ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 409
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 75/2011)
19 Φεβρουαρίου 2013
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]
1. ASHOT EGIAZARYAN,
2. ARTEM EGIAZARYAN,
3. DMITRY FITISOV,
4. VITALY GOGOKHIYA,
5. BLIDENSOL TRADING AND INVESTMENT LIMITED,
6. LONGLAKE HOLDINGS LIMITED,
7. HACKHAM INVEST & TRADE INC.,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
1. DENORO INVESTMENTS LIMITED,
2. MONORA LIMITED,
3. LANSGRADE HOLDINGS LIMITED,
4. SULEYMAN KERIMOV,
5. THE GOVERNMENT OF THE CITY OF MOSCOW,
6. YURI LUZHIKOV,
7. ARKADIY (ARKADY) ROTENBERG,
8. KONSTANTIN GOLOSCHAPOV,
9. IRAYA GILMUTDINOVA,
10. KONK SELECT PARTNERS INC,
11. OJSC DECMOS,
12. CJSC DECORUM,
13. OJSC OEK-FINANCE,
14. SPARKLON HOLDINGS LIMITED,
15. KAMENZ TRADING INC.,
16. TRIBALIN TRADING LIMITED,
17. ELENA BATURINA,
Εφεσιβλήτων
--------------------------------------
Αίτηση ημερ. 14 Μαΐου 2012
Α. Χαβιαράς με Λ. Χαβιαρά, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τους
Καθ΄ ων η αίτηση-Εφεσίβλητους 1, 2, 3, 15 και 16.
Π. Πολυβίου με Γ. Μίτλετον, για τον Καθ΄ ου η αίτηση-Εφεσίβλητο 4.
Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τον Καθ΄ ου η αίτηση-
Εφεσίβλητο 11.
(Η έφεση και η αγωγή έχει αποσυρθεί σε σχέση με τους υπόλοιπους εφεσίβλητους).
------------------------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του
Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 15.2.2011, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ακύρωσε προσωρινό διάταγμα που είχε προηγουμένως εκδοθεί μονομερώς στις 15.9.2010, με έξοδα σε βάρος των αιτητών. Εναντίον αυτής της απόφασης κατεχωρήθη η υπό κρίση έφεση με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης αυτής με έντεκα συναπτούς λόγους έφεσης. Η υπόθεση προχώρησε με τις νενομισμένες οδηγίες και ορίστηκε για ακρόαση ενώπιον του Εφετείου στις 23.5.2012. Την ημέρα εκείνη, ζητήθηκε αναβολή λόγω της καταχώρησης στις 14.5.2012, αίτησης εκ μέρους των εφεσειόντων για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας, με αποτέλεσμα η ακρόαση της έφεσης να αναβληθεί μέχρις ότου εξεταστεί η αίτηση αυτή.
Υπό κρίση τώρα είναι ακριβώς αυτή η αίτηση των εφεσειόντων για την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας στη βάση του υλικού που κατατέθηκε ενώπιον του Εφετείου, τόσο διά της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την αίτηση, όσο και διά των ενστάσεων που καταχωρήθηκαν από τους εφεσίβλητους, τα αντίστοιχα περιγράμματα και τις ικανές εκατέρωθεν προφορικές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων.
Το ιστορικό που διέπει την όλη διαφορά είναι ιδιαιτέρως περίπλοκο, κατά την κοινή θέση όλων των πλευρών. Για σκοπούς όμως της εξέτασης της επίδικης αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας είναι δυνατό να λεχθούν τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την υποστηρικτική στην αίτηση ένορκη δήλωση της Μισιελλίνας Χριστοδούλου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των εφεσειόντων-αιτητών, στα πλαίσια της αρχικής ένστασης της Denoro Investements Limited, εφεσίβλητης 1, δηλώθηκε από την τότε ομνύουσα Christina Loucas στα πλαίσια της θέσης των εφεσιβλήτων ότι οι εφεσείοντες ήσαν ένοχοι απόκρυψης ουσιωδών στοιχείων κατά τη μονομερή κατάθεση της αίτησης για προσωρινό διάταγμα, ότι οι εφεσείοντες ως ενάγοντες-αιτητές στην πρωτόδικη αγωγή, απέτυχαν να αποκαλύψουν ότι οι εφεσίβλητοι είχαν επανειλημμένα προσπαθήσει να παραδώσουν γραμμάτια στους εφεσείοντες σε συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους κάτω από τις σχετικές συμφωνίες, τα οποία γραμμάτια, όμως, οι εφεσείοντες συστηματικά αρνήθηκαν να παραλάβουν ή να αποδεχθούν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μεταξύ των λόγων ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος βασίστηκε στην πιο πάνω θέση της Christina Loucas αποφασίζοντας ότι τα γραμμάτια αυτά, τα οποία ήσαν εγγυημένα από χρηματοδοτικό ίδρυμα, αξίας 253 εκατομμυρίων δολαρίων, είχαν όντως προσφερθεί ως αντάλλαγμα της εκτέλεσης των συμφωνιών, ζήτημα που το Δικαστήριο θεώρησε ουσιώδες ότι έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί.
Πέραν της κατατεθείσας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγής, η διαφορά των διαδίκων επεκτείνεται σε εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία στο Λονδίνο, στα πλαίσια της οποίας επιδόθηκε στις 3.10.2011 στους Άγγλους δικηγόρους των εφεσειόντων, έγγραφη δήλωση ημερ. 28.9.2011 από κάποιο Vladimir Antonov, τραπεζίτη και πρώτο αναπληρωτή πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της Investbank, εκ μέρους των εφεσιβλήτων, από την οποία δήλωση προέκυπτε, κατά τους εφεσείοντες, ότι η Investbank, η οποία είχε εγγυηθεί τα εν λόγω γραμμάτια προς επίδοξους επενδυτές στην αγορά σημαντικής ακίνητης περιουσίας και ανακαίνισης ιστορικού ξενοδοχείου στο κέντρο της Μόσχας, ουδέποτε παρέδωσε τα γραμμάτια στην εφεσίβλητη 1 ή στον Suleyman Kerimov, εφεσίβλητο 4, γεγονός που δείχνει το «μαγείρευμα» της μαρτυρίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων αυτών, ανάλογα με το πώς τους εξυπηρετεί στην εκάστοτε εκκρεμούσα διαδικασία. Σημειώνεται ότι η Investbank είναι η τράπεζα που κατά την Christina Loucas, εξέδωσε και προσέφερε τα εν λόγω γραμμάτια πλειστάκις στους εφεσείοντες.
Αποτελεί επομένως τη θέση των εφεσειόντων-αιτητών ότι όταν η Christina Loucas προέβαλε τους ισχυρισμούς της στα πλαίσια της καταχώρησης ένστασης για την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, ήταν ένοχη του αδικήματος της ψευδορκίας, προβάλλοντας ανυπόστατες θέσεις που επηρέασαν ουσιωδώς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο κ. Χαβιαράς αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης εισηγήθηκε ότι η περίπτωση είναι πρέπουσα κάτω από την Δ.35 θ.8, για να δοθεί από το Εφετείο η άδεια για προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας, διότι: (i) η μαρτυρία αυτή δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί πριν τη δίκη και τη δικαστική απόφαση, εφόσον μόνο μεταγενέστερα παρουσιάστηκε στα πλαίσια της διαιτητικής διαδικασίας, (ii) είναι σχετική διότι ενδεχομένως να επηρέαζε ανάλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν την γνώριζε και (iii) η ποιότητα της μαρτυρίας είναι τέτοια που μπορεί απρόσκοπτα να εισαχθεί διότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο που δεν έχει ίδιον ή άμεσο συμφέρον με τους διαδίκους, ενώ ταυτόχρονα προέρχεται από την πλευρά των εφεσιβλήτων.
Ο συνήγορος υποστήριξε περαιτέρω ότι δεν ήταν ανάγκη η αίτηση του να βασίζεται στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ως οι εφεσίβλητοι διατείνονται, διότι η διαφορά των διαδίκων βρίσκεται ακόμη σε ενδιάμεσο στάδιο. Από την άλλη, δεν καθυστέρησε η εισαγωγή της αίτησης διότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός στην υποβολή αίτησης για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας, οποιαδήποτε δε ένσταση εκ μέρους των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να είχε προβληθεί όταν ζητήθηκε η αναβολή της ακρόασης της έφεσης, στις 23.5.2012.
Και οι τρεις συνήγοροι που εμφανίσθηκαν για τους εφεσίβλητους, ζήτησαν με τις αντίστοιχες αγορεύσεις τους, την απόρριψη της αίτησης. Ο κ. Τριανταφυλλίδης εξηγώντας περαιτέρω το υπόβαθρο των γεγονότων που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, εστίασε την προσοχή του στο γεγονός ότι το Δικαστήριο ακύρωσε το εν λόγω διάταγμα διότι αφενός έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί το κατεπείγον της πρωτόδικης αίτησης και ότι αφετέρου δεν είχαν αποκαλυφθεί ουσιώδη και σοβαρά δεδομένα και γεγονότα ενώπιον του. Αυτή η μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων αφορούσε έξι διαφορετικά θέματα, ενώ η παρούσα αίτηση για εισαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας, αφορά μόνο το ένα εξ αυτών.
Μετέπειτα, η απόφαση εκδόθηκε στη βάση των τότε υπαρχόντων δεδομένων, τα οποία και δεν μπορούν εκ των υστέρων να αλλοιωθούν με την προσαγωγή μαρτυρίας που εν πάση περιπτώσει δεν είναι καθόλου αντιφατική με τα όσα εισήχθηκαν στην ένσταση των εφεσιβλήτων. Επομένως, δεν είναι σχετική με τα επίδικα στην έφεση θέματα και οι εφεσείοντες δεν μπορούν διά της πλαγίας οδού να επαναφέρουν ζήτημα μέσω δήθεν μαρτυρίας ως προς τα γραμμάτια, το οποίο ήδη το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε εναντίον των εφεσειόντων, της κρίσης αυτής αποτελούσας ένα από τα σημεία έφεσης.
Ο κ. Πολυβίου στη δική του αγόρευση τόνισε ότι δεν δύνανται οι εφεσείοντες να δώσουν εκ των υστέρων νέα μαρτυρία σε ενδιάμεση αίτηση όταν αυτοί ήδη είχαν πετύχει την έκδοση του μονομερούς διατάγματος στη βάση των όσων οι ίδιοι επέλεξαν και έκριναν ορθό να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο. Εάν αφεθεί νέα μαρτυρία, αυτό θα σήμαινε ότι το Εφετείο θα ασκούσε πρωτογενή κρίση μετατρεπόμενο σε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο συνήγορος τόνισε την ιδιαιτερότητα των ενδιάμεσων αιτήσεων σε αντιδιαστολή με τη μαρτυρία που προσάγεται σε δίκη επί της ουσίας, εισηγούμενος ότι η Δ.35 θ.8, πρέπει να αναγνωσθεί ανάλογα.
Ο κ. Ταλιαδώρος από την πλευρά του, υπέδειξε το καθυστερημένο της υποβολής της αίτησης για προσαγωγή νέας μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου. Ως εξήγησε, από τα στοιχεία παρουσιάζεται ότι οι εφεσείοντες είχαν γνώση της προτεινόμενης μαρτυρίας τουλάχιστον από τις 3.10.2011, καταχώρησαν όμως την υπό κρίση αίτηση μόλις στις 14.5.2011, χωρίς καμία απολύτως εξήγηση για το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα. Με δεδομένο το ιστορικό της υπόθεσης και το εξαιρετικό του μέτρου προσαγωγής νέας μαρτυρίας, οι εφεσείοντες απέτυχαν, κατά την εισήγηση του, να καταχωρήσουν το αίτημα τους το συντομότερο δυνατό ή σε εύλογο χρόνο.
Εξετάζοντας την υπό κρίση αίτηση και την επιδιωκόμενη θεραπεία, κρίνεται ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Κατ΄ αρχάς θεωρείται ορθή η θέση που προβλήθηκε από τον κ. Ταλιαδώρο ότι πολύ καθυστερημένα εισήχθηκε η αίτηση για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας υπό το φως του γεγονότος, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, ότι τέτοια προσαγωγή αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που σπάνια επιτρέπεται και για καλό λόγο. Εφόσον πρόκειται για εξαιρετικό μέτρο, η αίτηση για την προσαγωγή της μαρτυρίας πρέπει να καταχωρείται με πάσα δυνατή επιμέλεια και το συντομότερο δυνατό. Ορθά υποδεικνύει ο συνήγορος ότι πουθενά στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση της Μισιελλίνας Χριστοδούλου δεν εξηγείται η παρατηρηθείσα καθυστέρηση επτά και πλέον μηνών από τη γνώση της νέας, κατ΄ ισχυρισμόν, μαρτυρίας μέχρι την καταχώρηση της επίδικης αίτησης. Η καθυστέρηση η οποία έχει σημειωθεί κρίνεται ιδιαιτέρως σοβαρή καθότι επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης αναφορικά με την ακύρωση απαγορευτικού διατάγματος, ένα δηλαδή ενδιάμεσο ακόμη στάδιο, το οποίο ταχέως έπρεπε να προωθηθεί από τους εφεσείοντες οι οποίοι επιδιώκουν αυτή την ανατροπή. Αντ΄ αυτού, οι εφεσείοντες ανέμεναν επτά και πλέον μήνες για την καταχώρηση της αίτησης, χωρίς καμία εξήγηση, ζητώντας μάλιστα αναβολή της ακρόασης της έφεσης γι΄ αυτό το λόγο. Ούτε έχουν δίκαιο οι εφεσείοντες στην εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να ενστούν στην αναβολή όταν αυτή ζητήθηκε. Η συναίνεση στην αναβολή δεν προκαθόριζε και συναίνεση στην εισαγωγή νέας μαρτυρίας, θέση που καθορίστηκε όταν το αίτημα της προσαγωγής της μαρτυρίας διαμορφώθηκε με ακρίβεια.
Επί της ουσίας, παρατηρείται πρώτιστα ότι η νομική βάση στην οποία στηρίζονται οι εφεσείοντες είναι μόνο η Δ.35 θ.8. Όμως, όπως έχει υποδειχθεί σε σειρά υποθέσεων όπως την Pavlidou v. Yerolemou (1982) 1 C.L.R. 912, υπάρχει και η πρόνοια του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, στο οποίο δεν στηρίχθηκε η επίδικη αίτηση, παράλειψη που ώθησε τους εφεσίβλητους να εισηγηθούν ότι τόσο αναγκαία ήταν αυτή η αναφορά, σε βαθμό που η αίτηση μπορεί να απορριφθεί μόνο γι΄ αυτό το λόγο.
Είναι γεγονός ότι το άρθρο 25(3) είναι σαφώς δικαιοδοτικό και περικλείει την όλη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη δικαιοδοσία του ως Εφετείου, να εξετάζει οποιαδήποτε έφεση χωρίς δέσμευση από τα πραγματικά γεγονότα και τις αποδείξεις που ήσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που ευθέως παραπέμπει στη δυνατότητα του Εφετείου να συναγάγει τα δικά του συμπεράσματα, τόσο επί ερμηνείας, όσο και επί νομικής επίπτωσης, αλλά και να δέχεται, μεταξύ άλλων, περαιτέρω μαρτυρία ή και να επανακροάται μαρτύρων, με στόχο βέβαια να αποδίδεται δικαιοσύνη.
Το άρθρο 25(3) ως δικαιοδοτικό υπερτερεί της κανονιστικής ρύθμισης που εμπεριέχεται στη Δ.35 θ.8, στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως μετά. Ακριβώς διότι το άρθρο έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία κατ΄ επανάληψη περιοριστικά, κατά τον τρόπο που θα εξηγηθεί στη συνέχεια, οι εφεσείοντες όφειλαν να εστιάσουν την προσοχή τους και σ΄ αυτό, ιδιαιτέρως διότι η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κούππα ν. Βασιλειάδη (1981) 1 J.S.C. 120, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, στην οποία μάλιστα λέχθηκε ότι η παράλειψη αναφοράς στους ορθούς κανονισμούς και, βέβαια, το νόμο δεν χωρεί διόρθωσης στη βάση των προνοιών της Δ.64. Η σημασία της τήρησης των Θεσμών τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις Τσεσμέλογλου ν. Σοφοκλέους, Πολ. Έφ. αρ. 205/2010, ημερ. 15.1.2013 και Σ΄ ό,τι αφορά την περιουσία του Ιωάννου Κοντού¸ Πολ. Έφ. αρ. 187/09, ημερ. 29.1.2013.
Ως προς την εμβέλεια του, το ίδιο το άρθρο 25(3) περιορίζει την εξουσία αποδοχής περαιτέρω μαρτυρίας, «όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούσιν ούτω», και αυτό υποδείχθηκε ήδη από την απόφαση Pavlidou v. Yerolemou - ανωτέρω -, όπου υπογραμμίστηκε ότι η νομοθετική αυτή πρόνοια δεν άλλαξε τη νομολογία ως προς το περιοριστικό πλαίσιο στο οποίο γίνεται αποδεκτή νέα μαρτυρία, (Simadhiakos v. The Police (1961) C.L.R. 621).
Στην υπόθεση Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (Αρ. 2) (2003) 2 Α.Α.Δ. 249, έχει εξηγηθεί περαιτέρω ότι η κατ΄ έφεση διαδικασία δεν αποτελεί υποκατάστατο της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και η δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας κατ΄ αυτήν, περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η μαρτυρία υφίστατο κατά το χρόνο της δίκης, αλλά δεν ήταν γνωστή και ούτε μπορούσε να καταστεί γνωστή με τη λήψη λογικών μέτρων. Από την άλλη, στην Pernell v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 177, διασαφηνίστηκε ότι μαρτυρία που δεν υφίστατο κατά το χρόνο της δίκης, με άλλα λόγια, μαρτυρία που προκύπτει μετά τη δίκη δεν είναι εν πάση περιπτώσει παραδεκτή κάτω από το άρθρο 25(3), εφόσον η τυχόν προσαγωγή της δεν θα μπορούσε να είχε επιπτώσεις στην πρωτόδικη κρίση θεωρούμενη ως άσχετη με το αποτέλεσμα της.
Αλλά και η Δ.35 θ.8, έχει ερμηνευθεί κατά τον ίδιο τρόπο. Και παρόλο που η Διαταγή ομιλεί για τη λήψη μαρτυρίας χωρίς «special leave upon interlocutory applications», αυτό δεν εξισούται με την ελεύθερη προσαγωγή νέας μαρτυρίας, γεγονός που πιστοποιείται και από το ότι η Δ.48 θ.9, δεν περιλαμβάνει τη Δ.35 θ.8 στις περιπτώσεις εκείνες που η αίτηση διά κλήσεως δεν είναι αναγκαίο να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση. Χρειάζεται, επομένως, η υποστήριξη τέτοιας αίτησης διά ενόρκου δηλώσεως στην οποία θα αναδύονται τα γεγονότα που καθιστούν επιθυμητή την εκ των υστέρων εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας, ενώ χρειάζεται βέβαια η λήψη της σχετικής άδειας από το Εφετείο, η οποία δεν είναι ανάγκη να είναι ειδική («special»), δηλαδή, ιδιαίτερη, έχοντας υπόψη ότι το τι εκδικάζεται είναι ακόμη ένα ενδιάμεσο ζήτημα.
Το λεκτικό της Δ.35 θ.8, δίδει το στίγμα ως προς την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου να λαμβάνει νέα μαρτυρία. Οι εναρκτήριες λέξεις στη Διαταγή «with full discretionary powers to receive further evidence», επιβεβαιώνουν το εξαιρετικό του μέτρου λήψης νέας μαρτυρίας, ώστε να μην ανατρέπεται με ευκολία το υλικό πάνω στο οποίο λειτούργησε ένα πρωτόδικο Δικαστήριο και στο οποίο βάσισε την απόφαση του. Εισαγωγή νέων γεγονότων ανατρέπει άρδην το υπόβαθρο λειτουργίας του Δικαστηρίου και επανατοποθετεί τα γεγονότα ώστε να καθίσταται ενδεχομένως αναγκαία νέα κρίση επιφέρουσα αναγκαστική επιμήκυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης.
Ακόμη και η έτερη φράση που απαντάται στη Δ.35 θ.8, που επιτρέπει την προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας «.. as to matters which have occurred after the date of the decision from which the appeal is brought», έχει επίσης ερμηνευθεί κατά ιδιαίτερα περιοριστικό τρόπο. Εξηγείται στο Annual Practice 1970, σελ. 794, παρ. 59/10/8, στα σχόλια που απαντώνται στο παλαιό Ο.59 r.10, που αντικατέστησε το προηγούμενο O.58 r.9, ότι η έννοια της φράσης αυτής σχετίζεται με μαρτυρία που αφορά, για παράδειγμα, μεταγενέστερες σωματικές βλάβες ή νέο γάμο μετά τη δίκη, ή, σε περίπτωση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος, γεγονότα που πιθανό να επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αναγκαιότητα διατήρησης του απαγορευτικού διατάγματος σε ισχύ, (A.G. v. Birmingham, Tame etc Drainage Board (1912) A.C. 788).
Παρατηρείται δε ότι ακόμη και μετά την πλήρη αναθεώρηση των Θεσμών στην Αγγλία, η προσαγωγή νέας μαρτυρίας σπάνια επιτρέπεται. Όπως αναφέρεται στο White Book 2006: Civil Procedure, Τόμος 1, σελ. 1534-1535, παρ. 52.11.2, εφαρμόζεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό το τρίπτυχο κριτήριο που διατυπώθηκε από τον Denning L.J. στην Ladd v. Marshall (1954) 3 All E.R. 745, ότι (i) η μαρτυρία δεν θα μπορούσε να ληφθεί για χρήση στη δίκη με την άσκηση εύλογης επιμέλειας, (ii) η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια που εάν δοθεί πιθανότατα θα έχει ουσιώδη επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας και (iii) η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια που να εμφανίζεται αξιόπιστη χωρίς, κατ΄ ανάγκη, να είναι και αναντίλεκτη.
Τα κριτήρια αυτά λαμβάνονται υπόψη στην Αγγλία ακόμη και μετά την αναθεώρηση των Θεσμών εφόσον τέτοια μαρτυρία προηγουμένως πριν την αναθεώρηση λαμβανόταν μόνο «on special grounds», ενώ αναφορικά με γεγονότα που επισυνέβησαν μετά την ημερομηνία της δίκης, πολύ σπάνια και κατ΄ εξαίρεση η μαρτυρία γινόταν αποδεκτή, έχοντας υπόψη την αναγκαιότητα για τελεσιδικία, (Hughes v. Singh, The Times, April 21, 1981).
Τόσο το άρθρο 25(3), όσο και η Δ.35 θ.8, συναρτούν λοιπόν την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λειτουργούντος ως Εφετείου, με ευρύτατη μέχρι απόλυτη διακριτική ευχέρεια στην αποδοχή νέας μαρτυρίας. Κατά παρόμοιο τρόπο προς τη λήψη μαρτυρίας όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης το απαιτούν, κατά το άρθρο 25(3), έτσι και το εναρκτήριο λεκτικό της Δ.35 θ.8 επιβεβαιώνει το εξαιρετικό του μέτρου λήψης νέας μαρτυρίας. Έπεται ότι κατά την επιταγή της Δ.48 θ.1, η αίτηση θα έπρεπε να στηριζόταν και στο άρθρο 25(3), ως το κατ΄ εξοχήν εργαλείο με βάση το οποίο καθίσταται δυνατή η προσαγωγή νέας μαρτυρίας κατ΄ έφεση, (δέστε και Μπαϊπουρίδης ν. Μπαϊπουρίδης (2010) 1 Α.Α.Δ. 964).
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, εξετάζοντας και περαιτέρω την αίτηση έχοντας υπόψη τις αρχές με βάση τις οποίες επιτρέπεται η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας, όπως έχουν ήδη καταγραφεί ανωτέρω με την αναπαραγωγή των κριτηρίων που τέθηκαν στη Ladd v. Marshall (οι αποφάσεις Martin v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 29, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαπέρτας ν. Semio Production Ltd (αρ. 2) - ανωτέρω -, μεταξύ άλλων, τις έχουν επιβεβαιώσει), είναι σαφές ότι η μαρτυρία που επιδιώκεται να προσαχθεί είναι μεταγενέστερη της πρωτόδικης απόφασης, μη υφιστάμενη, δηλαδή, κατά το χρόνο της πρωτόδικης κρίσης και επομένως δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση εφόσον θα επιτρεπόταν η προσαγωγή μαρτυρίας ανατρέποντας τα τότε δεδομένα που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχει αναλυθεί πιο πάνω, η εξαιρετική δικαιοδοσία αποδοχής νέας μαρτυρίας ιδιαιτέρως όπου αυτή προκύπτει μεταγενέστερα της πρωτόδικης απόφασης. Και έχει επίσης εξηγηθεί ότι μια από τις περιπτώσεις που δυνατό, και πάντα κατ΄ εξαίρεση, να γίνει αποδεκτή σ΄ ό,τι αφορά προσωρινά διατάγματα, είναι εκείνη που μεταγενέστερο γεγονός ή γεγονότα δυνατόν να συνηγορούν υπέρ της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος. Η παρούσα όμως περίπτωση είναι ακριβώς αντίστροφη. Εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και εκείνο που οι εφεσείοντες επιδιώκουν είναι από το Εφετείο να ανατρέψει αυτή την κρίση και να επαναφέρει το απαγορευτικό διάταγμα. Αυτή και μόνο η πτυχή της υπόθεσης από μόνη της περιορίζει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα του Εφετείου να αποδεχθεί την οποιαδήποτε νέα μαρτυρία.
Ακόμη όμως και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μαρτυρία αυτή ανάγεται σε κρίσιμο γεγονός του παρελθόντος, η οποία εφόσον παρουσιάστηκε στη διαιτητική διαδικασία μόνο μεταγενέστερα, δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με οποιαδήποτε εύλογη επιμέλεια προηγουμένως, και πάλι δυνατόν να επηρεάσει μόνο μέρος των δεδομένων που το Δικαστήριο πρωτοδίκως έλαβε υπόψη του προς ακύρωση του προσωρινού διατάγματος. Στο Annual Practice 1958 Τόμος 1 σελ. 1679, αναφέρεται απόσπασμα από την R. v. Copestake (1927) 1 K.B. 468, όπου λέχθηκε ότι η προτεινόμενη μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοιας φύσης ώστε όχι μόνο να είναι σχετική, αλλά να είναι και τέτοιας σημασίας που θα επηρέαζε την απόφαση του Δικαστηρίου εάν ήταν ενώπιον του κατά την αρχική εκδίκαση της υπόθεσης. Αναφέρονται στο πιο πάνω σύγγραμμα και άλλες σχετικές αποφάσεις, ολόκληρο δε το σχετικό απόσπασμα υιοθετήθηκε στην Τρυφωνίδης ν. Alpan (Taki Bros) Ltd (1987) 1 C.L.R. 479.
Σημασία έχει η θέση ότι, «the evidence must be of such a character that not merely it is relevant but of such importance that it would have affected the judgment of the tribunal if it has been before them at the original hearing of the case.», ή, όπως λέχθηκε στην Hip Foong Hang v. Neotia & Co (1918) AC 888, «of such a character that it would, so far as can be foreseen, have formed a determining factor in the result.».
Όπως προκύπτει από τη πολυσέλιδη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η ακύρωση του διατάγματος προέκυψε λόγω απόκρυψης, ως αποφάσισε το Δικαστήριο, ουσιωδών γεγονότων τα οποία και εξειδικεύονται στην απόφαση και αφορούν ζητήματα ασύνδετα με την επιδιωκόμενη μαρτυρία. Δεν θα ήταν ορθό για το Εφετείο σ΄ αυτό το ενδιάμεσο στάδιο να εξετάσει σε βάθος τα θέματα που κατά το Δικαστήριο δεν αποκαλύφθησαν ή την επίπτωση τους, διότι αυτά είναι ζητήματα που θα απασχολήσουν κατά την ακρόαση της ουσίας της έφεσης. Καθίσταται όμως φανερό ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να ιδωθεί στο σύνολο της και επομένως ακόμη και η μαρτυρία της οποίας η προσαγωγή επιδιώκεται να ληφθεί υπόψη, δεν θα είχε ουσιώδη επίπτωση στο όλο σκεπτικό ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος, το οποίο το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα χαρακτήρισε ως «πολυδιάστατο».
Δεν μπορεί επίσης να μην παρατηρηθεί ότι η επιδιωκόμενη μαρτυρία καμία σχέση δεν έχει με τα όσα το Δικαστήριο θεώρησε κρίσιμα ως προς το γεγονός ότι η αίτηση των εφεσειόντων για εξασφάλιση προσωρινού διατάγματος, δεν χαρακτηριζόταν από οποιαδήποτε κατεπείγουσα ανάγκη. Και εδώ καθίσταται φανερό ότι ακόμη και αν η μαρτυρία αυτή προσαγόταν, ουδεμία επίπτωση θα είχε σε αυτή την ουσιώδη πτυχή της απόφασης.
Τέλος, να λεχθεί ότι παρουσιάζεται βάσιμη θέση των εφεσιβλήτων ότι η επιδιωκόμενη μαρτυρία όπως αυτή παρουσιάζεται ιδιαιτέρως από τις παρ. 22, 23 και 28 της δήλωσης Antonov, δεν φαίνεται να είναι αντίθετη προς όσα η Christina Loucas κατέθεσε προς υποστήριξη της ένστασης των εφεσιβλήτων. Αυτό, διότι φαίνεται ότι τα γραμμάτια πράγματι υπήρχαν, ήσαν εγγυημένα από χρηματοπιστωτικό οργανισμό και ήσαν διαθέσιμα (έστω σε χρηματοκιβώτιο) προς τους εφεσείοντες, ενώ η θέση των εφεσειόντων, όπως το Δικαστήριο αποφάσισε (και ήταν ένας από τους λόγους μη αποκάλυψης που οδήγησαν στην ακύρωση), ήταν ότι τα γραμμάτια ήταν ακάλυπτα. Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω για να μην επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο η εκδίκαση της ουσίας της έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνεται ότι η αίτηση είναι ανεδαφική και η διακριτική ευχέρεια του Εφετείου δεν θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ των εφεσειόντων.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, καταβλητέα όμως στο τέλος της εκδίκασης της έφεσης επί της ουσίας της.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ