ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 1001

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Πολιτική Αίτηση Αρ.76/2013)

 

26 Απριλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΜΗΛΑΡΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2013 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ 5635/11

 

 

Λ. Βραχίμης με Α. Παπαδοπούλου (κα), για τον Αιτητή.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση διατάγματος Certiorari με στόχο να ακυρώσει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 16.4.2013 με την οποία έκρινε ότι η διαφορά μεταξύ των διαδίκων ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να απορρίψει την Αγωγή με το σκεπτικό ότι δεν είχε καθ' ύλη δικαιοδοσία, χωρίς όμως να διατάξει την παραπομπή της στο Οικογενειακό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιέχονται στην Έκθεση και ένορκη δήλωση, ο Αιτητής τον Αύγουστο του 2011 καταχώρησε την Αγωγή 5635/11 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την οποία ζητούσε:- (α) Δήλωση ότι οι Εναγόμενοι κατείχαν το ½ μερίδιο του ακινήτου με αρ. εγγραφής 6240 στην Έγκωμη ως καταπιστευματοδόχοι του, (β) διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι όπως μεταβιβάσουν το πιο πάνω μερίδιο στο όνομά του και διαζευκτικά, (γ) όπως του καταβάλουν το ποσό των €275.000 υπό μορφή αποζημιώσεων για την αξία του πιο πάνω μεριδίου. 

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Αιτητής, οι Εναγόμενοι στην Αγωγή είναι οι γονείς της τέως συζύγου του και η μεταξύ τους διαφορά σχετίζεται με οικία η οποία είχε ανεγερθεί από τον Αιτητή και την τέως σύζυγό του πάνω από υφιστάμενη οικία ιδιοκτησίας των Εναγομένων.  Ο Αιτητής με την αγωγή του ισχυρίστηκε ότι τα πρώην πεθερικά του κατέχουν το ½ μερίδιο ως καταπιστευματοδόχοι του.

 

Οι Εναγόμενοι στην Αγωγή ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα και ότι αποκλειστική αρμοδιότητα είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο.  Με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, η ένσταση εκδικάστηκε προδικαστικά.  Οι συνήγοροι και των δύο πλευρών εισηγήθηκαν ότι αν το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου θα έπρεπε, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 64Α(1) και (4) του Ν. 14/60, να παραπέμψει την αγωγή για εκδίκαση στο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Το κατώτερο δικαστήριο, ενώ συμφώνησε ότι η επίδικη διαφορά αποτελεί περιουσιακή διαφορά η οποία εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, εντούτοις αρνήθηκε να δεχθεί την κοινή εισήγηση των διαδίκων όπως παραπέμψει την υπόθεση στο Οικογενειακό Δικαστήριο και απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος του Αιτητή.  Παραθέτω την κατάληξη του κατώτερου δικαστηρίου:-

«Ως προς την εισήγηση ότι το παρόν Δικαστήριο έχει εξουσία να παραπέμψει την παρούσα αγωγή για εκδίκαση στο Οικογενειακό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 64 Α (1) και (4) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60, όπως τροποποιήθηκε) θεωρώ ότι δεν είναι ορθή υπό τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης.  Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν αποτελούσε διάδικο μέρος η πρώην σύζυγος του ενάγοντος, κάτι το οποίο ο ενάγων επέλεξε να μην πράξει.  Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι η παρούσα αγωγή δεν θα μπορούσε να παραπεμφθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο υπό την μορφή που έχει εγερθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.»

 

Ο Αιτητής παραπονείται ότι παρά τις ρητές διατάξεις του άρθρου 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), το κατώτερο δικαστήριο προχώρησε σε απόρριψη της Αγωγής, αρνούμενο να διακόψει την ενώπιον του διαδικασία και να παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Ο Αιτητής θεωρεί την απόφαση έκδηλα παράνομη αφού αντίκειται στις ρητές διατάξεις του άρθρου 64Α του Νόμου 14/60 και θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια ώστε να καταχωρηθεί αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari.  Επίσης ο Αιτητής ζήτησε όπως δοθεί άδεια για να ακυρωθεί και το μέρος της απόφασης που αφορά στα έξοδα, εφόσον το θέμα συμπλέκεται με την απόφαση για μη παραπομπή.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση Certiorari, ο Αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.  Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όταν διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως από το πρακτικό του δικαστηρίου, υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, έκδηλη πλάνη περί το νόμο, προκατάληψη, δόλος και παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η άδεια που ζητείται αφορά στην απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου να μην παραπέμψει την αγωγή σύμφωνα με το άρθρο 64Α του Ν. 14/60 στο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Εκ πρώτης όψεως υπάρχει κατά την άποψή μου συζητήσιμη υπόθεση για πλάνη περί το νόμο.

 

Όμως η διαπίστωση εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπόθεσης δεν είναι αρκετή.  Σύμφωνα  με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου φαίνεται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, δεν δίδεται άδεια για καταχώρηση αίτησης, εκτός εάν αποδειχθεί από τον Αιτητή, ο οποίος έχει το σχετικό βάρος, ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παρέκκλιση από το γενικό κανόνα.  Η συγκεκριμένη αρχή επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου, Π.Ε. 2/2009, ημερ. 14.5.2012, στην οποία έγινε ανασκόπηση της νομολογίας επί του θέματος και των διαφόρων νομολογιακών τάσεων που επικρατούν.  Ζητήθηκε από την Ολομέλεια να αναγνωρίσει μια ευρύτερη προσέγγιση όταν το θέμα που τίθεται είναι δικαιοδοτικό.  Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, ακόμη και αν υπήρχε άλλο διαθέσιμο εναλλακτικό μέσο όπως αυτό της έφεσης, δεν υπάρχει ανάγκη να διακριβώνονται εξαιρετικές περιστάσεις.  Η πλειοψηφία της Ολομέλειας απέρριψε την εισήγηση, επιβεβαιώνοντας την πάγια θέση της νομολογίας, ότι όταν υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα θα πρέπει απαραίτητα να αποδεικνύεται η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.  Η Ολομέλεια διαφοροποιήθηκε από τις θέσεις που εκφράζονται στο Σύγγραμμα  Halsbury´s Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ. 140, παρ. 265 και επιβεβαίωσε επί του θέματος την αυστηρότερη άποψη της δικής μας νομολογίας, όπως εκφράστηκε στις υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Μεστάνα (2000) 1 ΑΑΔ 1469, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 AAΔ 1965 και Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1535.

 

Το δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο θα πρέπει να χορηγήσει άδεια ή όχι δεν υπεισέρχεται στην ορθότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου, αλλά περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας γι' αυτό και η νομολογία υιοθετεί αυστηρή άποψη όταν υπάρχουν άλλα εναλλακτικά ένδικα μέσα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής έχει στη διάθεσή του το ένδικο μέσο της έφεσης.  Το γεγονός ότι η εκδίκαση της έφεσης με τα σημερινά δεδομένα θα καθυστερήσει, δεν σημαίνει χαλάρωση του κανόνα εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν είναι υποκατάστατη της δικαιοδοσίας της έφεσης, ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Πατσαλίδης (2010) 1 ΑΑΔ 1350).  Πέραν της έφεσης, ο Αιτητής ενδεχομένως να έχει και άλλα ένδικα μέσα όπως για παράδειγμα η έγερση νέας αγωγής στο Οικογενειακό Δικαστήριο, εφόσον όπως αναφέρθηκε, η άλλη πλευρά συμφωνεί ότι δικαιοδοσία έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο.

 

Με δεδομένη την ύπαρξη άλλων ένδικων μέσων, ο Αιτητής όφειλε να είχε αποδείξει εξαιρετικές περιστάσεις.  Όμως απέτυχε να το πράξει.  Οι λόγοι στους οποίους έκαμε αναφορά ο κ. Βραχίμης, κατά την άποψή μου δεν αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί νομολογιακά και επομένως ο Αιτητής δεν μπορεί να ενεργοποιήσει το κατάλοιπο της εξουσίας για έκδοση Certiorari (βλ. Lucan Invest Ltd κ.α., Πολιτική Αίτηση 124/11, ημερ. 31.10.2011).

Για τους λόγους που εξήγησα, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                  (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο