ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 978
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 317/2009)
23 Απριλίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ANDREI PECHTCHANSKE
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
RAIDIE M. KEOGH,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Μ. Τερψοπούλου (κα.) για Α. Παφίτη, για τον Εφεσείοντα.
Αλ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσίβλητη.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η πρωτόδικη απόφαση επιφυλάχθηκε στις 6.7.2007 και δόθηκε στις 9.9.2009, δηλαδή μετά την παρέλευση 26 μηνών. Η αγωγή αφορούσε σε ακύρωση και/ή ματαίωση συμφωνίας πώλησης ενός διαμερίσματος και απαίτηση για αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.33.884,00.-, με τόκο, και διαφυγόν κέρδος από την προαναφερόμενη ακύρωση ή ματαίωση της συμφωνίας, πλέον Λ.Κ.45.699,85.-, με τόκο, που η ενάγουσα-εφεσίβλητη, κατ΄ ισχυρισμό, είχε δανείσει στον εναγόμενο-εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναφέρθηκε καθόλου στην καθυστέρηση των 26 μηνών μέχρι την έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. Αναφέρθηκε όμως σε έκταση και λεπτομέρεια στη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του από την ενάγουσα-εφεσίβλητη και τους δύο μάρτυρες που εμφανίστηκαν γι΄ αυτήν, δηλαδή τον κ. Antony Sterling, συμβίο της ενάγουσας, και τον κ. Ανδρέα Αναστασίου, Μηχανολόγο-Μηχανικό και Εκτιμητή Αξιών Αυτοκινήτων. Αναφέρθηκε επίσης σε έκταση και λεπτομέρεια στη μαρτυρία της Υπεράσπισης η οποία δόθηκε από τον εναγόμενο-εφεσείοντα και τον Αστυφύλακα 1732, Παναγιώτη Μαυρίδη. Εκτός από τη μαρτυρία ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής έκαμε αναφορά στα δικόγραφα, τις δηλώσεις των δικηγόρων και στα παραδεκτά γεγονότα που έγιναν από αυτούς.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη την ενάγουσα-εφεσίβλητη και τους μάρτυρες της και ως αναξιόπιστο τον εναγόμενο-εφεσείοντα, ενώ σε σχέση με τον Αστυφύλακα 1732 Παναγιώτη Μαυρίδη είπε ότι η μαρτυρία του δεν μετέβαλλε την κατάσταση.
Στη βάση των παραδεκτών γεγονότων αλλά και της μαρτυρίας που δέχτηκε ως αξιόπιστη, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης του καταρτισμού της σύμβασης πώλησης του επίδικου διαμερίσματος και της σύμβασης δανείου που αυτή παρείχε στον εναγόμενο-εφεσείοντα. Αναφορικά με τη σύμβαση αγοράς του επίδικου διαμερίσματος το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στην υπόθεση Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 867 και στη θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι, χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στον αντισυμβαλλόμενο, έναντι ανταλλάγματος το οποίο δεν παρέχεται, είναι ανακτητέο, ως χρέος. Στην παρούσα υπόθεση ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής βρήκε ότι η ενάγουσα-εφεσίβλητη δικαιούτο σε απόφαση για το ποσό των Λ.Κ.33.884,00.-, που είχε καταβάλει στον εναγόμενο-εφεσείοντα έναντι του τιμήματος πωλήσεως του διαμερίσματος, χωρίς όμως τόκο, ο οποίος δεν είχε δικογραφηθεί ούτε και αποδειχθεί, και χωρίς διαφυγόν κέρδος το οποίον επίσης δεν είχε αποδειχθεί.
Αναφορικά με τη σύμβαση δανείου, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 27η έκδοση, παράγραφος 36-202 και επόμενες και συμπέρανε ότι το ποσό των Λ.Κ.45.699,85.-, που η ενάγουσα-εφεσίβλητη είχε δώσει στον εναγόμενο-εφεσείοντα, συνιστούσε δάνειο το οποίο ήταν πληρωτέο μαζί με συμφωνηθέντα τόκο προς 6% ετησίως από 1.11.2001 μέχρις εξοφλήσεως. Απαίτηση της εφεσίβλητης για μεταβίβαση κάποιου συγκεκριμένου οχήματος από τον εφεσείοντα σ΄ αυτήν, απορρίφθηκε, επειδή δεν είχαν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.
Στη βάση των προαναφερομένων το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου, για το ισάξιο σε ευρώ, των Λ.Κ.33.884,00.-, με νόμιμο τόκο, πλέον το ισάξιο σε ευρώ του ποσού του δανείου που ανερχόταν σε Λ.Κ.45.699,85.-, με τόκο 6% από 1.11.2001, πλέον έξοδα.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με επτά λόγους έφεσης:
(1) Επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα καθυστέρησε να εκδώσει την επιφυλαχθείσα απόφαση του για 26 μήνες.
(2) Επειδή εσφαλμένα και αδικαιολόγητα προέβη στην αξιολόγηση των μαρτύρων και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ενάγουσας ενώ απέρριψε εκείνη του εναγόμενου.
(3) Επειδή λανθασμένα και αδικαιολόγητα αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ενάγουσας ως προς το δάνειο και το διαμέρισμα.
(4) Επειδή εσφαλμένα και αδικαιολόγητα θεώρησε ότι οι διάδικοι στις 8.8.2001 κατάρτισαν συμφωνία δανείου.
(5) Επειδή εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αποδέχθηκε το υποτιθέμενο αγοραπωλητήριο έγγραφο για το επίδικο διαμέρισμα, το οποίο ήταν και ανυπόγραφο.
(6) Επειδή η θέση της εφεσίβλητης-ενάγουσας δεν μπορεί να αντέξει στη βάσανο της λογικής και
(7) Επειδή εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Antony Sterling, συμβίου της ενάγουσας, ως αξιόπιστη ενώ αυτή δόθηκε για να βοηθήσει και να υποστηρίξει την υπόθεση της ενάγουσας.
Οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι θεμελιωμένες. Αν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εύλογα επιτρεπτά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει σ΄ αυτά. Το ζήτημα όμως που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση είναι συνυφασμένο με την καθυστέρηση των 26 μηνών στην έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης. Οι πρώτοι τρεις λόγοι έφεσης αφορούν στα κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένα και αδικαιολόγητα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων ενόψει και της μεγάλης καθυστέρησης στην έκδοση της απόφασης αλλά ανεξάρτητα απ΄ αυτήν. Αφορούν επίσης και στην παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα για διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του μέσα σε εύλογο χρόνο.
Ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του συμβίου της, ως αξιόπιστη, και βασίστηκε σ΄ αυτή. Δεν συμφωνούμε με τον εφεσείοντα ότι υπάρχουν λόγοι παρέμβασης του Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Διαδικαστικού Κανονισμού για την έγκαιρη έκδοση αποφάσεων των δικαστηρίων, του 1986-2002, παρέχεται εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να διατάξει την έκδοση απόφασης, σε πολιτική υπόθεση, η οποία παραμένει επιφυλαγμένη για χρονική περίοδο πέραν των 9 μηνών, μέσα σε τακτή προθεσμία. Ο Κανονισμός 3(α) των προαναφερθέντων Κανονισμών προβλέπει ότι κάθε απόφαση εκδίδεται το συντομότερο δυνατό μετά το πέρας της διαδικασίας και δεν επιφυλάσσεται για διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων ή της ευθύνης του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, το χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων (Δέστε: In re Ellinas (1989) 1 C.L.R. 508, 527, Πουγιούκα κ.α. ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014, Λουκαίδης ν. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ κ.α. (2003) 1 Α.Α.Δ. 22 και Κουντουρίδης Λτδ ν. Awadalla κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 852).
Στην υπόθεση Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512 η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου εκδόθηκε πέραν των πέντε χρόνων μετά την επιφύλαξη της και, εξαιτίας της καθυστέρησης, ακυρώθηκε η απόφαση και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση Πουγιούκα (ανωτέρω) επαναλήφθηκε ότι καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης συνιστά άρνηση απονομής της, ότι η κατά το δυνατό ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων και η εντός ευλόγου χρόνου έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και την ΕΣΔΑ που κυρώθηκε με το Ν 37/62. Η καθυστέρηση στην υπόθεση εκείνη ήταν 9 μήνες, από την επιφύλαξη μέχρι την έκδοση της απόφασης και κρίθηκε ότι δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογείται ανατροπή της απόφασης, υπό τις περιστάσεις.
Στην Κουντουρίδης (ανωτέρω) η καθυστέρηση ήταν περίπου 15 μηνών και το Εφετείο έκρινε ότι, στην περίπτωση εκείνη, δεν είχε επηρεάσει την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου. Παρατηρήθηκε ότι οι εφεσείοντες μπορούσαν και οι ίδιοι να κάνουν χρήση των προνοιών των προαναφερθέντων Κανονισμών για έκδοση οδηγιών από το Ανώτατο Δικαστήριο, πράγμα που δεν έπραξαν. Στην Λουκαίδης (ανωτέρω) η καθυστέρηση ήταν περίπου 16 μηνών, είχαν δοθεί οδηγίες από το Ανώτατο Δικαστήριο για παράταση χρόνου έκδοσης της απόφασης και το Εφετείο έκρινε ότι και πάλι η καθυστέρηση δεν είχε προκαλέσει αδικία στον εφεσείοντα. Ο προαναφερόμενος Διαδικαστικός Κανονισμός, όπως λέχθηκε, δεν αποβλέπει στην αποτίμηση των επιπτώσεων των καθυστερήσεων στην έκδοση απόφασης, επί των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Στην παρούσα υπόθεση τα επίδικα θέματα δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκα. Οι μάρτυρες που έδωσαν μαρτυρία για την ενάγουσα ήταν τρεις και για τον εναγόμενο δύο. Η μαρτυρία τους δεν ήταν ιδιαίτερα εκτενής και τα κύρια νομικά ζητήματα ήταν βασικά δύο, αυτό της συμφωνίας για την πώληση διαμερίσματος και την αθέτηση ή ακύρωσή της και εκείνο του δανείου μεταξύ των διαδίκων. Η καθυστέρηση των 26 μηνών στην έκδοση της απόφασης δεν φαίνεται, υπό τις περιστάσεις, να δικαιολογείται. Όμως από την ίδια την απόφαση φαίνεται ότι η καθυστέρηση δεν επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου και την απονομή της δικαιοσύνης. Ο πρωτόδικος Δικαστής έκαμε εκτενή αναφορά στη μαρτυρία όλων των μαρτύρων, σχολίασε τη μαρτυρία τους και έδωσε λόγους για τους οποίους έκρινε ως αξιόπιστη την ενάγουσα και τους μάρτυρες της και ως αναξιόπιστο τον εναγόμενο. Η αιτιολογία του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι πειστική και τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μεμπτά καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του Εφετείου σε οποιοδήποτε από τα ευρήματα αξιοπιστίας ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου επί των γεγονότων ή επί των νομικών σημείων.
Τα προαναφερόμενα καθιστούν και τους τρεις πρώτους λόγους έφεσης, αβάσιμους. Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάρτιση της συμφωνίας δανείου και ο πέμπτος στο ότι το δικαστήριο θεώρησε το ανυπόγραφο «sale agreement» της 8.6.2001 (τεκμήριο 5) ως συμφωνία πωλήσεως του επίδικου διαμερίσματος. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ύπαρξης συμφωνίας δανείου βασιζόμενο στην αξιόπιστη μαρτυρία της ίδιας της ενάγουσας και του συμβίου της. Κατέληξε επίσης και στη συμφωνία πώλησης του διαμερίσματος επίσης πάνω στην ίδια αξιόπιστη μαρτυρία. Το τεκμήριο 5 το δέχθηκε για κατάθεση, όμως τα συμπεράσματα του βασίστηκαν στην αξιόπιστη μαρτυρία των προαναφερόμενων μαρτύρων.
Οι λόγοι έφεσης 6 και 7 αφορούν στην κατ΄ ισχυρισμό παράλογη εκδοχή της εφεσίβλητης και στην κατ΄ ισχυρισμό αναξιόπιστη μαρτυρία του συμβίου της. Η εκδοχή της ενάγουσας-εφεσίβλητης δεν μας φαίνεται, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, παράλογη και το γεγονός ότι ο προαναφερόμενος μάρτυρας ήταν συμβίος της ενάγουσας-εφεσίβλητης δεν τον καθιστά, εκ προοιμίου, αναξιόπιστο. Δεν συμφωνούμε ότι υπήρχαν ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία τους ούτε και ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους από το πρωτόδικο δικαστήριο πάσχει για οποιοδήποτε λόγο. Στην πραγματικότητα ο πρωτόδικος Δικαστής στις σελ. 3-12 της απόφασης του αναλύει με κάθε λεπτομέρεια την ενώπιον του μαρτυρία και στις σελ. 12 (τέλος) μέχρι 15 προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας. Στις σελ. 15 (τέλος) μέχρι 19 παραθέτει τα ευρήματα του επί των γεγονότων και τη νομική πτυχή της υπόθεσης. Δεν διαφαίνεται οποιοδήποτε σφάλμα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα καθοριζόμενα στο ποσό των €2.000.-, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.