ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 1 ΑΑΔ 142
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση αρ. 202/2012).
18 Ιανουαρίου, 2013
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964.
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΗΜΕΡ. 23.11.2012.
__________________________
Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex-tempore)
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση αυτή ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώριση αιτήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 23.11.2012, στην Ποινική Υπόθεση 14313/10.
Σύμφωνα με τον αιτητή το πρωτόδικο δικαστήριο διέπραξε έκδηλη παρανομία, παραβίασε συνταγματικά δικαιώματα του και συγκεκριμένα αυτά που πηγάζουν από το άρθρο 30 του Συντάγματος και επίσης παραβίασε αρχές της φυσικής δικαιοσύνης αναφορικά με τη δίκαιη δίκη καθώς και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Είναι το βασικό παράπονο του αιτητή ότι, ενώ ο ίδιος υπέβαλε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι αυτό (το δικαστήριο) θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την εκδίκαση της αίτησης του για διόρθωση πρακτικών, ex debito justitiae, δηλαδή καθηκόντως και με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, ένεκα του ότι η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής δεν θα μπορούσε να ενεργήσει ως κριτής της δικής της υπόθεσης, το δικαστήριο, αντί να αποφασίσει επί της εισηγήσεως του αιτητή, προχώρησε και εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας της αιτήσεως για διόρθωση των πρακτικών, χωρίς να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί προς υποστήριξη της αίτησης του.
Εξέτασα με προσοχή τα ενώπιον μου στοιχεία και από την εξέταση αυτή κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:
Ο αιτητής αρχικά υπέβαλε αίτηση για εξαίρεση της ευπαίδευτης πρωτόδικης Δικαστού. Αυτό έγινε στις 5.4.2012, όταν δηλαδή ο αιτητής ζήτησε ρητά την εξαίρεση της Δικαστού παραδίδοντας και γραπτό κείμενο της αγόρευσης του προς υποστήριξη της θέσης του. Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε την απόφαση του την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 5.4.2012. Με ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι το αίτημα για εξαίρεση της, από την εκδίκαση της υπόθεσης, ήταν αδικαιολόγητο, στερείτο ερείσματος και ως εκ τούτου το απέρριψε. Στη συνέχεια δόθηκαν διάφορες ημερομηνίες με σκοπό ο αιτητής να ετοιμάσει την αγόρευση του επί της αιτήσεως για διόρθωση των πρακτικών. Συγκεκριμένα έγιναν εμφανίσεις στις 3.5.2012 οπόταν ο αιτητής ζήτησε παράταση χρόνου για επίδοση της αίτησης του για διόρθωση των πρακτικών στην άλλη πλευρά. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 22.5.2012. Μέχρι τότε η αίτηση είχε επιδοθεί και δόθηκε χρόνος για καταχώριση ένστασης από την άλλη πλευρά. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 18.6.2012, οπόταν καταχωρήθηκε η ένσταση, αλλά ο αιτητής ζήτησε περαιτέρω χρόνο για προετοιμασία της αγόρευσης του. Παρά την εισήγηση του αιτητή να οριστεί η αίτηση μετά τις θερινές διακοπές, το δικαστήριο την όρισε στις 6.7.2012, πριν τις θερινές διακοπές του 2012, επειδή θεώρησε ότι η υπόθεση ήταν επείγουσα καθότι επρόκειτο περί αιτήσεως που επηρέαζε την πορεία της έφεσης του αιτητή, δηλαδή της Ποινικής Έφεσης 43/11, την οποία ο αιτητής καταχώρησε στις 10.3.2011 εναντίον ποινής, που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο. Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ποινής που του επιβλήθηκε. Στις 6.7.2012 ο αιτητής ζήτησε περαιτέρω χρόνο για την προετοιμασία της αγόρευσης του και το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση στις 28.9.2012. Στις 28.9.2012 ο αιτητής παρουσίασε στο δικαστήριο έγγραφο με επικεφαλίδα: «Αγόρευση προσωπικά από τον κατηγορούμενο-αιτητή», την οποία παρέδωσε στο δικαστήριο. Μετά την παράδοση του εγγράφου αυτού ο αιτητής υπέβαλε στο δικαστήριο ότι, σύμφωνα με τη γενική αρχή δικαίου ότι ουδείς μπορεί να είναι κριτής της δικής του υπόθεσης, το δικαστήριο θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την εκδίκαση αυτής της υπόθεσης. Το δικαστήριο απάντησε στον αιτητή ότι το ζήτημα της εξαίρεσης του, είχε αποφασιστεί με προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 5.4.2012. Ο αιτητής επέμεινε λέγοντας ότι προηγουμένως είχε υποβάλει ο ίδιος αίτηση για εξαίρεση της δικαστού ενώ τώρα ζητούσε από το δικαστήριο να εξαιρεθεί το ίδιο, καθηκόντως, με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης εφαρμόζοντας την προαναφερόμενη νομική αρχή nemo judex in causa sua. Το δικαστήριο, στη συνέχεια, επιφύλαξε την απόφαση του, την οποία έδωσε στις 23.11.2012.
Στις 23.11.2012, με απόφαση του δικαστηρίου επί της αιτήσεως του αιτητή ημερ. 15.3.2012 για διόρθωση των πρακτικών, το δικαστήριο αποφάσισε ότι κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείτο, ότι ο αιτητής δεν είχε αποσείσει το βάρος που είχε να αποδείξει τα κατ΄ ισχυρισμό, λάθη στα πρακτικά που είχαν γίνει και κατά συνέπεια απέρριψε την αίτηση του.
Αγορεύοντας ενώπιον μου σήμερα ο αιτητής ανέφερε ότι θα μπορούσε να καταχωρήσει έφεση εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 23.11.2012, όμως αυτό θα είναι χρονοβόρο. Μια έφεση πιθανόν να πάρει 1-1½ χρόνο ή και περισσότερο και υπό τις περιστάσεις θα προκαλέσει αδικία στον αιτητή επειδή εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου η ποινική του έφεση 43/11 στην οποία ο ίδιος θα πρέπει να καταχωρήσει το διάγραμμα του. Σύμφωνα με τον αιτητή η προώθηση της έφεσης του θα είναι τουλάχιστον δυσχερής, αν όχι και αδύνατη, αν δεν διορθωθούν πρώτα τα πρακτικά του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με την επιθυμία του.
Είναι θεμελιωμένες οι αρχές με βάση τις οποίες παρέχεται άδεια για καταχώριση αιτήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Το προνομιακό ένταλμα Certiorari δίδεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διόρθωση καταφανών νομικών λαθών ή υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους των πρωτοδίκων δικαστηρίων. Σε καμιά περίπτωση το προνομιακό ένταλμα δεν είναι υποκατάστατη θεραπεία της εφέσεως. Εκεί όπου χωρεί έφεση ή άλλο ένδικο μέσο εναντίον μιας πρωτόδικης απόφασης, δεν δίνεται άδεια για καταχώριση αιτήσεων για προνομιακά εντάλματα, εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχω διαγνώσει οποιαδήποτε υπέρβαση εξουσίας ή έκδηλη παρανομία ή προφανές νομικό σφάλμα εκ μέρους του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε το αίτημα για εξαίρεση του, και το αποφάσισε με ενδιάμεση απόφαση δίδοντας τους λόγους που έδωσε. Η απόφαση εκείνη θα μπορούσε να είχε εφεσιβληθεί. Στη συνέχεια ο αιτητής επέμενε στο αίτημα για εξαίρεση δικαιολογώντας το όμως στη βάση του καθήκοντος του πρωτοδίκου δικαστηρίου να σεβαστεί τον προαναφερόμενο κανόνα nemo judex in causa sua και να αυτοεξαιρεθεί. Το δικαστήριο παρέπεμψε τον αιτητή στην προηγούμενη απόφαση του. Στη συνέχεια, αφού ο αιτητής είχε δώσει και το προαναφερόμενο έγγραφο με τίτλο: «Αγόρευση του αιτητή στην αίτηση για διόρθωση πρακτικών», εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του στις 23.11.2012, η οποία επίσης θα μπορούσε να εφεσιβληθεί.
Δεν θεωρώ το γεγονός ότι μια έφεση εναντίον της απόφασης της 23.11.2012 είναι δυνατό να πάρει χρόνο κατά την εκδίκαση της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εκκρεμεί η ποινική έφεση του αιτητή με αρ. 43/11, συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομολογία, για να δοθεί άδεια στον αιτητή να καταχωρήσει αίτηση για προνομιακό ένταλμα Certiorari στην παρούσα υπόθεση.
Επομένως, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, και ειδικά επειδή δεν έχω διαγνώσει οποιοδήποτε καταφανές νομικό σφάλμα ή υπέρβαση εξουσίας, έστω και εκ πρώτης όψεως, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου, αλλά και επειδή θεωρώ ότι στη διάθεση του αιτητή υπάρχει και το ένδικο μέσο της έφεσης, και επειδή δεν έχω πειστεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση της ζητούμενης άδειας, απορρίπτω την αίτηση του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.