ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 1 ΑΑΔ 433

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 282/09

 

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Π.ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές

 

21 Φεβρουαρίου, 2013

 

 

ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

ν.

ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

 

Ρόνα Χατζηαράπη για τον εφεσείοντα.

Μάριος Χαρτζιώτης για τον εφεσίβλητο.

 

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Χατζηχαμπή, Δ.

 

      Α Π Ο Φ Α Σ Η  (EX TEMPORE)

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ:  Η τύχη της έφεσης είναι σαφέστατη επί των ίδιων των δικών της δεδομένων.  Ο εφεσείων ήγειρε αγωγή κατά του εφεσίβλητου ζητώντας αποζημιώσεις για βλάβες που υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος.  Ήταν εξ αρχής η θέση του εφεσίβλητου ότι αποκλειστική ευθύνη για τη σύγκρουση είχε ο ίδιος ο εφεσείων ώστε να μη εδικαιούτο οτιδήποτε.  Να σημειωθεί ότι είχαν συμφωνηθεί οι ειδικές ζημιές του εφεσείοντα και απέμεινε προς εκδίκαση το θέμα της αμέλειας και των γενικών αποζημιώσεων.

 

Το Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία και από τις δυο πλευρές με τις αντίστοιχες εκδοχές και, περαιτέρω, τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή του δυστυχήματος, ο οποίος παρουσίασε σχετικό σχεδιάγραμμα που ετοίμασε.  Απερρίφθη η εκδοχή του εφεσείοντα, η οποία ήταν ότι είδε τον εφεσίβλητο να εξέρχεται της παρόδου εισερχόμενος στον κύριο δρόμο στον οποίο εκείνος οδηγούσε, οπότε αμέσως έκαμε χρήση των φρένων του με αποτέλεσμα να απωλέσει τον έλεγχο της μεγάλου κυβισμού μοτοσικλέτας του η οποία, συρόμενη σε μεγάλη απόσταση, προσέκρουσε πρώτα σε πάσσαλο και έπειτα στο αυτοκίνητο του Εφεσίβλητου, ενώ ο ίδιος είχε ήδη εκτοξευθεί από τη μοτοσυκλέττα και υπέστη τραυματισμούς.  Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η απόσταση από την οποία τον είδε δεν του φάνηκε πολύ κοντινή και ότι, με οποιανδήποτε ταχύτητα και αν οδηγούσε, δεν θα μπορούσε να είχε αποφύγει τα αποτελέσματα που επήλθαν.  Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στην πραγματική μαρτυρία, εδέχθη ότι η απόσταση από την οποία ο εφεσείων θα πρέπει να είδε τον εφεσίβλητο πρέπει να ήταν πέραν των 50 μέτρων, αφού τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσικλέτας άρχιζαν στα 50 μέτρα.  Ανεφέρθη δε, περαιτέρω, στη συμπεριφορά της μοτοσικλέτας μετά από την πλαγιολίσθησή της και την κατάληξή της σε πάσσαλο ο οποίος ευρίσκετο σε μεγάλη απόσταση.  Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο εθεώρησε ότι ο εφεσείων οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα υπό τις περιστάσεις, χωρίς, βεβαίως, να προσδιορίσει την ακριβή ταχύτητα και, ασφαλώς, με ταχύτητα μεγαλύτερη από εκείνη που είχε αναφέρει ο ίδιος ο εφεσείων στη μαρτυρία του.

 

Το Δικαστήριο, περαιτέρω, εδέχθη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου σύμφωνα με την οποία το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο έχοντας σταματήσει στην πάροδο και, λόγω έλλειψης ορατότητας, άρχισε να εισέρχεται αργά στον κύριο δρόμο ακινητοποιώντας το αυτοκίνητό του σε πολύ μικρή απόσταση από την έξοδο της παρόδου.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα δεδομένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που να δικαιολογεί εύρημα ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε χωρίς τη δέουσα προσοχή και φροντίδα.  Τέτοιο εύρημα μόνο όσον αφορά τον εφεσείοντα μπορούσε να γίνει.  Ο εφεσίβλητος έκαμε ότι ήταν δυνατό υπό τις περιστάσεις.  Σταμάτησε στη συμβολή της παρόδου με τον κύριο δρόμο, προχώρησε αργά και, αφού κοίταξε δυο - τρεις φορές, εισήλθε στον κύριο δρόμο ακινητοποιώντας το αυτοκίνητό του 70 τόσα εκατοστά μέσα στον κύριο δρόμο από τη νοητή γραμμή, έχοντας δει τη μοτοσικλέτα του εφεσείοντα από απόσταση πέραν των 50 μέτρων.  Ο εφεσείων, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, είχε πλήρη δυνατότητα παρατήρησης και ελέγχου του δρόμου και θα μπορούσε, αν οδηγούσε λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα και τις συνθήκες του δρόμου, να είχε αντιδράσει με τρόπο που να μην οδηγούσε σε οποιονδήποτε κίνδυνο για τον ίδιο ή για οποιονδήποτε άλλο.  Αποτελεί, συνεπώς, εύρημα, είπε το Δικαστήριο, ότι,

 

«η ανατροπή της μοτοσικλέτας του ενάγοντα ο οποίος έκανε χρήση των φρένων του από απόσταση 49 μέτρων και 90 εκ. σε σχέση με την αριστερή μπροστινή πλευρά του αυτοκινήτου του εναγομένου, οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο και στον τρόπο χειρισμού της μοτοσικλέτας του.  Η μοναδική αιτία πρόκλησης του ατυχήματος ήταν η αμελής οδήγηση του ενάγοντα ο οποίος, από ότι ανέφερα και πιο πάνω, οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τη χειριστεί και να την ελέγξει αφού ενώ είδε τον εναγόμενο να εξέρχεται της παρόδου από απόσταση πέραν των 50 μέτρων έκανε χρήση των φρένων του και αυτή ανατράπηκε.  Επιπλέον, χωρίς να μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια σε εύρημα όσον αφορά την ακριβή ταχύτητα με την οποία οδηγούσε ο ενάγοντας, θεωρώ ότι ο ενάγοντας εφόσον είδε τον εναγόμενο από απόσταση μεγαλύτερη των 50 μέτρων θα μπορούσε να ελέγξει τη μοτοσικλέτα του και να την ακινητοποιήσει ενδεχομένως με ασφάλεια ή όχι με τόσο επώδυνες συνέπειες χωρίς να αφήσει ίχνη τροχοπέδησης».

 

Η έφεση ενώπιόν μας θέτει ένα και μόνο λόγο, ο οποίος αφορά, όχι τα ευρήματα του Δικαστηρίου και την κρίση του επί της αξιοπιστίας, αλλά τα συμπεράσματα τα οποία το Δικαστήριο, κατά τον εφεσείοντα, εξήγαγε λανθασμένα επί της ενώπιον του μαρτυρίας.  Η βασική θέση, η οποία διέπει το λόγο έφεσης και αναπτύσσεται από τον εφεσείοντα, είναι ότι, αφ' ης στιγμής ο εφεσίβλητος εισήλθε στον κύριο δρόμο, ο εφεσείων έπρεπε να αντιδράσει, έστω και αν οδηγούσε με την ταχύτητα με την οποία οδηγούσε, έστω και αν είχε δει τον εφεσίβλητο από τόση μεγάλη απόσταση, και ότι η αντίδρασή του ήταν, επομένως, λογική υπό τις περιστάσεις. 

 

Το μόνο το οποίο μπορεί να λεχθεί για την εισήγηση αυτή είναι ότι είναι εναντίον της κοινής λογικής των πραγμάτων και αντιστρατεύεται όλη τη λογική της δέουσας οδήγησης στο δρόμο.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα, όπως τα εξήγησε το Δικαστήριο σε σχέση με τη συμπεριφορά του εφεσίβλητου, δείχνουν ότι ακριβώς συμπεριφέρθη όπως ένας απόλυτα λογικός οδηγός υπό τις περιστάσεις και ότι η θέση του εφεσείοντα ότι ουσιαστικά ο εφεσίβλητος του ανέκοψε την πορεία του, με την ανάγκη στον εφεσείοντα να αντιδράσει όπως αντέδρασε, δεν βρίσκει στήριγμα στη λογική.  Η παρεμβολή, όπως την αποκαλεί ο εφεσείων, του εφεσίβλητου στον κύριο δρόμο ουδόλως συνιστούσε αιτία πρόκλησης του ατυχήματος, αφού η μοναδική αιτία πρόκλησης του ατυχήματος ήταν η αποτυχία του εφεσείοντα να οδηγήσει με τη δέουσα ταχύτητα, υπό τις περιστάσεις, και να έχει το δέοντα χειρισμό της μοτοσικλέτας του.

 

Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο στην, όπως ήδη παρατηρήσαμε, πολύ εμπεριστατωμένη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.

 

 

Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

 

Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/μσιαμπαρτα


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο