ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2343
22 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
NATIONWIDE SHIPPING INC ΠΟΥ ΕΔΡΕΥΕΙ
ΣΤΗ ΜΟΝΡΟΒΙΑ ΛΙΒΕΡΙΑΣ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ATHENA (ΠΡΩΗΝ ΑΜΑΖΕ) ΥΠΟ ΣΗΜΑΙΑ ST. VINCENT AND THE GRANADINES, ΝΗΟΛΟΓΙΟΥ KINGSTOWN, ΤΩΡΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 24/2010)
Ναυτοδικείο ― Διάταγμα σύλληψης πλοίου ― Επικύρωση ορθότητας πρωτόδικης κρίσης με την οποία ακυρώθηκε εκδοθέν διάταγμα σύλληψης πλοίου και η παραχωρηθείσα εγγύηση, επί τω ότι, η σύλληψη του πλοίου, ζητήθηκε για τους σκοπούς διαδικασίας διαιτησίας που βρισκόταν σε εξέλιξη και όχι για τους σκοπούς in rem αγωγής ― Στην Κύπρο δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που να διέπει το ζήτημα ― Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση νομοθετικών διατάξεων που θεσπίστηκαν στην Αγγλία μετά την ημέρα της ανεξαρτησίας προς απόδοση εξουσιών στο Ναυτοδικείο της Κύπρου και κατ' επέκταση δεν μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων που στηρίχθηκαν σε τέτοιες νομοθετικές διατάξεις.
Λέξεις και Φράσεις ― «Δικαστήριο» στις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/1987).
Στο πλαίσιο αγωγής που καταχωρήθηκε ενώπιον του Ναυτοδικείου, η εφεσείουσα καταχώρησε και μονομερή αίτηση για σύλληψη πλοίου στη βάση της οποίας εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα σύλληψης.
Στην αίτηση είχε αναφερθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η σύλληψη του πλοίου ήταν για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης που ενδεχομένως θα εκδιδόταν εναντίον των πλοιοκτητών στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαιτησίας στο Λονδίνο.
Πρωτοδίκως έγινε δεκτή η ένσταση του πλοίου που είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος και της εγγύησης που έδωσαν οι πλοιοκτήτες.
Εκρίθη ότι ο σκοπός της εφεσείουσας δεν ήταν η προώθηση της εκδίκασης της αγωγής από το Ναυτοδικείο εφόσον η επίλυση της διαφοράς είχε ήδη παραπεμφθεί σε διαιτησία στην Αγγλία.
Η απόφαση αμφισβητήθηκε με έφεση και υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Το ζήτημα μπορούσε και έπρεπε να επιλυθεί με βάση τις αρχές του Κοινοδικαίου όπως αυτό έχει εξελιχθεί.
β) Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη βασισμένη στις αρχές του Κοινοδικαίου κρατούσα διεθνή πρακτική σύμφωνα με την οποία, το Ναυτοδικείο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδίδει διάταγμα σύλληψης εναγόμενου πλοίου για σκοπούς εξασφάλισης εγγύησης σε σχέση με αποτέλεσμα διαιτησίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Ναυτοδικείο, ως μη συμπεριλαμβανόμενο στον ορισμό «Δικαστήριο», στερείται εξουσίας με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 101/87 να διατάσσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας.
2. Αυτό που απέμενε να εξεταστεί ήταν κατά πόσο το Ναυτοδικείο μπορούσε να διατάξει τη λήψη τέτοιων συντηρητικών μέτρων κλπ στη βάση ή κατ' επίκληση κάποιου άλλου νομιμοποιητικού ερείσματος.
3. Το Ναυτοδικείο με βάση το Άρθρο 19(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 ασκεί τις εξουσίες με τις οποίες περιβαλλόταν και ασκούσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αγγλία στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του σε ναυτικές υποθέσεις «ευθύς αμέσως προ της ημέρας της ανεξαρτησίας».
4. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνεται επίκληση νομοθετικών διατάξεων που θεσπίστηκαν στην Αγγλία μετά την ημέρα της ανεξαρτησίας προς απόδοση εξουσιών στο Ναυτοδικείο της Κύπρου και κατ' επέκταση δεν μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων που στηρίχθηκαν σε τέτοιες νομοθετικές διατάξεις.
5. Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που κυρίως απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσο ορθά και υπό τις δοσμένες περιστάσεις, εκδόθηκε με μονομερή αίτηση το διάταγμα σύλληψης του πλοίου.
6. Ορθά ακυρώθηκε το εκδοθέν διάταγμα σύλληψης του πλοίου και η παραχωρηθείσα εγγύηση εφόσον η σύλληψη του πλοίου, ζητήθηκε για τους σκοπούς της διαιτησίας και όχι για τους σκοπούς της in rem αγωγής.
7. Το Κυπριακό Ναυτοδικείο, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ορθά δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της διατήρησης του διατάγματος σύλληψης και συνεπώς ορθά αποφάσισε την ακύρωσή του.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
The «Vasso» (formerly «Andria») (1984), Lloyd's Law Reports 235,
The «Rena K.» [1979] 1 All E.R. 397,
The Tuyuti [1984] 2 All E.R. 545,
Τhe Jalamatsya [1987] Q.B. Lloyd's Law Reports Vol. 2, 164,
The EMRE II [1989] Q.B. Lloyd's Law Reports Vol. 2, 182.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Αγωγή Ναυτοδικείου 33/09), ημερομηνίας 15/1/2010.
Λ. Παπαφιλίππου με Χρ. Θεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Π. Ιακωβίδης, για το Εφεσίβλητο πλοίο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα με αγωγή in rem κατά του εναγόμενου πλοίου («το πλοίο») που βρισκόταν στο λιμάνι Λάρνακας, αξίωσε €377.797,15 ως οφειλόμενα έξοδα, προκαταβολές έναντι προσδοκώμενων κερδών και διαχειριστικές αμοιβές πλέον τόκους και έξοδα. Από πλευράς εφεσείουσας δηλώθηκε εξ αρχής ότι η διαφορά μεταξύ αυτής και των πλοιοκτητών του πλοίου σε σχέση με την προαναφερόμενη αξίωση, παραπέμφθηκε σε διαιτησία στο Λονδίνο κατ' εφαρμογή σχετικής ρήτρας της μεταξύ τους συμφωνίας και ότι η διαιτησία βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο.
Την ημέρα που καταχωρήθηκε η αγωγή (28.9.2009), η εφεσείουσα καταχώρησε και μονομερή αίτηση για σύλληψη του πλοίου στη βάση της οποίας εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα σύλληψης του πλοίου. Στην αίτηση είχε αναφερθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ζητείτο η σύλληψη του πλοίου ήταν για να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί εναντίον των πλοιοκτητών στα πλαίσια της εκκρεμούσας διαιτησίας στο Λονδίνο. Σχετική επί του προκειμένου είναι η πιο κάτω αναφορά στην ένορκο δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση.
«Η υπό κρίση αίτηση λειτουργεί υποβοηθητικά και σε αρωγή της διαδικασίας διαιτησίας στο Λονδίνο, η οποία βρίσκεται ακόμα σε αρχικά στάδια. ............. Είναι κατεπείγον να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα διότι με την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι Λάρνακας θα βρεθεί εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου και η ικανοποίηση οποιασδήποτε απόφασης τυχόν εκδοθεί στην παρούσα αγωγή ή στην υπόθεση της διαιτησίας θα είναι σχεδόν αδύνατη.»
Με την ένσταση που καταχώρησαν οι δικηγόροι του πλοίου, ζητήθηκε η ακύρωση του προσωρινού διατάγματος σύλληψης και συνακόλουθα η ακύρωση και αποδέσμευση της τραπεζικής εγγύησης που στο μεταξύ κατέθεσαν οι ιδιοκτήτες του πλοίου για την απελευθέρωσή του. Προβλήθηκαν οι πιο κάτω λόγοι ένστασης.
«(α) το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 28.9.2009 εκδόθηκε εσφαλμένα και/ή η έκδοσή του αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας.
(β) οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα.»
Ο ευπαίδευτος συνάδελφός μας που πρωτοδίκως εκδίκασε την υπόθεση, αποδέχθηκε την ένσταση του πλοίου και ακύρωσε το προσωρινό διάταγμα και την εγγύηση που έδωσαν οι πλοιοκτήτες. Θεώρησε πρόδηλο ότι ο σκοπός της εφεσείουσας δεν ήταν η προώθηση της εκδίκασης της αγωγής από το Ναυτοδικείο εφόσον η επίλυση της διαφοράς είχε ήδη παραπεμφθεί σε διαιτησία στην Αγγλία. Κρίθηκε ότι η αγωγή καταχωρήθηκε με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση του διατάγματος σύλληψης του πλοίου «ώστε να υπάρξει με αυτό τον τρόπο υποβοήθηση και αρωγή της διαδικασίας διαιτησίας με την εξασφάλιση τυχόν απόφασης που θα εκδίδετο σε αυτή». Αυτή η σκέψη ως αντικατοπτρίζουσα την πραγματική πρόθεση της εφεσείουσας, τέθηκε υπό το πρίσμα του σκεπτικού της The «Vasso» (formerly «Andria») (1984) Lloyd's Law Reports 235 και ακολούθως, με βάση την ερμηνεία που έδωσε ο συνάδελφός μας στο εν λόγω σκεπτικό, κατέληξε στο πιο κάτω συμπέρασμα,
«Το Ναυτοδικείο δεν διαθέτει τη δικαιοδοσία η οποία έχει ζητηθεί να ασκηθεί από την ενάγουσα υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης που έχουν εξηγηθεί, εφόσον η επιδίωξη της ενάγουσας είναι ακριβώς η εξασφάλιση εγγύησης σε σχέση με το αποτέλεσμα της διαιτησίας.»
Ο δεύτερος λόγος της ένστασης ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων δεν εξετάστηκε γιατί, καθώς κρίθηκε, η όποια ενασχόληση με το συγκεκριμένο θέμα δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα προδήλως ενόψει της διαπίστωσης περί ελλείψεως δικαιοδοσίας του Ναυτοδικείου και της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος. Παρά την πιο πάνω προσέγγιση, ο συνάδελφος μας ασχολήθηκε ακροθιγώς με το θέμα επειδή, καθώς αναφέρεται στην απόφαση, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι αφιέρωσαν χρόνο στην εξήγηση του. Θεωρούμε ότι οι επί του προκειμένου παρατηρήσεις του ευπαίδευτου δικαστή και η άποψη του ότι δεν υπήρχε πλήρης αποκάλυψη όλων των γεγονότων, συνιστούν παρατηρήσεις που έγιναν εν παρόδω (obiter) και δεν αποτελούν μέρος του σκεπτικού της απόφασης. Αυτό συνάγεται τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της εκκαλούμενης απόφασης.
Με δύο λόγους έφεσης οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τον πρώτο λόγο, εισηγούνται ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την εξέλιξη του Κοινοδικαίου που διέπει το θέμα και ότι λανθασμένα στηρίχθηκε αποκλειστικά στη The «Vasso» (formerly «Andria») ενώ αυτή είχε ανατραπεί. Λέγουν συναφώς ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη βασισμένη στις αρχές του Κοινοδικαίου κρατούσα διεθνή πρακτική σύμφωνα με την οποία, το Ναυτοδικείο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδίδει διάταγμα σύλληψης εναγόμενου πλοίου για σκοπούς εξασφάλισης εγγύησης σε σχέση με αποτέλεσμα διαιτησίας.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο θέμα της μη πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Οι εφεσείοντες ενώ παραδέχονται ότι η απόφαση για απόρριψη της αίτησης δεν στηρίχτηκε στη μη αποκάλυψη γεγονότων εντούτοις προώθησαν, αχρείαστα νομίζουμε, και αυτό το λόγο έφεσης η εξέταση του οποίου παρέλκει εφόσον, το διάταγμα σύλληψης και η εγγύηση ακυρώθηκαν λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Θεωρούμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης στερείται αντικειμένου και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί.
Ως έχει ειπωθεί, η πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στη The «Vasso» (formerly «Andria») (ανωτέρω), στην οποία το αγγλικό Εφετείο αποφάσισε,
«However, on the law as it stands at present, the Court΄s jurisdiction to arrest a ship in an action in rem should not be exercised for the purpose of providing security for an award which may be made in arbitration proceedings. That is simply because the purpose of the exercise of the jurisdiction is to provide security in respect of the action in rem, and not to provide security in some other proceedings, for example, arbitration proceedings. The time may well come when the law on this point may be changed: see s.26 of the Civil Jurisdiction and Judgments Act, 1982, which has however not yet been brought into force. But that is not yet the law. It follows that if a plaintiff invokes the jurisdiction of the Court to obtain the arrest of a ship as security for an award in arbitration proceedings, the Court should not issue a warrant of arrest.»
Η άλλη διαπίστωση του Αγγλικού Εφετείου ήταν ότι η μη αποκάλυψη της ύπαρξης διαιτησίας που αφορούσε στην επίδικη διαφορά υπήρξε καθοριστική της τελικής απόφασης. Ο συνάδελφος μας συσχετίζοντας την εν λόγω διαπίστωση με την προηγούμενη που περιέχεται στο πιο πάνω απόσπασμα, ανέφερε, «Η τοποθέτηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε obiter ενόψει της κατάληξης του Δικαστηρίου, θεωρώ όμως ότι είναι συνυφασμένη με το όλο σκεπτικό του Δικαστηρίου και, πέραν τούτου, είναι τόσο βέβαια και ευθεία σε συνάρτηση με τις εξουσίες του Ναυτοδικείου, που θα δυσκολευόμουν να μην την ακολουθήσω.» Είναι βεβαίως πρόδηλο ότι αυτό που ανέφερε ο ευπαίδευτος Δικαστής ότι «θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε obiter» πρόκειται για την διαπίστωση του Αγγλικού Εφετείου που προηγήθηκε της τελικής κατάληξης και η οποία περιέχεται στο προαναφερόμενο απόσπασμα.
Η πιο πάνω προσέγγιση του συναδέλφου μας είναι ορθή και μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Επιπλέον παρατηρούμε ότι στη The «Vasso» (formerly «Andria») δεν τέθηκε ούτε εξετάστηκε θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για έκδοση ενταλμάτων σύλληψης πλοίου. Η ύπαρξη τέτοιας δικαιοδοσίας θεωρήθηκε δεδομένη. Εκείνο που ουσιαστικά απασχόλησε το αγγλικό Εφετείο ήταν το κατά πόσο το Ναυτοδικείο διατηρούσε διακριτική ευχέρεια ενάσκησης της ενυπάρχουσας δικαιοδοσίας του για σύλληψη του πλοίου για το συγκεκριμένο σκοπό. Προδήλως ανάλογο είναι και το προς εξέταση θέμα στην υπό κρίση υπόθεση ήτοι, κατά πόσο το Ναυτοδικείο, κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις, διατηρούσε τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει τη σύλληψη του πλοίου για το συγκεκριμένο σκοπό που η εφεσείουσα ευθέως προσδιόρισε στην αίτησή της.
Στην Αγγλία το ζήτημα ρυθμίστηκε νομοθετικά με βάση τις πρόνοιες του Κεφαλαίου 26 του Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982 το οποίο αναφέρει:
«(1) Where in England or Wales or Northern Ireland a court stays or dismisses Admiralty proceedings on the ground that the dispute in question should be submitted to arbitration or to the determination of the courts of another part of the United Kingdom or of an overseas country, the court may, if in those proceedings property has been arrested or bail or other security has been given to prevent or obtain release from arrest:
(a) Order that the property arrested be retained as security for the satisfaction of any award or judgment which -
(i) is given in respect of the dispute in the arbitration or legal proceedings in favour of which those proceedings are stayed or dismissed; and
(ii) is enforceable in England and Wales or, as the case may be, in Northern Ireland; or
(2) Where a court makes an order under sub-s (1), it may attach such conditions to the order as it thinks fit, in particular conditions with respect to the institution or prosecution of the relevant arbitration or legal proceedings.»
Στην Κύπρο δεν υπάρχει νομοθετική ρύθμιση που να διέπει το ζήτημα έκδοσης προσωρινού διατάγματος σύλληψης πλοίου σε διαδικασία όπου υπάρχει σε εκκρεμότητα διαδικασία διαιτησίας ή παράλληλη δικαστική διαμάχη στο εξωτερικό. Το Άρθρο 9 του περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμου του 1987 (Ν. 101/87) αναφέρει ότι:
«Το Δικαστήριο έχει εξουσία, κατ' αίτηση ενός των μερών, να διατάσσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων, οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας.»
Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του ιδίου νόμου (Ν. 101/87)
««Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ή Δικαστή αυτού».»
Ενόψει των πιο πάνω, έπεται ότι το Ναυτοδικείο, ως μη συμπεριλαμβανόμενο στον ορισμό «Δικαστήριο», στερείται εξουσίας με βάση τις πρόνοιες του προαναφερόμενου νόμου (Ν. 101/87) «να διατάσσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων οποτεδήποτε πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας». Αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο το Ναυτοδικείο μπορεί να διατάξει τη λήψη τέτοιων συντηρητικών μέτρων κλπ στη βάση ή κατ' επίκληση κάποιου άλλου νομιμοποιητικού ερείσματος. Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της εφεσείουσας, εισηγούνται ότι το ζήτημα μπορεί και πρέπει να επιλυθεί με βάση τις αρχές του κοινοδικαίου όπως αυτό έχει εξελιχθεί.
Το Ναυτοδικείο με βάση το Άρθρο 19(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 ασκεί τις εξουσίες με τις οποίες περιβαλλόταν και ασκούσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αγγλία στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του σε ναυτικές υποθέσεις «ευθύς αμέσως προ της ημέρας της ανεξαρτησίας». Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνεται επίκληση νομοθετικών διατάξεων που θεσπίστηκαν στην Αγγλία μετά την ημέρα της ανεξαρτησίας προς απόδοση εξουσιών στο Ναυτοδικείο της Κύπρου και κατ' επέκταση δεν μπορεί να τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο αποφάσεις αγγλικών δικαστηρίων που στηρίχθηκαν σε τέτοιες νομοθετικές διατάξεις όπως το Άρθρο 26 του Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982 (ανωτέρω) που επικαλείται η εφεσείουσα. Η The «Rena K.» [1979] 1 All E.R. 397 που επίσης επικαλείται η εφεσείουσα διακρίνεται από την παρούσα υπόθεση. Στη The «Rena K.» οι ενάγοντες ζήτησαν τη σύλληψη του πλοίου για σκοπούς εξασφάλισης εγγύησης στην ίδια την in rem αγωγή που καταχώρησαν εναντίον του πλοίου ενώ στην παρούσα υπόθεση η σύλληψη του πλοίου ζητήθηκε για την εξασφάλιση της απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί υπέρ της εφεσείουσας στα πλαίσια της διαιτησίας που άρχισε στην Αγγλία και αφορά στα ίδια επίδικα θέματα.
Το δεύτερο θέμα που απασχόλησε το δικαστήριο στη The «Rena K.» ήταν το κατά πόσο το εκδοθέν διάταγμα σύλληψης έπρεπε να ακυρωθεί ως συνέπεια της αναστολής της in rem αγωγής στα πλαίσια της οποίας είχε εκδοθεί το διάταγμα σύλληψης λόγω της ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας. Είναι φανερό ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν τις δύο υποθέσεις διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους. Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που κυρίως απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν το κατά πόσο ορθά και υπό τις δοσμένες περιστάσεις, εκδόθηκε με μονομερή αίτηση το διάταγμα σύλληψης του πλοίου.
Οι υποθέσεις The Tuyuti [1984] 2 All E.R. 545, the Jalamatsya [1987] Q.B. Lloyd's Law Reports Vol. 2 - p. 164 και The EMRE II [1989] Q.B. Lloyd's Law Reports Vol. 2 - p. 182 που επικαλείται η εφεσείουσα διακρίνονται από την παρούσα υπόθεση κυρίως στα γεγονότα και συνεπώς δεν μπορεί να αντληθεί από αυτές περισσότερη βοήθεια.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ορθά ακυρώθηκε το εκδοθέν διάταγμα σύλληψης του πλοίου και η παραχωρηθείσα εγγύηση εφόσον η σύλληψη του πλοίου, ζητήθηκε για τους σκοπούς της διαιτησίας και όχι για τους σκοπούς της in rem αγωγής. Το κυπριακό Ναυτοδικείο, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ορθά δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της διατήρησης του διατάγματος σύλληψης και συνεπώς ορθά αποφάσισε την ακύρωσή του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.