ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 897
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Έφεση Αρ. 33/2010)
9 Απριλίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΗΒΗ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ,
Εφεσείουσα/Καθ'ης η αίτηση,
ν.
ΖΑΧΑΡΙΑ (ΧΑΡΗ) ΤΟΜΑΖΟΥ,
Εφεσίβλητου/Αιτητή.
Λ. Βραχίμης, για την Εφεσείουσα.
Στ. Ισιδώρου (κα) για Αλ. Μαρκίδη, για τον Εφεσίβλητο.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσείουσα και εφεσίβλητος, παντρεύτηκαν στις 23/5/99, από τις 6/9/2002 όμως, βρίσκονται σε διάσταση. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο γάμος τους διαλύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου.
Με εναρκτήρια αίτηση, την οποία καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ο εφεσίβλητος επεδίωξε την έκδοση διατάγματος το οποίο να του επιτρέπει όπως παραλάβει από το συζυγικό οίκο συγκεκριμένα αντικείμενα.
Το αίτημα του εφεσιβλήτου αντιμετώπισε την άρνηση της εφεσείουσας, η οποία πέραν από την υπεράσπιση καταχώρισε και ανταπαίτηση αξιώνοντας τη συνεισφορά της στην αύξηση της περιουσίας του εφεσιβλήτου, η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Μεταξύ άλλων, η εφεσείουσα αξίωνε και την επιστροφή συγκεκριμένων κοσμημάτων, τα οποία της είχαν, σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, δωρήσει κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, ο εφεσίβλητος και οι γονείς του. Τα εν λόγω κοσμήματα, ο εφεσίβλητος, αφού παρέλαβε από το συζυγικό οίκο, μετά τη διάσταση, αρνείται να τα επιστρέψει. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος παρέλαβε τα κοσμήματα και τα κατακρατεί χωρίς τη συγκατάθεση της.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση στο σύνολό της.
Αντιδρώντας η εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση, με την οποία αρχικά αμφισβητούσε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με οκτώ λόγους έφεσης. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, απέσυρε τους λόγους έφεσης 2-8, περιορίζοντας έτσι το παράπονο της στον πρώτο λόγο, τον οποίο και παραθέτουμε μαζί με την αιτιολογία του:
"ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας ως προς την παράδοση στην ίδια των κοσμημάτων ή αντικειμένων που είχαν δωρηθεί σε αυτήν είτε από τον εφεσίβλητο είτε από τους γονείς ή συγγενείς του.
Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα αντικείμενα αυτά εφόσον είχαν δωρηθεί στην εφεσείουσα από τον εφεσίβλητο και τους οικείους του έπρεπε να επιστραφούν σε αυτόν και καλώς βρίσκονταν στην κατοχή του.
Αιτιολογία
1. Ήταν κοινά παραδεκτό ότι τα αντικείμενα αυτά είχαν δωρηθεί προς την εφεσείουσα και είχε γίνει σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου. Με τη δωρεά αυτά τα αντικείμενα περιήλθαν στην κυριότητα της εφεσείουσας και κατέστησαν μέρος της περιουσίας της εφεσείουσας.
2. Η από μέρους του εφεσίβλητου κατακράτηση των αντικειμένων ήταν παράνομη και το Δικαστήριο όφειλε να διατάξει επιστροφή τους στον ιδιοκτήτη των αντικειμένων δηλαδή στην εφεσείουσα.
3. Περαιτέρω, ο εφεσείοντας δεν μπορούσε να προβάλει οποιαδήποτε αξίωση πάνω στα αντικείμενα αυτά με βάση το άρθρο 14 του Νόμου 232/90 αφού με το άρθρο αυτό δεν μπορούν να προβληθούν αξιώσεις αναφορικά με αντικείμενα που δωρίζονται από τον ένα σύζυγο στον άλλο. Τα δικαιώματα του συζύγου που προβαίνει σε δωρεές περιορίζεται στο δικαίωμα να συμψηφίσει με βάση το άρθρο 16 του Νόμου 232/90 την αξία της περιουσίας που δώρησε στον άλλο σύζυγο με τυχόν αξίωση του άλλου συζύγου στην αύξηση της δικής του περιουσίας.
4. Ακόμα και αν αντίθετα με τη θέση που αναφέρεται πιο πάνω ο εφεσίβλητος θα μπορούσε να προβάλει αξίωση πάνω στα πιο πάνω αντικείμενα με βάση το άρθρο 14 του Νόμου 232/90, σύμφωνα με τον τρόπο που το Δικαστήριο προσέγγισε τις υπόλοιπες αξιώσεις της εφεσείουσας, για να πετύχει σε μια τέτοια αξίωση ο εφεσίβλητος θα έπρεπε να είχε προσκομίσει μαρτυρία και να αποδείξει ότι λόγω της απόκτησης των αντικειμένων αυτών η περιουσία της εφεσείουσας είχε αυξηθεί καθώς και να προβάλει αξίωση πάνω στην αύξηση αυτή. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβαινε αφού με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε τα χρέη που είχε δημιουργήσει η εφεσείουσα κατά τη διάρκεια του γάμου υπερέβαιναν κατά πολύ την αξία των αντικειμένων αυτών. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσίβλητος δεν είχε προβάλει ανταπαιτητικά οποιαδήποτε αξίωση σε σχέση με τα αντικείμενα αυτά με βάση το άρθρο 14 του Νόμου. Η υπεράσπιση του περιοριζόταν στον ισχυρισμό ότι είχε συμφωνήσει με την εφεσείουσα όπως ανταλλάξουν τα δώρα που είχε κάνει η μια πλευρά προς την άλλη. Ο ισχυρισμός αυτός είχε απορριφθεί κατηγορηματικά από την εφεσείουσα και το Δικαστήριο παρέλειψε να κάνει οποιοδήποτε σχετικό εύρημα."
Το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αξίωση της εφεσείουσας δίνοντας έτσι έναυσμα στην έγερση του εναπομείναντος μοναδικού λόγου έφεσης, έχει ως ακολούθως:
"Αναφορικά με την απαίτηση της Αιτήτριας για την επιστροφή των δώρων που πήρε από τα πεθερικά της και τον ίδιο τον Καθ'ου η αίτηση. Γεγονότα παραδεκτά από αμφότερους τους διαδίκους, αναφέρω τα κάτωθι:
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 232/91:
«Το Δικαστήριο κατά την ακρόαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρισε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα».
Στην υπό εξέταση υπόθεση είναι παραδεκτό γεγονός, όπως ανέφερε και ανωτέρω, ότι τα κινητά που η Αιτήτρια ανταξιοί και λεπτομερώς περιγράφει στην παράγραφο 4(α) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησής της ήταν δώρα, την αξία των οποίων της είχε αναφέρει τότε ο τέως σύζυγός της και δεν είχαν ποτέ εκτιμηθεί από πραγματογνώμονα. Δόθηκαν σ' αυτήν κατά το έτος 1998 και 2001. Ο Καθ'ου η αίτηση ισχυρίστηκε ότι υπήρξε συμφωνία με την Αιτήτρια και 2-3 μέρες μετά τη διάσταση επέστρεψε ο ένας στον άλλο τα δώρα που είχαν δοθεί μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους.
Τα εν λόγω δώρα εφόσον προέρχονταν από τον Καθ'ου η αίτηση και τους οικείους του έπρεπε να επιστραφούν στον Καθ'ου η αίτηση και καλώς βρίσκονται στην κατοχή του. Λόγω της παραδοχής που έγινε από την Αιτήτρια παρείχαν στο σύζυγο της ευχέρεια να υποβάλει αίτηση, αν η Αιτήτρια τα κατακρατούσε, για απόφαση στη βάση της Δ.24 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και εν πάση περιπτώσει ήταν αχρείαστη η προσαγωγή τόσο λεπτομερειακής μαρτυρίας σε σχέση με την αξία τους κατά το χρόνο απόκτησής τους, τον τρόπο αγοράς τους και των επετείων κατά τις οποίες δωρήθηκαν στην Αιτήτρια, ώστε να στηρίξει την αξίωση επιστροφής τους στην κυριότητά της.
Κατά την έννοια του άρθρου 1394 του Αστικού Κώδικα στα κινητά ανήκουν και οι συλλογές κάθε είδους, ζωγραφικοί πίνακες, μουσικά όργανα, τα κοσμήματα του κάθε συζύγου, τα ενδύματα, τα σκάφη, τα αυτοκίνητα, οι συλλογές που έχουν αγοραστεί από τον ένα σύζυγο για επενδυτικούς σκοπούς, τα οποία σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει, εφόσον του ανήκουν κατά κυριότητα, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο σύζυγοι ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. (Ιδ. Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος Ι, Έφη Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, σελ. 341-345).
Ως εκ των ανωτέρω καλώς τα δώρα επεστράφησαν και/ή βρίσκονται στην κατοχή του Καθ'ου η αίτηση, αφού δόθηκαν στην Αιτήτρια από τον ίδιο και τους οικείους του. Η απαίτηση της Αιτήτριας σε σχέση με την επιστροφή των δώρων σ' αυτήν απορρίπτεται για όλους τους ανωτέρω λόγους."
Είναι η θέση της εφεσείουσας, την ίδια θέση είχε προβάλει και πρωτόδικα, ότι τα επίδικα κοσμήματα αποτελούν ιδιοκτησία αποκλειστικά της ίδιας, εφόσον αυτά της είχαν παραχωρηθεί ως δωρεά από τον εφεσίβλητο και τους συγγενείς του κατά τη διάρκεια του γάμου και όχι υπό την αίρεση τέλεσης του γάμου.
Στον αντίποδα, η πλευρά του εφεσιβλήτου, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, πρόβαλε και παρά τις υποδείξεις μας ότι η συγκεκριμένη θέση δεν δικογραφείται, επέμενε στη θέση ότι τα κοσμήματα επεστράφησαν οικειοθελώς από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο, δυνάμει συμφωνίας ανταλλαγής εκατέρωθεν δώρων, την οποία οι διάδικοι συνήψαν κατά το χρόνο που επήλθε η διάσταση. Παράλληλα, προωθήθηκε και η θέση ότι η συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 16[1] του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου (Ν. 232/91) και 17(2)[2] του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 23/90), οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι ιδιοκτήτης των επίδικων κοσμημάτων είναι αποκλειστικά ο εφεσίβλητος.
Η διαφωνία των δύο πλευρών σε σχέση με τα επίδικα κοσμήματα, εστιάζεται αποκλειστικά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των αντικειμένων. Ο κάθε ένας από τους διάδικους διεκδικεί ως ιδιοκτησία δική του, τα κοσμήματα. Η βάση μάλιστα της συγκεκριμένης αξίωσης της εφεσείουσας, όπως αυτή σαφώς προκύπτει από το δικόγραφό της (παρ. 12 της Ανταπαίτησης) και επιβεβαιώνεται τόσο με το περίγραμμα της όσο και με δήλωση ενώπιον του Εφετείου του ευπαίδευτου συνηγόρου της, είναι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε κινητά (trespass to goods) και της παράνομης κατακράτησης κινητών (conversion). Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατηύθυνε την προσοχή του στη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης, με αποτέλεσμα να προσεγγίσει την επίδικη διαφορά ως περιουσιακή διαφορά εντός της εννοίας των προνοιών του άρθρου 14 του Ν. 232/91. Μια τέτοια προσέγγιση είναι, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένη, εφόσον η βάση της αξίωσης προϋποθέτει ανάληψη δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα δικαιοδοσίας Επαρχιακού Δικαστηρίου, την οποία όμως ως Οικογενειακό Δικαστήριο το πρωτόδικο δικαστήριο στερείτο. Η έλλειψη δικαιοδοσίας πλήττει το θεμέλιο της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της συγκεκριμένης αξίωσης της εφεσείουσας και την καθιστά τρωτή στο σύνολό της. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να ενδιατρίψουμε στις πρόνοιες του άρθρου 14, ούτε και να ασχοληθούμε με το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω προνοιών, εφόσον κοινή είναι η θέση ότι η επίδικη αξίωση, αν και εγείρεται στα γενικότερα πλαίσια αξίωσης της εφεσείουσας για συνεισφορά, δεν συνιστά περιουσιακή διαφορά. Αναφορικά με το τι συνιστά περιουσιακή διαφορά, θα περιοριστούμε να παραπέμψουμε στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179.
Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης, η οποία και θα πρέπει να απορριφθεί. Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται, όχι όμως για τους λόγους που η εφεσείουσα προβάλλει, αλλά γιατί το Οικογενειακό Δικαστήριο, για τους λόγους που έχουμε πιο πάνω αναφέρει, στερείτο δικαιοδοσίας να αποφανθεί επί της συγκεκριμένης πτυχής των αξιώσεων της εφεσείουσας. Λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, κρίνουμε ότι δεν ενδείκνυται να επιδικάσουμε έξοδα σε οποιαδήποτε πλευρά. Καμιά διαταγή για έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΔΓ
[1] 16. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συζύγους κατά του άλλου δυνάμει του άρθρου 14, θα λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύζυγος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύζυγος δώρησε κατά τη διάρκεια του γάμου στον ενάγοντα.
[2] 17.-(2) Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου, ο καθένας από τους συζύγους δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και αν τα χρησιμοποιούσαν και οι δύο ή και μόνος ο άλλος σύζυγος. Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών αντικειμένων που του είναι απολύτως απαραίτητα για τη χωριστή του εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας.