ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 825

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 25/2011)

 

29 Μαρτίου 2013

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ,  Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ Δ/στές]

 

ΚΩΣΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΕΚ ΛΑΤΣΙΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

ΤΕΩΣ ΕΚ ΜΑΛΟΥΝΤΑΣ,

Εφεσείων

- ΚΑΙ -

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητου

-------------------------------

Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τον Εφεσίβλητο.

--------------------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του

Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσέιων ο οποίος παρουσίασε προσωπικά τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ΄ έφεση, την υπόθεση του, παραπονείται για την απόρριψη της αίτησης του ημερ. 26.4.2010 για προσωρινό διάταγμα με την οποία επιδίωκε (1) διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται η οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά ή δυσμενής επηρεασμός στον εφεσείοντα ή την περιουσία του ή τα επίδικα ακίνητα μέχρι την τελική απόφαση, (2) διάταγμα με το οποίο ο εφεσίβλητος-εναγόμενος παρεμποδιζόταν να απαλλοτριώσει ή αποξενώσει το σύνολο ή μέρος των πέντε ακινήτων που περιγράφονταν λεπτομερώς στη σχετική παράγραφο και (3) διάταγμα για κατάσχεση ή διατήρηση ή κατοχή ή φύλαξη ή επιθεώρηση των επιδίκων ακινήτων.

 

         Στην καταχωρηθείσα υπό του εφεσείοντος αγωγή γινόταν ισχυρισμός ότι ο αποβιώσας το 1940 Χατζηττοφής Μιχαήλ, άφησε περιουσία η οποία έπρεπε να είχε εγγραφεί και μεταβιβαστεί επ΄ ονόματι της θυγατέρας του Ειρήνης, εφόσον ο υιός του Μιχαλάκης απεβίωσε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.  Όταν απεβίωσε και η Ειρήνη το 1951, η περιουσία της θα έπρεπε να εγγραφεί στη θυγατέρα της Αγάθη Γιαννή και όταν και αυτή απεβίωσε το 1956, στον υιό της.  Με την αγωγή ο εφεσείων επιδιώκει τις ακόλουθες βασικές θεραπείες όπως τις συνόψισε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

(1)  Δηλωτική απόφαση ότι είναι νόμιμος κληρονόμος του Χατζηττοφή Μιχαήλ και των τέκνων αυτού, Ειρήνης και Μιχαλάκη,

 

(2)  διάταγμα εγγραφής επ΄ ονόματι του του μεριδίου που του αναλογεί των διαφόρων ακινήτων που βρίσκονταν στην κατοχή των πιο πάνω, και ειδικότερα πέντε τεμαχίων που συγκεκριμενοποιήθηκαν,

 

(3)   δήλωση ότι το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας λόγω αμέλειας, δολίως και λόγω παράβασης καθήκοντος παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να εγγράψει τα κτήματα επ΄ ονόματι των κληρονόμων των ως άνω προσώπων,

 

(4)   αποζημιώσεις ύψους €295.000,000 για απώλεια χρήσης,

 

(5)  σε περίπτωση αδυναμίας εγγραφής των εν λόγω ακινήτων, €300.000,000 ως η αξία του μεριδίου του.

 

 

Η ένσταση που καταχωρήθηκε αφορούσε στην απώλεια του όποιου αγώγιμου δικαιώματος λόγω εγγραφής των επιδίκων κτημάτων επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας μετά τη γενική χωρομετρία χωρίς ένσταση και επομένως οποιοδήποτε τυχόν αγώγιμο δικαίωμα του έχει ήδη παραγραφεί.  Περαιτέρω, δεν συνενώθηκαν για τα κτήματα όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ενώ συγκεκριμένο τεμάχιο αποτελούσε αντικείμενο αναπτυξιακής σύμβασης της Δημοκρατίας με το Κατάρ, εν πάση δε περιπτώσει η Δημοκρατία θα  μπορούσε να αποζημιώσει τον εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του.

 

Με αναφορά στα κριτήρια που έχει θέσει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και την επανειλημμένη νομολογιακή επ΄ αυτού διατράνωση των προϋποθέσεων που πρέπει να τηρηθούν, το Δικαστήριο απέφυγε να τοποθετηθεί επί των προϋποθέσεων περί σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και περί ορατής προοπτικής ή πιθανότητας απόδοσης της θεραπείας που επιδιώκεται, εφόσον έκδηλα δεν ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση,  δεδομένου  ότι  η   Δημοκρατία θα είναι σε θέση να  τον  αποζημιώσει  σε  περίπτωση  επιτυχίας  της   αγωγής  του, ακυρώνοντας έτσι την εγγραφή των κτημάτων που έγινε προ 70 ετών  επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας.  Αυτή η θέση του Δικαστηρίου εκφράστηκε με αναφορά στο μόνο ενδιάμεσο διάταγμα που τυχόν θα μπορούσε να εκδοθεί, ήτοι, τη μη αποξένωση των κτημάτων μέχρι την τελική έκβαση της υπόθεσης.  Το Δικαστήριο παρατήρησε συναφώς ως προς τα διατάγματα που επιδιώκονταν από τον εφεσείοντα, ότι το πρώτο  και τρίτο από αυτά ήταν γενικά και αόριστα, ενώ το δεύτερο ουδόλως θα μπορούσε να ικανοποιηθεί εφόσον τα κτήματα ήταν ήδη εγγεγραμμένα επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας και άρα δεν τίθετο θέμα απαλλοτρίωσης τους, ενώ σε περίπτωση που ήθελε κριθεί η εγγραφή ως επιλήψιμη, οποιαδήποτε μελλοντική απαλλοτρίωση θα αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη προσβαλλόμενη μόνο διά προσφυγής.

Πέντε είναι οι λόγοι έφεσης.  Οι τρεις τελευταίοι αφορούν την ουσία της απορριπτικής πρωτόδικης απόφασης σε συνάρτηση με το λανθασμένο της κρίσης του Δικαστηρίου ότι τα δύο εκ των τριών διαταγμάτων ήταν γενικά και αόριστα, χωρίς να τα εξετάσει σε βάθος, ενώ έπρεπε να εξεταστούν και οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32, πράγμα που θα οδηγούσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη το γεγονός της ύπαρξης κτιρίων που ανεγέρθηκαν από τους προγόνους του εφεσείοντος προ της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας, κτίρια τα οποία αν κατεδαφιστούν θα είναι δύσκολο να ανεγερθούν εκ νέου έχοντας υπόψη τα υλικά και την τεχνοτροπία που τότε χρησιμοποιήθηκαν.  Οι δύο πρώτοι λόγοι αφορούν στην ύπαρξη μεροληψίας υπό του εκδικάζοντος την αίτηση και αγωγή Δικαστηρίου, την εξαίρεση του οποίου ζήτησε ο εφεσείων χωρίς επιτυχία.  Το παράπονο είναι ότι το Δικαστήριο διαιώνισε τη διαδικασία για οκτώ περίπου μήνες, ενώ επί μακρόν και αδικαιολόγητα δόθηκε χρόνος για την καταχώρηση της έκθεσης υπεράσπισης, του Δικαστηρίου ενεργώντας κατ΄ ουσίαν ως εκπρόσωπος της Δημοκρατίας η οποία δεν εμφανιζόταν στη διαδικασία, της όλης διαδικασίας ούσας πλέον διάτρητης κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαδίκων.

 

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά.  Οι λόγοι που εστιάζονται στην εξαίρεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στερούνται υπόστασης.  Ως συνάγεται από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, όπου και αναφέρεται το ζήτημα που προέκυψε σε σχέση με την εξαίρεση, αυτή βασίστηκε στο ότι η αίτηση, καταχωρηθείσα στις 26.4.2010, ορίστηκε στις 20.12.2010 για ακρόαση, της περιόδου χαρακτηριζόμενης ως μακράς, καθώς και στο ότι δεν εκδόθηκε απόφαση λόγω παράλειψης έγκαιρης καταχώρησης υπεράσπισης, παρόλο που στις 4.11.2010 όταν είχε οριστεί η αίτηση, ο εφεσίβλητος δεν είχε εμφανισθεί.

 

 Αμφότερα τα θέματα επί των οποίων εστιάστηκε η αίτηση για εξαίρεση και επανεφέρθηκαν και κατ΄ έφεση, συμπλέκονται με διαδικαστικής φύσεως άσκηση διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου και όχι σε οποιαδήποτε αντικειμενικά δεδομένα που θα έδιδαν έρεισμα για όντως μεροληπτική στάση του Δικαστηρίου είτε έναντι του προσώπου του εφεσείοντος, είτε έναντι της υπόθεσης του και της φύσης της.  Όπως αναφέρθηκε και στην Helow (AP) v. Secretary of State and another (2008) UKHL 62, η ύπαρξη προκατάληψης και μάλιστα φαινομενικής για την οποία προβάλλεται παράπονο, πρέπει να έχει έρεισμα σε αντικειμενικά στοιχεία και όχι, όπως λέχθηκε και στην Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, να έχει υπόβαθρο τη θεώρηση πραγμάτων όπως τα κατανοεί ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος στη βάση υποκειμενικής αντίληψης χωρίς επαρκή γνώση του τρόπου λειτουργίας των όλων διαδικασιών, (δέστε και Pal. κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, σελ. 574-548).

 

Ο εφεσείων εδώ παραγνωρίζει ότι καταχώρησε την αίτηση του για διατάγματα μονομερώς μόλις στις 26.4.2010, έχοντας ήδη καταχωρήσει την αγωγή στον τύπο της Δ.2 θ.1, στις 16.11.2009.  Ορθά το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της, ενώ ο εφεσείων έκρινε ότι επιβαλλόταν να καταχωρήσει και συμπληρωματική ένορκη δήλωση, η οποία καταχωρήθηκε στις 29.10.2010.  Η όλη διαδικασία συμπληρώθηκε με την υπό κρίση απόφαση του Δικαστηρίου στις 10.1.2011, σε σύντομο σχετικά χρόνο.

 

Όσον αφορά την καταχώρηση υπεράσπισης και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, εκτός του ότι αυτό αυστηρώς ομιλούντες δεν αφορά την αίτηση για προσωρινό διάταγμα, μπορεί να λεχθεί ότι ένα Δικαστήριο διατηρεί ευχέρεια κινήσεων και άσκηση δικαστικώς της διακριτικής του ευχέρειας, ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης.  Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στο χειρισμό του Δικαστηρίου, το οποίο αναμφιβόλως θεώρησε εύλογη τη χορήγηση χρόνου ώστε να έχει ενώπιον του και τη θέση του εφεσίβλητου σε ένα θέμα δυνητικά περίπλοκο, που αναγόταν σε δεδομένα πολλών δεκαετιών του παρελθόντος.

 

Επί της ουσίας, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι θεραπείες των παρ. 1 και 3 ήταν ασαφείς και αόριστες.  Στην πραγματικότητα δεν ήσαν καν δεκτικές εξέτασης προς ενδεχόμενη έκδοση διαταγμάτων.  Ως προς τη θεώρηση ότι δεν θα μπορούσε να εκδοθεί ούτε διάταγμα για μη αποξένωση του επιδίκου κτήματος, βασιζόμενο το Δικαστήριο μόνο στον παράγοντα ή κριτήριο της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς, θα ήταν ορθότερο για το Δικαστήριο να αποφαινόταν και επί των άλλων δύο κριτηρίων του άρθρου 32, αλλά στη βάση των δεδομένων που τότε υπήρχαν ενώπιον του, η απόφαση ότι η Δημοκρατία θα μπορούσε να ικανοποιήσει τυχόν επιτυχία της αγωγής με την επιδίκαση αποζημιώσεων, ήταν ορθή.   Μπορεί εδώ να συμπληρωθεί υπό το φως της  φύσης της αξίωσης, όπως προκτέθηκε, και με δεδομένη την επ΄ ονόματι της Δημοκρατίας εγγραφή των κτημάτων προ 70ετίας, ότι ακόμη και αν τα κριτήρια του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και της ορατής πιθανότητας επιτυχίας ικανοποιούνταν, (πράγμα εν πάση περιπτώσει αμφίβολο), και πάλι το ισοζύγιο της ευχέρειας, παράγων που επίσης πρέπει να κριθεί, ουδόλως θα συνηγορούσε υπέρ της έκδοσης οποιουδήποτε διατάγματος.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και  υπέρ του εφεσίβλητου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                           Π.

 

                                           Δ.

 

                                           Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο