ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 717
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 198/2012
22 Μαρτίου, 2013.
[Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ (Ν. 33/1964) ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) ERIN RESOURCES S.A., ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΑΜΑ (2) ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΑΙ (3) ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ, ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ, ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 2, 3 ΚΑΙ 4 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 5346/12 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 23/11/12 (ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΧΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 30/11/12) ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 5346/12 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥΣ 3 ΚΑΙ 4 ΤΗΝ 3/12/12
..........
Α. Χαβιαράς με Μ. Κυριακίδη, για τους αιτητές
Κ. Κακουλλή (κα) για τους καθ' ων η αίτηση 1
Σ. Παύλου, για τους καθ' ων η αίτηση 2, 3 και 4
...........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.: Την 23/11/12 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού μετά από μονομερή αίτηση στα πλαίσια της αγωγής αρ. 5346/12 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγoρεύει:
1. στους Εναγόμενους αρ. 3 και/ή 4 χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Ενάγουσας 1 και των Εναγομένων αρ. 2 την λήψη οποιασδήποτε απόφασης και/ή ενέργειας με τη φερόμενη ιδιότητα των διευθυντών της Εναγόμενης 1 και/ή στο όνομα και/ή για λογαριασμό της Εναγόμενης 1 μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό.
2. στους Εναγόμενους αρ. 2 και/ή 3 και/ή 4, χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Ενάγουσας 1 και των Εναγομένων αρ. 2 από του να συνέρχονται και/ή να συγκαλούν και/ή να συμμετέχουν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1 και/ή σε έκτακτη και/ή ετήσια γενική συνέλευση της Εναγομένης 1 και/ή να λαμβάνουν και/ή να να εγκρίνουν οιονδήποτε ψήφισμα και/ή απόφαση για οποιοδήποτε ζήτημα, μέχρι πέρατος της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.
3. στους Εναγομένους αρ. 3 και/ή 4 χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Ενάγουσας 1 και των Εναγομένων αρ. 2, την αποξένωση και/ή διάθεση και/ή επιβάρυνση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου της Εναγομένης 1 και/ή την αποδοχή/έγκριση μεταβίβασης μετοχών της Εναγομένης 2 στην Εναγόμενη 1 σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο και/ή η εγγραφή οποιουδήποτε νέου μετόχου στην Εναγόμενη 1 μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό.
Η έκδοση του άνω διατάγματος τελούσε υπό τον όρο κατάθεσης εγγύησης ύψους €80.000 η οποία και κατετέθη.
Στις 19/12/12 κατόπιν σχετικής αιτήσεως και αφού άκουσα τους συνηγόρους με απόφαση μου χορήγησα άδεια για καταχώρηση αιτήσεως για έκδοση διατάγματος certiorari. H άδεια δόθηκε για τρεις (3) συγκεκριμένους λόγους και συγκεκριμένα:
(α) Το εκδοθέν ως άνω διάταγμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν σε παράβαση του Καν. (ΕΕ) 765/2006 ή άλλως «Κανονισμού Λευκορωσίας» βάσει του οποίου τα περιουσιακά στοιχεία του κ. Ternavsky είναι δεσμευμένα.
(β) Το ως άνω διάταγμα ευρισκόταν σε αντίθεση και αναιρούσε διάταγμα του ίδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 4/10/12 που εξεδόθη στα πλαίσια της αγωγής 4403/12.
(γ) Ο αποκλεισμός της αιτήτριας εναγομένης 1 από νομικής εκπροσώπισης σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
Η αίτηση για έκδοση διατάγματος certiorari καταχωρήθηκε έγκαιρα σύμφωνα με τις οδηγίες μου και οι καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν τις ενστάσεις τους. Με τις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι των διαδίκων πρόβαλαν με επάρκεια τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων που εκπροσωπούν.
Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων υπήρξαν το αντικείμενο πολλών αποφάσεων (Δέστε μεταξύ άλλων Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 και Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41). Η αρχή που προκύπτει από τις αποφάσεις αυτές είναι ότι όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο το δικαστήριο εκδίδει προνομιακά εντάλματα μόνον όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως για παράδειγμα έκδηλη παρανομία.
Επίσης, χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να εκδοθεί το αιτούμενο ένταλμα είναι η έλλειψη δικαιοδοσίας ή αρμοδιότητας ενός δικαστηρίου, η παραβίαση καθιερωμένων αρχών φυσικής δικαιοσύνης και περιπτώσεις όπου υπάρχει νομική πλάνη η οποία είναι προφανής από τα πρακτικά (error of law apparent on the face of the record).
Ο τελευταίος αυτός λόγος σίγουρα δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε νομικά εσφαλμένη απόφαση αλλά αναφέρεται μόνο σε περιπτώσεις φανερά εσφαλμένης ερμηνείας νόμου ή εσφαλμένης εφαρμογής του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι δηλαδή αρκετή η ύπαρξη κάποιας σοβαρής πλάνης ή πλάνης σε σχέση με μια καλά καθιερωμένη αρχή. Η πλάνη πρέπει να είναι τέτοια που να μπορεί αμέσως να διακριβωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο και όχι κατόπιν διεξοδικής έρευνας των ενώπιον του στοιχείων ή μαρτυρίας (βλ. Πηχίδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 895.
Με τις ενστάσεις τους οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν μεταξύ άλλων ότι:
(α) η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, που είναι ανεπίτρεπτο σε περίπτωση που αυτή βασίζεται σε ισχυρισμό για νομικό σφάλμα ορατό από το φάκελο.
(β) Η αίτηση δεν συνοδεύεται από πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης και/ή του πρακτικού.
(γ) Η αίτηση δεν υποστηρίζεται από ξεχωριστή έκθεση γεγονότων και ένορκη δήλωση αλλά για στήριξη της υιοθετήθηκαν η έκθεση γεγονότων και ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση αρ. 192/12 για άδεια καταχώρησης της αίτησης.
(δ). Με την αίτηση προωθούνται αιτήματα για τα οποία δεν δόθηκε άδεια από το δικαστήριο να προωθηθούν.
Αναφορικά με τα υπό (α)(β) και (γ) παρατηρώ τ' ακόλουθα:
Τα υπό (α) και (β) δεν προωθήθηκαν κατά την ακρόαση της αίτησης του συνεπώς θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντα.
Σε σχέση με το λόγο ένστασης υπό (γ) ως άνω η όλη επιχειρηματολογία του συνηγόρου των καθ' ων η αίτηση 2-4 αφορούσε αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση certiorari και όχι την υπό εξέταση αίτηση.
Εξετάζοντας αμφότερους τους λόγους ένστασης υπό (γ) και (δ) καθ' ότι συμπλέκονται πιστεύω ότι είναι αβάσιμοι. Στην Umber Industrial Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 731, 736 αναφέρονται:
«Όπως φαίνεται από τις σχετικές αυθεντίες τις οποίες θα αναφέρω πιο κάτω, δεν μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση για certiorari ή prohibition εκτός αν έχει δοθεί άδεια. Η αίτηση για άδεια πρέπει να υποστηρίζεται από «έκθεση» στην οποία να αναφέρεται το όνομα και η περιγραφή του αιτητή, η θεραπεία που ζητείται και οι λόγοι για τους οποίους ζητείται. Η «έκθεση» πρέπει να καταχωρηθεί πριν γίνει η ένορκος δήλωση η οποία επιβεβαιώνει τα γεγονότα που εκτίθενται σ' αυτή. Αφού δοθεί η άδεια και καταχωρηθεί η αίτηση δια κλήσεως, αυτή πρέπει να επιδοθεί μαζί με αντίγραφο ή αντίγραφα της έκθεσης καθώς και με όλα τα έγγραφα πάνω στα οποία θα στηρίζει την υπόθεσή του ο αιτητής (ίδε Halsbury's Laws of England, 4th Ed. Vol. 11, paragraphs 1546, 1552-1554, Annual Practice, 1958, O. 59 r.3, Chitty and Jacob's, Queens Bench Forms, 20th Ed. Pp. 1005 to 1006).
Όπως φαίνεται από τις πιο πάνω αυθεντίες είναι επιτακτικό όπως η «έκθεση» επιδοθεί στην άλλη πλευρά μαζί με την αίτηση δια κλήσεως. Ο τύπος της «έκθεσης» ο οποίος πρέπει να ακολουθηθεί φαίνεται στον Atkin's Court Forms 2nd ed. Vol. 14, p. 75, Form 22, και Chitty and Jacob's (πιο πάνω), pp. 1007/1008."
Στην Θεοδούλου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 756, 758 λέχθηκαν τ' ακόλουθα:
«Όπως είχα την ευκαιρία να εξηγήσω και σε προγενέστερες αποφάσεις του Δικαστηρίου, η αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari πρέπει να περιορίζεται στους λόγους για τους οποίους έχει παραχωρηθεί η άδεια. Διαφορετικά, η ανάγκη για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος θα εξουδετερωνόταν, καθώς και η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αρνηθεί την παραχώρηση της...»
Στην Γεωργιάδου (Αρ. 2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 382, 385 επιγραμματικά αναφέρεται ότι κατά την εξέταση αίτηση για certiorari «δεν παρέχεται ευχέρεια για τη θεώρηση οποιουδήποτε άλλου θέματος εκτός από εκείνα για τα οποία παραχωρήθηκε άδεια για την υποβολή της αίτησης ή έστω προβολή άλλου λόγου ...»
Στην ίδια πιο πάνω υπόθεση το δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την αίτηση μόνο επί των θεμάτων για τα οποία δόθηκε άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση certiorari. O τύπος της αίτησης φαίνεται στις σελ. 272-3 του συγγράμματος Προνομιακά Εντάλματα του Πέτρου Αρτέμη. Όπως ξεκάθαρα φαίνεται η αίτηση θα πρέπει να βασίζεται σε ένορκη δήλωση και ν' επισυνάπτονται σ' αυτήν η έκθεση που συνόδευε την αίτηση για άδεια. Σύμφωνα δε με το συγγραφέα θα ήταν ορθό να επισυνάπτονται στην αίτηση οι ένορκες δηλώσεις και τεκμήρια που συνόδευαν την αίτηση για άδεια.
Από την εξέταση του φακέλου της υπό εξέταση αίτησης διαπιστώνεται συμμόρφωση της με τα πιο πάνω. Από την άλλη εάν οι αιτητές συμπεριέλαβαν οποιοδήποτε θέμα ή λόγο πέραν αυτών που δόθηκε άδεια με την απόφαση μου ημερ. 19/12/12 για άδεια, το δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει μόνο τα θέματα για τα οποία έδωσε άδεια (βλ. Γεωργιάδης (άνω)).
(α) Κανονισμός (ΕΕ) 765/2006 όπως τροποποιήθηκε
Στις 18/5/06 ο Κανονισμός 765/06 υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο της ΕΕ και αφορά περιοριστικά μέτρα εναντίον του προέδρου Λουκασιένκο και ορισμένων αξιωματούχων της Λευκορωσίας (ο «Belarus Regulation"). Ακολούθησε τροποποίηση του άνω Κανονισμού με τον «EC Implementing Regulation 265/12 (23/3/12)» και ειδικότερα το Annex 1B του Κανονισμού ώστε να περιλάβει και άλλα πρόσωπα, φυσικά και νομικά. Μεταξύ αυτών είναι και ο Anatoly Ternavsky ο οποίος είναι ο τελικός δικαιούχος της εταιρείας Prime International Alliance Inc., ενάγουσα 1 στην αγωγή Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αρ. 5346/12.
Το άρθρο 2 του κανονισμού προβλέπει:
Άρθρο 2
«1. Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο του Προέδρου Λουκασένκο καθώς και οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο ορισμένων άλλων αξιωματούχων της Λευκορωσίας που ευθύνονται για τις παραβάσεις των διεθνών εκλογικών κανόνων κατά τις προεδρικές εκλογές της 19ης Μαρτίου 2006 στη χώρα αυτή και για τα κατασταλτικά μέτρα κατά της κοινωνίας των πολιτών και της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, καθώς και οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου, οντότητας ή φορέα που έχουν σχέση με αυτά και απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.
2. Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικός πόρος δεν διατίθεται, άμεσα ή έμμεσα, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ή προς όφελός τους.
3. Απαγορεύεται η συμμετοχή εν γνώσει και εκ προθέσεως σε δραστηριότητες που έχουν ως άμεσο ή έμμεσο στόχο ή αποτέλεσμα να καταστρατηγούνται τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2.
Στο ερμηνευτικό άρθρο 1 του Κανονισμού ερμηνεύονται οι κάτωθι ορισμοί.
«Άρθρο 1
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) ως «κεφάλαια» νοούνται τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία και τα οικονομικά οφέλη κάθε είδους, στα οποία ενδεικτικώς περιλαμβάνονται:
α) τα μετρητά, οι επιταγές, οι χρηματικές απαιτήσεις, οι συναλλαγματικές, οι εντολές πληρωμών και άλλα μέσα πληρωμών,
β) οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή άλλες οντότητες, τα υπόλοιπα λογαριασμών, τα χρέη και τα ομόλογα χρέους,
γ) οι δημοσίως και ιδιωτικως διαπραγματεύσιμοι τίτλοι και τα μέσα δανεισμού, μεταξύ των οποίων οι μετοχές και τα μερίδια, οι τίτλοι που ενσωματώνουν πιστοποιητικά, ομολογίες, γραμμάτια, μακροπρόθεσμα δικαιώματα (warrants), ομολογίες χρέους (debentures) και συμβάσεις επί παραγώγων μέσων,
δ) οι τόκοι, τα μερίσματα και τα άλλα έσοδα και μορφές αξίας που προέρχονται από περιουσιακά στοιχεία ή προστίθενται σε αυτά,
ε) οι πιστώσεις, τα δικαιώματα συμψηφισμών απαιτήσεων, οι εγγυήσεις, οι εγγυητικές επιστολές ή άλλες χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις,
στ) οι πιστωτικές επιστολές, οι φορτωτικές, τα πωλητήρια συμβόλαια,
ζ) τα έγγραφα που αποδεικνύουν συμμετοχή σε κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους,
2) ως «δέσμευση κεφαλαίων» νοείται η παρεμπόδιση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης κεφαλαίων καθ' οιονδήποτε τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεταβολή ως προς τον όγκο, το ποσό, τον τόπο διατήρησης τους, την ιδιοκτησία, την κατοχή, τον χαρακτήρα, τον προορισμό ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων κεφαλαίων περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων,
3) ως «οικονομικοί πόροι» νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, που δεν είναι κεφάλαια αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών,
4) ως «δέσμευση οικονομικών πόρων» νοείται η παρεμπόδιση της χρήσης οικονομικών πόρων για την απόκτηση κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών με κάθε τρόπο, όπως π.χ. η πώληση, η εκμίσθωση ή η υποθήκευση τους,
5) ως «έδαφος της Κοινότητας» νοούνται τα εδάφη των κρατών μελών στα οποία εφαρμόζεται η Συνθήκη, υπό τους όρους που προβλέπονται σ' αυτή.
Στο άρθρο 3 αναφερεται ότι οι αρμόδιες αρχές κρατών μελών μπορούν να αποδεσμεύσουν κεφάλαια ή οικονομικούς πόρους υπό όρους που θεωρούν κατάλληλους για ορισμένους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο. Μέσα σ' αυτά είναι και εκείνα που:
«προορίζονται αποκλειστικά για την πληρωμή ευλόγων αμοιβών επαγγελματιών και την κάλυψη δαπανών που έχουν σχέση με την παροχή νομικών υπηρεσιών» (βλ. άρθρο 3(1)(β)
Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι παραδεκτό ότι το πιο πάνω πρόσωπο υπόκειται στους περιορισμούς του Belarus Regulation (βλ. ένορκη δήλωση Σαββίδη ημερ. 22/11/12 σελ. 23 παράρτημα 7). Περαιτέρω ότι οι άνω περιορισμοί καλύπτουν τα περιουσιακά στοιχεία του ως άνω εντός της ΕΕ συμπεριλαμβανομένων των μετόχων της Rayhil. Υπενθυμίζεται ότι η Prime είναι εταιρεία που ανήκει στον πιο πάνω.
Ήταν η εισήγηση των συνηγόρων των αιτητών ότι με βάση των απαγορεύσεων του Κανονισμού δεν ήταν δυνατή η έγερση αγωγής σε σχέση με ισχυριζόμενα δικαιώματα που απορρέουν από περιουσιακά στοιχεία του κ. Ternavsky εφόσον αυτά είναι δεσμευμένα και δεν μπορούν να αποδεσμευτούν ή ενεργοποιηθούν εκτός και εάν δοθεί άδεια από την αρμόδια αρχή. Η καταχώρηση της αγωγής θεμελιώνει την καταφανή παραβίαση ευρωπαϊκών κανονισμών με υπέρτερη ισχύ που διαπιστώνεται από την όψη του πρακτικού. Περαιτέρω ήταν η θέση τους ότι δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας ενόψει της Πέμπτης Τροποποίησης του Συντάγματος με το νόμο αρ. 127(1)/06 βάσει της οποίας νομοθετικές πρόνοιες που εναρμονίζουν το κοινοτικό δίκαιο ή και το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο υπερτερούν του Συντάγματος.
Η συνήγορος της καθ' ης η αίτηση 1 ανέφερε ότι η Prime δεν κατέθεσε την διαταχθείσα υπό του δικαστηρίου εγγύηση σε σχέση με το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα ημερ. 23/1/12 και συνεπώς δεν τίθεται θέμα παράβασης του Κανονισμού. Παράλληλα και σε συνάρτηση με τ' ανωτέρω προχώρησε σε μια ενδιαφέρουσα ανάπτυξη και ανάλυση του θέματος και ειδικότερα στο ότι δεν είναι δυνατή η ερμηνεία του (ΕΚ) 765/06 σε συνάρτηση με το Άρθρο 9(2) του Κεφ. 6 ν' απολήγουν σε στέρηση δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο με σκοπό την εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Και αυτό λόγω της χρονοβόρου διαδικασία του άρθρου 3(β) του Κανονισμού.
Όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι η άνω εισήγηση θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι τα εξεταζόμενο θέμα δεν αφορά την εγγύηση. Η άδεια που δόθηκε δεν αφορά το θέμα αυτό. Στη σελ. 7 της απόφασης μου ημερ. 19/12/12 αναφέρονται:
«Συνεπώς ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί όπως ούτε το μέρος του τελευταίου λόγου (6ου) που αφορά την εγγύηση δοθέντος ότι αμφότεροι οι δικηγόροι ρωτήθηκαν για να πληροφορήσουν το δικαστήριο ποίος ή ποιοι από τους αιτητές στην πρωτόδικη διαδικασία κατέθεσαν την εγγύηση ύψους €80.000 προκειμένου να εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα και δεν ήταν σε θέση να το πράξουν. Αμφότεροι τελούσαν εν αγνοία. Συνεπώς οιαδήποτε εξέταση του θέματος αναφορικά με την κατάθεση της εγγύησης «θα ήταν σε θεωρητικό επίπεδο».
Το εξεταζόμενο θέμα αφορά την καταχώρηση της αγωγής αρ. 5346/12 και από την Prime ως αντιβαίνουσα τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού.
Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση 2-4 εισηγήθηκε μεταξύ άλλων ότι ο Κανονισμός δεν εμποδίζει τον κ. Ternavsky να καταχωρεί ή υπερασπίζεται δικαστικές διαδικασίες οι οποίες αφορούν τα περιουσιακά του στοιχεία.
Εκείνο που πραγματικά ενδιαφέρει στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης είναι κατά πόσο με την καταχώρηση της αγωγής αρ. 5346/12 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού καταστρατηγούνται οι πρόνοιες του Κανονισμού ΕΕ 765/06. Είναι παραδεκτό ότι ο Κανονισμός αυτός καλύπτει περιουσιακά στοιχεία του κ. Anatoly Ternavsky εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένων των μετοχών της Rayhill ενώ η Prime του ανήκει και ελέγχεται από τον ίδιο (βλ. παραγρ. 4 και 32 ένορκης δήλωσης Χριστιάνας Σαββίδου ημερ. 22/11/12 που συνοδεύει την αίτηση ημερ. 22/11/12 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων). Φαίνεται επίσης ξεκάθαρα από το κλητήριο ένταλμα της αγωγής και ένορκης δήλωσης Χριστιάνας Σαββίδου (έκθεση απαίτησης δεν καταχωρήθηκε) ότι η αγωγή αρ. 5346/12 αφορά διαφορά μετά μετοχών της εταιρείας Rayhill Ltd. Νομοτυπικά μεταξύ της Prime International Alliance Inc.και Erin Resources S.A. αλλά ουσιαστικά μεταξύ των Anatoly Ternavsky και Anatoly Loktionou αντίστοιχα. Η Prime είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στις Βρετανικές Παρθένους Νήσους (British Virgin Islands) και το εγγεγραμμένο γραφείο της ευρίσκεται επίσης στις πιο πάνω νήσους. Οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι δεν ευρίσκονται εντός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Είναι υπεράκτιες βρετανικές περιοχές πλην όμως δεν είναι μέρος της ευρωπαϊκής ένωσης και το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν εφαρμόζεται σε αυτές.
Η Prime είναι ένα περιουσιακό στοιχείο του Anatoly Ternavsky το οποίο ο τελευταίος το χρησιμοποιεί στο έδαφος της ΕΕ (Κυπριακή Δημοκρατία) αναφορικά με άλλα περιουσιακά στοιχεία του και συγκεκριμένα το 40% της Rayhill Ltd. (Κυπριακής εταιρείας) του οποίου είναι ο τελικός δικαιούχος. Πιστεύω ότι τα πιο πάνω καλύπτονται από την απαγόρευση του άρθρου 2(2) του Κανονισμού που αναφέρει:
«2(2) No funds or economic resources shall be made available directly or indirectly, to or for the benefit of the natural or legal persons, entities or bodies listed in Annex..."
«2. Κανένα κεφάλαιο ή οικονομικοί πόροι δεν διατίθενται, άμεσα ή έμμεσα, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, οντότητες ή φορείς που περιλαμβάνονται στο παράρτημα .. ή προς όφελος τους.
Tο άρθρο 1(Α) του Συντάγματος προβλέπει ότι ουδεμία διαταγή του Συντάγματος εμποδίζει Κανονισμούς από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία. Επίσης όπως είναι γνωστό το κοινοτικό δίκαιο ή νομοθετικές πρόνοιες εναρμόνισης το κοινοτικό δίκαιο υπερτερούν του Συντάγματος. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα μη εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) 765/06 επειδή η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 3(2) του Κανονισμού για εξασφάλιση άδειας από απαγορευμένο πρόσωπο είναι χρονοβόρα.
Απ' όλα τα πιο πάνω φαίνεται ότι υπάρχει στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης εσφαλμένη εφαρμογή του ως άνω κανονισμού στα γεγονότα της υπόθεσης, αποτελούσα πλάνη νόμου.
(Β) Αντίθεση του εκδοθέντος διατάγματος με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 14/10/12 που εξεδόθη στα πλαίσια της αγωγής 4403/12.
Το σχετικό μέρος του διατάγματος ημερ. 14/10/12 προβλέπει ως ακολούθως:
«1. Εκδοθεί και διά του παρόντος εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους ή/και τους αντιπροσώπους ή/και τους υπηρέτες αυτών χωρίς την προηγούμενη έγκριση των μετόχων της εταιρείας. (i) η συμμετοχή σε οποιαδήποτε συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Rayhil Limited. HE 152363 ("Rayhil"), (ii) η λήψη οιασδήποτε απόφασης ή/και εφαρμογή οποιασδήποτε απόφασης της Rayhil, (iii) η εκτέλεση ή/και εφαρμογή οποιασδήποτε απόφασης της Rayhil, (iv) η υπογραφή οποιουδήποτε εγγράφου εκ μέρουςή/και για λογαριασμό της Rayhill, (v) η συμμετοχή σε οποιαδήποτε συνεδρία ή η λήψη ή έγκριση οποιασδήποτε απόφασης αναφορικά με εταιρεία στην οποία η Rayhil κατέχει μετοχές, (vi) η λήψη οποιασδήποτε ενέργειας η οποία θα έχει ως σκοπό ή αποτέλεσμα την μη διεξαγωγή ή/και αναβολή της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης της Rayhil που θα λάβει χώρα στις 12 Οκτωβρίου 2012 ή/και οποιαδήποτε εξ αναβολής συνέλευση μέχρι πλήρους εκδίκασης της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής ή μέχρι νεωτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου.»
Η εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών είναι ότι σύμφωνα με τα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης ημερ. 2/11/12 (παραγρ. 2.1) το θέμα που περιγράφεται, στην ως άνω παράγραφο αναβλήθηκε και παρέμεινε για εξέταση σ' άλλη συνέλευση. Με το προσβαλλόμενο διάταγμα ημερ. 23/11/12 απαγορεύεται ρητά η σύγκληση γενικής συνέλευσης της Rayhill. Παρατηρείται συνεπώς κατά το συνήγορο, η ύπαρξη δυο αντιφατικών διαταγμάτων.
Η άλλη πλευρά με αναφορά στα πρακτικά της 2/11/12 και συγκεκριμένα στις παραγράφους 2.1, 2.1.1 και 3.6 εισηγήθηκε ότι η εμβέλεια του διατάγματος ημερ. 4/10/12 έληξε ήδη από τις 2/11/12, ότε ανεβλήθη για την επομένη Γενική Συνέλευση που θα ήταν αυτή του 2013 και για την οποία θα δίδετο άλλη ειδοποίηση. Συνεπώς δεν υπήρξε «οποιοδήποτε εξ αναβολής συνέλευση» και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αντίφαση στα δυο διατάγματα.
Η εξέταση των δυο διαταγμάτων ημερ. 4/10/12 και 23/11/12 καταδεικνύει ότι δεν υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ των δυο διαταγμάτων. Το διάταγμα της 4/10/12 απευθύνεται προς τις 3 κατονομαζόμενες εναγόμενες/καθ' ων η αίτηση ενώ το διάταγμα ημερ. 23/11/12 κατά το μέτρο που ενδιαφέρει απευθύνεται όχι προς τα ίδια πρόσωπα αλλά προς άλλα πρόσωπα. Εξ ' αυτών μόνο η εναγόμενη 2 είναι διάδικος, ενάγουσα/αιτήτρια στην αγωγή 4403/12 όπου εξεδόθη το διάταγμα ημερ. 4/10/12.
Το διάταγμα ημερ. 4/10/12 αφορούσε την ετήσια Γενική Συνέλευση τους έτους 2012, η οποία θα λάμβανε χώρα την 12/10/12. Το διάταγμα αφορούσε και οποιαδήποτε εξ αναβολής συνέλευση η οποία όπως φαίνεται από τα πρακτικά, παράρτημα 4 στην έκθεση αποπερατώθηκε στις 2/11/12. Το μοναδικό θέμα που παρέμεινε σε εκκρεμότητα και αφορούσε τους εξελεγμένους λογαριασμούς της εταιρείας για τα έτη 2005-2010 παρέμεινε για την επόμενη Ετήσια Γενική Συνέλευση ήτοι αυτή του 2013.
Το διάταγμα που εξεδόθη μεταγενέστερα στις 23/11/12 στην αγωγή 5346/12 απευθύνετο σε άλλα πρόσωπα, απ' ότι το διάταγμα ημερ. 4/10/12 και απαγόρευε μεταξύ άλλων την σύγκληση έκτακτης ή ετήσιας Γενικής Συνέλευσης ασφαλώς από την ημερομηνία 23/11/12 και μετά. Συνεπώς δεν παρατηρείται καμιά σύγκρουση ή αντιφατικότητα ή οτιδήποτε άλλο μεμπτό προς την κατεύθυνση αυτή.
(Γ) Αποκλεισμός αιτήτριας/εναγομένης 1 από νομική εκπροσώπιση σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
Το διάταγμα ημερ. 23/11/12 στις παραγρ. 1-2 προβλέπει
«1. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους αρ. 3 και/ή 4 χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Ενάγουσας 1 και των Εναγομένων αρ. 2 την λήψη οποιασδήποτε απόφασης και/ή ενέργειας με τη φερόμενη ιδιότητα των διευθυντών της Εναγόμενης 1 και/ή στο όνομα και/ή για λογαριασμό της Εναγόμενης 1 μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό.
2. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο απαγορεύει στους Εναγόμενους αρ. 2 και/ή 3 και/ή 4, χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση της Ενάγουσας 1 και των Εναγομένων αρ. 2 από του να συνέρχονται και/ή να συγκαλούν και/ή να συμμετέχουν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1 και/ή σε έκτακτη και/ή ετήσια γενική συνέλευση της Εναγομένης 1 και/ή να λαμβάνουν και/ή να εγκρίνουν οιονδήποτε ψήφισμα και/ή απόφαση για οποιοδήποτε ζήτημα, μέχρι πέρατος της παρούσης αγωγής και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»
Από το λεκτικό των πιο πάνω διαταγών είναι ξεκάθαρο ότι η εναγομένη 1, Rayhill Ltd., δεν δύναται ως εναγομένη να εκπροσωπηθεί από κανένα στις δικαστικές διαδικασίες που την αφορούν και φαίνονται στην παραγρ. 3(γ) της έκθεσης εφόσον οι διευθυντές της, καθ' ων η αίτηση 2 και 3 και γραμματέας της, καθ' ού η αίτηση 4, εμποδίζονται να «λάβουν οποιαδήποτε απόφαση και/ή ενέργεια με την φερόμενη ιδιότητα των διευθυντών ... στο όνομα και/ή για λογαριασμό της (παραγρ. 1) .... να συνέρχονται, να συγκαλούν και/ή συμμετέχουν σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου .. να λαμβάνουν και/ή εγκρίνουν οιονδήποτε ψήφισμα και/ή απόφαση για οποιοδήποτε ζήτημα ...». Με βάση τις απαγορεύσεις αυτές δεν είναι σε θέση ούτε και δικηγόρο να διορίσουν προς υπεράσπιση της εναγομένης 1 αλλά ούτε και να εγείρει οιανδήποτε διαδικασία, δικαστική ή μη. Η πρόνοια ότι όλα τα πιο πάνω μπορούν γίνουν μετά από συγκατάθεση της αντιδίκου, ενάγουσας 1 είναι παραδοξότης χωρίς καμιά αξία. Η θέση της άλλης πλευράς ότι η συμφωνία μετόχων της Rayhill Ltd. προβλέπει ότι οποιοδήποτε από όλα τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της θα αποφασίζονται από κοινού από τους μετόχους δηλαδή ενάγουσα 1 και εναγομένη 2 δεν έχει έρεισμα στο εξεταζόμενο θέμα. Τυχόν υιοθέτηση τέτοιας λογικής θα οδηγούσε σε επικίνδυνους ατραπούς και θα άφηνε διάδικους ενώπιον του δικαστηρίου έρμαιο των επιδιώξεων των αντιδίκων τους, πλήττοντας τα θεμέλια της όλης διαδικασίας και κάθε έννοια δικαιοσύνης. Ούτε τίθεται ασφαλώς θέμα σύγκρισης του προσβαλλόμενου διατάγματος ημερ. 23/11/12 με αυτό της 4/10/12 ώστε να κριθεί η τύχη της εξεταζόμενης αίτησης ως ήταν η εισήγηση της συνηγόρου της καθ' ης αίτηση 1.
Θα πρέπει επίσης ν' αναφερθεί ότι το γεγονός ότι η Rayhill Ltd. δεν είναι αιτήτρια στην υπό εξέταση αίτηση δεν έχει καθοριστική συνέπεια λαμβάνοντας υπόψη ότι μετά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος δεν μπορούσε σύμφωνα με τις πρόνοιες του να λάβει σχετική πρόνοια. Με βάση αυτό είναι εμφανές ότι δεν χωρεί εναλλακτική θεραπεία ή άλλο ένδικο μέσο εφόσον η ίδια στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης της ή προώθησης νομικών, δικαστικών μέτρων.
Με βάση τα πιο πάνω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η αίτηση πετυχαίνει και εκδίδεται, ως αποτέλεσμα, προνομιακό ένταλμα certiorari ακυρώνοντας το προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην υπ' αρ. 5346/12 αγωγή, ημερ. 23/11/12.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
/ΚΑΣ