ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 38
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 42/2009)
14 Ιανουαρίου, 2013
[XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές]
1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΟΥ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
- και -
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
A. Παπαντωνίου, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Πολυβίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες με την Έκθεση Απαίτησής τους διεκδίκησαν από τους Εφεσείοντες-Εναγομένους αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, δύο θεραπείες:- (α) Ποσό £89.259,95 (€152.509,68) ως χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού, πλέον τόκους, και (β) διάταγμα για την πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών του Εφεσείοντος αρ. 1. Οι θεραπείες ζητούνταν στη βάση παράβασης γραπτής συμφωνίας ημερ. 3.7.1996 (η «σύμβαση»), με την οποία οι Εφεσίβλητοι παραχώρησαν πιστωτικές διευκολύνσεις στον Εφεσείοντα 1, για σκοπούς συμμετοχής του στο επενδυτικό σχέδιο της Τράπεζας Κύπρου Λτδ/CISCO («το Σχέδιο»), με την εγγύηση του πατέρα του, Εφεσείοντος αρ. 2, βάσει ξεχωριστής σύμβασης εγγύησης, ημερ. 3.2.1997 (η «εγγύηση»).
Οι Εφεσείοντες 1 και 2 με την υπεράσπισή τους όχι μόνο αρνήθηκαν την αξίωση των Εφεσιβλήτων, αλλά ο Εφεσείων 1 ανταπαίτησε από τους Εφεσίβλητους, μεταξύ άλλων, την επιδίκαση ποσού £111.573 (€190.633,79) ως ποσό το οποίο είχε διαθέσει προς αυτούς και ποσό £84.873 (€145.014,13), το οποίο αντιπροσωπεύει την αξία των μετοχών που ενεχυρίασε και την οποία απώλεσε λόγω των ενεργειών των Εφεσιβλήτων. Επίσης, αξιώνει το ίδιο ποσό υπό μορφή αποζημιώσεων για παράνομη σύμβαση και παράβαση νομίμων υποχρεώσεων, καθώς και αποζημιώσεις για αμέλεια.
Ο Εφεσείων αρ. 1, μεταξύ άλλων ισχυρίστηκε ότι δεν συνήψε τη σύμβαση με τον τρόπο και τους όρους που ισχυρίζονταν οι Εφεσίβλητοι, ότι όλα τα έγγραφα που υπογράφτηκαν είναι άκυρα, ότι οι Εφεσίβλητοι του παρουσιάστηκαν ψευδώς ως χρηματιστές και ειδικοί περί επενδύσεων εξωθώντας τον να υποβάλει αίτηση για συμμετοχή στο συγκεκριμένο Σχέδιο, ότι ανάλαβαν τη διαχείριση των ενεχυριασθεισών μετοχών κατ' αποκλεισμό του ιδίου, ότι επέδειξαν αμέλεια στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου του, ότι με δόλο και ψευδείς παραστάσεις τερμάτισαν το λογαριασμό αυθαίρετα, μετά που τον άφησαν αδικαιολογήτως για μακρύ χρονικό διάστημα, χωρίς να προβαίνουν σε οποιεσδήποτε ενέργειες ή για περιορισμό της ζημιάς. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η σύμβαση συνομολογήθηκε κατά παράβαση των σχετικών Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου.
Ο Εφεσείων αρ. 2 υποστήριξε ότι ουδέποτε εγγυήθηκε τον Εφεσείοντα 1 για την παραχώρηση των πιο πάνω διευκολύνσεων στα πλαίσια του πιο πάνω επενδυτικού Σχεδίου.
Προς υποστήριξη των θέσεων των Εφεσιβλήτων, κατάθεσαν δύο μάρτυρες, ενώ για προώθηση των θέσεων των Εφεσειόντων, κατάθεσαν οι ίδιοι οι Εφεσείοντες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε θετικά τους μάρτυρες των Εφεσιβλήτων και απέρριψε τη μαρτυρία των Εφεσειόντων, βρήκε ότι:-
«..οι ενάγοντες καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους ήσαν και εξακολουθούν να είναι τραπεζικός οργανισμός δεόντως εγγεγραμμένος συμφώνως των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας, διεξάγοντες τραπεζικές εργασίες όλων των ειδών. Μέχρι την 11.7.04, λειτουργούσαν με την ονομασία «Τράπεζα Κύπρου Λτδ», ενώ από τις 12.7.04, μετονομάστηκαν (και λειτουργούν έκτοτε), με την ονομασία «Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ». Δεόντως εγγεγραμμένη ως εταιρεία και επενδυτικός οργανισμός ήταν και η CISCO, η οποία, όπως και οι ενάγοντες, ανήκουν στο συγκρότημα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Την 3.7.96, ο εναγόμενος 1 υπόβαλε γραπτώς αίτηση προς τους ενάγοντες για συμμετοχή στο σχέδιο, στο πίσω μέρος του οποίου υπήρχαν διατυπωμένοι οι όροι συμμετοχής τους οποίους διάβασε και αποδέχτηκε, υπογράφοντας τη σχετική δήλωση συμμόρφωσης (βλ. Τεκμήριο 1). Η αίτηση εγκρίθηκε από τους ενάγοντες, με την παραχώρηση προς τον εναγόμενο 1 ορίου ύψους Λ.Κ.50.000, ως πιστωτική διευκόλυνση προς χρησιμοποίηση αποκλειστικώς για αγοραπωλησίες κινητών αξιών εγγεγραμμένων στο ΧΑΚ, οι οποίες θα διενεργούνταν για λογαριασμό του μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του (CISCO), με βάση τους όρους της συμφωνίας διαχείρισης που υπογράφθηκε μεταξύ τους στις 3.7.96, ως το Τεκμήριο 2 και του πληρεξουσίου εγγράφου - Τεκμήριο 3, ίδιας ημερομηνίας, δια του οποίου την εξουσιοδοτούσε να αγοράζει, πουλάει, μεταβιβάζει, αποδέχεται μεταβιβάσεις στο όνομα της οποιωνδήποτε κινητών αξιών ιδιοκτησίας του που ήσαν εγγεγραμμένες στο ΧΑΚ.
.............................
Οι ενάγοντες μετά την αποδοχή της αίτησης, στις 3.7.96 (με αποτέλεσμα όλοι οι όροι της να μετατραπούν σε όρους πια της δημιουργηθείσας μεταξύ τους σύμβασης ως το Τεκμήριο 1), άνοιξαν στο όνομα του εναγόμενου 1 τον τρεχούμενο λογαριασμό περιθωρίου ασφαλείας (margin account), με αριθμό 0173-11-00957 [βλ. Τεκμήριο 6(1)], ο οποίος μετά άλλαξε σε 0110-11-107585 [βλ. Τεκμήριο 6(2)] και τέλος σε 0184-22-046816 [βλ. Τεκμήριο 6(3)], βάσει εσωτερικών κανονισμών των εναγόντων. Συγχρόνως η CISCO άνοιξε λογαριασμό πελάτη στο όνομα του εναγόμενου 1, με αριθμό 00900550, ώστε να έχει τη δυνατότητα να διενεργεί χρηματιστηριακές πράξεις με βάση το σχέδιο. ..........................
..............................
Όταν πραγματοποιούταν μια συναλλαγή, η CISCO εξέδιδε και απόστελλε προς τους ενάγοντες τα αντίστοιχα πινακίδια συναλλαγής (contract notes), μαζί με τις εξουσιοδοτήσεις για την ανάλογη χρεοπίστωση του λογαριασμού. Η αγορά μετοχών γινόταν με οδηγίες των εναγομένων προς τη CISCO, η οποία και αναλάμβανε πλέον την εκτέλεση των αντίστοιχων χρηματιστηριακών πράξεων.
Εάν ο εναγόμενος 1 ήθελε να πουλήσει κινητές αξίες τότε οι ενάγοντες με οδηγίες του ή της CISCO (και πάλιν κατόπιν οδηγιών του), αποδέσμευαν τις κινητές αξίες που ήθελε να πουλήσει.
Με την παραλαβή ή τη διαμήνυση της εντολής, η CISCO συμπλήρωνε τα πινακίδια συναλλαγής και τα έστελνε στους ενάγοντες οι οποίοι με τη σειρά τους, αναλόγως του αν αφορούσαν σε πώληση ή αγορά μετοχών, χρεοπίστωναν το λογαριασμό με το ποσό της συναλλαγής. Οι εντολές καταχωρούνταν στο τερματικό της CISCO και ακολούθως διοχετεύονταν ηλεκτρονικώς προς εκτέλεση στο τερματικό του ΧΑΚ (βλ. Τεκμήριο 22, με αναφορά στις εντολές με αριθμό 2789, 2790, 2791 και 2792). Τα σχετικά πινακίδια συναλλαγής φαίνονται στο Τεκμήριο 8(1), διατυπώνονται δε με ακρίβεια και στους λογαριασμούς - Τεκμήρια 6 και 7. Όλες οι εντολές/συναλλαγές του εναγόμενου 1, παρουσιάζονται με ακρίβεια στις χρονολογικές καταστάσεις συναλλαγών (CHRONOLOGICAL TRANSACTION REPORTS) - Τεκμήρια 23 μέχρι 40. Οι εντολές εκτελούνταν πλήρως, μερικώς ή καθόλου αναλόγως των όρων τους, τη διακύμανση των τιμών και τη διαθεσιμότητα των αφορούντων τίτλων. Η CISCO παραλάμβανε σε ηλεκτρονική μορφή από το σύστημα του ΧΑΚ κατάσταση διενεργηθεισών πράξεων συμφώνως των οποίων εκδίδονταν και τα πινακίδια συναλλαγής. Με την έκδοση των πινακιδίων αυτών η CISCO ενημέρωνε την κατάσταση Security Transaction Report στην οποία είναι καταγραμμένες όλες οι συναλλαγές το όνομα του εναγομένου 1 για την περίοδο 1996 και μέρος του 1997, ως το Τεκμήριο 41. Ο εναγόμενος 1 πέραν των προφορικών εντολών που είχε δώσει προς τη CISCO και οι οποίες είχαν καταχωρισθεί στο ηλεκτρονικό αρχείο εντολών ως τα Τεκμήρια 22-40, απόστειλε με φαξ στα γραφεία της CISCO στις 18.10.99, χωρίς περιορισμό διάρκειας εκτέλεσης για πώληση 3.000 μετοχών της εταιρείας Cytrustees Investment Company Ltd, ως το Τεκμήριο 42. Η εντολή εκτελέστηκε στις 15.11.99 και ως εκ τούτου εκδόθηκαν 4 πινακίδια συναλλαγής [βλ. Τεκμήριο 8(46)]. Στα Τεκμήρια 43 και 44 διατυπώνονται άλλες εντολές του εναγόμενου 1 και του εναγόμενου 2. Η εντολή - Τεκμήριο 44, δεν εκτελέστηκε λόγω φόρτου εργασίας στο ΧΑΚ σε συνδυασμό με την ώρα υποβολής της.
Η CISCO αποδέσμευσε προς όφελος του εναγόμενου 1 στα πλαίσια του σχεδίου μετοχές και δικαιώματα αγοράς συνολικής αξίας Λ.Κ.81.684 (βλ. Τεκμήρια 46-52).
Στην εξέλιξη των πραγμάτων, ο λογαριασμός του εναγόμενου 1 δημιούργησε υπόλοιπο το οποίο θα έπρεπε να καλυφθεί ή να αποπληρωθεί συμφώνως της σύμβασης προς τους ενάγοντες, με τους τελευταίους να προβαίνουν σε σχετικές οχλήσεις προς τον ίδιο, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το ίδιο έπραξε και η CISCO, όπως για παράδειγμα με την επιστολή ημερομηνίας 11.12.01 (βλ. Τεκμήριο 53). Απόρροια τούτου ήταν, εν τέλει, ο τερματισμός της σύμβασης και του λογαριασμού από τους ενάγοντες στις 20.2.03, με το Τεκμήριο 10(α). Ο τερματισμός έλαβε χώραν δικαιολογημένως και νομίμως αφού ο εναγόμενος 1 παραβίασε ουσιώδεις όρους της σύμβασης που αφορούσαν την υποχρέωση του για έγκαιρη και πλήρη αποπληρωμή των εκάστοτε οφειλομένων. Στις 20.2.03, οι ενάγοντες ενημέρωσαν προσηκόντως τον εναγόμενο 2, ως εγγυητή περί του τερματισμού καλώντας τον να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο και πάλιν όμως χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα [βλ. Τεκμήριο 10(β)].
Η επιστολή των εναγόντων - Τεκμήριο 10(α) αφορούσε στο λογαριασμό του εναγόμενου 1 όταν αυτός έφερε αριθμό 0173-11-009575, ως το Τεκμήριο 6(2) και πριν την επακόλουθη αλλαγή του σε 0184-22-046816, ως το Τεκμήριο 6(3), λόγω του χαρακτηρισμού του πια ως προβληματικού.»
Τελικά το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση: (α) εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2 αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, για ποσό €165.381,38, πλέον τόκο προς 10,5% ετησίως από 1.1.2008, μέχρι εξοφλήσεως, (β) διάταγμα εναντίον του Εφεσείοντος 1 ως οι παράγραφοι 13(β) και (γ) της Έκθεσης Απαιτήσεως για πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών και υπογραφή όλων των αναγκαίων εγγράφων για υλοποίηση της πώλησης και (γ) έξοδα, πλέον ΦΠΑ. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση, χωρίς να εκδώσει οποιαδήποτε άλλη διαταγή ως προς τα έξοδα.
Οι Εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση. Στην Ειδοποίηση Έφεσης, η οποία αποτελείται από 33 σελίδες, περιλαμβάνονται 26 λόγοι έφεσης. Επειδή τα τελευταία δύο χρόνια το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε αρκετές αποφάσεις για τα ίδια θέματα που θίγονται από τους Εφεσείοντες, ο δικηγόρος τους, με δήλωση του απέσυρε δέκα από τους λόγους έφεσης, ήτοι τους λόγους 6, 7, 8, 15, 16, 19, 22, 23, 24 και 25.
Ο δικηγόρος των Εφεσειόντων, προς υποστήριξη της έφεσης καταχώρησε περίγραμμα αγόρευσης το οποίο αποτελείται από 113 πυκνογραμμένες σελίδες. Για να δικαιολογήσει το μακροσκελές περίγραμμά του, ανέφερε ότι η έκταση της αγόρευσης του «είναι επιβεβλημένη εν όψει των νομικών ζητημάτων που προβάλλονται και της πολυπλοκότητας τους». Κατά την κρίση μας, η δήλωση του κ. Παπαντωνίου δείχνει παντελή παραγνώριση στα όσα μέχρι σήμερα έχουν νομολογηθεί σε πρόσφατες υποθέσεις που εμφανίστηκε ο ίδιος και στις οποίες προώθησε πανομοιότυπες ή παρόμοιες νομικές θέσεις, οι οποίες απορρίφθηκαν από το Εφετείο (βλ. υποθέσεις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1131, Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1238, Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Π.Ε. 305/08, ημερ. 21.12.2011, Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, Π.Ε. 356/08, ημερ. 22.12.2011, Μαρκίδης ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. 303/08, ημερ. 8.3.2012, Καραγιάννης κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε. 275/08, ημερ. 26.10.2012, Μάτση ν. Ellinas Finance Ltd, Π.Ε. 98/09, ημερ. 31.10.2012).
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι με αναφορά κυρίως σε πρωτόδικες αποφάσεις και όχι στην πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που υπάρχει σε σχέση με επενδυτικά σχέδια, υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Μη νομιμοποίηση Εφεσιβλήτων να εγείρουν αγωγή - Λόγος έφεσης 1
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι νομιμοποιούνταν να εγείρουν την αγωγή εναντίον τους, αφού όπως διατείνονται, η Σύμβαση αποτελούσε κοινό επενδυτικό σχέδιο των Εφεσιβλήτων και του Επενδυτικού Οργανισμού CISCO.
Το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με τη νομιμοποίηση των Εφεσιβλήτων να εναγάγουν τους Εφεσείοντες, ανέφερε τα εξής:-
«Το γεγονός ότι η αίτηση του εναγόμενου 1 εγκρίθηκε και από τη CISCO ουδόλως θα μπορούσε να οδηγήσει στα συμπεράσματα που εισηγήθηκε ο κ. Παπαντωνίου περί συνομολόγησης δήθεν της σύμβασης και με τον οργανισμό αυτό ή μόνον με αυτόν και όχι αποκλειστικώς με τους ενάγοντες, αφού αναδύεται με απόλυτη καθαρότητα από τη μαρτυρία ότι στην πραγματικότητα η σύμβαση έγινε μεταξύ εναγόντων και εναγομένου 1. Η έγκριση της CISCO δεν αφορούσε στην ουσία της συμφωνίας/σύμβασης (αφού οι συμβαλλόμενοι ήσαν μόνον οι ενάγοντες και ο εναγόμενος 1), παρά μόνον ήταν τυπικής μορφής λόγω της υποχρεωτικής εμπλοκής της ως μελλοντικής πληρεξουσίου αντιπροσώπου του εναγόμενου 1 βάσει του όρου 11 της σύμβασης και τίποτε περισσότερο.»
Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Με βάση το επενδυτικό σχέδιο, οι Εφεσίβλητοι θα παραχωρούσαν στον Εφεσείοντα 1 πιστωτική διευκόλυνση ύψους £50.000 για να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την αγοραπωλησία μετοχών που θα διενεργείτο μέσω της CISCO, η οποία διορίζετο πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εφεσείοντος 1. Οι ρόλοι των Εφεσιβλήτων και της CISCO με βάση τις συμφωνίες που υπογράφηκαν (Τεκμήρια 1, 2 και 3), είναι διακριτοί. Σύμφωνα με τον ερμηνευτικό όρο 1 της Σύμβασης «"Tράπεζα" σημαίνει την Τράπεζα Κύπρου Λτδ.» και όχι τη CISCO η οποία ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του Εφεσείοντος 1, δεν θα μπορούσε να εμπλακεί στη σύμβαση παροχής πιστωτικής διευκόλυνσης από τους Εφεσιβλήτους προς τον Εφεσείοντα 1. Εν πάση περιπτώσει, εάν οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι δυνάμει της Σύμβασης εμπλέκετο και η CISCO στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων, γιατί δεν έλαβαν μέτρα να την καταστήσουν διάδικο στη δικαστική διαδικασία. Κατά την κρίση μας, το δικαστήριο κατανόησε ορθά τη λειτουργία του επενδυτικού σχεδίου και το ρόλο τόσο των διαδίκων όσο και της CISCO και το αντίθετο παράπονο των Εφεσειόντων καθόλου δεν ευσταθεί.
Μη απαιτητό ποσό - Λόγος έφεσης 2
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες αμφισβητούν το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι υπήρξε τερματισμός της σύμβασης. Ισχυρίζονται ότι, σύμφωνα με τον όρο 5 του Τεκμηρίου 1, για να καταστεί οποιοδήποτε ποσό απαιτητό θα έπρεπε προηγουμένως να τερματιστεί ο λογαριασμός. Ως εκ τούτου, προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε απόφαση για ποσό που δεν είχε καταστεί απαιτητό. Πιο συγκεκριμένα, ο Εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι η επιστολή τερματισμού, Τεκμήριο 10(α), στην πραγματικότητα δεν τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό (margin account με αρ. 0173-11-00957), αλλά άλλο λογαριασμό (0110-11-107585).
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως φαίνεται από το απόσπασμα από τη σελίδα 9 της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο παραθέσαμε πιο πάνω, ο τρεχούμενος λογαριασμός τύπου «margin account» που ανοίχθηκε στο όνομα του Εφεσείοντος 1, έφερε αρχικά αριθμό 0173-11-00957 [Τεκμήριο 6(1)], ο οποίος στη συνέχεια άλλαξε για να μετατραπεί σε αρ. 0110-11-107585 [Τεκμήριο 6(2)] για να αλλάξει εκ νέου, βάσει εσωτερικών κανονισμών των εναγόντων που σχετίζονταν με προβληματικούς λογαριασμούς, και να μετατραπεί τελικά σε λογαριασμό με αρ. 0184-22-046816 [Τεκμήριο 6(3)].
Όπως φαίνεται από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όλες οι πιο πάνω τεκμηριωμένες αλλαγές ήταν σε γνώση του Εφεσείοντος 1 και το παράπονο του ότι ο τερματισμός με την επιστολή, Τεκμήριο 10(α), αφορούσε στο λογαριασμό 0110-11-107585, ο οποίος ήταν ξένος προς τον Εφεσείοντα 1, είναι εντελώς ανεδαφικό και αντίθετο με τη μαρτυρία που έγινε αποδεχτή από το δικαστήριο.
Ως προς το κύριο παράπονο ότι το ποσό δεν κατέστη απαιτητό, είναι επίσης ορθή η εκ του περισσού παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου (σελ. 13 της απόφασης), ότι ο όρος 5 της Σύμβασης, Τεκμήριο 1, εν πάση περιπτώσει «δεν αναγάγει τον τερματισμό ως απόλυτη προϋπόθεση ενεργοποίησης του διαβήματος..», αλλά παρέχει τη δυνατότητα τερματισμού και απαίτησης οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού, ακόμη και χωρίς προειδοποίηση προς τον επενδυτή.
Ευρήματα αξιοπιστίας - Λόγοι έφεσης 3, 17 και 18
Οι Εφεσείοντες θεωρούν τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου ως εσφαλμένα, αντινομικά, αόριστα και χωρίς αυτά να τεκμηριώνονται από τα πρακτικά της διαδικασίας. Σύμφωνα με το συνήγορο τους, η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες του έκαναν «αρνητική εντύπωση», είναι αναιτιολόγητη και αυθαίρετη.
Έχουμε μελετήσει τον τρόπο που ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε τόσο τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων, όσο και τους Εφεσείοντες και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε το μεμπτό. Όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί, το έργο της αξιολόγησης αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο λόγω της άμεσης επαφής του με τους μάρτυρες στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να τους αξιολογήσει. Το Εφετείο αν και διατηρεί το δικαίωμα επέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, εντούτοις σπάνια επεμβαίνει και αυτό γίνεται στις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις που τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία του μάρτυρα δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 691 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1(B) AAΔ.974).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν αόριστη και ατεκμηρίωτη, όπως εισηγήθηκε ο κ. Παπαντωνίου. Από τα όσα καταγράφονται στις σελίδες 5-7 της πρωτόδικης απόφασης, καθόλου δεν τεκμηριώνονται οι εισηγήσεις της δικηγόρου των Εφεσειόντων. Ιδιαίτερα ως προς τους δύο Εφεσείοντες ο πρωτόδικος δικαστής δίδει αρκετά παραδείγματα των αντιφάσεων και ανακολουθιών στη μαρτυρία τους, με αποτέλεσμα η αντίθετη εισήγηση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, περί έλλειψης παντελούς αιτιολόγησης, να παραμένει αστήρικτη. Ως προς τους δύο μάρτυρες των Εφεσιβλήτων, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής έκαμε μνεία στις κάποιες μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία τους, αλλά τις έκρινε επουσιώδεις σε βαθμό που να μην αλλοιώνουν την ουσία της μαρτυρίας τους. Σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας, για να επέμβει το Εφετείο θα πρέπει οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία των μαρτύρων. Κάτι τέτοιο σίγουρα δεν συμβαίνει εδώ.
Οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας και δημόσια πολιτική - Λόγοι έφεσης 4 και 5
Οι δύο αυτοί λόγοι έφεσης, αποτελούν διαζευκτικούς λόγους σε περίπτωση που ο πρώτος λόγος κριθεί από το Εφετείο ότι δεν ευσταθεί. Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση ότι οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν χαράσσουν δημόσια πολιτική και περαιτέρω παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε τις συγκεκριμένες Εγκυκλίους οι οποίες, κατά την εισήγηση του δικηγόρου τους, έθεταν στους Εφεσίβλητους υποχρέωση να κλείσουν τον επίδικο επενδυτικό λογαριασμό.
Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση να αποκαλύψουν την ύπαρξη των Εγκυκλίων (Τεκμήρια 65-67), καθώς και να επεξηγήσουν τους κινδύνους που προέκυπταν από τη λειτουργία τέτοιων λογαριασμών.
Δεν θα ασχοληθούμε σε έκταση με το θέμα των Εγκυκλίων και με τα όσα εισηγήθηκε ο δικηγόρος των Εφεσειόντων ότι προκύπτουν από το περιεχόμενό τους. Το Εφετείο είχε την ευκαιρία σε αρκετές υποθέσεις να ασχοληθεί με τα ίδια θέματα που τέθηκαν από τον ίδιο τον κ. Α. Παπαντωνίου και να απορρίψει παρόμοιες εισηγήσεις με αυτές που προβάλλει σήμερα. Αναφερόμαστε ιδιαίτερα στις υποθέσεις Συρίμη ν. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ, ανωτέρω, και Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ, ανωτέρω.
Όπως επιβεβαιώθηκε στη Συρίμη, ανωτέρω, οι Εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν απαγόρευαν το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού και ούτε υπαγόρευαν το κλείσιμο τους. Περιορίζονται στο να παράσχουν υποδείξεις προς τις τράπεζες για καλύτερο χειρισμό διαφόρων θεμάτων, χωρίς να εγείρεται θέμα δημόσιας πολιτικής. Δυστυχώς ο κ. Παπαντωνίου ενώ αναφέρθηκε σε άλλες αποφάσεις, παρέλειψε να φέρει σε γνώση του Εφετείου, όπως είχε καθήκον, όλη τη νομολογία επί του θέματος, έστω και αν αυτή δεν υποστηρίζει τις θέσεις του. Με παρόμοιο τρόπο χειρίστηκε το θέμα στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, ανωτέρω, για να προκαλέσει και εκεί τα σχόλια του Εφετείου για την παράλειψή του να εκπληρώσει το καθήκον του προς το Δικαστήριο. Κατά την κρίση μας, δεν υπάρχει έρεισμα στους υπό εξέταση λόγους έφεσης 4 και 5. Οι θέσεις που διατύπωσε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, οι οποίες διατυπώθηκαν πολύ πριν εκδοθούν οι αποφάσεις Συρίμη, Καλλικάς και Γρηγορίου, είναι ορθές και συνάδουν απόλυτα με τα όσα σε κατοπινό στάδιο νομολογήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στις πιο πάνω αλλά και σε άλλες αποφάσεις.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις Εφεσειόντων σε σχέση με εκποίηση των ενεχυριασθέντων μετοχών - Λόγοι έφεσης 9, 11, 12 και 21
Ο όρος 7 της Σύμβασης (Τεκμήριο 1) για συμμετοχή στο Σχέδιο, προβλέπει ότι:-
«7. Ουσιώδης όρος του Σχεδίου είναι ότι ο Επενδυτής υποχρεούται να συνεισφέρει και να διατηρεί εξασφαλίσεις και/ή ενεχυριάσεις υπό μορφή μετρητών ή άλλων ισάξιων κινητών αξιών του Χρηματιστηρίου Κύπρου σε ποσοστό 25% πέραν του εγκεκριμένου ορίου του Λογαριασμού Επενδυτή. Αν η συνεισφορά του Επενδυτή συνίσταται σε άλλη εξασφάλιση, τότε αυτή θα ενεχυριάζεται και/ή επιβαρύνεται και/ή δεσμεύεται προς όφελος της Τράπεζας. Για το σκοπό υπολογισμού της εξασφάλισης τα δικαιώματα αγοράς μετοχών (warrants) θα λαμβάνονται υπόψη στο 50% της αγοραίας τους αξίας.».
Περαιτέρω με βάση τον όρο 11 του Εγγράφου Ενεχυρίασης Κινητών Αξιών (Τεκμήριο 4), οι Εφεσίβλητοι είχαν δικαίωμα «χωρίς ειδοποίηση» προς τους Εφεσείοντες, να πωλήσουν όλο ή μέρος των ενεχυριασμένων τίτλων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα. Στη σελίδα 19 της απόφασης του, ανέφερε τα εξής:-
«Οι ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να ζυγιάσουν κατά την απόφαση τους κατά πόσον να πουλήσουν ή να μην πουλήσουν τις ενεχυριασθείσες μετοχές, τα συμφέροντα του εναγόμενου 1. Μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμά τους όποτε αυτοί επέλεγαν με μόνον καθήκον να πουλήσουν τις αξίες στην τρέχουσα τιμή αγοράς κατά το χρόνο πώλησης (βλ. Silven Properties and Another v. Royal Bank of Scotland Plc and Others (2004) 4 All ER 484).
Δικαίωμα πώλησης των αξιών του διατηρούσε και ο εναγόμενος 1 ο οποίος κάλλιστα θα μπορούσε να το ενασκήσει όποτε ήθελε για να εξοφλήσει το χρέος του ή ακόμη και για να μειώσει την όποια ζημιά του, όμως δεν το έπραξε. ..................
.............................
Το ότι οι ενάγοντες θα μπορούσαν στη συνήθη πορεία των πραγμάτων (in the ordinary course of business), να πουλούσαν τις ενεχυριασθείσες μετοχές (και παραβλέπω χάριν συζήτησης το γεγονός ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία ως προς τις διακυμάνσεις της αξίας τους στους χρόνους εκείνους που οι εναγόμενοι υποτίθεται ότι θεωρούσαν κρίσιμους), ήταν κάτι που δεν ήσαν υπόχρεοι να το πράξουν μόνον και μόνον επειδή κατά την άποψη του εναγόμενου 1, λόγω λανθασμένης εντύπωσης και πεποίθησης του για την οποία καμιά ευθύνη δεν έχουν οι ενάγοντες, αυτό ήταν ή θα μπορούσε να ήταν καλύτερο για τον ίδιο υπό τις περιστάσεις (βλ. Chitty, On Contracts, 27η εκδ., 1994, Τομ. 1, παρ. 26-051).
Η αναφορά του κ. Παπαντωνίου στο άρθρο 73(3) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σε μια προσπάθεια να πείσει ότι οι ενάγοντες όφειλαν να λάμβαναν μέτρα για μείωση ή αποτροπή της ζημιάς τους, κρίνεται αδόκιμη. Το άρθρο αυτό αφορά στον προσδιορισμό των συνεπειών της παράβασης σύμβασης και όχι στα αίτια που την προκαλούν.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι ενάγοντες ενήργησαν νομίμως και επιμελώς στην κάθε περίπτωση που αφορά στη σύμβαση και ποτέ κατά παράβαση των όποιων καθηκόντων τους έναντι των εναγομένων, προβαίνοντας συν τοις άλλοις σε όλα τα εύλογα διαβήματα για περιορισμό τόσον τη δικής τους ζημιάς όσον και αυτής των εναγομένων, με αυτά που τους αποδίδουν οι τελευταίοι να μη βρίσκουν πραγματικό ή νομικό έρεισμα.»
Οι Εφεσείοντες με αναφορά στους πιο πάνω όρους, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε τον όρο 7 του Επενδυτικού Σχεδίου (Τεκμήριο 1) ότι καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης θα έπρεπε να διατηρείται η αναλογία εξασφάλισης ώστε να προστατεύεται ο επενδυτικός λογαριασμός. Επίσης, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να πωλήσουν τις υπό εγγύηση μετοχές για να αποτρέψουν ή μειώσουν τη ζημιά τους.
Ούτε εδώ προτιθέμεθα να επεκταθούμε. Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι απόλυτα ορθή και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο, παρά να παραπέμψουμε στα νομολογηθέντα στη Συρίμη, Καλλικάς, Καραγιάννη, Γρηγορίου και Ζερβού κ.α., ανωτέρω, στις οποίες το Εφετείο απέρριψε παρόμοια επιχειρήματα που τέθηκαν από τον ίδιο τον κ. Παπαντωνίου.
Κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι απέδειξαν ολιγωρία και απέσεισαν το βάρος απόδειξης που είχαν - Λόγοι έφεσης 10, 13 και 14
Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν υποχρέωση: (α) να ειδοποιήσουν άμεσα τον Εφεσείοντα 1 για την ανατροπή των συμφωνηθεισών αναλογιών εξασφάλισης, (β) σε περίπτωση που ο Εφεσείων 1 δεν ανταποκρινόταν, να πωλήσουν άμεσα τις μετοχές του ώστε να εισπράξουν το λαβείν τους και (γ) να πωλήσουν έγκαιρα τις υπό δέσμευση μετοχές, αφού ο Εφεσείων μετά τον Ιούλιο 2000, δεν είχε πλέον δικαίωμα πώλησης τους.
Περαιτέρω διατυπώθηκε η θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να είχε εξετάσει το άρθρο 51 σε συνδυασμό με το άρθρο 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 για να αποφανθεί κατά πόσον το βάρος απόδειξης αμέλειας, υπό τις περιστάσεις, μετατίθετο στους Εφεσιβλήτους για να αποδείξουν ότι, ως επαγγελματίες, δεν ήσαν αμελείς.
Οι Εφεσείοντες επίσης διατύπωσαν παράπονο ότι οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν να αποδείξουν το χρέος, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εσφαλμένα ότι το Τεκμήριο 6 αποτελούσε εκ πρώτης όψεως απόδειξη όλων των καταχωρίσεων που υπήρχαν σ' αυτό.
Έχουμε εξετάσει τα παράπονα που διατυπώνει ο δικηγόρος των Εφεσειόντων αλλά αυτά κατά την κρίση μας δεν έχουν έρεισμα. Ο πρωτόδικος δικαστής στην απόφαση του εξέτασε το θέμα της ολιγωρίας και έδωσε πειστικούς λόγους προτού απορρίψει τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων. Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που στα πλαίσια του λόγου έφεσης 1 κρίναμε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση να πωλήσουν τις μετοχές αλλά δικαίωμα, τα πλείστα επιχειρήματα του δικηγόρου των Εφεσειόντων αποδυναμώνονται. Όπως ορθά υποδεικνύει και ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής στην απόφασή του, μετά τον τερματισμό ο Εφεσείων 1 επανειλημμένως υποσχόταν ότι θα διευθετούσε την οφειλή του προς την τράπεζα το συντομότερο δυνατό, γι' αυτό οι Εφεσίβλητοι συναινούσαν συνεχώς ένεκα της προοπτικής διευθέτησης. Εν πάση περιπτώσει, ο Εφεσείων 1 ο οποίος κατά πάντα ουσιώδη χρόνο γνώριζε για την πτωτική τάση των μετοχών κατά την ουσιώδη περίοδο, ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή ζήτησε να ασκήσει το δικαίωμα του να πωλήσει τις μετοχές του, ώστε να μειώσει το ύψος της οφειλής του. Οι αρχές στην υπόθεση Marketrends Finance Ltd ν. Πέρδικου κ.α. (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1042 δεν τυγχάνουν εφαρμογής, αφού εκεί οι Εφεσείοντες ήταν διαχειριστές των μετοχών, ενώ στην προκειμένη περίπτωση οι μετοχές είχαν ενεχυριαστεί στους Εφεσίβλητους, ενώ ο Εφεσείων 1 παρέμενε πάντοτε ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης τους. Όπως υποδείχθηκε στη Συρίμη, ανωτέρω, δεν ετίθετο θέμα δημιουργίας, είτε εμπιστεύματος, είτε ανάληψης υποχρέωσης για διαχείριση του χαρτοφυλακίου του Εφεσείοντος 1. Σχετική επί του θέματος είναι επίσης η υπόθεση Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, ανωτέρω και Γρηγορίου ν. Euroinvestment & Finance Ltd, ανωτέρω, οι οποίες υιοθέτησαν τα αποφασισθέντα στη Συρίμη, καθώς και τη διάκριση επί των γεγονότων της Marketrends Finance Ltd v. Πέρδικου, ανωτέρω.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι φανερό ότι δεν ευσταθούν ούτε τα επιχειρήματα περί μετατόπισης του βάρους απόδειξης στους Εφεσίβλητους στη βάση του άρθρου 55 του Κεφ. 148, για να αποδείξουν ότι δεν ήταν αμελείς. Κατ' αρχάς, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι Εφεσίβλητοι ήταν απλώς ενεχυροδανειστές, ενώ ο Εφεσείων 1 ως ιδιοκτήτης των μετοχών, διατηρούσε τον πλήρη έλεγχο για τις μετοχές και μπορούσε ανά πάσα στιγμή να δώσει οδηγίες για πώληση των μετοχών αναλαμβάνοντας έτσι ο ίδιος ως επενδυτής και τον ανάλογο κίνδυνο. Πέραν τούτου, ο Εφεσείων 1 δεν στερείτο γνώσης ή μέσων γνώσης των πραγματικών περιστατικών τα οποία προκάλεσαν το συμβάν το οποίο οδήγησε στη ζημιά. Αναμφίβολα δεν πρόκειται για περίπτωση εφαρμογής της αρχής του κοινοδικαίου ότι «το πράγμα μιλά από μόνο του» ("res ipsa loquitur") η οποία εισάγεται στο δίκαιο μας διά του άρθρου 55 του Κεφ. 148. Εν πάση περιπτώσει, βάσει της Συμφωνίας Διαχείρισης των Μετοχών (Τεκμήριο 2) και του Πληρεξουσίου Εγγράφου (Τεκμήριο 3) που δόθηκε, η CISCO φαίνεται να ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και χρηματιστής του Εφεσείοντος 1, χωρίς οι Εφεσίβλητοι να έχουν σχέση με το επενδυτικό μέρος του Σχεδίου ώστε να τίθεται θέμα αμέλειας ή ολιγωρίας εκ μέρους τους. Κατά την κρίση μας, οι Εφεσίβλητοι με τη μαρτυρία που προσκόμισαν απέσεισαν το νομικό βάρος που είχαν στους ώμους τους για να αποδείξουν την υπόθεσή τους και τεκμηρίωσαν, κυρίως με έγγραφη μαρτυρία, την απαίτησή τους.
Κατά πόσον υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή του Ν. 93(Ι)/96) - Λόγος έφεσης 20
Οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένα τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν. 93(Ι)/96) και ειδικά τα άρθρα 6(1) και 7. Περαιτέρω, ότι αγνοήθηκαν οι πρόνοιες της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ που αφορούν στα ίδια θέματα με το Νόμο 93(Ι)/96.
Δεν ευσταθεί ο λόγος έφεσης. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Συρίμη, ανωτέρω, στην οποία ο κ. Παπαντωνίου προώθησε παρόμοιο λόγο έφεσης, αλλά το Εφετείο απέρριψε τις θέσεις του. Δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο, παρά να παραπέμψουμε στα εκεί αποφασισθέντα.
Κατά πόσο ορθά εξεδόθη απόφαση κατά του εγγυητή - Λόγος έφεσης 26
Με δεδομένο ότι η Σύμβαση (Τεκμήριο 1) υπογράφηκε στις 3.7.1996 και η Συμφωνία Εγγύησης (Τεκμήριο 5) στις 3.2.1997, ο Εφεσείων 2 θεωρεί ότι δεν υπήρχε νόμιμη εγγύηση, αφού η Συμφωνία Εγγύησης υπογράφηκε μετά τη Σύμβαση. Όπως υποστήριξε ο συνήγορος του, το πρωτόδικο δικαστήριο ερμηνεύοντας εσφαλμένα τη σχετική νομολογία περί παρελθοντικής αντιπαροχής, θεώρησε νόμιμη την εγγύηση.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Όπως ορθά υποδεικνύει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο Εφεσείων 2 εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις του Εφεσείοντα 1 βάσει της Σύμβασης. Σύμφωνα με τον όρο 2 του Τεκμηρίου 5, η εγγύηση αφορούσε σε «όλες τις υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, είτε οι υποχρεώσεις αυτές είναι παρούσες, ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν ή πιθανό να καταστούν απαιτητές..». Ως προς την παρελθοντική αντιπαροχή, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι εισηγήσεις του κ. Παπαντωνίου δεν βρίσκουν έρεισμα στην κυπριακή νομολογία, σύμφωνα με την οποία παρελθοντική αντιπαροχή θεωρείται βάσει των προνοιών του άρθρου 2 του Κεφ. 149, νόμιμη και αποδεχτή, σε αντίθεση με τα όσα ισχύουν στην Αγγλία. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Εταιρεία Διαθέσεως Τσιμέντων Βασιλικού Απόλλων Λτδ ν. Καθητζιώτη (1998) 1 ΑΑΔ 687, Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 ΑΑΔ 991 και Raif v. Dervish (1971) 1 CLR 158 στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον ΦΠΑ, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων 1 και 2.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΕΠς