ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 278
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 223/2009
(Σχ. Με 224/09)
11 Φεβρουαρίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
1. MOLIVO LIMITED
2. ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ
Εφεσειόντων/Εναγομένων αρ. 2 & 3
ν.
1. HUDAVERDI MUSTAFA HUDAVERDI
2. SEVELAY ALTAN SEVILAY HILMI
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 224/09
(Σχ. ΜΕ ΤΗΝ 223/09)
TORGUT YASHIAR
Εφεσείοντα/Εναγόμενο αρ. 1
ν.
1. HUDAVERDI MUSTAFA HUDAVERDI
2. SEVELAY ALTAN SEVILAY HILMI
Εφεσιβλήτων/Εναγόντων
Γ. Ερωτοκρίτου για τους εφεσείοντες.
Μ. Παπαπέτρου για τους εφεσίβλητους.
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΧ TEMPORE
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ. Οι Εφεσίβλητοι, ως εξ αδιαιρέτου ιδιοκτήτες δύο κτημάτων, καταχώρησαν αγωγή με την οποία επεδίωκαν δήλωση ότι πληρεξούσια τα οποία είχαν παραχωρήσει στον Torgut Yashiar, Εφεσείοντα στην έφεση 224/09 (Εφεσείων 1) και ακόλουθο πωλητήριο έγγραφο για την πώληση των κτημάτων τους από τον Εφεσείοντα 1 στους Εφεσείοντες στην έφεση 223/09 (Εφεσείοντες 1 και 2), ήσαν άκυρα. Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν, ως εναγόμενοι, την απαίτηση και είχαν ως θέση ότι τόσο τα πληρεξούσια όσο και η συμφωνία ήταν νόμιμα, εγείροντας ανταπαίτηση βάσει της οποίας εζήτησαν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Να σημειωθεί ότι ο Εφεσείων 1 ήταν εκείνος προς τον οποίο είχαν δοθεί τα πληρεξούσια και ο οποίος επεδίωξε να προβεί στην πώληση των κτημάτων στους Εεφεσίβλητους 2 και 3. Οι Εφεσίβλητοι είναι τουρκοκύπριοι και τούτο έφερνε στην εικόνα τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου 139/1991 για τον Κηδεμόνα.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήσαν κατ' αρχήν επί των γεγονότων ότι απέτυχαν οι Εφεσίβλητοι να αποδείξουν ότι τα πληρεξούσια είχαν εξασφαλιστεί με δόλο, όπως ισχυρίζοντο, και επομένως, δεν υπήρχε περίπτωση να κηρύξει αυτά και την επόμενη των πληρεξουσίων συμφωνία άκυρη στη βάση στην οποία ισχυρίζοντο οι Εφεσίβλητοι. Όμως το Δικαστήριο επροχώρησε να εξετάσει τις πρόνοιες του Νόμου που αφορά τον Κηδεμόνα και να αποφασίσει ότι η συμφωνία η οποία είχε γίνει ήταν παράνομη και άκυρη για το λόγο ότι, με αναφορά στην υπόθεση Κorkut Perihan ν. Γεωργίου (2008) 1Β ΑΑΔ 905, καμιά δικαιοπραξία δεν μπορεί να συναφθεί αναφορικά με τουρκοκυπριακή περιουσία, εκτός από τον ίδιο τον Κηδεμόνα ώστε η σύμβαση να πρέπει να γίνει μέσω αυτού και, βεβαίως, με την έγκρισή του. Και σύμβαση η οποία δεν γίνεται έτσι, είναι, και για λόγους απαγορευτικούς του νόμου αλλά και για λόγους που αφορούν τη δημόσια πολιτική, παράνομη και άκυρη. Εδώ η σύμβαση δεν είχε γίνει μέσω του Κηδεμόνα και αίτημα το οποίο υπεβλήθη στον Κηδεμόνα για έγκριση, εκ των υστέρων, απερρίφθη. Το Δικαστήριο προχώρησε, επομένως, να αναγνωρίσει την εξ αρχής ακυρότητα των πληρεξουσίων αλλά και της συμφωνίας και να διατάξει τη διαγραφή της από τα Κτηματολογικά Μητρώα αλλά και να απορρίψει την ανταπαίτηση εφόσον αυτή εβασίζετο σε παράνομη συμφωνία. Το Δικαστήριο προχώρησε, όμως, να αποφανθεί και επί μιας άλλης βάσης. Σημείωσε ότι η συμφωνία η οποία είχε γίνει ήταν ότι το υπόλοιπο του τιμήματος θα ήταν πληρωτέο ενενήντα μέρες μετά την εξασφάλιση της έγκρισης του Υπουργού Εσωτερικών, που παραπέμπει, βεβαίως, στον Κηδεμόνα, για μεταβίβαση από τουρκοκύπριο σε ελληνοκύπριο και ότι η μεταβίβαση θα γινόταν μόλις εξασφαλίζετο η έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών ή οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής για μεταβίβαση από τουρκοκύπριο σε ελληνοκύπριο. Έκρινε, λοιπόν, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ότι η απαίτηση θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμη ανεξάρτητα από το θέμα της παρανομίας που είχε διαπιστωθεί προηγουμένως, αφού τα ίδια τα μέρη είχαν εξαρτήσει τη συμφωνία τους ως προς την υλοποίησή της, από την έγκριση της αρμόδιας αρχής. Επρόκειτο, λοιπόν, κατέληξε, για σύμβαση υπό αίρεση (contingent contract) με προηγούμενο αναγκαίο όρο (condition precedent) την εν λόγω έγκριση.
Η έφεση περιορίζεται στις διαπιστώσεις του ευπαιδεύτου Προέδρου σε σχέση με το θέμα της παρανομίας. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη διαπίστωση του ως προς το παράνομο των πληρεξουσίων και ο δεύτερος τη διαπίστωσή του ως προς το παράνομο της συμφωνίας και, βεβαίως, τα επακόλουθα. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημιώσεις στους Εφεσείοντες 2 και 3 για παράβαση προφανώς της σύμβασης. Δεν υπάρχει λόγος έφεσης ο οποίος να αμφισβητεί την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου ως προς το ότι η συμφωνία ήταν υπό αίρεση, και ότι εφόσον ο όρος, ο οποίος ετέθη από τα μέρη, ως προηγούμενος αναγκαίος όρος δεν ικανοποιήθηκε η συμφωνία κατέστη άκυρη. Υπήρχε εδώ, μάλιστα, απόρριψη του αιτήματος για έγκριση από τον Κηδεμόνα ώστε ήταν από αυτή την άποψη βέβαιο ότι ο όρος δεν είχε εκπληρωθεί.
Υποδείξαμε, κατά τη διάρκεια της ακρόασης στον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εφεσείοντες, τη διάσταση αυτή της υπόθεσης ούτως ώστε να προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο το Δικαστήριο, και αν ακόμα εδικαίωνε τους Εφεσείοντες επί των λόγων έφεσης 1 και 2, θα μπορούσε να προχωρήσει στη συνέχεια και να επιδικάσει αποζημιώσεις σε συνάρτηση με το λόγο έφεσης 3, αφού θέμα αποζημιώσεων δεν θα μπορούσε να ετίθετο πλέον, δοθέντος του ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει παράβαση συμφωνίας αφού η συμφωνία ουδέποτε υλοποιήθηκε, ώστε αυτή να είναι έγκυρη, λόγω της μη ικανοποίησης του προηγούμενου αναγκαίου όρου. Θα ήταν, επομένως, και μάταιο για το Δικαστήριο, ενόψει τούτων, να αποφασίσει τους λόγους έφεσης 1 και 2 εφόσον, εν πάση περιπτώσει, αυτή η συμφωνία δεν θα υπήρχε για τον πρόσθετο λόγο ο οποίος δεν εφεσιβάλλεται ώστε οι Εφεσείοντες να μπορούσαν να στηριχτούν επ' αυτής και να διεκδικήσουν οποιαδήποτε περαιτέρω δικαιώματα που να απέρρεαν από συμφωνία ανύπαρκτη. Συνεχίζουμε να έχουμε την άποψη ότι, όντως, θα ήταν επί ματαίω που θα αποφασίζαμε τους λόγους έφεσης 1 και 2.
Επί της ουσίας το Εφετείο καλείται, από τον ευπαίδευτο συνήγορο σήμερα, να αποκλίνει από το λόγο αποφάσεων του Εφετείου που αφορούν το θέμα που εγείρεται στους λόγους έφεσης 1 και 2 όσον αφορά, δηλαδή, τη διάσταση της εμπλοκής του Κηδεμόνα σε συμφωνία πώλησης τουρκοκυπριακής περιουσίας. Η αναφορά που γίνεται είναι στην υπόθεση Κorkut Perihan ν. Γεωργίου, που αναφέρθη προηγουμένως, και η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες είναι ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε την απόφαση αυτή και ότι το Εφετείο θα πρέπει να την ανατρέψει ως ουσιαστικά αντίθετη με τα συνταγματικά θέσμια.
Παρατηρήσαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο για τους Εφεσείοντες ότι στους λόγους έφεσης δεν καλείται το Εφετείο να αποκλίνει από το λόγο της απόφασης αυτής και δεν αναπτύσσονται επιχειρήματα που να στοχεύουν προς την κατεύθυνση εκείνη, παρά μόνο επιχειρήματα τα οποία αφορούν την ορθότητα μιας νομικής θέσης όπως διατυπώθηκε. Όμως το Εφετείο για να αποκλίνει από λόγο προηγούμενης απόφασης ή, ενδεχομένως, και να διευρυνθεί ώστε να τεθεί το θέμα ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας πρέπει να έχει ενώπιόν του συγκεκριμένες εισηγήσεις που να γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση και που να καταδεικνύουν το έκδηλα λανθασμένο της απόφασης την οποία καλείται να μην ακολουθήσει. Δεν έχουμε τέτοια περίπτωση ενώπιόν μας και δεν προτιθέμεθα, ακόμα και αν υπήρχε λόγος να αποφασίσουμε τους λόγους έφεσης 1 και 2, να ακολουθήσουμε τέτοια γραμμή. Όμως, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ανάγκη να αποφανθούμε επί των λόγων έφεσης 1 και 2 δεν υφίσταται, ενόψει του ότι η κατάληξη ότι η συμφωνία είναι, εν πάση περιπτώσει, άκυρη, δεν προσεβλήθη.
Οι εφέσεις, λοιπόν, απορρίπτονται με έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/μσιαμπαρτα