ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 339

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 368/2010

 

 

 

[13 Φεβρουαρίου, 2013]

 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ Π., ΠΑΠΑΔOΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ - A. EFTHYMIOU ENTERPRICES LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΑ ΠΑΡΙΣΤΑΤΑΙ ΩΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΜΕΝΟ-ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 13645/08 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΑΡΘΡΟ 175 ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΓΗ 40

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΞΥ

ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Κατήγορος

 

-        ν. -

 

1.     ΜΑΡΙΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ

2.    ΑΓΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΗ

Κατηγορούμενοι

........

 

Ο εφεσείων Ανδρέας Ευθυμίου εμφανίζεται προσωπικά και για την εταιρεία Α. Efthymiou Enterprises Ltd.

 

.......

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Παρπαρίνος Δ.

 

..........

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ:  Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας τέθηκε για εκδίκαση η υπ' αρ. 13645/08 ιδιωτική ποινική υπόθεση μεταξύ Επάρχου Λευκωσίας και δυο κατηγορουμένων.  Οι κατηγορίες αφορούσαν την ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή, ανοχή ανέγερσης της χωρίς άδεια, κατοχή και χρήση της χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης κατά παράβαση άρθρων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.

 

Ενώ η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, ο εφεσείων καταχώρησε, προσωπικά και για την Α. Efthymiou Enterprises Ltd, μονομερή αίτηση ζητώντας  να παρέμβει στη διαδικασία ως «ενδιαφερόμενο και επηρεαζόμενο μέρος».  Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε τον εφεσείοντα και την κατηγορούσα αρχή απέρριψε με απόφαση του ημερ. 19/11/10 την αίτηση ως μη έχουσα «έρεισμα στην ισχύουσα και εφαρμοστέα σε τέτοιου είδους υποθέσεις νομοθεσία και νομολογία».

 

Για χάρη πληρότητας αναφέρεται ότι στην πιο πάνω ιδιωτική ποινική υπόθεση η κατηγορούμενη 1 απαλλάγηκε από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ενώ η κατηγορούμενη 2 μετά από παραδοχή της βρέθηκε ένοχη στην πρώτη κατηγορία  και της επιβλήθηκε πρόστιμο €330.  Περαιτέρω εξεδόθη διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών που αποτελούνται από δυο μεταλλικούς εξώστες υφιστάμενης οικίας εντός 2 μηνών από την ημερομηνία του διατάγματος (29/7/11).

 

Η άνω απόφαση δεν ικανοποίησε τον εφεσείοντα ο οποίος προχώρησε σε καταχώρηση της υπ' αρ. 134/10 αίτησης για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari για παραμερισμό της πιο πάνω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus εναντίον του Επάρχου Λευκωσίας για την παράλειψη του να τον συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο ως άμεσα επηρεαζόμενο και ενδιαφερόμενο μέρος και για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για ένταλμα mandamus που να διατάξει το δικαστήριο «..να παρέχει άμεσες θεραπείες τις οποίες ο αιτητής θα δικαιούτο σε σχέση με οποιαδήποτε αξίωση που ηγέρθη από αυτόν, ώστε όλα τα αμφισβητούμενα θέματα μεταξύ των διαδίκων να διαγνωσθούν πλήρως και τελικώς».  Επίσης αξίωνε όπως το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο λάβει μέτρα για να πληρωθούν στο εφεσείοντα τα έξοδα που επιδικάσθησαν προς όφελος του σε άλλη ποινική υπόθεση.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε από το δικαστήριο την 13/12/10 επειδή

(α)  δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που να επέτρεπαν την καταφυγή στη διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος certiorari,

(β)  δεν χωρούσε παρέμβαση στην πρωτόδικη απόφαση,

(γ) η διαδικασία που εισηγείτο ο εφεσείων ήτοι να συμπεριληφθεί στο κατηγορητήριο ως ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι γνωστή στο σύστημα μας,

(δ) η αξίωση του εφεσείοντα για εξαναγκασμό πρωτόδικου δικαστηρίου που εξεδίκασε άλλη ποινική υπόθεση (αρ. 26370/03) να λάβει μέτρα για καταβολή από κάποια κατηγορουμένη του ποσού των €300 στο οποίο καταδικάστηκε για έξοδα κρίθηκε ότι είναι εντελώς ανεδαφική.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση όπου προβάλλει επτά λόγους ως ακολούθως:

(1)  Ολόκληρη η απόφαση είναι λανθασμένη διότι (α) είναι αντίθετη προς την προσαχθείσα μαρτυρία, (β) αγνοήθησαν γεγονότα και μαρτυρία, (γ) δεν λήφθηκαν υπόψη τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων και (δ) τα συμπεράσματα είναι λανθασμένα.

(2)  Υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση.

(3)  Παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.  Η προσβαλλόμενη απόφαση κατάργησε το δικαίωμα του εφεσείοντα να λάβει μέρος  σε υπόθεση με ενεστώς έννομο συμφέρον και αφέθη να εκδικάζεται από τρίτους χωρίς την προσωπική του και/ή μέσω δικηγόρου παρουσία και προστασία των συμφερόντων του.

(4)  Δεν έτυχε δίκαιης δίκης διότι δεν λήφθηκε υπόψη υπό του δικαστηρίου το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από προηγούμενες αποφάσεις στις (α) Αίτηση-έφεση αρ. 414/99, (β) Διευθυντή Κτηματολογίου αρ. Κ.ΧΤ. 293/46/85, Α2243/97, (γ) Γενική Αίτηση 725/07, (δ) Διαταγή Γενικού Εισαγγελέα ΓΕ/Αρ. Δ.1809/07 και (ε) στην ποινική υπόθεση αρ. 26370/03 με πρόστιμο €300 και επίσης σε ένσταση του Επάρχου Λευκωσίας σε αίτηση για εφαρμογή του δεδικασμένου ότι οι παράνομες κατασκευές αποτελούν επέμβαση των κατηγορουμένων στην υπόθεση 13645/08 στην οικία του εφεσείοντα.

(5)  Δεδικασμένο.  Το δικαστήριο δεν μπορεί να αρνείται να εφαρμόσει διατάγματα του δικαστηρίου που βρίσκονται ενώπιον του.

(6)  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άνευ αιτιολογίας.

(7)  Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεδαφική και το δικαστήριο έχει απωλέσει το τεκμήριο της καλής πίστης.

 

Ο εφεσείων ενώπιον μας ανέπτυξε τους άνω λόγους έφεσης με αναφορά στις In re Moschatos (1985) 1 C.L.R. 381 και Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 1060Πρόσθετα ήταν η θέση του ότι βάσει της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155, άρθρο 175 και του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1969 (Ν. 14/69) άρθρο 25(3) μπορούσε να εγκριθεί η αίτηση του να παρέμβει στο πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης αρ. 13645/08.

 

Εξετάσαμε όλους τους ισχυρισμούς και θέσεις του εφεσείοντα με μεγάλη προσοχή.  Σύμφωνα με το ισχύον νομικό σύστημα όποιος επηρεάζεται από πράξη ή παράλειψη η οποία συνιστά αδίκημα κάτω από το νόμο έχει το δικαίωμα, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων περιορισμών που τίθενται από αυτόν, να καταχωρήσει κατηγορητήριο στο δικαστήριο.  Παράλληλα όμως και σχεδόν παραμερίζοντας το δικαίωμα αυτό, υπάρχει η εξουσία και η υποχρέωση του κράτους να προχωρήσει στη δίωξη, λόγω του ότι έχει αναγνωρισθεί ότι το έγκλημα έχει άμεσες συνέπειες στην ευημερία του κοινού ως σύνολο και επηρεάζει επίσης άμεσα τα ήθη, φυσική και οικονομική ευμάρεια των πολιτών στο σύνολο τους.  Το δικαίωμα καταχώρησης ποινικής υποθέσεις αφήνεται στο Γενικό Εισαγγελέα όπως επίσης του αναγνωρίζεται το δικαίωμα να χειρίζεται, να αναλαμβάνει, συνεχίζει και διακόπτει οιαδήποτε ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε από οιονδήποτε άλλο πρόσωπο.  Περαιτέρω διάφοροι νόμοι, μεταξύ των οποίων και ο περί Οδών και Οικοδομών Νόμος, Κεφ. 96, παρέχουν το δικαίωμα καταχώρησης ποινικών υποθέσεων, ιδιωτικών ως συνηθίζεται ν' αναφέρονται από κυβερνητικά τμήματα και άλλους οργανισμούς.  Αυτές οι διώξεις είναι δημοσίου χαρακτήρα καθ' ότι το κύριο κριτήριο για καταχώρηση τους είναι η διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος στην εφαρμογή του νόμου και όχι για ικανοποίηση  του ζημιωθέντος μέρους.  (βλ. Criminal Procedure in Cyprus, των κκ. Λοϊζου και Πική, σελ. 63, 64, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ανδρέα Λοϊζου, σελ. 290).

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6, 8 αναφέρεται:

 

«Η πολιτεία είναι επιφορτισμένη με το δημόσιο καθήκον προστασίας της έννομης τάξης, που εκτελεί μέσω των διωκτικών αρχών που έχουν καθιδρυθεί.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αστυνομίας.  Ο παραπονούμενος, με την παραπάνω έννοια, που του είχε προσδώσει ο πρωτόδικος δικαστής, δεν έχει λόγο στο ζήτημα.  Δεν εξαρτάται η δίωξη από τις προθέσεις του.  Στην υπόθεση Σπανιά βλέπουμε από τη σύνοψη πάλιν, στην ίδια σελίδα, το εξής ενισχυτικό της άποψής μας:

 

      «4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με πλάνη, ότι ο μάρτυρας - παραπονούμενος ήταν ο κατήγορος και προέβη στην αθώωση του κατηγορουμένου με βάση το Άρθρο 89(2) του Κεφ. 155.  Κατήγορος στην παρούσα υπόθεση ήταν η Αστυνομία και όχι ο μάρτυρας.»

 

Διαφορετική αντίληψη θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην έννομη τάξη.»

 

Ο νόμος που ρυθμίζει την ποινική διαδικασία είναι ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155.  Σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου «.... η ποινική δίωξη προσώπου αρχίζει με κατηγορητήριο που απαγγέλλεται εναντίον του προσώπου αυτού ενώπιον Δικαστηρίου».

 

Το άρθρο 175 της Ποινικής Δικονομίας επί του οποίου στήριξε την επιχειρηματολογία του ο εφεσείων έχει ως ακολούθως:

 

«175.  Σε κάθε δίκη, το Δικαστήριο έχει εξουσία να ρυθμίζει κατά την ελεύθερή του κρίση την πορεία της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο ο οποίος ήθελε φανεί επιθυμητός και ο οποίος δεν είναι ασυμβίβαστος με τις διατάξεις του Νόμου αυτού.»

 

Το άρθρο αυτό, όπως και το άρθρο 75 που ρυθμίζει τη διαδικασία κατά τη δίκη περισσοτέρων του ενός προσώπου, δεν βοηθά τον εφεσείοντα.  Το άρθρο 175 αναφέρεται σε ρύθμιση της πορείας της διαδικασίας και όχι σε εξουσία του δικαστηρίου να επιτρέπει σε ενδιαφερόμενο μέρος ή ζημιωθέν πρόσωπο να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία.  Τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει στην Ποινική Δικονομία, Κεφ. 155.

 

Επίσης το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, όπως τροποποιήθηκε αφορά τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ακρόαση και διάγνωση εφέσεως.

 

Το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα του εφεσείοντα με την απόφαση του ημερ. 19/11/10 ενήργησε μέσα στα πλαίσια της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155 και αυτό επιβεβαίωσε και το δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 13/12/10 εξετάζοντας την αίτηση του εφεσείοντα για παροχή άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.

 

Οι υποθέσεις In re Moschatos (ανω) και Δημοκρατία ν. Πουλλή (άνω) ρυθμίζουν εντελώς διαφορετικά θέματα.  Η μεν πρώτη αφορούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus σε άρνηση του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας να προχωρήσει με μεταβίβαση ακινήτου περιουσίας του αιτητή, ενώ η δεύτερη αφορούσε Αναθεωρητική Έφεση όπου δεν επιδόθηκε η αντέφεση στο ενδιαφερόμενο μέρος όπως επιβάλλεται από τον Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1964, όπως τροποποιήθηκε από τον Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό 5 του 1995.

 

Ως αποτέλεσμα η έφεση απορρίπτεται.  Καμιά διαταγή για έξοδα.

 

                                                                  Π. Αρτέμης, Π.

                                                                 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

                                                                 

Κ. Παμπαλλής, Δ.

                                                                 

Κ. Κληρίδης, Δ.

                                                                 

Λ. Παρπαρίνος, Δ.

 

/ΚΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο