ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2637
30 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2007)
(Αγωγή Αρ. 8074/01)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΝΤΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
v.
1. ΚΩΣΤΑ ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,
2. MAXDATA HOLDINGS LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΥΠΟ ΤΗΝ
ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης 2.
_________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 190/2007)
(Αγωγή Αρ. 8075/01)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΥΝΤΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος 1,
v.
1. ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα,
2. MAXDATA HOLDINGS LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΥΠO ΤΗΝ
ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ,
Εφεσίβλητης-Εναγόμενης 2.
_________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 191/2007)
(Αγωγή Αρ. 8075/01 και Αγωγή Αρ. 8074/01)
MAXDATA HOLDINGS LTD, ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΙΜΩΝΟΣ ΥΠΟ ΤΗΝ
ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη 2,
v.
1. ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 8075/01,
2. ΚΩΣΤΑ ΦΟΙΒΟΥ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 8074/01,
3. ΜΙΧΑΛΗ ΜΟΥΝΤΗ,
Εναγομένου 1.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/2007, 190/2007, 191/2007)
Συμβάσεις ― Ψευδείς παραστάσεις ― Συνομολόγηση συμφωνίας με ψευδείς παραστάσεις ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε άκυρη η σύναψη συμφωνίας διά παροχή Δανείου σε Μετοχές σε εταιρεία με την προοπτική εισαγωγής στο Χρηματιστήριο και επιδικάστηκαν αποζημιώσεις ― Δεν απαιτείται σύμφωνα με το Άρθρο 18(α) του Κεφ. 149, η ύπαρξη πρόθεσης εξαπάτησης σε σχέση με τις παραστάσεις που κρίνονται ψευδείς.
Συμβάσεις ― Ψευδείς παραστάσεις ― Στις περιπτώσεις που συμφωνία εκτελείται και παραβιάζεται, δεν ενδείκνυται να εγείρεται θέμα ψευδών παραστάσεων.
Πολιτική Δικονομία ― Δικογράφιση ισχυρισμών ― Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφό του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει.
Οι εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον δύο πρωτόδικων αποφάσεων οι οποίες εκδόθηκαν εναντίον τους στο πλαίσιο αγωγών που προωθήκαν ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, και με τις οποίες αποφασίστηκε ότι η συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, έγινε με ψευδείς παραστάσεις, εκδόθηκε σχετική αναγνωριστική απόφαση και επιδικάστηκαν σχετικές αποζημιώσεις.
Οι εναγόμενοι - εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιο πάνω αποφάσεων με διαφορετικές εφέσεις, οι οποίες, λόγω της συνάφειάς τους, ακούστηκαν μαζί.
Οι αγωγές, όπως τελικά διαμορφώθηκαν τα δικόγραφα, στρέφονταν εναντίον δύο εναγομένων - του εναγομένου 1, εφεσείοντα στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και της εναγομένης 2, εφεσίβλητης 2 στις πιο πάνω εφέσεις και εφεσείουσας στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07 εναντίον της οποίας, από 13/12/2001, εκδόθηκε Διάταγμα Εκκαθάρισης και, ακολούθως, στις 2/7/2002, διορίστηκε Εκκαθαριστής της περιουσίας της.
Ο εκκαθαριστής, ενάγων στην Αγωγή Αρ. 8075/01 - εφεσίβλητος 1 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 190/07, είναι πατέρας του ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 8074/01 - εφεσίβλητου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 189/07.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη, η κατάληξη ως προς τα πραγματικά γεγονότα ήταν η εξής:
Ο εναγόμενος 1 το 2000 ύστερα από σχετικές παραστάσεις που έκανε στον ενάγοντα 2 αναφορικά με τις προοπτικές επένδυσης στην εταιρεία Maxdata Holdings Ltd, ο τελευταίος κατέβαλε υπό μορφή δανείου σε μετοχές προς εταιρεία Maxdata Holdings Ltd, το ποσό των £50.000 στερλινών. Για το σκοπό αυτό υπέγραψε σχετική συμφωνία που κατατέθηκε ως Τεκμήριο.
Σε μεταγενέστερο στάδιο, ο ενάγοντας 1 αφού ήρθε σε επικοινωνία με τον εναγόμενο 1, διευθέτησε συνάντηση στο σπίτι του και κάλεσε διάφορους γνωστούς και φίλους του για να τύχουν και οι ίδιοι ενημέρωσης για τις ως άνω προοπτικές επένδυσης. Η συνάντηση έγινε στις 8.5.00 στο σπίτι του ενάγοντα 1 στη Λεμεσό.
Εκεί ο εναγόμενος ενημέρωσε τους παρευρισκομένους για την επενδυτική ευκαιρία που προσφερόταν. Μετά την ενημέρωση, ο ενάγοντας 1 επένδυσε £325.000. Πλήρωσε το ποσό με επιταγή ιδίας ημερομηνίας. Ταυτόχρονα υπέγραψε το ίδιο έντυπο 'Συμφωνίας Διά Παροχή Δανείου σε Μετοχές Προς την Maxdata Holdings Ltd' που κατατέθηκε ως Τεκμήριο, που όπως και η προηγούμενη δεν έφερε ημερομηνία αφού το σχετικό μέρος παρέμεινε κενό. Ταυτόχρονα ο εναγόμενος 1 συνέταξε και υπόγραψε χειρόγραφη σημείωση στην οποία ο ίδιος αναγνώριζε παραλαβή του ποσού από τον ενάγοντα 1.
Στην ίδια συνάντηση κατέβαλαν χρήματα και άλλοι από τους παρευρισκόμενους.
Περί το τέλος Ιουνίου, ο ενάγοντας 2 μέσω του πατέρα του στην Κύπρο κατέβαλε με τον ίδιο τρόπο στον εναγόμενο 1, άλλες £20.000. Σχετική ήταν η συμφωνία για παροχή δανείου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο με το φωτοαντίγραφο της επιταγής.
Στις 25.8.2000 ο εναγόμενος 1 απέστειλε στον ενάγοντα 1 επιστολή με την οποία τον «πληροφορούσε ότι η αμετάκλητη αίτηση σας για επένδυση στον όμιλο των εταιρειών μας με το ποσό £325.000.00 έγινε αποδεχτή». Ταυτόχρονα του εσώκλεισε δείγμα διαφημιστικής εκστρατείας που είχε ξεκινήσει.
Όλες οι συμφωνίες δανείου που υπογράφηκαν προέβλεπαν ότι αν μέσα σε οκτώ μήνες από της υπογραφής, η εταιρεία δεν εισαγόταν στο ΧΑΚ ώστε να παραχωρηθούν οι μετοχές στους δανειστές, το δάνειο θα επιστρεφόταν. Για τα πρώτα δάνεια του Απριλίου, η οκτάμηνη περίοδος έληγε περί το τέλος του 2000.
Η πορεία ένταξης της εναγόμενης 2 στο ΧΑΚ καθυστέρησε επειδή δεν δίδονταν τα απαιτούμενα στοιχεία από όλους τους εμπλεκόμενους.
Μετά την πάροδο του χρόνου και συγκεκριμένα περί τα μέσα προς το τέλος Αυγούστου 2000, άρχισαν να εντείνονται τα προβλήματα στην πορεία ένταξης της εταιρείας στο ΧΑΚ και να φτάνουν στα αυτιά του εναγόμενου 1, πληροφορίες για ατασθαλίες εκ μέρους του Ανδρέα Αθανασίου, διευθύνοντος συμβούλου της εναγόμενης 2.
Ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος 1 περί το τέλος Αυγούστου αναγκάστηκε να καταγγείλει τη συμπεριφορά του στην εταιρεία Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή, η οποία είχε αναλάβει την ένταξη της εταιρείας στο ΧΑΚ.
Στις 12.10.00 καταχωρήθηκε από τις εταιρείες του εναγόμενου 1 και τη σύζυγο του η αγωγή 10164/00 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εναγόμενης 2, της Maxdata Ltd και του Ανδρέα Αθανασίου. Επίσης οι ενάγοντες εξασφάλισαν παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο παγοποιούνταν τα περιουσιακά στοιχεία των εναγομένων.
Στις 30.10.00 οι ενάγοντες 1 και 2 απέστειλαν τις πρώτες επιστολές με τις οποίες ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν, εξηγώντας ότι αυτό οφειλόταν στο αρνητικό κλίμα που άρχισε να διαμορφώνεται στο χρηματιστήριο Κύπρου, στις αλλαγές που επήλθαν στην πορεία δημοσιοποίησης της εναγόμενης 2 και στην αρνητική δημοσιότητα που υπήρξε για το θέμα στην Κύπρο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι, από πλευράς εφεσείοντα, έγιναν παραστάσεις, μερικές εκ των οποίων ήταν ψευδείς. Συγκεκριμένα, ήταν ψευδείς οι παραστάσεις του ότι αυτός ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών, ότι η εταιρεία Maxdata Holdings Ltd προήλθε από τη συγχώνευση άλλων εταιρειών, ότι αυτή ήταν ένας πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός, ιδιοκτήτρια πολλών ακινήτων και ότι η μετοχή της θα άνοιγε στο Χ.Α.Κ. στην τιμή των £5.00.
Οι εν λόγω ψευδείς παραστάσεις, κατέληξε, ήταν αυτές που, ουσιαστικά, συνέβαλαν στο να συναινέσουν οι πατέρας και γιος στη σύναψη των Συμφωνιών - Τεκμήρια 3, 5 και 7 και ότι οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση, με εύλογη επιμέλεια, να διαπιστώσουν ότι οι συγκεκριμένες παραστάσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Με τις εφέσεις υποστηρίχθηκε ότι:
Λόγος έφεσης 1 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για προσωπική ευθύνη και οικειοποίηση των ποσών των £20.000,00 και £325.000,00 που ο εναγόμενος 1 εισέπραξε από τους Κώστα και Φοίβο, πατέρα και γιο, αντίστοιχα, υπό μορφή δανείου για λογαριασμό της Maxdata είναι λανθασμένη, εφόσον ο ίδιος ήταν άμεσα και/ή έμμεσα εξουσιοδοτημένος από αυτή να τα χρησιμοποιήσει για εξόφληση χρεών των εταιρειών του, στα πλαίσια της προσυμφωνίας για εξαγορά των εταιρειών του από τη Maxdata - Τεκμήριο 37(15-18) - (η «προσυμφωνία»).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούσαν. Η προσυμφωνία για αγορά από τη Maxdata ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου συγκεκριμένων εταιρειών του εφεσείοντα και της συζύγου του δεν αποτελούσε δεσμευτική συμφωνία, ώστε τα χρήματα που ο εφεσείων εισέπραττε για λογαριασμό της Maxdata να μπορεί, στη βάση της, να τα διαθέσει για τους σκοπούς των εταιρειών του. Συνεπώς, το όλο ζήτημα αφορά το κατά πόσο υπήρχε ή δεν υπήρχε εξουσιοδότηση της Maxdata προς τον εφεσείοντα να τα χρησιμοποιήσει για σκοπούς άλλους από αυτούς που δίδονταν. Ήταν γεγονός ότι η μόνη μαρτυρία για το ζήτημα αυτό προήλθε από τον εφεσείοντα. Αυτό, όμως, δεν οδηγούσε στην, άνευ ετέρου, αποδοχή της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως είχε καθήκον, την εξέτασε, αλλά δεν την έκρινε πειστική, για λόγους που, με λεπτομέρεια, εξηγούνται στην απόφασή του.
2. Ότι ο εφεσείων ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της, προκύπτει από την παράδοση σ' αυτόν των εντύπων των συμφωνιών δανείου και από όσα ο ίδιος ανέφερε στους Φοίβο και Κώστα γι' αυτήν, με σκοπό να τους πείσει να επενδύσουν τα χρήματά τους. Τα όσα τους ανέφερε προέρχονταν από έντυπα που του έδωσε η Maxdata και ανακοινώσεις της στον τύπο, τις οποίες ο ίδιος γνώριζε. Μερικές, μάλιστα, εξ αυτών δέχτηκε ότι ήταν ανακριβείς.
Λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07:
Βάση των αγωγών ήταν συμφωνία για αγορά μετοχών και αποζημιώσεις για παράβασή της και/ή αποζημιώσεις για τα αδικήματα του δόλου και της παράνομης οικειοποίησης. Με την Έκθεση Απαίτησης, όμως, προωθήθηκε απαίτηση για ακύρωση συμφωνίας για δανειοδότηση, με δόλο, η οποία θα εξοφλείτο με την έκδοση μετοχών, και όχι οποιαδήποτε απαίτηση για οικειοποίηση από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταργώντας πλήρως τα δικόγραφα, κατέληξε σε ακύρωση των συμφωνιών δανείου, ως αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων, βρίσκοντας, ταυτόχρονα, τον εφεσείοντα υπεύθυνο για παράνομη οικειοποίηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ήταν ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι, στις περιπτώσεις που συμφωνία εκτελείται και παραβιάζεται, δεν ενδείκνυται να εγείρεται θέμα ψευδών παραστάσεων. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, η διαπίστωση ήταν ότι δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια που να συνιστούσε εκτέλεση των συμφωνιών, ώστε αυτοί να εμποδίζονται να ζητήσουν ακύρωσή τους εξ υπαρχής.
2. Η θεραπεία για δόλο και ψευδείς παραστάσεις περιλαμβανόταν από την αρχή, στο οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και, συνεπώς, η αξίωση για επιστροφή των ποσών υπό μορφή αποζημιώσεων δεν αποτελούσε νέα αιτία αγωγής, ούτε ήταν αντιφατική με την προηγούμενη θεραπεία.
3. Η συμπερίληψη στη Γενική Οπισθογράφηση διαζευκτικού ισχυρισμού για διάρρηξη της συμφωνίας δεν εμπόδιζε να εγκαταλειφθεί η διαζευκτική θεραπεία των αποζημιώσεων για παράβασή της και να προωθηθεί η αιτία αγωγής στη βάση του δόλου και των ψευδών παραστάσεων, η οποία, από την αρχή, είχε τεθεί. Οι δικογραφημένες θέσεις υποστηρίχτηκαν με μαρτυρία, τόσο γραπτή όσο και προφορική, και ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να τις αντικρούσει.
4. Από το σύνολο δε της μαρτυρίας - προφορικής και γραπτής προέκυψε ότι αυτός, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Maxdata.
Λόγοι έφεσης 5 και 6 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07:
Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι συγκεκριμένες παραστάσεις που έγιναν από τον ίδιο σε πατέρα και γιό ενάγοντες, ήταν ψευδείς και ότι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να το διαπιστώσουν με εύλογη επιμέλεια.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούσαν. Υιοθετήθηκαν και για τους σκοπούς αυτού του λόγου τα όσα αναφέρθησαν κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Εφόσον η προσυμφωνία δεν αποτελούσε συμφωνία, η δήλωση του εφεσείοντα ότι αυτός ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών της Maxdata, ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν αληθής, όπως δεν ήταν αληθείς και οι υπόλοιπες παραστάσεις του, οι οποίες κρίθηκαν ως τέτοιες.
2. Ο εφεσείων, ως αντιπρόσωπος της Maxdata, δε δικαιολογείτο, έστω και αν ο ίδιος πίστευε ότι τα όσα έλεγε ήταν αληθινά, να βεβαιώνει τους Φοίβο και Κώστα ότι η Maxdata προήλθε από τη συγχώνευση μεγάλου αριθμού εταιρειών και ήταν πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός και ιδιοκτήτρια πολλών ακινήτων, εφόσον, όπως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του, μέσα από τα ενημερωτικά δελτία της Maxdata, διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανακρίβειες.
3. Η μη ύπαρξη πρόθεσης εξαπάτησης δεν ερχόταν σε αντίφαση με, ούτε επιδρούσε στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις παραστάσεις που κρίθηκαν ως ψευδείς, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 18(α) του Κεφ. 149, τέτοια πρόθεση δεν απαιτείται.
Λόγος έφεσης 7 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και 5 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Η μαρτυρία των Φοίβου και Κώστα, πατέρα και γιου και, ιδιαίτερα, το περιεχόμενο των επιστολών με τις οποίες αυτοί ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων τους δεν αξιολογήθηκαν ορθά. Δεν αποδόθηκε στη συμπεριφορά τους η σημασία που έπρεπε. Αυτοί, πριν την εμπλοκή δικηγόρων, δεν παραπονέθηκαν για δόλο ή ψευδείς παραστάσεις. Επιδίωκαν επιστροφή των χρημάτων τους όχι λόγω ψευδών παραστάσεων αλλά λόγω κατάρρευσης του Χ.Α.Κ.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν ήταν ορθή η τη θέση ότι η απαίτηση για επιστροφή των χρημάτων έγινε στη βάση της πτώσης του Χ.Α.Κ. Από την αναφορά στην επιστολή του Φοίβου προς τον εφεσείοντα, με την οποία του ζητούσε επιστροφή των χρημάτων του, για παραπομπή του θέματος στην Αστυνομία, είναι ενδεικτικό ότι οι Φοίβος και Κώστας θεωρούσαν ότι όσα τους έλεγε ο εφεσείων δεν ήταν αληθινά. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων γίνεται όχι αποσπασματικά αλλά λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας.
Λόγος έφεσης 4 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα της πολλαπλότητας των διαδικασιών.
Αποφασίστηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είχε εγερθεί. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, προειδοποίησε τον εαυτό του, έτσι ώστε το ίδιο να μην υπεισέλθει σε θέματα που αφορούσαν σε άλλη αγωγή, στο βαθμό, βέβαια, που του ήταν δυνατό, ενόψει της απαίτησης του εφεσείοντα εναντίον της Maxdata για συνεισφορά.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Loucaides v. C. D. Hay and Sons Ltd. (1971) 1 C.L.R. 134,
Markidou v. Kiliaris a.o. (1983) 1 C.L.R. 392,
Vasilico Cem. Works Ltd a.o. v. World Tide Ship. Corporation a.o. (1996) 1 Α.Α.Δ. 389,
Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818,
Καστάνος κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα (Χρημ.) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374,
Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41,
Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938,
Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1493.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ερωτοκρίτου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 8074/01), ημερομηνιας 19/6/2007.
Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07, και 190/07 και τον Εφεσίβλητο 3 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07.
Σ. Φασουλιώτης, για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Εφεσίβλητο 1 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 189/07, τον Εφεσίβλητο 1 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 190/07 και τους Εφεσίβλητους 1 και 2 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07.
Αντ. Σωτηρίου, για την Εφεσίβλητη 2 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και την Εφεσείουσα στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Στις 19/6/2007, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στα πλαίσια των Αγωγών Αρ. 8075/01 και 8074/01, η εκδίκαση των οποίων διήρκεσε, σχεδόν, ένα χρόνο, δικαίωσε τους ενάγοντες και εξέδωσε απόφαση υπέρ τους, ως ακολούθως:-
Αγωγή Αρ. 8075/01:
«Αναφορικά με την απαίτηση του ενάγοντα εναντίον των δύο εναγομένων:
1. Εκδίδεται δήλωση ότι η εναγόμενη 2 με ψευδείς παραστάσεις μέσω του αντιπροσώπου της εναγόμενου 1, απέσπασε τη συναίνεση του ενάγοντα για τη συνομολόγηση της συμφωνίας, Τεκμ. 3.
2. Διάταγμα ότι η πιο πάνω συμφωνία είναι άκυρη συνεπεία ψευδών παραστάσεων.
3. Αντί άλλης αποκατάστασης επιδικάζονται εναντίον και των δυο εναγομένων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως αποζημιώσεις ύψους £325.000, οι οποίες αντιστοιχούν στο ποσό που ο ενάγοντας πλήρωσε στον αντιπρόσωπο της εναγόμενης 2 υπό συνθήκες που καθιστούν την εναγόμενη 2 υπεύθυνη και τον εναγόμενο 1 προσωπικά υπεύθυνο.
4. Τόκο 8% επί του πιο πάνω ποσού από τις 26.11.01, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.
5. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 1 και 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Όμως η ευθύνη του κάθε εναγόμενου θα περιορίζεται στο ½ των εξόδων του ενάγοντα.
Αναφορικά με την απαίτηση του εναγόμενου 1 εναντίον της εναγόμενης 2:
1. Η απαίτηση του εναγόμενου 1 εναντίον της εναγόμενης 2 απορρίπτεται.
2. Αναφορικά με τα έξοδα μεταξύ του εναγόμενου και της εναγόμενης 2, έχοντας υπόψη το αποτέλεσμα και τις περιστάσεις της υπόθεσης, ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια και δεν εκδίδω κανένα διάταγμα.»
Αγωγή Αρ. 8074/01:
«Αναφορικά με την απαίτηση του ενάγοντα εναντίον των δυο εναγομένων:
1. Εκδίδεται δήλωση ότι η εναγόμενη 2 απέσπασε με ψευδείς παραστάσεις από τον ενάγοντα τη συναίνεση του για τη συνομολόγηση των δύο συμφωνιών, Τεκμ. 7 και Τεκμ. 5.
2. Διάταγμα ότι οι πιο πάνω συμφωνίες είναι άκυρες συνεπεία ψευδών παραστάσεων.
3. Αντί άλλης αποκατάστασης επιδικάζονται εναντίον της εναγόμενης 2 αποζημιώσεις για ποσό £50.000 στερλινών ή το ισόποσο σε κυπριακές λίρες, το οποίο ο ενάγων πλήρωσε στον αντιπρόσωπο της εναγόμενης 2.
4. Εναντίον και των δυο εναγομένων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως επιδικάζονται αποζημιώσεις για ποσό £20.000 το οποίο πληρώθηκε στον αντιπρόσωπο της εναγόμενης υπό συνθήκες που καθιστούν την εναγόμενη 2 υπεύθυνη και τον εναγόμενο 1 προσωπικά υπεύθυνο.
5. Νόμιμο τόκο 8% επί των πιο πάνω ποσών από 26.11.01, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής.
6. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του ενάγοντα και εναντίον των εναγομένων 1 και 2, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η ευθύνη του κάθε εναγόμενου να περιορίζεται στο ½ των εξόδων του ενάγοντα.
Αναφορικά με την απαίτηση του εναγόμενου 1 εναντίον της εναγόμενης 2:
Οι αξιώσεις του εναγόμενου 1 εναντίον της εναγόμενης 2 απορρίπτονται ως μη αποδειχθείσες και χωρίς κανένα διάταγμα για τα έξοδα.»
Οι εναγόμενοι - εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα των πιο πάνω αποφάσεων με τις υπό εξέταση εφέσεις, οι οποίες, λόγω της συνάφειάς τους, ακούστηκαν μαζί.
Οι αγωγές, όπως τελικά διαμορφώθηκαν τα δικόγραφα, στρέφονταν εναντίον δύο εναγομένων - του εναγομένου 1, εφεσείοντα στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 - (ο «εφεσείων») - και της εναγομένης 2, εφεσίβλητης 2 στις πιο πάνω εφέσεις και εφεσείουσας στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07 - (η "Maxdata") - εναντίον της οποίας, από 13/12/2001, εκδόθηκε Διάταγμα Εκκαθάρισης και, ακολούθως, στις 2/7/2002, ο Λεωνίδας Κίμωνος διορίστηκε Εκκαθαριστής της περιουσίας της.
Ο Φοίβος Παπαχριστοφόρου, ενάγων στην Αγωγή Αρ. 8075/01 - εφεσίβλητος 1 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 190/07, (ο «Φοίβος»), είναι πατέρας του Κώστα Παπαχριστοφόρου, ενάγοντα στην Αγωγή Αρ. 8074/01 - εφεσίβλητου στην Πολιτική Έφεση Αρ. 189/07, (ο «Κώστας»). Η εκδοχή του Φοίβου, κατοίκου Λεμεσού από το 1995, ήταν ότι, περί το τέλος Απριλίου του 2000, πληροφορήθηκε από τους υιούς του, μόνιμους κατοίκους Αγγλίας, ότι ο εφεσείων τους επισκέφτηκε στο Birmingham, όπου κατοικούσαν, και τους ενημέρωσε «για την ευκαιρία του αιώνα να επενδύσουν χρήματα στην Κύπρο». Αρχές Μαΐου του 2000, ο εφεσείων, σε συνάντηση που είχε μαζί του, του παρέστησε ψευδώς και/ή δολίως ότι ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών της Maxdata, πανίσχυρου, όπως του είπε, οικονομικού οργανισμού, που προήλθε από την ένωση και/ή συγχώνευση δεκατριών άλλων εταιρειών, με μεγάλες επενδύσεις σε όλον τον κόσμο, ιδιοκτήτριας τριών μεγάλων βιομηχανικών μονάδων, πολυκατοικιών και άλλων κτηρίων σε ολόκληρη την Κύπρο και του πρότεινε να του πωλήσει μετοχές από το εν λόγω πακέτο, προς 65 σεντ της λίρας την κάθε μια. Ταυτόχρονα, του ανέφερε ότι ξεκίνησε η διαδικασία δημοσιοποίησης της Maxdata, ότι αυτή θα εισαγόταν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, (το «Χ.Α.Κ.»), το αργότερο, μέχρι τις 30/9/2000, ότι η μετοχή της θα άνοιγε, τουλάχιστον, στην τιμή των £5,00 και ότι η προτεινόμενη επένδυση ήταν σίγουρη και κερδοφόρα. Του είπε, επίσης, ότι ήταν αναγκαίο και/ή προς το συμφέρον του να υπογράψει το έντυπο με τίτλο: «ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΔΑΝΕΙΟΥ ΣΕ ΜΕΤΟΧΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ maxDATA HOLDINGS LTD» και πως κάτι τέτοιο έκαμαν και όλες οι άλλες εταιρείες που εισήχθησαν στο Χ.Α.Κ., επειδή αυτό τις βοηθούσε να δείξουν στις Αρχές του Χ.Α.Κ. ότι είχαν στη διάθεσή τους μεγάλα κεφάλαια. Προς τούτο, του παρουσίασε και υπέγραψε δακτυλογραφημένο έγγραφο χωρίς ημερομηνία. Έδωσε επιταγή στον εφεσείοντα για το ποσό των £325.000,00, ο οποίος ανέλαβε να του μεταβιβάσει από το πακέτο των μετοχών που κατείχε στη Maxdata τον αντίστοιχο αριθμό μετοχών. Στις 25/8/2000, έλαβε επιστολή από τον εφεσείοντα, με την οποία αυτός τον πληροφορούσε ότι η αίτησή του για επένδυση έγινε δεκτή. Ο εφεσείων εξαργύρωσε την επιταγή, αλλά, μέχρι σήμερα, δεν του μεταβίβασε οποιαδήποτε μετοχή.
Πρόσθετα και/ή διαζευκτικά των πιο πάνω, ο Φοίβος ισχυρίζεται ότι ο εφεσείων και ο Ανδρέας Αθανασίου, Διευθύνων Σύμβουλος της Maxdata, συνωμότησαν, ενώ οι ίδιοι γνώριζαν ότι τα περιουσιακά στοιχεία της Maxdata δεν είχαν οποιαδήποτε αξία, να την παρουσιάζουν προς πιθανούς επενδυτές ως έναν πανίσχυρο οικονομικό οργανισμό, που βρισκόταν στο στάδιο της δημοσιοποίησης, και της οποίας αυτοί, όπως έλεγαν, ήταν μεγαλομέτοχοι. Τόσο ο εφεσείων όσο και ο Ανδρέας Αθανασίου και άλλα πρόσωπα σκόπευαν να οικειοποιηθούν τα χρήματα των επενδυτών και/ή να τα χρησιμοποιήσουν για δικές τους ανάγκες. Με επιστολή του δικηγόρου του, ημερομηνίας 19/12/2000, κάλεσε τον εφεσείοντα να επιστρέψει στον ίδιο και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του τα χρήματα που, με δόλιο τρόπο, αυτός απέσπασε. Ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα να καταχωρίσει την Αγωγή Αρ. 8075/01, με την οποία αξιώνονταν οι πιο κάτω θεραπείες:-
«1. Διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται άκυρη εξ υπαρχής η συμφωνία που έγινε στις 8.5.2000.
2. Απόφαση για επιστροφή του ποσού των £325.000.
3. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά αποζημιώσεις για ψευδείς και δόλιες παραστάσεις.
4. Τόκο, αφού μέρος των χρημάτων που πληρώθηκαν προήλθε από δάνειο για τη σύναψη του οποίου ο ενάγων πληρώνει τόκο προς 8½% ετησίως.
5. Δήλωση ότι ο εναγόμενος 1 απέσπασε διά δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων την υπογραφή του ενάγοντα σε γραπτή συμφωνία, χωρίς ημερομηνία.»
Ο εφεσείων αρνείται όλους τους ισχυρισμούς του Φοίβου και ισχυρίζεται ότι ο ίδιος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Maxdata, με την οποία ο Φοίβος συνήψε τη συμφωνία δανείου και ότι το δάνειο θα εξοφλείτο εντός οκτώ μηνών από την υπογραφή της, με την έκδοση και παραχώρηση σ' αυτόν μετοχών της. Ισχυρίζεται ότι του επεξηγήθηκε πλήρως ότι το ποσό των £325.000,00 καταβλήθηκε ως δάνειο και όχι για αγορά μετοχών, αφού η Maxdata, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν σε θέση να πωλήσει μετοχές και ότι το εν λόγω ποσό αυτός το εισέπραξε για λογαριασμό της Maxdata και το κατέβαλε σε θυγατρική της εταιρεία. Εναντίον της Maxdata και του Α. Αθανασίου καταχώρισε και ο ίδιος αγωγή, την Αρ. 10164/00, αξιώνοντας επιστροφή των ποσών που της κατέβαλε, γεγονός που ο Φοίβος γνώριζε, με αποτέλεσμα να κωλύεται να εγείρει εναντίον του θέμα δόλου και απάτης. Ο ίδιος δεν εισέπραξε οποιοδήποτε ποσό για λογαριασμό του, ούτε υπέγραψε, υπό την προσωπική του ιδιότητα, οποιαδήποτε συμφωνία.
Ο Φοίβος, με την Απάντησή του, επαναλαμβάνει όλους τους ισχυρισμούς της Έκθεσης Απαίτησής του και, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος κατέβαλε τα χρήματα στον εφεσείοντα προσωπικά, ότι η συμφωνία αφορούσε την πώληση μετοχών από το πακέτο μετοχών που αυτός είχε στο κεφάλαιο της Maxdata, όπως, άλλωστε, αναφέρεται στη σχετική απόδειξη που του δόθηκε, ημερομηνίας 8/5/2000. Αρνείται ότι επικρότησε τις προσπάθειες του εφεσείοντα εναντίον της Maxdata για επιστροφή των χρημάτων του.
Η Maxdata, με την Υπεράσπισή της, προβάλλει ότι οι ισχυρισμοί του Φοίβου για δόλο δεν την αφορούν, η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε επαφή μαζί του, ούτε είχε ανάμειξη στην υπογραφή της ισχυριζόμενης συμφωνίας δανείου και ούτε εξουσιοδότησε τον εφεσείοντα να ενεργεί για λογαριασμό της. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, αυτός ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης μόνο 5 μετοχών στο κεφάλαιό της. Περαιτέρω, αρνείται ότι ο εφεσείων κατέβαλε σ' αυτήν το διεκδικούμενο από το Φοίβο ποσό των £325.000,00.
Ο εφεσείων απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Maxdata και ισχυρίζεται ότι εισέπραξε το ποσό από το Φοίβο, ως αντιπρόσωπός της, υπό μορφή δανείου και το κατέβαλε σ' αυτήν μέσω εταιρείας που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών, έναντι απόδειξης. Ισχυρίζεται ότι, σε περίπτωση που ο ίδιος κληθεί να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό στο Φοίβο, η Maxdata είναι υποχρεωμένη να τον αποζημιώσει και να τον καλύψει πλήρως.
Στην ίδια γραμμή ήταν και οι ισχυρισμοί των μερών στην Αγωγή Αρ. 8074/01, με τη Maxdata, όμως, να προβάλλει, μεταξύ άλλων, έναντι του εφεσείοντα, ότι αυτός, από το ποσό των £1.990.000,00, το οποίο ο ίδιος παραδέχεται ότι εισέπραξε, κατακράτησε ποσό £708.597,00 και το χρησιμοποίησε προς όφελος της εταιρείας Mountis Electronics & Systems (Cyprus) Ltd, της οποίας είναι ο κύριος μέτοχος και Διευθυντής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρά του Τάκη Θεοδοσίου, ως προσανατολισμένη να καταδείξει ότι αυτός δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη, παραθέτοντας σειρά αναφορών στη μαρτυρία τους, που το εμπόδιζαν να την δεχτεί. Στη βάση της μαρτυρίας των Φοίβου, Κώστα και ενός μάρτυρά τους, που αποδέχτηκε ως αξιόπιστη, και των ενώπιόν του εγγράφων και παραδεκτών γεγονότων, κατέληξε στα πιο κάτω, τα οποία και παραθέτουμε:-
«Ο εναγόμενος 1 σε χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί αλλά μέσα στον Απρίλιο του 2000 επισκέφθηκε το Birmingham. Στο σπίτι του κουμπάρου και φίλου του Αναστάσιου Μένοικου κλήθηκαν και παρευρέθηκαν πολλοί Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι του Birmingham και της γύρω περιοχής. Σκοπός της σύναξης ήταν για να τους ενημερώσει ο εναγόμενος 1 για τις προοπτικές επένδυσης στην εναγόμενη 2 - Maxdata Holdings Ltd. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και ο εναγόμενος 2 Κωστάκης Παπαχριστοφόρου. Τα όσα λέχθηκαν στη συνάντηση αμφισβητούνται έντονα από τον εναγόμενο 1 γι' αυτό και θα ασχοληθώ ειδικά για το θέμα σε μεταγενέστερο στάδιο. Είναι δεχτό ότι μετά τη συνάντηση ο ενάγοντας 2 κατέβαλε υπό μορφή 'δανείου σε μετοχές προς εταιρεία Maxdata Holdings Ltd' το ποσό των £50.000 στερλινών. Για το σκοπό αυτό υπέγραψε σχετική συμφωνία - Τεκμ. 7. ...
Στη συνέχεια και περί το τέλος Απριλίου του 2000 ο ενάγοντας 2 τηλεφώνησε στον πατέρα του, ο οποίος τότε επαναπατρίστηκε στην Κύπρο και τον ενημέρωσε για την προοπτική ή δυνατότητα επένδυσης στην εναγόμενη 2. Τον προέτρεψε δε να επικοινωνήσει με τον εναγόμενο 1. Πράγματι στις αρχές Μαΐου 2000 ο ενάγοντας 1 μετά που ήρθε σε επικοινωνία με τον εναγόμενο, διευθέτησε συνάντηση στο σπίτι του και κάλεσε διάφορους γνωστούς και φίλους του για να τύχουν και οι ίδιοι ενημέρωσης. Η συνάντηση βρίσκω ότι έγινε στις 8.5.00 στο σπίτι του ενάγοντα 1 στη Λεμεσό.
Εκεί ο εναγόμενος ενημέρωσε τους παρευρισκομένους για την επενδυτική ευκαιρία που προσφερόταν. Το περιεχόμενο και αυτής της ενημέρωσης είναι άκρως αμφισβητούμενο, γι' αυτό θα τύχει ειδικής εξέτασης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όμως μετά την ενημέρωση, ο ενάγοντας 1 επένδυσε £325.000. Πλήρωσε το ποσό με επιταγή της Λαϊκής Τράπεζας ημερομηνίας 8.5.2000. Ταυτόχρονα υπόγραψε το ίδιο έντυπο 'Συμφωνίας Διά Παροχή Δανείου σε Μετοχές Προς την Maxdata Holdings Ltd'. Η συμφωνία - Τεκμ. 3 - όπως και η προηγούμενη δεν φέρει ημερομηνία αφού το σχετικό μέρος παρέμεινε κενό. Ταυτόχρονα ο εναγόμενος 1 συνέταξε και υπόγραψε χειρόγραφη σημείωση στην οποία ο ίδιος αναγνωρίζει παραλαβή του πιο πάνω ποσού από τον ενάγοντα 1.
Στην ίδια συνάντηση κατέβαλαν χρήματα και άλλοι από τους παρευρισκόμενους. Τα στοιχεία τους φαίνονται στις συμφωνίες Τεκμ. 8(1-11). Από αυτή τη συνάντηση φαίνεται να μαζεύτηκε συνολικό ποσό £76.800, πέραν των £325.000 που κατέβαλε ο ενάγοντας 1. Μεταξύ των προσώπων που κατέβαλαν χρήματα ήταν και ο Γιάννος Άσπρου, ο οποίος κατέθεσε για την πλευρά του ενάγοντα.
Περί το τέλος Ιουνίου, ο ενάγοντας 2 μέσω του πατέρα του στην Κύπρο κατέβαλε με τον ίδιο τρόπο στον εναγόμενο 1 άλλες £20.000. Σχετική είναι η συμφωνία για παροχή δανείου - Τεκμήριο 5 - και το φωτοαντίγραφο της επιταγής χωρίς ημερομηνία, Τεκμ. 6. Η ίδια επιταγή κατατέθηκε και από τον εναγόμενο 1 ως Τεκμήριο 74. Όμως το φωτοαντίγραφο της επιταγής, δείχνει την επιταγή να φέρει ημερομηνία 30.6.2000 και η σφραγίδα της τράπεζας ότι κατατέθηκε την ίδια ημερομηνία.
Στις 25.8.2000 ο εναγόμενος 1 απέστειλε στον ενάγοντα 1 επιστολή με την οποία τον 'πληροφορούσε ότι η αμετάκλητη αίτηση σας για επένδυση στον όμιλο των εταιρειών μας με το ποσό £325.000.00 έγινε αποδεχτή'*. Ταυτόχρονα του εσώκλεισε δείγμα διαφημιστικής εκστρατείας που είχε ξεκινήσει**.
Όλες οι συμφωνίες δανείου που υπογράφηκαν προέβλεπαν ότι αν μέσα σε οκτώ μήνες από της υπογραφής, η εταιρεία δεν εισήγετο στο ΧΑΚ ώστε να παραχωρηθούν οι μετοχές στους δανειστές, το δάνειο θα επιστρεφόταν. Για τα πρώτα δάνεια του Απριλίου, η οκτάμηνη περίοδος έληγε περί το τέλος του 2000.
Φαίνεται ότι η πορεία ένταξης της εναγόμενης 2 στο Χ.Α.Κ. καθυστέρησε επειδή δεν δίδονταν τα απαιτούμενα στοιχεία από όλους τους εμπλεκόμενους. Με οδηγίες του νομικού συμβούλου της εταιρείας και του διοικητικού συμβούλου της εναγόμενης 2 ημερ. 1.6.2000, οι λογιστές της εταιρείας, PriceWaterhouseCoopers, ανέλαβαν να ετοιμάσουν έκθεση αναφορικά με τις εισπράξεις που έγιναν από την εταιρεία ως αποτέλεσμα των συμφωνιών για παροχή δανείων σε μετοχές. Η έκθεση η οποία φέρει ημερομηνία 6.7.2000 κατατέθηκε ως Τεκμ. 45. Στην έκθεση αναφέρεται ότι εισπράχθηκε υπό μορφή δανείων συνολικό ποσό £5.190.620. Μέχρι τις 29 Ιουνίου 2000, 'από τις καταθέσεις που έγιναν στην τράπεζα συνολικού ύψους Λ.Κ.3.786,233, ποσό ύψους £2.697,996 έχει χρησιμοποιηθεί για διάφορες πληρωμές'.
Η έκθεση σημείωνε επίσης ότι δεν υπήρχε σύστημα άμεσης καταχώρησης, ούτε και εσωτερικού ελέγχου για τις πιο πάνω πράξεις. Γι' αυτό και τα στοιχεία της έκθεσης, δίδονταν με κάθε επιφύλαξη αφού, όπως σημειώνει η ίδια η έκθεση, στηρίζονταν σε πληροφορίες και σε όσα έγγραφα τέθηκαν ενώπιον των λογιστών.
Μετά την πάροδο του χρόνου και συγκεκριμένα περί τα μέσα προς το τέλος Αυγούστου 2000, άρχισαν να εντείνονται τα προβλήματα στην πορεία ένταξης της εταιρείας στο Χ.Α.Κ. και να φτάνουν στα αυτιά του εναγόμενου 1 πληροφορίες για ατασθαλίες εκ μέρους του Ανδρέα Αθανασίου, διευθύνοντος συμβούλου της εναγόμενης 2. Ως αποτέλεσμα ο εναγόμενος 1 περί το τέλος Αυγούστου αναγκάστηκε να καταγγείλει τη συμπεριφορά του στη Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή η οποία είχε αναλάβει την ένταξη της εταιρείας στο Χ.Α.Κ.. Φαίνεται* ότι στις 28.8.2000 υπήρξε συνάντηση του Ανδρέα Αθανασίου και του οικονομικού διευθυντή της εταιρείας Πέτρου Σιακόλα μαζί με τους ελεγκτές, δικηγόρους και χρηματιστές της εταιρείας. Οι ελεγκτές, PriceWaterhouseCoopers, προχώρησαν στην ετοιμασία νέου ελέγχου επί των εισπράξεων και πληρωμών που έγιναν από τον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εταιρεία με την Λαϊκή με αριθμό που έληγε σε -091, ο οποίος ήταν ο λογαριασμός που χρησιμοποιήθηκε από την εναγόμενη 2 για κατάθεση των χρημάτων που εισπράχθηκαν από τη συμφωνία για παροχή δανείων σε μετοχές. Η έκθεση, η οποία ήταν συνέχεια της προηγούμενης, επιβεβαίωνε τις ελλείψεις στα συστήματα εσωτερικού ελέγχου της εταιρείας. Επιπλέον έδειχνε μεταξύ άλλων ότι με βάση την κατάσταση λογαριασμού της τράπεζας μέχρι την 1.9.2000, εισπράχθηκαν £4.011,900,06 και έγιναν πληρωμές ύψους £3.653,502,33. Το υπόλοιπο στην τράπεζα ήταν μόνο £358.397,73. Στη συνάντηση της 28.8.00 είχε συμφωνηθεί η μεταφορά του πιο πάνω τραπεζικού υπόλοιπου σε άλλο λογαριασμό τον οποίο θα διαχειρίζονταν από κοινού οι δικηγόροι και οι χρηματιστές. Δυστυχώς όμως αυτό δεν έγινε παρά μόνο στις 11.9.00 με αποτέλεσμα μεγάλο ποσό από τα τότε υφιστάμενα κεφάλαια να ξοδευτεί.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι για ποσό £1.089,872,41 δεν υπήρχαν ούτε αποδειχτικά στοιχεία ούτε προφορική εξήγηση, ενώ για ποσό £1.559,892,73 δεν δόθηκαν στους λογιστές ούτε καν προφορικές εξηγήσεις. Στην έκθεση αναφέρεται ότι ποσό £1.143,830,86 πληρώθηκε εκ μέρους άλλων εταιρειών του συγκροτήματος. Επίσης αναφέρεται ότι στο πιο πάνω ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται πληρωμές εκ £733.783 που έγιναν από τις εισπράξεις που έκαμε ο εναγόμενος 1, προτού αυτός καταθέσει το υπόλοιπο των ποσών που είσπραξε υπό μορφή δανείων στο λογαριασμό της εναγόμενης 2 εταιρείας.
Με την εξέλιξη των γεγονότων ο εναγόμενος συγκάλεσε για τις 18.9.07 συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 2. Όπως φαίνεται από το χειρόγραφο αντίγραφο του πρακτικού*, ο εναγόμενος 1 και άλλα άτομα των οποίων οι εταιρείες θα αποτελούσαν το νέο όμιλο, δήλωσαν ότι αποχωρούσαν από την Maxdata Holdings Ltd. Ειδικά ο εναγόμενος 1, ταυτόχρονα ζήτησε και επιστροφή των χρημάτων των επενδυτών. Στις 25.9.00 έγινε δεύτερη συνεδρία της εταιρείας. Στα πρακτικά γίνεται αναφορά** σε δήλωση του εναγόμενου 1 ότι: (α) εισέπραξε £1.990.000.00, ότι κατέθεσε στο λογαριασμό της εναγόμενης 2 το ποσό του £1.281.303,00 και ότι παρέμεινε υπόλοιπο το ποσό των £708.597,00 το οποίο επένδυσε στις εταιρείες του και (β) ότι τρεις επενδυτές, αν και υπέγραψαν συμφωνίες δανείου, δεν πλήρωσαν χρήματα στον εναγόμενο 1.
Περαιτέρω αποφασίστηκε ότι για να επιλυθούν οι διαφορές τους με ειρηνικό τρόπο θα έπρεπε: (α) Να ακυρωθούν οι δυο προσυμφωνίες μεταξύ των εταιρειών του εναγόμενου 1 και της εναγόμενης 2, (β) να παρουσιαστούν ενυπόγραφες δηλώσεις των τριών επενδυτών ότι δεν κατέβαλαν οποιαδήποτε χρήματα στον εναγόμενο 1, (γ) ο εναγόμενος 1 ανέλαβε υποχρέωση να παρουσιάσει στο λογιστήριο της εταιρείας 'τα ονόματα των αγοραστών που αγόρασαν από αυτόν μετοχές, πιστοποιητικά, με τα οποία οι διάφοροι αγοραστές θα δηλώσουν ότι θα παραμείνουν ή όχι μέτοχοι της εναγόμενης 2 εταιρείας'. Τέλος, στα πρακτικά αναφέρεται ότι ο δικηγόρος Ανδρέας Μάγος θα μεταβίβαζε τα πιο πάνω στον Ανδρέα Αθανασίου.
Στη συνέχεια υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των δυο πλευρών, από την οποία φαίνεται ότι η κάθε πλευρά κατηγορούσε την άλλη για ατασθαλίες και για παράβαση συμφωνιών.
Στις 12.10.00 καταχωρήθηκε από τις εταιρείες του εναγόμενου 1 και τη σύζυγο του η αγωγή 10164/00 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον της εναγόμενης 2, της Maxdata Ltd και του Ανδρέα Αθανασίου. Επίσης οι ενάγοντες εξασφάλισαν παρεμπίπτον διάταγμα με το οποίο παγοποιούνταν τα περιουσιακά στοιχεία των εναγομένων.
Στις 30.10.00 οι ενάγοντες 1 και 2 αποστέλλουν τις πρώτες επιστολές* με τις οποίες ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων που πλήρωσαν, εξηγώντας ότι αυτό οφειλόταν στο αρνητικό κλίμα που άρχισε να διαμορφώνεται στο χρηματιστήριο Κύπρου, στις αλλαγές που επήλθαν στην πορεία δημοσιοποίησης της εναγόμενης 2 και στην αρνητική δημοσιότητα που υπήρξε για το θέμα στην Κύπρο.»
Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στα Άρθρα 17 και 18 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τα οποία καθορίζουν τι συνιστά απάτη ή ψευδή παράσταση, οι οποίες, εφόσον αποδειχθούν, αναιρούν το στοιχείο της συναίνεσης για συνομολόγηση μιας συμφωνίας, κατέληξε ότι, από πλευράς εφεσείοντα, έγιναν παραστάσεις, μερικές εκ των οποίων ήταν ψευδείς. Συγκεκριμένα, ήταν ψευδείς οι παραστάσεις του ότι αυτός ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών, ότι η Maxdata προήλθε από τη συγχώνευση άλλων εταιρειών, ότι αυτή ήταν ένας πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός, ιδιοκτήτρια πολλών ακινήτων και ότι η μετοχή της θα άνοιγε στο Χ.Α.Κ. στην τιμή των £5.00. Οι εν λόγω ψευδείς παραστάσεις, κατέληξε, ήταν αυτές που, ουσιαστικά, συνέβαλαν στο να συναινέσουν οι Φοίβος και Κώστας στη σύναψη των Συμφωνιών - Τεκμήρια 3, 5 και 7 και ότι οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση, με εύλογη επιμέλεια, να διαπιστώσουν ότι οι συγκεκριμένες παραστάσεις δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Εξετάζοντας τη δικογραφημένη θέση των Φοίβου και Κώστα, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την προσθήκη της Maxdata, έκρινε ότι ήταν δυνατό να εξετάσει το διαζευκτικό ισχυρισμό εναντίον της Maxdata, παρά τον αδόκιμο δικονομικά, όπως τον χαρακτήρισε, τρόπο που οι δικηγόροι τους επέλεξαν να τον δικογραφήσουν - ενώ ισχυρίζονταν ότι δεν υπήρχε μεταξύ των Φοίβου, Κώστα και της Maxdata οποιαδήποτε συμφωνία, κατέληγαν ότι, εάν ήθελε φανεί κατά την ακρόαση ότι, ενόψει των γεγονότων της υπόθεσης, η ευθύνη για επιστροφή των αιτουμένων ποσών βαρύνει αποκλειστικά και/ή εν μέρει τη Maxdata, τότε αυτή να διαταχθεί, μέσω του εκκαθαριστή της, όπως τους αποζημιώσει στο βαθμό που της αναλογεί.
Παρά το ότι δέχτηκε ότι ο εφεσείων έλεγε στους Φοίβο και Κώστα πως η υπογραφή των συμφωνιών δανείου ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο, έκρινε ότι η εν λόγω παράσταση δεν αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδής, εφόσον δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από τους Φοίβο και Κώστα, οι οποίοι είχαν το βάρος απόδειξης, για να διαφανεί κατά πόσο η εν λόγω δήλωση ήταν ψευδής. Γενικά, σε ό,τι αφορά την υπογραφή των συμφωνιών δανείου, έκρινε ότι οι παραστάσεις του εφεσείοντα δεν έγιναν με πρόθεση εξαπάτησης των Φοίβου και Κώστα. Απέρριψε τη θέση της Maxdata ότι δεν υπήρχε συμφωνία δανεισμού της. Είναι η ίδια, κατέληξε, που, μέσω του Διευθύνοντα Συμβούλου της Α. Αθανασίου, παρέδωσε στον εφεσείοντα τα σχετικά έντυπα συμφωνιών δανείου και παρέλαβε από αυτόν χρήματα επενδυτών, μεταξύ των οποίων τα χρήματα των Φοίβου και Κώστα, ως αποτέλεσμα της αποδοχής και επικύρωσης των συμφωνιών δανείου. Το γεγονός ότι ορισμένα από τα χρήματα που εισπράχθηκαν δεν κατέληξαν στους λογαριασμούς της Maxdata δεν αλλοίωνε την κατάσταση. Η μετά την υπογραφή των συμφωνιών συμπεριφορά του εφεσείοντα, όπως και η μέθοδος που αυτός ακολούθησε σε σχέση με τα ποσά που εισέπραξε αφορούν τις μετέπειτα ενέργειές του, από τις οποίες δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο ίδιος, από την αρχή, είχε πρόθεση εξαπάτησης των Φοίβου και Κώστα, πείθοντάς τους να υπογράψουν τις Συμφωνίες Δανείου με τη Maxdata.
Λαμβάνοντας υπόψη τη μαρτυρία που αποδέχτηκε και, ιδιαίτερα, τα έγγραφα, απέρριψε τον ισχυρισμό της Maxdata ότι αυτή δεν εξουσιοδότησε τον εφεσείοντα να ενεργεί για λογαριασμό της, να εξευρίσκει δανειστές, να συνομολογεί συμφωνίες δανείου και να εισπράττει χρήματα. Μαρτυρία από πλευράς Maxdata δεν υπήρξε. Οι συμφωνίες, κατέληξε - Τεκμήρια 3, 5, 7 - που υπεγράφησαν από τους Φοίβο και Κώστα με τη Maxdata, ήταν καθ' όλα νόμιμες και δεσμευτικές γι' αυτήν. Απέρριψε την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι, σε περίπτωση ακύρωσης, εξ υπαρχής, της σύμβασης, υπάρχει κώλυμα το ποσό να επιστραφεί υπό μορφή αποζημιώσεων. Έκρινε ότι, εφόσον η θεραπεία λόγω δόλου και ψευδών παραστάσεων είχε εγερθεί από την αρχή στο οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, η αξίωση για επιστροφή του ποσού υπό μορφή αποζημιώσεων δεν αποτελούσε νέα αιτία αγωγής, ούτε ήταν αντιφατική με τις αξιώσεις των Φοίβου και Κώστα, όπως ήταν η εισήγηση του κ. Κληρίδη. Οι συμφωνίες - Τεκμήρια 3, 5 και 7 δέσμευαν τη Maxdata, έστω και αν έγιναν μέσω του εφεσείοντα, εφόσον αυτός ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της και εντός των ορίων της εξουσιοδότησής του. Η Συμφωνία - Τεκμήριο 3 - (αφορά το ποσό των £325.000,00) - παρά τη χειρόγραφη απόδειξη που εξέδωσε ο εφεσείων - Τεκμήριο 1 - η οποία, δεδομένων των περιστατικών της υπόθεσης, δεν αποτελούσε συμφωνία, ήταν δεσμευτική για τη Maxdata, εφόσον οι ψευδείς παραστάσεις έγιναν από τον ίδιο, σύμφωνα με τις οδηγίες που του δόθηκαν από τον Α. Αθανασίου, Διευθύνοντα Σύμβουλό της. Η πώληση των μετοχών, για τις οποίες γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 1, τελούσε υπό την αίρεση του αβέβαιου γεγονότος η Maxdata να εισαχθεί στο Χ.Α.Κ. και οι μετοχές να εγγραφούν επ' ονόματι του εφεσείοντα. Επιπρόσθετα με την ευθύνη καταβολής των ποσών από τη Maxdata, κατέληξε ότι και ο εφεσείων είχε προσωπική ευθύνη για επιστροφή του ποσού των £325.000,00 προς το Φοίβο και των £20.000,00 προς τον Κώστα, εφόσον αυτός τα εν λόγω ποσά δεν τα κατέβαλε στη Maxdata, αλλά τα χρησιμοποίησε για εξόφληση χρεών εταιρειών του. Δεν αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο ίδιος είχε εξουσιοδοτηθεί από το Διευθύνοντα Σύμβουλο της Maxdata να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω ποσά για τις εταιρείες του, καίτοι αυτός δεν αντικρούστηκε με μαρτυρία από πλευράς της Maxdata. Διαπίστωσε, για λόγους που εξειδικεύει στην απόφασή του, ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα δεν ήταν πειστική σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, απορρίπτοντας, έτσι, και την απαίτησή του εναντίον της Maxdata για συνεισφορά.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης των πιο πάνω εφέσεων όχι χωριστά αλλά ταυτόχρονα, ανάλογα με τη συνάφειά τους, αφού μερικοί από αυτούς συμπλέκονται.
Λόγος έφεσης 1 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Διατείνεται ο εφεσείων ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για προσωπική ευθύνη και οικειοποίηση των ποσών των £20.000,00 και £325.000,00 που αυτός εισέπραξε από τους Κώστα και Φοίβο, αντίστοιχα, υπό μορφή δανείου για λογαριασμό της Maxdata είναι λανθασμένη, εφόσον ο ίδιος ήταν άμεσα και/ή έμμεσα εξουσιοδοτημένος από αυτή να τα χρησιμοποιήσει για εξόφληση χρεών των εταιρειών του, στα πλαίσια της προσυμφωνίας για εξαγορά των εταιρειών του από τη Maxdata - Τεκμήριο 37(15-18) - (η «προσυμφωνία»). Ανεξάρτητα, υπέβαλε ο εφεσείων, από την υποχρέωση της Maxdata, στη βάση της προσυμφωνίας, για πληρωμή στον ίδιο των εν λόγω ποσών, η διάθεσή τους για εξόφληση χρεών του ήταν σε γνώση της Διεύθυνσης, του Οικονομικού Διευθυντή, του Διοικητικού Συμβουλίου και των Ελεγκτών της και δεν είναι δυνατό, χωρίς μαρτυρία εκ μέρους της, να αμφισβητείται ότι ο ίδιος ορθά διέθεσε τα ποσά αυτά. Εφόσον η Maxdata αποδέχεται ότι οφείλει στο δανειστή Κ. Σαββίδη το ποσό των £600.000,00 - (σ' αυτό συμπεριλαμβάνονταν τα πιο πάνω ποσά) - και ότι θα το αποπληρώσει με την έκδοση μετοχών, δεν τίθεται ζήτημα εάν υπάρχει ή όχι εξουσιοδότησή του για διάθεση των πιο πάνω ποσών προς εξόφληση χρεών των εταιρειών του και καταβολής τους ή μη στη Maxdata. H χρησιμοποίηση του ποσού του πακέτου Σαββίδη από τον ίδιο αφορά αυτόν και τη Maxdata και δεν έχει σχέση με τους Φοίβο και Κώστα, από τη στιγμή που η Maxdata αναγνώρισε έναντι του Σαββίδη και, κατ' επέκταση, έναντί τους ότι οφείλει να τους επιστρέψει τα ποσά.
Από πλευράς Maxdata, υποστηρίζεται το λανθασμένο της διαπίστωσης ότι ο εφεσείων ήταν αντιπρόσωπός της, ως και ότι οι Φοίβος και Κώστας συνήψαν τις επίδικες συμφωνίες δανείου στηριζόμενοι στις ψευδείς παραστάσεις του. Είναι η θέση της ότι, καίτοι οι Φοίβος και Κώστας, στα δικόγραφά τους και στη μαρτυρία τους, ήταν σαφείς ότι είναι με τον εφεσείοντα που συναλλάχτηκαν και ότι η υπογραφή των συμφωνιών δανείου ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός αυτό. Η διαπίστωση, επίσης, ότι η απόδειξη είσπραξης των £325.000,00 - (Τεκμήριο 1) - δεν αποτελεί συμφωνία έρχεται σε αντίθεση με το περιεχόμενό της, το οποίο προνοεί για πώληση μετοχών από το πακέτο μετοχών που ανήκει στον εφεσείοντα.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Η προσυμφωνία για αγορά από τη Maxdata ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου συγκεκριμένων εταιρειών του εφεσείοντα και της συζύγου του δεν αποτελούσε δεσμευτική συμφωνία, ώστε τα χρήματα που ο εφεσείων εισέπραττε για λογαριασμό της Maxdata να μπορεί, στη βάση της, να τα διαθέσει για τους σκοπούς των εταιρειών του. Συνεπώς, το όλο ζήτημα αφορά το κατά πόσο υπήρχε ή δεν υπήρχε εξουσιοδότηση της Maxdata προς τον εφεσείοντα να τα χρησιμοποιήσει για σκοπούς άλλους από αυτούς που δίδονταν. Είναι γεγονός ότι η μόνη μαρτυρία για το ζήτημα αυτό προήλθε από τον εφεσείοντα. Αυτό, όμως, δεν οδηγούσε στην, άνευ ετέρου, αποδοχή της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως είχε καθήκον, την εξέτασε, αλλά δεν την έκρινε πειστική, για λόγους που, με λεπτομέρεια, εξηγούνται στην απόφασή του και τους οποίους βρίσκουμε καθ' όλα εύλογους. Τους παραθέτουμε αυτούσιους:-
«Από τη μαρτυρία προκύπτει και έτσι βρίσκω, ο εναγόμενος μετά από παράκληση του Α. Αθανασίου, ομαδοποίησε τα ποσά που εισέπραξε σε 4 πακέτα. Θα παραλείψω να εξετάσω το παράλογο της ομαδοποίησης των διαφόρων δανειστών σε πακέτα κάτω από το όνομα τεσσάρων ατόμων τα οποία στην πραγματικότητα φαίνονταν ότι αυτά δάνεισαν την εταιρεία το ποσό που αναγραφόταν στη σχετική συμφωνία δανείου και όχι οι πραγματικοί δανειστές. Επίσης δε θα σχολιάσω ότι στις σχετικές καταστάσεις* που αφορούν στο πακέτο Σαββίδη, το ποσό των £325.000 που ο ενάγων δάνεισε, αρχικά είχε καταχωρηθεί στο όνομα της συζύγου του εναγόμενου, Λούλλας Μούντη. Για αυτά τα θέματα δεν έχω ικανοποιηθεί καθόλου από τις εξηγήσεις του εναγόμενου για τους λόγους που τον ώθησαν να προβεί σ' αυτές τις διαφοροποιήσεις, ειδικά στην περίπτωση του ενάγοντα 1 ο οποίος ήταν ίσως και ο μεγαλύτερος δανειστής.
Υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος κατέβαλε στον Α. Αθανασίου για λογαριασμό της εναγόμενης 2 τα πιο κάτω ποσά:
(α) Για το πακέτο Μένοικου κατέβαλε το ποσό των £400.000 και £200.000 και πήρε δύο αποδείξεις, Τεκμ. 37(37) και (38) αντίστοιχα. Σ' αυτά τα ποσά περιλαμβάνεται και το ποσό των £50.000 στερλινών που κατέβαλε ο ενάγοντας 2.
(β) Για το πακέτο Πασπαλλή κατέβαλε το ποσό των £600.000 και πήρε την απόδειξη Τεκμ. 37(42).
(γ) Για το πακέτο Γ. Μούντη κατέβαλε το ποσό των £190.000 και πήρε την απόδειξη Τεκμ. 37(68). Σ' αυτή διευκρινίζεται ότι ποσό £165.912.87 αφορά σε πιστώσεις, ενώ ποσό £24.087.13 σεντ πληρώθηκε με διάφορες επιταγές. Το ποσό των πιστώσεων που αναγράφεται στην απόδειξη βρίσκω ότι αφορά στην πληρωμή της προκαταβολής για τις δύο μηχανές που παράγγειλε η Pritek για σκοπούς του ομίλου μετά από συνεννόηση με τον Α. Αθανασίου. Για το συγκεκριμένο θέμα δέχομαι τη μαρτυρία του εναγόμενου ότι υπήρξε προηγούμενη ενημέρωση του Α. Αθανασίου και της εναγόμενης 2. Αυτό προκύπτει όχι μόνο από την απόδειξη Τεκμ. 37(68), αλλά και από την επιστολή 71(14) ημερ. 29.6.00, από την οποία προκύπτει εμμέσως ότι υπήρξε προηγούμενη συνεννόηση για την παραγγελία των μηχανημάτων και την καταβολή των προκαταβολών από τον εναγόμενο.
Παρά την ύπαρξη των πιο πάνω αποδείξεων που αφορούσαν στα τρία πακέτα, δεν υπάρχει απόδειξη για το πακέτο Σαββίδη στο οποίο περιλαμβανόταν το ποσό των £325.000 που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα 1 και το δεύτερο ποσό των £20.000 που καταβλήθηκε από τον ενάγοντα 2.
Δεν έχω πειστεί από την εκδοχή του εναγόμενου ότι ήταν εξουσιοδοτημένος να χρησιμοποιήσει τα χρήματα από το πακέτο Σαββίδη για να εξοφλήσει τα χρέη των εταιρειών του. Όπως προκύπτει, ο Α. Αθανασίου εξέδιδε αποδείξεις για τα ποσά που παραλάμβανε. Μάλιστα όπου συγκεκριμένο ποσό δεν καταβάλλετο απευθείας στον ίδιο, αλλά εξοφλούνταν υποχρεώσεις της εναγόμενης 2, αναγνώριζε το ύψος του ποσού που είχε πληρωθεί για λογαριασμό της εταιρείας. Αυτό έπραξε και για τις προκαταβολές των μηχανών* και κατά την κρίση μου το ίδιο θα έπραττε αν εξουσιοδοτούσε την εξόφληση των χρεών των εταιρειών του εναγόμενου. Όμως και να μην το έπραττε ο ίδιος, είμαι βέβαιος ότι θα του ζητούσε να το πράξει ο εναγόμενος 1, ο οποίος ήταν ένας αρκετά έξυπνος άνθρωπος με πανεπιστημιακή μόρφωση και με αρκετή επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ο εναγόμενος δεν με έχει πείσει ότι πράγματι η χρησιμοποίηση χρημάτων επενδυτών από το πακέτο Σαββίδη για εξόφληση χρεών των εταιρειών του, ήταν πράξη εξουσιοδοτημένη είτε άμεσα είτε έμμεσα από την εναγόμενη 2-εταιρεία. Η απλή υπογραφή των προσυμφωνιών και μόνο δεν είναι αρκετό για να πειστεί το Δικαστήριο ότι υπήρξε εξουσιοδότηση.
Από την ενώπιον μου μαρτυρία και ιδιαίτερα την έγγραφη, προκύπτει σαφώς, και έτσι βρίσκω, ότι το ποσό των £50.000 στερλινών το οποίο ο εναγόμενος εισέπραξε από τον ενάγοντα 2, ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας Δανείου, Τεκμ. 7, το ομαδοποίησε στο πακέτο Μένοικου. Το όνομα του ενάγοντα 2 και το ποσό που κατέβαλε φαίνεται στον αύξοντα αριθμό 3(Α) της κατάστασης, Τεκμ. 54(2) και 54(22)**. Στη συνέχεια το συγκεκριμένο ποσό μαζί με άλλα ομαδοποιήθηκε στο ποσό των £600.000 το οποίο καταβλήθηκε στην εναγόμενη 2 με αποτέλεσμα να εκδοθούν οι δύο αποδείξεις, Τεκμ. 37(37) για £400.000 και Τεκμ. 37(38) για £200.000. Επομένως για αυτό το ποσό ο εναγόμενος 1 δεν μπορεί να φέρει οποιαδήποτε προσωπική ευθύνη, αφού ως αντιπρόσωπος το κατέβαλε στην εναγόμενη 2.
Το δεύτερο ποσό των £20.000 που κατέβαλε ο ενάγων 2 σχετίζεται με τη Συμφωνία Δανείου, Τεκμ. 5. Σύμφωνα με τη μαρτυρία βρίσκω ότι το ποσό συμπεριλήφθηκε στο πακέτο Σαββίδη. Το όνομα του ενάγοντα 2 και το ποσό που πλήρωσε φαίνεται στην κατάσταση, Τεκμ. 41(1) με αύξοντα αριθμό 73. Ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι το ποσό καταβλήθηκε στην εναγόμενη 2. Είναι η κατάληξη μου ότι το συγκεκριμένο ποσό των £20.000 μαζί με άλλα ποσά, χρησιμοποιήθηκε από τον εναγόμενο 1 για εξόφληση υποχρεώσεων των δύο εταιρειών του.»
Ούτε η διαπίστωση, για την οποία παραπονείται η Maxdata, βρίσκουμε να είναι λανθασμένη. Η ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία δεν άφηνε περιθώριο άλλης κατάληξης. Η Maxdata υπέγραψε τις συμφωνίες δανείου - Τεκμήρια 3, 5 και 7 - τις οποίες της παρουσίασε ο εφεσείων, χωρίς, όμως, στη συνέχεια, να μεταβιβάσει επ' ονόματι των Φοίβου και Κώστα μετοχές, ή να επιστρέψει τα χρήματα. Ότι ο εφεσείων ενεργούσε ως αντιπρόσωπός της, προκύπτει από την παράδοση σ' αυτόν των εντύπων των συμφωνιών δανείου και από όσα ο ίδιος ανέφερε στους Φοίβο και Κώστα γι' αυτήν, με σκοπό να τους πείσει να επενδύσουν τα χρήματά τους. Τα όσα τους ανέφερε προέρχονταν από έντυπα που του έδωσε η Maxdata και ανακοινώσεις της στον τύπο, τις οποίες ο ίδιος γνώριζε. Μερικές, μάλιστα, εξ αυτών δέχτηκε ότι ήταν ανακριβείς.
Η κρίση πρωτοδίκως ότι η απόδειξη - Τεκμήριο 1 - δεν μπορεί να ιδωθεί κατ' απομόνωση είναι ορθή. Δόθηκε ταυτόχρονα με την υπογραφή του Τεκμηρίου 3. Η συνάφειά της με τις συμφωνίες δανείου προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο των δύο εγγράφων. Οι μετοχές που θα μεταβιβάζονταν ήταν μετοχές της Maxdata, οι οποίες, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν ανήκαν στον εφεσείοντα. Η απόκτησή τους από αυτόν τελούσε υπό την αίρεση της υπογραφής της συμφωνίας για εξαγορά ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών του, όπως προβλέπεται στην προσυμφωνία.
Λόγοι έφεσης 2, 3 και 4 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07:
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι βάση των αγωγών ήταν συμφωνία για αγορά μετοχών και αποζημιώσεις για παράβασή της και/ή αποζημιώσεις για τα αδικήματα του δόλου και της παράνομης οικειοποίησης. Με την Έκθεση Απαίτησης, όμως, προωθήθηκε απαίτηση για ακύρωση συμφωνίας για δανειοδότηση, για δόλο, η οποία θα εξοφλείτο με την έκδοση μετοχών, και όχι οποιαδήποτε απαίτηση για οικειοποίηση από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέβαλε, καταργώντας πλήρως τα δικόγραφα, κατέληξε σε ακύρωση των συμφωνιών δανείου, ως αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων, βρίσκοντας, ταυτόχρονα, τον εφεσείοντα υπεύθυνο για παράνομη οικειοποίηση. Παρέπεμψε δε σχετικά στις Loucaides v. C. D. Hay and Sons Ltd. (1971) 1 C.L.R. 134· Markidou v. Kiliaris and Another (1983) 1 C.L.R. 392 και Vasilico Cem. Works Ltd & Others v. World Tide Ship. Corporation & Others (1996) 1 Α.Α.Δ. 389.
Τα όσα ο δικηγόρος του εφεσείοντα ενώπιόν μας συζήτησε τέθηκαν και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, στην απόφασή του, τα πραγματεύεται διεξοδικά. Είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι, στις περιπτώσεις που συμφωνία εκτελείται και παραβιάζεται, δεν ενδείκνυται να εγείρεται θέμα ψευδών παραστάσεων. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, η διαπίστωση ήταν ότι οι Φοίβος και Κώστας δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια που να συνιστά εκτέλεση των συμφωνιών, ώστε αυτοί να εμποδίζονται να ζητήσουν ακύρωσή τους εξ υπαρχής.
Εξετάσαμε και εμείς την εισήγηση, υπό το φως των δικογραφημένων θέσεων και στις δύο αγωγές. Η θεραπεία για δόλο και ψευδείς παραστάσεις περιλαμβάνεται, από την αρχή, στο οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα και, συνεπώς, η αξίωση για επιστροφή των ποσών υπό μορφή αποζημιώσεων δεν αποτελεί νέα αιτία αγωγής, ούτε είναι αντιφατική με την προηγούμενη θεραπεία. Οι υποθέσεις στις οποίες ο κ. Κληρίδης μας παρέπεμψε είναι διαφορετικές. Στη Vasilico Cem. Works Ltd & Others v. World Tide Ship. Corporation & Others, (πιο πάνω), υπήρχε νέα αιτία αγωγής, η οποία δεν προέκυπτε από τη Γενική Οπισθογράφηση. Στη δε Markidou v. Kiliaris and Another, (πιο πάνω), διαπιστώθηκε αντίφαση μεταξύ της απαίτησης για αποζημιώσεις λόγω παράβασης συμφωνίας πώλησης ακινήτου και της απαίτησης για μεταβίβασή του, δηλαδή εκτέλεσης της συμφωνίας. Η συμπερίληψη εδώ στη Γενική Οπισθογράφηση διαζευκτικού ισχυρισμού για διάρρηξη της συμφωνίας δεν εμπόδιζε να εγκαταλειφθεί η διαζευκτική θεραπεία των αποζημιώσεων για παράβασή της και να προωθηθεί η αιτία αγωγής στη βάση του δόλου και των ψευδών παραστάσεων, η οποία, από την αρχή, είχε τεθεί. Οι δικογραφημένες θέσεις των Φοίβου και Κώστα υποστηρίχτηκαν με μαρτυρία, τόσο γραπτή όσο και προφορική, και ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να τις αντικρούσει.
Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφό του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει - (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818· Καστάνος κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα (Χρημ.) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41). Από το σύνολο της μαρτυρίας - προφορικής και γραπτής - των Φοίβου και Κώστα, καίτοι οι ίδιοι ανέφεραν ότι οι συμφωνίες έγιναν με τον εφεσείοντα, προέκυψε ότι αυτός, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Maxdata.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Λόγοι έφεσης 5 και 6 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07:
Ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι συγκεκριμένες παραστάσεις που έγιναν από τον ίδιο στους Φοίβο και Κώστα ήταν ψευδείς και ότι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να το διαπιστώσουν με εύλογη επιμέλεια. Εφόσον, ισχυρίζεται, υπάρχει η διαπίστωση ότι αυτός δεν προέβη στις εν λόγω παραστάσεις με πρόθεση να τους εξαπατήσει, ούτε ενήργησε δόλια, η πιο πάνω κατάληξη δε δικαιολογείται. Οι Φοίβος και Κώστας, με επιστολές τους, ζήτησαν επιστροφή των χρημάτων τους, όχι λόγω ψευδών παραστάσεων αλλά λόγω πτώσης του Χ.Α.Κ.. Ούτε με την Έκθεση Απαίτησής τους ζήτησαν ακύρωση των συμφωνιών λόγω ψευδών παραστάσεων. Την ζήτησαν λόγω δόλου. Εφόσον, καταλήγει ο εφεσείων, οι συμφωνίες έχουν μερικώς εκτελεστεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να τις ακυρώσει. Σε ό,τι αφορά τις παραστάσεις του, αυτές, υπό τις περιστάσεις που έγιναν, ούτε ψευδείς ούτε αδικαιολόγητες ήταν. Οι Φοίβος και Κώστας έδωσαν δάνειο στη Maxdata, που θα εξοφλείτο με μετοχές τις οποίες αυτή θα έδιδε και όχι ο ίδιος, έτσι ώστε η διαπίστωση ότι η δήλωσή του ότι αυτός ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών δεν ήταν σχετική. Εν πάση περιπτώσει, δικαιολογείτο να προβεί στην πιο πάνω δήλωση, ενόψει της προσυμφωνίας. Όλες οι δηλώσεις, καταλήγει, που κρίθηκαν ως ψευδείς ήταν, υπό τις περιστάσεις, απόλυτα δικαιολογημένες, έτσι ώστε δεν μπορούσαν να ήταν ψευδείς.
Ούτε αυτοί οι λόγοι ευσταθούν. Υιοθετούμε και για τους σκοπούς αυτού του λόγου τα όσα αναφέραμε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι, εφόσον η προσυμφωνία δεν αποτελούσε συμφωνία, η δήλωση του εφεσείοντα ότι αυτός ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ιδιοκτήτης μεγάλου πακέτου μετοχών της Maxdata, ορθά κρίθηκε ότι δεν ήταν αληθής, όπως δεν ήταν αληθείς και οι υπόλοιπες παραστάσεις του, οι οποίες κρίθηκαν ως τέτοιες. Ο εφεσείων, ως αντιπρόσωπος της Maxdata, δε δικαιολογείτο, έστω και αν ο ίδιος πίστευε ότι τα όσα έλεγε ήταν αληθινά, να βεβαιώνει τους Φοίβο και Κώστα ότι η Maxdata προήλθε από τη συγχώνευση μεγάλου αριθμού εταιρειών και ήταν πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός και ιδιοκτήτρια πολλών ακινήτων, εφόσον, όπως ο ίδιος ανέφερε στη μαρτυρία του, μέσα από τα ενημερωτικά δελτία της Maxdata, διαπίστωσε ότι υπήρχαν ανακρίβειες. Το γεγονός ότι οι ανακρίβειες αφορούσαν τις δικές του εταιρείες δεν επηρεάζει, αφού αυτός, κατά το χρόνο που προέβαινε στις παραστάσεις, θεωρούσε ότι η Maxdata προήλθε από τη συγχώνευση και των δικών του εταιρειών. Η μη ύπαρξη πρόθεσης εξαπάτησης των Φοίβου και Κώστα δεν έρχεται σε αντίφαση με, ούτε επιδρά στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τις παραστάσεις που κρίθηκαν ως ψευδείς, αφού σύμφωνα με το Άρθρο 18(α)* του Κεφ. 149, τέτοια πρόθεση δεν απαιτείται.
Λόγος έφεσης 7 στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 189/07 και 190/07 και 5 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Ο εφεσείων, καίτοι αναγνωρίζει ότι το εφετείο επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων μόνο εάν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της - (βλ. Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά (1990) 1 Α.Α.Δ. 35· Νικολάου κ.ά. ν. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 938, 942 και Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 Α.Α.Δ. 1493) - ισχυρίζεται ότι η παρούσα περίπτωση αποτελεί κλασσική περίπτωση επέμβασης. Η μαρτυρία των Φοίβου και Κώστα και, ιδιαίτερα, το περιεχόμενο των επιστολών με τις οποίες αυτοί ζητούσαν επιστροφή των χρημάτων τους δεν αξιολογήθηκαν ορθά. Δεν αποδόθηκε στη συμπεριφορά τους η σημασία που έπρεπε. Αυτοί, πριν την εμπλοκή δικηγόρων, δεν παραπονέθηκαν για δόλο ή ψευδείς παραστάσεις. Επιδίωκαν επιστροφή των χρημάτων τους όχι λόγω ψευδών παραστάσεων αλλά λόγω κατάρρευσης του Χ.Α.Κ. Καταλήγει, τέλος, ότι οι Φοίβος και Κώστας δε θα στερηθούν θεραπείας, αφού θα εισπράξουν, έστω σε ποσοστά, τα χρήματά τους τα οποία περιλαμβάνονται στο πακέτο Σαββίδη, από τη Maxdata, που, στα πλαίσια του λόγου έφεσης 5, παραπονείται ότι είναι εσφαλμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τόση σημασία όση έχει σε άλλες υποθέσεις, λόγω της ύπαρξης πολλών εγγράφων, τα πλείστα των οποίων δεν έχουν αμφισβητηθεί.
Έχουμε εξετάσει τη μαρτυρία των Φοίβου και Κώστα, ως και το περιεχόμενο των τεκμηρίων στα οποία ο εφεσείων έδωσε μεγάλη σημασία. Δε συμφωνούμε με τη θέση του ότι η απαίτηση για επιστροφή των χρημάτων έγινε στη βάση της πτώσης του Χ.Α.Κ. Από την αναφορά στην επιστολή του Φοίβου προς τον εφεσείοντα, με την οποία του ζητούσε επιστροφή των χρημάτων του, για παραπομπή του θέματος στην Αστυνομία, είναι ενδεικτικό ότι οι Φοίβος και Κώστας θεωρούσαν ότι όσα τους έλεγε ο εφεσείων δεν ήταν αληθινά. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων γίνεται όχι αποσπασματικά αλλά λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της μαρτυρίας.
Οι ισχυρισμοί της Maxdata, επίσης, είναι αβάσιμοι. Τα περισσότερα έγγραφα, τα οποία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν αμφισβητήθηκαν. Συνεπώς, τα πραγματικά γεγονότα δεν μπορούσε παρά να αναζητούνταν μέσα από το περιεχόμενό τους και όχι από το πώς οι διάδικοι τα αντιλαμβάνονταν.
Λόγος έφεσης 4 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 191/07:
Ισχυρίζεται η Maxdata ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το θέμα της πολλαπλότητας των διαδικασιών, δεδομένης της εκκρεμοδικίας μεταξύ της και του εφεσείοντα στα πλαίσια της Αγωγής Αρ. 10164/00, έπρεπε να εγερθεί από την ίδια, είναι λανθασμένη. Το Δικαστήριο θα έπρεπε να το εξετάσει αυτεπάγγελτα.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είχε εγερθεί. Ανεξάρτητα, όμως, από αυτό, προειδοποίησε τον εαυτό του, έτσι ώστε το ίδιο να μην υπεισέλθει σε θέματα που αφορούσαν την Αγωγή Αρ. 10164/00, στο βαθμό, βέβαια, που του ήταν δυνατό, ενόψει της απαίτησης του εφεσείοντα εναντίον της Maxdata για συνεισφορά. Η Maxdata είχε τη δυνατότητα, στα πλαίσια της διαδικασίας εδώ, να αντιτάξει τους ισχυρισμούς της, όπως τους αντέταξε και εξετάστηκαν. Εάν θεωρούσε ότι παραβλάπτονταν τα δικαιώματά της στα πλαίσια της αγωγής που εκκρεμούσε μεταξύ της και του εφεσείοντα, είχε η ίδια καθήκον να προβάλει το ζήτημα, για να εξεταστεί από το Δικαστήριο.
Οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.