχαίως.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο καθόλου δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσείοντες είναι τραπεζικό ίδρυμα το οποίο θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει τυχόν δικαστική απόφαση εναντίον του για το συγκεκριμένο ποσό των ΛΚ 60.000 πλέον τόκους και έξοδα, ενώ στην παρ. 5 της δήλωσης Ιωάννου, το ζήτημα της έκδοσης χωριστού τίτλου φαίνεται να συνδεόταν με την έκδοση απόφασης για ποσό ύψους ΛΚ11.960 υπέρ των εφεσιβλήτων στη συναφή αγωγή υπ΄ αρ. 323/2007 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου.

 

Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι η περίπτωση δεν ήταν πρέπουσα για έκδοση προσωρινού διατάγματος ή για την οριστικοποίηση του.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Το απαγορευτικό διάταγμα ακυρώνεται, με έξοδα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄έφεση, υπέρ των εφεσιόντων και εναντίον των εφεσιβήτων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Π. Αρτέμης, Π.                     ...........................................

 

Στ. Ναθαναήλ, Δ.                 ...........................................

 

Λ. Παρπαρίνος, Δ.               ...........................................

 


/ΜΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο