ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 1349
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 100/2013)
27 Ιουνίου, 2013
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ VU THI DUONG, ΥΠΗΚΟΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΝΟΓΕΙΑΣ, ΛΑΡΝΑΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS.
KAI
Αναφορικά με το 18ΠΣΤ(8) του Ν.3 του 153(Ι) του 2011 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜ. ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
-----------------
Χρίστος Χριστοδουλίδης για την Αιτήτρια.
Κυριάκος Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα.
(Η μεταφράστρια, Καλοδότη Κυριάκου, παρούσα για σκοπούς μετάφρασης από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα)
(Ο μεταφραστής, Nguyen Duc Manh, παρών για σκοπούς μετάφρασης από τα Αγγλικά στα Βιετναμέζικα και αντίστροφα)
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση η αιτήτρια ζητά την έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus για την απελευθέρωση της από τα αστυνομικά κρατητήρια στη Μενόγεια, Λάρνακα, όπου, όπως ισχυρίζεται, κρατείται παρανόμως από τις αρχές της Δημοκρατίας, καθότι η κράτηση της έπαυσε να είναι νόμιμη μετά από την πάροδο των έξι μηνών που αναφέρονται στο άρθρο 18ΠΣΤ(7) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ.105 (στο εξής «ο Νόμος»), ήτοι από τις 27.5.2013, ενώ έκτοτε δεν έχει εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα παράτασης της κράτησης της. Η αίτηση, υποστηρίζεται από έκθεση, που καταχωρήθηκε δυνάμει του άρθρου 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του Ν 33/64, καθώς και από ένορκη δήλωση της ιδίας της αιτήτριας στη Βιετναμέζικη γλώσσα με μετάφραση της στην Αγγλική.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η αιτήτρια, η οποία είναι υπήκοος Βιετνάμ, ήλθε στην Κύπρο στις 22.9.2008 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Στις 3.10.2008 της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός με ισχύ μέχρι 22.9.2012 (τελική μη ανανεώσιμη). Κατόπιν όμως υποβολής νέας αίτησης της στις 18.8.2009 και αφού αποδεσμεύτηκε από την πρώτη εργοδότρια της, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας, με τους ίδιους όρους και ισχύ όπως προηγουμένως, για να εργαστεί σε άλλη εργοδότρια (στο εξής «η εργοδότρια»).
Σύμφωνα με την έκθεση που υποστηρίζει την αίτηση, η άδεια προσωρινής παραμονής της αιτήτριας έληξε στις 22.9.2012 αλλά η εργοδότρια την πληροφόρησε ότι υπέβαλε αίτηση στην τότε Υπουργό Εσωτερικών για ανανέωση της άδειας εργασίας της. Στις 25.11.2012, η αιτήτρια εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας της καθότι δεν της είχε καταβληθεί ο μισθός της από τον Μάιο 2012 και στις 27.11.2012, μαζί με το δικηγόρο της επισκέφθηκε τα γραφεία της ΥΑΜ, Λευκωσίας, για να υποβάλει σχετικό παράπονο εναντίον της εργοδότριας της. Εκεί, διαπιστώθηκε ότι παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας και συνελήφθη. Την επόμενη μέρα, 28.11.2012, εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης της, όμως η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε κατόπιν οδηγιών του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή Εργατικών Διαφορών. Την ίδια μέρα, η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για πολιτικό άσυλο.
Στις 31.1.2013, η Επιτροπή Εργατικών Διαφορών διαπίστωσε ότι όντως υπήρξε παραβίαση στους όρους απασχόλησης της αιτήτριας, αλλά εισηγήθηκε την αναχώρηση της από την Κύπρο δεδομένου ότι είχε συμπληρώσει τη μέγιστη επιτρεπόμενη διάρκεια παραμονής στην Κύπρο. Ακολούθως, η Διευθύντρια Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, υιοθετώντας την εισήγηση, αποφάσισε όπως η αιτήτρια κληθεί να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, απόφαση για την οποία η αιτήτρια ενημερώθηκε με σχετική επιστολή ημερομηνίας 27.2.2013 και ότι θα γίνουν όλες οι απαιτούμενες διευθετήσεις για την επιστροφή της στη χώρα της.
Στις 24.4.2013 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο και η τελευταία άσκησε το δικαίωμα της ιεραρχικής προσφυγής κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία ακόμη εκκρεμεί.
Όπως αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 17.5.2013, ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η κράτηση της, κατόπιν απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 13.5.2013, παρατείνεται για ακόμη έξι μήνες, καθότι η αιτήτρια αρνείται να συνεργαστεί με τις αρμόδιες αρχές για επιστροφή της στο Βιετνάμ. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 21.5.2013. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας πως η ως άνω αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση δεν υποστηρίζεται από το Τεκμήριο 21 που επισυνάφθηκε στην εν λόγω ένορκη δήλωση προς υποστήριξη αυτής της θέσης. Πουθενά δε στο μαρτυρικό υλικό που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου δεν υπάρχει τέτοια απόφαση του Υπουργού. Στην περίπτωση δε που το Δικαστήριο θεωρήσει ότι υπάρχει τέτοια απόφαση, ήταν η θέση του, με ιδιαίτερη αναφορά στις ενέργειες των καθ' ων η αίτηση κατά τη διάρκεια του χρόνου κράτησης της αιτήτριας με σκοπό την απέλαση της, πως η διάρκεια της κράτησης της είναι παράνομη.
Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η αιτήτρια, με την αίτηση της, δεν προσβάλλει την νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της αλλά την νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της, η οποία μπορεί να ελεγχθεί μόνο στα πλαίσια προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Είναι γεγονός ότι η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, εφόσον αυτά συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, μόνο δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος μπορεί να εξεταστεί (βλ. Bondar (Αρ.2) (2004) 1 Α.Α.Δ.2075), ενώ η νομιμότητα της περιόδου κράτησης, που είναι το ζητούμενο στην παρούσα περίπτωση, ελέγχεται δια της διαδικασίας habeas corpus.
Το ζήτημα της νομιμότητας της κράτησης της αιτήτριας διέπεται από το άρθρο 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, οι πρόνοιες της οποίας ενσωματώθηκαν στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105. Σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Νόμου, η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας υποκείμενου σε διαδικασία επιστροφής, επιτρέπεται μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν (α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή (β) ο συγκεκριμένος υπήκοος αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης. Η κράτηση αυτή «.έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια». Το εδάφιο (7) του εν λόγω άρθρου προβλέπει ότι η «.κράτηση εξακολουθεί καθ' όλη τη χρονική περίοδο κατά την οποία πληρούνται οι όροι του εδαφίου (1) και είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί η επιτυχής απομάκρυνση και δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες». Το εδάφιο 8 του ίδιου άρθρου προνοεί ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν δύναται να παρατείνει το χρονικό διάστημα των 6 μηνών παρά μόνο για πρόσθετο περιορισμένο χρόνο που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες παρ' όλες τις εύλογες προσπάθειες η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανόν να διαρκέσει περισσότερο επειδή, μεταξύ άλλων, ο συγκεκριμένος υπήκοος της τρίτης χώρας αρνείται να συνεργαστεί.
Στην υπό κρίση υπόθεση, η αιτήτρια βρίσκεται υπό κράτηση από 28.11.2012. Επομένως, όταν καταχωρήθηκε η υπό εξέταση αίτηση, ήτοι στις 31.5.2013, είχε παρέλθει η περίοδος των 6 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της κράτησης. Από το ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό και ειδικότερα από το Τεκμήριο 21 στην ένορκη δήλωση της ένστασης, παρουσιάζεται ότι υπάρχει μεν απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών για την περαιτέρω κράτηση της αιτήτριας, στην απόφαση όμως, δεν αναφέρεται η χρονική διάρκεια της περαιτέρω κράτησης της και δη η περίοδος των 6 μηνών που υποστηρίζουν οι καθ΄ων η αίτηση. Αντίθετα, παραμένει κενό. Θεωρώ πως η αμφιβολία που δημιουργείται αναφορικά με τη διάρκεια του πρόσθετου χρόνου κράτησης της αιτήτριας που αποφασίστηκε από τον Υπουργό, πρέπει να επενεργήσει υπέρ της.
Πέραν των πιο πάνω, υπάρχει ακόμη μια παράμετρος. Η απόφαση του Υπουργού φαίνεται να στηρίχθηκε σε σημείωμα Διοικητικού Λειτουργού της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 13.5.2013 με το οποίο εισηγείται, αφού παραθέτει τα δεδομένα που αφορούν στην αιτήτρια, όπως αυτή παραμείνει υπό κράτηση για τον ακόλουθο, ουσιαστικά λόγο:
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου (7) των περί Προσφύγων Νόμου 2000-2007 απαγορεύεται η κράτηση αιτούντος λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτούντος ασύλου. Όμως νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Rahal ν Κυπριακής Δημοκρατίας επιτρέπει την κράτηση αιτούντος ασύλου στις περιπτώσεις που το διάταγμα κράτησης εκδίδεται για άλλους λόγους και όχι για το γεγονός ότι ο αλλοδαπός είναι αιτών άσυλο. Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι η κράτηση της δεν διατάχθηκε μόνο και μόνο εξαιτίας της ιδιότητας της ως αιτούντος άσυλο, αλλά επειδή διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω είμαι της γνώμης ότι η αλλοδαπή υποβάλλοντας αίτηση ασύλου μετά τη σύλληψη και καταδίκη της και όχι αμέσως με την άφιξη της στην Κύπρο, προσπαθεί να μεταχειριστεί κάθε μέσο, ούτως ώστε να αποτρέψει την επιστροφή της στην πατρίδα της και να επιτύχει παράταση της παραμονής της στη Δημοκρατία.
Βάσει του εδαφίου 8(α) του άρθρου 18ΠΣΤ του προαναφερθέντος Νόμου γίνεται εισήγηση όπως παραμείνει υπό κράτηση. Εξάλλου η κράτηση θα τερματιστεί αυτομάτως σε περίπτωση που το αίτημα της για άσυλο εγκριθεί από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.»
Οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι η περίπτωση της αιτήτριας καλύπτεται από την απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-534/11-Arslan ημερομηνίας 30.5.2013, στην οποία αποφασίστηκε ότι η Οδηγία 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και η Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου - όπως είναι η περίπτωση της αιτήτριας - εάν προκύπτει από το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων ότι η αίτηση ασύλου υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της απόφασης περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κράτησης για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του. Στην προκείμενη περίπτωση, και αν ακόμα κάποιος διέκρινε στις προθέσεις της αιτήτριας προσπάθεια να καθυστερήσει την εκτέλεση της απόφασης απομάκρυνσης της, υπό το σύνολο των συνθηκών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση σε καμία περίπτωση δεν διαπιστώνεται, αντικειμενικά, αναγκαιότητα διατήρησης του μέτρου της κράτησης για να ανατραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά η αιτήτρια την επιστροφή της.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ ότι η αίτηση πρέπει να επιτύχει και επιτυγχάνει. Εκδίδεται ένταλμα habeas Corpus και διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση της αιτήτριας.
Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.
Π. Παναγή, Δ.
/ΣΓ