ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
LAVAR SHIPPING CO LTD ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Αναθεωρητική Έφεση Αρ.83/09, 14/5/2013
ΚΩΣΤΑΣ Π. ΦΙΛΙΠΠΟΥ ν. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 841/2011, 19/12/2013
ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΝΤΗΣ ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 135/2013, 6/2/2013
(2012) 1 ΑΑΔ 2525
16 Νοεμβρίου, 2012
[ΠΑΠAΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΟΤΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
1. FIRMWORTH SECURITIES LTD,
2. FIRMWORTH FINANCE & INVESTMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2009)
Συμβάσεις ― Συνομολόγηση συμφωνίας ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης περί μη απόδειξης συνομολόγησης συμφωνίας ― Η σχετική μαρτυρία παρουσίαζε εγγενείς αδυναμίες αναφορικά με τη λογική των πραγμάτων όπως θέλησε να τα παρουσιάσει ο εφεσείων ― Επιδίωξη διαφορετικής θεραπείας από αυτή που θα έπρεπε ο εφεσείων να προωθήσει στο σύνολο των γεγονότων που κατέγραψε στην έκθεση απαίτησης του.
Ο εφεσείων, ήγειρε την πρωτόδικη αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.61.026,57 πλέον νόμιμο τόκο, ως το υπόλοιπο ποσού που οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, ότι χωρίς εντολή και παραβαίνοντας σχετική μεταξύ των μερών συναφθείσα συμφωνία, εισέπραξαν από την πώληση των 20.000 μετοχών της Globalsoft που οι ίδιοι πώλησαν στις 26.10.2000 έναντι Λ.Κ.5.82 εκάστη, χωρίς να το αποδώσουν στον εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση. Έκρινε ότι η αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της θέσης των εφεσιβλήτων ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε συμφωνία όπως την ισχυρίστηκε ο εφεσείων, τη μαρτυρία του οποίου (ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας για τις θέσεις του), χαρακτήρισε ως στερούμενη «λογικής και πειστικότητας», αλλά και «συνοχής».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας εγγύησης των μετοχών και ότι ήταν μη πειστική η προώθηση της ύπαρξης συμφωνίας διότι μεταξύ άλλων ουδείς λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να εγγυηθεί χωρίς όφελος την τιμή των μετοχών μιας δημόσιας εταιρείας, η οποία διαπραγματευόταν καθημερινά στο Χ.Α.Κ..
Η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος, καθώς αποφάσισε το Δικαστήριο, έδειχνε ότι δεν γνώριζε ουσιώδη στοιχεία της δήθεν συμφωνίας.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Η βάση της αγωγής δεν αφορούσε μόνο παράβαση συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης 1, ενώ σαφώς και η εφεσίβλητη 2 ήταν επίσης εμπλεκόμενη εφόσον οι μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα της ως καταπιστευματοδόχου, αμφότερες δε οι εφεσίβλητες καταχράστηκαν και/ή οικειοποιήθηκαν τα χρήματα από την πώληση των μετοχών.
β) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τη γραπτή δήλωση του εφεσείοντος, ως ασαφή, γενική και αόριστη.
γ) Λανθασμένα το Δικαστήριο, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας εγγύησης των μετοχών εφόσον το μόνο που οι εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν στην υπεράσπιση τους ήταν το παράνομο της συμφωνίας, την οποία συμφωνία ουσιαστικά αποδέχθηκαν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έφεση δεν μπορούσε να επιτύχει. Η δικογραφημένη αξίωση του εφεσείοντος, όπως αυτή αποδόθηκε στις θεραπείες του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος δεν προσέθετε οποιαδήποτε άλλη βάση αγωγής και σαφώς δεν μπορούσε να ανιχνευθεί άλλη βάση μέσα από τις 18 παραγράφους που προηγούνταν των θεραπειών.
2. Η αξιωθείσα απαίτηση στη βάση της παράνομης κατακράτησης ή αποζημιώσεων ύψους ΛΚ61.026,57 παρέπεμπε εν πάση περιπτώσει σε πολύ διαφορετική νομική απαίτηση από το τι ο ίδιος ο εφεσείων δικογραφικά έθεσε ως τα γεγονότα που συνέθεταν τη βάση της αγωγής του.
3. Με βάση τα όσα προέκυπταν η αξίωση του εφεσείοντος θα έπρεπε να ήταν για εφαρμογή της κατ' ισχυρισμόν συμφωνίας ώστε να πιστωθεί με τις ανάλογες μετοχές τις οποίες θα μπορούσε ο ίδιος να μεταπωλήσει κατά την κρίση του όποτε θεωρούσε ότι ήταν συμφέρον.
4. Αντ' αυτού, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητες πώλησαν τις 20.000 μετοχές της Globalsoft στις 26.10.2000 έναντι τιμής ΛΚ5.82 εκάστη, εισπράττοντας το ποσό των ΛΚ116.400, το οποίο ουδέποτε οι εφεσίβλητες απέδωσαν στον εφεσείοντα.
5. Προέκυπτε επομένως, όντως μια διαφορετική θεραπεία κατά νόμο από αυτή που θα έπρεπε ο εφεσείων να προωθήσει στο σύνολο των γεγονότων που κατέγραψε στην έκθεση απαίτησης του. Το πρόβλημα αυτό το εντόπισε το Δικαστήριο στην κατάληξη του καταγράφοντας τη θέση ότι και αν ακόμη υφίστατο ή αποδεικνυόταν παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, τότε αυτή η παράβαση θα έδινε δικαίωμα σε αξίωση για πρόσθετο αριθμό μετοχών και όχι σε χρηματικές αποζημιώσεις.
6. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά σημείωσε ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν ήταν εκδότες των μετοχών αυτών, τίθετο θέμα πώς θα εφαρμοζόταν η τυχόν απόδοση μετοχών στον εφεσείοντα.
7. Όντως η μαρτυρία του εφεσείοντα παρουσίαζε εγγενείς αδυναμίες αναφορικά με τη λογική των πραγμάτων όπως θέλησε να τα παρουσιάσει ο εφεσείων.
8. Ήταν εύλογη η πρωτόδικη κρίση ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε συμφωνία όπως την παρουσίασε ο εφεσείων και ειδικά συμφωνία με εγγυημένη τιμή για τις συγκεκριμένες 20.000 μετοχές.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Παπαμιχαήλ, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1162/02), ημερομηνίας 8/1/2009.
Α. Δημητρό (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Νικολάου-Πετρίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο εφεσείων διενεργούσε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο συναλλαγές, ως θεσμικός επενδυτής σε μετοχές εισηγμένες στο ΧΑΚ, μέσω της εφεσίβλητης 1, εταιρείας ασχολούμενης με χρηματιστηριακές δραστηριότητες.
Στη βάση προφορικής συμφωνίας στις 15.9.2000, οι διάδικοι, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, συμφώνησαν τα ακόλουθα: Ο εφεσείων, υπό το φως του γεγονότος ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 θα αγόραζαν ένα μεγάλο πακέτο μετοχών της L.K. Globalsoft com. Ltd, έδωσε εντολή σ' αυτούς όπως αγορασθούν από την εφεσίβλητη 1, 20.000 μετοχές της Globalsoft με την εγγύηση ότι η εφεσίβλητη 1 θα εγγυάτο ότι η τιμή της μετοχής θα ήταν στις 31.12.2000 Λ.Κ.7, ενώ αυτή θα κατακρατούσε τη νόμιμη προμήθεια για την αγορά. Σε περίπτωση κατά την οποία η μετοχή θα είχε μικρότερη αξία από Λ.Κ.7, κατά τις 31.12.2000, τότε ο λογαριασμός του εφεσείοντος θα πιστωνόταν με τον αριθμό μετοχών της Globalsoft που θα αντιστοιχούσε στη διαφορά της τιμής μεταξύ των Λ.Κ.7 και της τιμής που η μετοχή θα είχε πράγματι στις 31.12.2000.
Ο εφεσείων πλήρωσε στην εφεσίβλητη 1, η οποία αγόρασε τις 20.000 μετοχές στο όνομα της εφεσίβλητης 2, το ποσό των Λ.Κ.112.828,33, ήτοι, 20.000 μετοχές προς Λ.Κ.5.61 εκάστη. Όμως η τιμή της Globalsoft στις 31.12.2000, ήταν μόνο Λ.Κ.5.09, οι δε εφεσίβλητοι δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα. Παρά ταύτα, νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μετέθεσε την ημερομηνία εγγύησης και ανάλογης πίστωσης του λογαριασμού του εφεσείοντα, σε περίπτωση που η μετοχή δε θα ήταν στο προσδοκώμενο ύψος, για τις 10.3.2001, ημερομηνία κατά την οποία η εφεσίβλητη 1 εγγυήθηκε το ύψος της τιμής στις Λ.Κ. 7.80. Και πάλι όμως η μετοχή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα εφόσον στις 10.3.2001, αυτή πωλείτο στις Λ.Κ.3.42.
Θορυβηθείς ο εφεσείων, ήγειρε την πρωτόδικη αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις ύψους Λ.Κ.61.026,57 πλέον νόμιμο τόκο από 26.10.2000. Το ποσό αυτό εξηγήθηκε ως το υπόλοιπο που εξαγόταν από το ποσό των Λ.Κ.116,400 που οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντος, ότι χωρίς εντολή και παραβαίνοντας τη συμφωνία τους εισέπραξαν από την πώληση των 20.000 μετοχών της Globalsoft που οι ίδιοι πώλησαν στις 26.10.2000 έναντι Λ.Κ.5.82 εκάστη, χωρίς να το αποδώσουν στον εφεσείοντα, μείον ένα σύνολο ποσού Λ.Κ.55.373,43 που οι εφεσίβλητοι πίστωσαν στο λογαριασμό του εφεσείοντος, μεταφέροντας χρήματα από άλλο λογαριασμό που ο εφεσείων διατηρούσε με τους εφεσίβλητους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση. Το έπραξε αυτό υπό το φως του δεδομένου ότι η αξιολόγηση της εκατέρωθεν μαρτυρίας έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της θέσης των εφεσιβλήτων. Το Δικαστήριο δέχθηκε στην ουσία ότι ουδέποτε καταρτίσθηκε συμφωνία όπως την ισχυρίστηκε ο εφεσείων, τη μαρτυρία του οποίου (ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας για τις θέσεις του), χαρακτήρισε ως στερούμενη «λογικής και πειστικότητας», αλλά και «συνοχής». Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος περί ύπαρξης συμφωνίας απερρίφθη έναντι της αξιόπιστης μαρτυρίας των τεσσάρων μαρτύρων των εφεσιβλήτων και ιδιαίτερα της μαρτυρίας του Πόλυ Πολυκάρπου, διευθυντή και μετόχου των εφεσιβλήτων, ο οποίος και αρνήθηκε ότι συνομολόγησε οποιαδήποτε συμφωνία με τον εφεσείοντα, τις υποθέσεις του οποίου χειριζόταν στην ουσία ο γιος του εφεσείοντος, Νεοκλής, ο οποίος και εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν μη πειστική η προώθηση της ύπαρξης συμφωνίας διότι ουδείς λογικός άνθρωπος θα μπορούσε να εγγυηθεί χωρίς όφελος την τιμή των μετοχών μιας δημόσιας εταιρείας, η οποία διαπραγματευόταν καθημερινά στο Χ.Α.Κ. Η μαρτυρία του ιδίου του εφεσείοντος, καθώς αποφάσισε το Δικαστήριο, έδειχνε ότι δεν γνώριζε ουσιώδη στοιχεία της δήθεν συμφωνίας, όπως το ότι 2.000 μετοχές από τις 20.000, είχαν στην πραγματικότητα αγοραστεί στο όνομα κάποιου Πάμπου Χαραλάμπους, (ένας εκ των μαρτύρων των εφεσιβλήτων), ενώ η όλη συμφωνία αποσκοπούσε στη διάθεση των 20.000, ως μέρος ενός ευρύτερου πακέτου μετοχών της Globalsoft που ανήκε στην εφεσίβλητη 2, με την ελπίδα εξασφάλισης εγγύησης από την Globalsoft, ως προς την τιμή της μετοχής.
Περαιτέρω την όλη διαχείριση της αγοράς και πώλησης των 20.000 μετοχών διαφάνηκε ότι την είχε ο γιος του εφεσείοντος, Νεοκλής, ο οποίος όμως δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να καταθέσει αφήνοντας έτσι εκτεθειμένο τον εφεσείοντα πατέρα του, ο οποίος δεν γνώριζε βασικά πράγματα για τη διακίνηση του λογαριασμού του, ούτε μπορούσε να δικαιολογήσει ή να εξηγήσει από πού είχαν προέλθει οι διάφορες πιστώσεις στο λογαριασμό του, οι οποίες, ως ήδη ανεφέρθη, (και όπως ο ίδιος ο εφεσείων κατέγραψε στην αγωγή του), ανήλθαν στο ποσό των ΛΚ55,373,43.
Στα πλαίσια της εξέτασης της υπόθεσης και της αξιολόγησης της σχετικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξετάσει και να αποφασίσει την εγερθείσα από τους εφεσίβλητους υπεράσπιση του παρανόμου της συμφωνίας εφόσον ο εφεσείων διεκδικούσε, κατά την εισήγηση, αποζημιώσεις σε σχέση με τη δημιουργία πλασματικής αγοράς («price fixing»), ενώ η αξίωση του ήταν εν πάση περιπτώσει σ' αντίθεση με τους χρηματιστηριακούς κανονισμούς και την περί ΧΑΚ νομοθεσία. Καθώς έκρινε το Δικαστήριο, πριν την εξέταση της τυχόν παρανομίας, προήχε η απόφαση επί του κατά πόσον κατηρτίσθη η κατ' ισχυρισμόν συμφωνία. Όπως δε ήδη καταγράφηκε πιο πάνω, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι συμφωνία, όπως την ισχυρίστηκε ο εφεσείων και μάλιστα προφορικά, ουδέποτε συνομολογήθηκε.
Με τέσσερεις λόγος έφεσης, ο εφεσείων επιδιώκει να ανατρέψει την πρωτόδικη κρίση. Με τον πρώτο λόγο, η αιτιολογία του οποίου υποδιαιρείται σε ικανό αριθμό παραγράφων και υποπαραγράφων, αμφισβητείται ότι η βάση της αγωγής αφορούσε μόνο παράβαση συμφωνίας εκ μέρους της εφεσίβλητης 1, ενώ σαφώς και η εφεσίβλητη 2 ήταν επίσης εμπλεκόμενη εφόσον οι μετοχές ενεγράφησαν στο όνομα της ως καταπιστευματοδόχου, αμφότερες δε οι εφεσίβλητες καταχράσθηκαν και/ή οικειοποιήθηκαν τα χρήματα από την πώληση των μετοχών. Με το δεύτερο λόγο, επικρίνεται το Δικαστήριο στο ότι λανθασμένα θεώρησε τη γραπτή δήλωση του εφεσείοντος, μέρος της κύριας εξέτασης του, ως ασαφή, γενική και αόριστη, επηρεάζοντας έτσι τη δικανική του σκέψη προς εξαγωγή επισφαλούς συμπεράσματος.
Λανθασμένα επίσης το Δικαστήριο, κατά τον τρίτο λόγο έφεσης, έκρινε ότι ο εφεσείων δεν απέδειξε την ύπαρξη της προφορικής συμφωνίας εγγύησης των μετοχών εφόσον το μόνο που οι εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν στην υπεράσπιση τους ήταν το παράνομο της συμφωνίας, την οποία συμφωνία ουσιαστικά αποδέχθηκαν. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης, το Δικαστήριο θεωρείται ότι εξήγαγε εσφαλμένα συμπεράσματα κατ' αντίθεση προς την προσαχθείσα μαρτυρία, τα παραδεκτά γεγονότα και τα τεκμήρια. Σ' αυτό το λόγο, που επίσης αιτιολογείται από μεγάλο αριθμό παραγράφων, θεωρείται ότι κακώς το Δικαστήριο έψεξε την πλευρά του εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να μην αποδεχθεί την εκδοχή του, επειδή η συμφωνία δεν κατηρτίσθη γραπτώς και δεν κατέθεσε προς υποστήριξη του εφεσείοντα και ο γιος του, Νεοκλής.
Αντιτείνουν οι εφεσίβλητες εταιρείες ότι ορθά το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του εφεσείοντος εφόσον αυτός απέτυχε να αποδείξει τις πολλαπλές, αλλά και αντιφατικές μεταξύ τους βάσεις αγωγής. Η μαρτυρία του όντως ήταν ασαφής και αόριστη παρά το γεγονός ότι εν τέλει εκ των πραγμάτων η βάση της αγωγής είχε με τη μαρτυρία του περιοριστεί στην παράβαση της κατ' ισχυρισμόν εγγύησης της τιμής των μετοχών του από τις εφεσίβλητες ή οποιαδήποτε απ' αυτές. Απαντώντας σε έκαστο λόγο έφεσης, οι εφεσίβλητες λέγουν ότι καμιά συμφωνία δεν είχε ο εφεσείων με την εφεσίβλητη 2, ενώ και η δήθεν προφορική συμφωνία του με την εφεσίβλητη 1, ως προς την εγγύηση των μετοχών ουδόλως αποδείχθηκε. Η εκ μέρους του Δικαστηρίου αξιολόγηση μαρτυρίας ήταν καθόλα ορθή και επιβαλλόμενη ενόψει της φύσης της υπόθεσης αφενός και των προβληθέντων εκατέρωθεν ισχυρισμών αφετέρου.
Η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει. Διαπιστώνεται κατ' αρχάς ότι η δικογραφημένη αξίωση του εφεσείοντος, όπως αυτή αποδόθηκε στις θεραπείες του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος ήταν για ΛΚ61.026,57 ως ποσόν το οποίο ομού και/ή κεχωρισμένως «παράνομα κατακρατούν οι εναγόμενοι και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή άλλως πως ως λεπτομερώς ανωτέρω περιγράφεται.». Το τελευταίο σκέλος βεβαίως δεν προσθέτει οποιαδήποτε άλλη βάση αγωγής και σαφώς δεν μπορεί να ανιχνευθεί άλλη βάση μέσα από τις 18 παραγράφους που προηγούνται των θεραπειών.
Η αξιωθείσα απαίτηση στη βάση της παράνομης κατακράτησης ή αποζημιώσεων ύψους ΛΚ61.026,57 παραπέμπει εν πάση περιπτώσει σε πολύ διαφορετική νομική απαίτηση από το τι ο ίδιος ο εφεσείων δικογραφικά έθεσε ως τα γεγονότα που συνέθεταν τη βάση της αγωγής του. Απορρέει από την έκθεση απαίτησης ότι η συμφωνία την οποία ο ίδιος ανέφερε ότι συνήψε προφορικά με τις εφεσίβλητες ήταν αφενός για αγορά πακέτου μετοχών 20.000 της Globalsoft με εγγυημένη τιμή, σε περίπτωση δε που η τιμή της μετοχής θα ήταν μικρότερη των ΛΚ7 εκάστη, τότε θα πιστώνετο ο λογαριασμός του με αριθμό μετοχών της Globalsoft που θα ανιστοιχούσε στη διαφορά τιμής μεταξύ των ΛΚ7 και της τιμής που τυχόν θα είχε κατά το κλείσιμο των συναλλαγών του Χ.Α.Κ., στις 31.12.2000. Αυτό ρητά αναφέρεται ως το συμφωνηθέν στην παρ. 6(β) της έκθεσης απαίτησης. Το ίδιο αναφέρεται και στην παρ. 10 όπου παραπονείται ότι δεν του πιστώθηκαν 7.505 μετοχές που κατ' ισχυρισμόν του αναλογούσαν με βάση την ως άνω συμφωνία, έχοντας υπόψη τη διαφορά στην τιμή μεταξύ της εγγυημένης και της πραγματικής τιμής στις 31.12.000, των ΛΚ5.09. Επαναλαμβάνει δε ο εφεσείων στην έκθεση απαίτησης του ότι την ίδια συμφωνία για πίστωση σ' αυτόν ανάλογων μετοχών συνήψε στη συνέχεια, δεχόμενος τη θέση των εφεσιβλήτων για μετάθεση της ημερομηνίας προς εγγύηση της μετοχής της Globalsoft στις 10.3.2001, έναντι της τιμής των ΛΚ7.80. Στην παρ. 11 δε της απαίτησης του, ισχυρίζεται ότι εφόσον εν τέλει στις 10.3.2001, η τιμή της Globalsoft που ήταν ΛΚ3.42, οι εφεσίβλητες όφειλαν να πιστώσουν το λογαριασμό του με 25.614 μετοχές της Globalsoft.
Με βάση τα πιο πάνω η αξίωση του εφεσείοντος θα έπρεπε να ήταν για εφαρμογή της κατ΄ ισχυρισμόν συμφωνίας ώστε να πιστωθεί με τις ανάλογες μετοχές τις οποίες βέβαια θα μπορούσε ο ίδιος να μεταπωλήσει κατά την κρίση του όποτε θεωρούσε ότι ήταν συμφέρον. Αντ' αυτού, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητες πώλησαν τις 20.000 μετοχές της Globalsoft στις 26.10.2000 έναντι τιμής ΛΚ5.82 εκάστη, εισπράττοντας το ποσό των ΛΚ116.400, το οποίο ουδέποτε οι εφεσίβλητες απέδωσαν στον εφεσείοντα.
Προκύπτει, επομένως, όντως μια διαφορετική θεραπεία κατά νόμο από αυτή που θα έπρεπε ο εφεσείων να προωθήσει στο σύνολο των γεγονότων που κατέγραψε στην έκθεση απαίτησης του. Το πρόβλημα αυτό το εντόπισε το Δικαστήριο στην κατάληξη του καταγράφοντας τη θέση ότι και αν ακόμη υφίστατο ή αποδεικνυόταν παράβαση συμφωνίας εκ μέρους των εφεσιβλήτων, τότε αυτή η παράβαση θα έδινε δικαίωμα σε αξίωση για πρόσθετο αριθμό μετοχών και όχι σε χρηματικές αποζημιώσεις. Και περαιτέρω το Δικαστήριο ορθά σημείωσε ότι εφόσον οι εφεσίβλητοι ή ο Π. Πολυκάρπου δεν ήταν εκδότες των μετοχών αυτών, τίθετο θέμα πώς θα εφαρμοζόταν η τυχόν απόδοση μετοχών στον εφεσείοντα.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε απορριπτέα την εν γένει αγωγή του εφεσείοντος ενόψει του ότι προσεκτική μελέτη της μαρτυρίας που δόθηκε πρωτοδίκως, όντως παρουσίαζε εγγενείς αδυναμίες αναφορικά με τη λογική των πραγμάτων όπως θέλησε να τα παρουσιάσει ο εφεσείων. Στη μαρτυρία του ο εφεσείων προώθησε τη θέση ότι με προφορική συμφωνία το έτος 2000, όταν το ΧΑΚ άρχισε να έχει πτωτική τάση, επεδίωξε και πέτυχε εγγύηση προσωπικά από τον Πόλυ Πολυκάρπου εκ μέρους των εφεσιβλήτων, ούτως ώστε οι μετοχές της Globalsoft που θα αγόραζε να μην ήταν μικρότερης αξίας των ΛΚ7.00 στις 31.12.2000. Ο Πόλυς Πολυκάρπου, όμως, Μ.Υ.3, πρωτοδίκως, αρνήθηκε εμφαντικά κατά τη δική του μαρτυρία ότι συμφώνησε οτιδήποτε με τον εφεσείοντα για αγορά μετοχών της Globalsoft με εγγύηση, διερωτούμενος μάλιστα για ποιο λόγο οιοσδήποτε θα πρόσφερε τέτοια εγγύηση. Διερωτήθηκε επίσης ποιο το συμφέρον των εφεσιβλήτων ή για τον ίδιο προσωπικά να παρείχε τέτοιου είδους εγγύηση. Ο εφεσείων στη δική του μαρτυρία δήλωσε ότι δεν γνώριζε ποιο θα ήταν το όφελος της εφεσίβλητης 1, από αυτή την κατ' ισχυρισμόν συμφωνία.
Η μαρτυρία του Πόλυ Πολυκάρπου ήταν κατ' ουσίαν ότι οι εφεσίβλητες ως χρηματιστηριακές εταιρείες αγόραζαν διάφορα μεγάλα πακέτα μετοχών και την τότε εποχή η Globalsoft, διά του διευθυντή της Λυκούργου Κυπριανού, είχε δώσει κάποια εγγύηση όχι ως προς την τιμή των μετοχών, αλλά για να κρατούσαν τις μετοχές για ένα διάστημα. Αυτή η εγγύηση από τον Λ. Κυπριανού αφορούσε ένα πακέτο 500.000 μετοχών. Σ' αυτά τα πλαίσια ο Νεοκλής Θεοδοτίδης, γιος του εφεσείοντος, ο οποίος δεν μπορούσε αρχικά να συναλλάσσεται στο Χ.Α.Κ., διότι εργαζόταν στη Cisco, ενεργούσε εκ μέρους του πατέρα του (ακόμη και όταν ο Νεοκλής άρχισε να εργάζεται στην εφεσίβλητη 1), προσπαθώντας να εξασφαλίσει και για το πακέτο των 20.000 μετοχών, εγγύηση από τον Λυκούργο Κυπριανού. Αυτή την εγγύηση ο Λ. Κυπριανού δεν δέχθηκε να δώσει. Ο εφεσείων ήταν, όπως τον χαρακτήρισε ο Πόλυς Πολυκάρπου, ο αχυράνθρωπος του Νεοκλή. Εξ ου και ουδέποτε ο ίδιος προέβη σε οποιαδήποτε συμφωνία με τον εφεσείοντα.
Την πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων που περιέγραψε ο Πόλυς Πολυκάρπου επιβεβαίωσε με τη μαρτυρία του και ο αδελφός του Μάριος Πολυκάρπου, Μ.Υ.1, ο οποίος κατέθεσε ότι ο τότε φίλος του Νεοκλής, γιος του εφεσείοντος, ακούοντας από την αγορά γενικώς ότι ο Λυκούργος Κυπριανού προσέφερε εγγυήσεις στις μετοχές του, του ζήτησε να μεσολαβήσει και για ένα δικό του πακέτο μετοχών 20.000. Εγγύηση δεν δέχθηκε να δώσει ο Λυκούργος Κυπριανού, οι 20.000 μετοχές ήταν εν πάση περιπτώσει εγγεγραμμένες στο όνομα της εφεσίβλητης 1 και ουδέποτε φαίνονταν στο όνομα του εφεσείοντος ή του Νεοκλή. Περαιτέρω, 2.000 μετοχές ανήκαν στην ουσία στον Πάμπο Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν φίλος με τον Νεοκλή Θεοδοτίδη και ο οποίος κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Μ.Υ.2. Ως είπε στο Δικαστήριο, ο ίδιος είχε δώσει εντολές να αγοραστούν οι 20.000 μετοχές της Globalsoft, οι οποίες αγοράστηκαν για τον ίδιο. Το γεγονός επίσης ότι την περίοδο 2000-2002, λόγω τρομερής μείωσης των τιμών των μετοχών, ορισμένοι εκδότες εγγυούνταν τη τιμή της μετοχής του, ώστε να ήταν ευκολότερη η διάθεση τους, βεβαίωσε και ο λειτουργός στο Τμήμα Εκκαθάρισης του Χ.Α.Κ. Παναγιώτης Χριστοφόρου, Μ.Υ.4. Ο μάρτυρας αυτός από τα στοιχεία του Χ.Α.Κ. κατέθεσε επίσης ότι ο χρηματιστής Νεοκλής Θεοδοτίδης, γιος του εφεσείοντος, πώλησε συνολικά 18.000 μετοχές της Globalsoft μεταξύ 15.3.2001-25.3.2001, οι οποίες και ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του Πόλυ Πολυκάρπου και της συζύγου του.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, ήταν εύλογη η πρωτόδικη κρίση ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε συμφωνία όπως την παρουσίασε ο εφεσείων και ειδικά συμφωνία με εγγυημένη τιμή για τις συγκεκριμένες 20.000 μετοχές. Σημειώνεται ότι ουδέποτε στην έκθεση υπεράσπισης έγινε δεκτή η συμφωνία ως την ισχυριζόταν ο εφεσείων. Έγινε δεκτό μόνο ότι αγοράστηκαν μετοχές από την Globalsoft.
Ορθά πρωτοδίκως το Δικαστήριο δεν εξέτασε τα μέρη εκείνα της μαρτυρίας των μαρτύρων υπεράσπισης που ήσαν εκτός δικογραφίας. Η μαρτυρία όπως την αξιολόγησε το Δικαστήριο έδειχνε πράγματι ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι οι 18.000 μετοχές, και όχι οι 20.000, ουδέποτε ενεγράφησαν ή θα εγγράφοντο στο όνομα του, αλλά απλώς «.. θα αποτελούσαν μέρος ενός συνολικού πακέτου μετοχών της εναγομένης 2 εταιρείας με την ελπίδα ή καλύτερα την προσδοκία της παραχώρησης εγγύησης από την Globalsoft ως η θέση των εναγομένων και των μαρτύρων τους.». Όπως έκρινε περαιτέρω το Δικαστήριο και ορθά, υποχρέωση της εφεσίβλητης 1 ήταν απλώς να διατηρεί αυτές τις 20.000 μετοχές ή κατ' ακρίβεια τις 18.000, επ' ονόματι της εφεσίβλητης 2, (η οποία δεν ενεργούσε ως καταπιστευματοδόχος ως την εννοούσε ο εφεσείων, ούτε και ήταν αυτή η βάση της αγωγής του), μέχρι που ο εφεσείων θα αποφάσιζε να τις διαθέσει χωρίς να υπάρχει συμφωνία περί εγγυημένης τιμής σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Περαιτέρω, εύλογο ήταν και το πρωτόδικο εύρημα ότι ήταν ο Νεοκλής χειριζόταν το λογαριασμό του εφεσείοντος και γι' αυτό το λόγο ο εφεσείων δεν γνώριζε ουσιαστικά θέματα όπως ότι οι 2.000 μετοχές ανήκαν στον Πάμπο Χαραλάμπους ή για ποιο λόγο του πιστώθηκαν ορισμένα ποσά.
Παρά τους εκτεταμένους λόγους έφεσης, κρίνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο και συνεπώς η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος και υπέρ των εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.