ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2012) 1 ΑΑΔ 2299

22 Οκτωβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2005)

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

ΣΩΤΗΡΗ ΚΟΥΒΕΛΛΑ,

Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 132Α/2005)

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΥΒΕΛΛΑΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ 132/2005, 132Α/2005)

 

Αποζημιώσεις ― Γενικές αποζημιώσεις ― Τραυματισμός πεζής σε τροχαίο ατύχημα ― Ενάγουσα 45 χρόνων, υπέστη μεταξύ άλλων κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, κάταγμα του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου και πολλαπλά κατάγματα πλευρών ― Αύξηση κατ' έφεση ποσού γενικών αποζημιώσεων από €51.258 σε €119.602.

Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επικύρωση πρωτόδικης κρίσης για καταμερισμό ευθύνης 80% με 20% μεταξύ οδηγού και πεζής η οποία παρασύρθηκε από αυτοκίνητο ― Η ενέργεια της ενάγουσας να περπατά με την πλάτη προς την τροχαία κίνηση ενείχε στοιχεία αμέλειας και αδιαφορίας για τη δική της ασφάλεια.

Αμέλεια ― Ειδικές αποζημιώσεις ― Κατά πόσον η σύζυγος ή άλλο μέλος της οικογένειας που παρέχει νοσηλευτική φροντίδα σε τραυματισθέντα δικαιούται αμοιβής ― Διαφοροποίηση Εφετείου από προηγούμενη νομολογία ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Ο σύζυγος ή οι στενοί συγγενείς δυνατόν να δικαιούνται αποζημίωσης για τις υπηρεσίες και φροντίδες που προσέφεραν στον τραυματισθέντα, αλλά αυτό το δικαίωμα τους είναι αυτοτελές και θα μπορούσαν να το αξιώσουν προσωπικά εναντίον του εναγόμενου ― Αν οι υπηρεσίες τους ανταμείφθηκαν με χρηματική καταβολή και ο ενάγων μπορεί να διεκδικήσει το σχετικό κονδύλι που κατέβαλε.

Αποζημιώσεις ― Έχει κριθεί από τη νομολογία ότι στην περίπτωση που ο ενάγων δεν απέδειξε την πραγματική του ζημιά αφαιρουμένων των φορολογικών του επιβαρύνσεων, το δικαστήριο θα πρέπει να προβεί το ίδιο σ' ένα υπολογισμό, όχι κατ' ανάγκη ακριβή, με βάση τους σχετικούς νόμους που αφορούν την καταβολή φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και κοινωνικών ασφαλίσεων για να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του.

Κοινοδίκαιο ― Οι αγγλικές αυθεντίες δεν είναι δεσμευτικές, αλλά μόνο καθοδηγητικό χαρακτήρα έχουν.

Οι δύο εφέσεις στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία επιδικάστηκαν αποζημιώσεις στην εφεσείουσα στην (Π.Ε.132/05) και εναντίον του εναγόμενου (εφεσείοντα στην Π.Ε.132Α/05) για τα τραύματα που υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα που είχε λάβει χώρα στις 24.8.2001. Το δυστύχημα επεσυνέβη όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εναγόμενος κτύπησε την εφεσείουσα / ενάγουσα και μία φίλη της, οι οποίες έκαναν τον πρωϊνό τους περίπατο, βαδίζοντας κατά μήκος του δρόμου στην ίδια κατεύθυνση.

Η ενάγουσα υπέστη σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, κάταγμα του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου και πολλαπλά κατάγματα πλευρών. Παρουσίασε επίσης αιματουρία.

Το δικαστήριο αφού δέκτηκε τη μαρτυρία τόσο της ενάγουσας, όσο και της φίλης της αποφάσισε πως λόγω της ύπαρξης δέντρων δεν ήταν δυνατόν οι πεζές να κινούνταν εκτός δρόμου. Απέδωσε την αμέλεια του εναγόμενου στην αδυναμία του να τις αντιληφθεί από απόσταση 70 περίπου μέτρων, όταν μετά τη στροφή του δρόμου ήταν ορατές.

Το δικαστήριο επισήμανε ότι παράλειψη να δει κάποιος κάτι το εμφανές που θα καθόριζε την οδική του συμπεριφορά, συνιστά αμέλεια. Κατέληξε ότι ο εναγόμενος υπήρξε σοβαρότατα αμελής, σε βαθμό ακόμα και αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων.

Σημείωσε ακόμα ότι η ενάγουσα περπατούσε στην άσφαλτο σε απόσταση 1.30 μ. από την άκρη της και με την πλάτη προς την τροχαία κίνηση, κρίνοντας ότι  ήταν ένοχη συντρέχουσας αμέλειας, αποδίδοντας της ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας 20%.

Η ενάγουσα παρέμεινε στο Νοσοκομείο όπου είχε εισαχθεί αμέσως μετά το δυστύχημα για περίοδο ενός μηνός και επέστρεψε στο σπίτι της σε τροχοκάθισμα. Στη συνέχεια εκινείτο χρησιμοποιώντας στήριγμα και μετέπειτα βακτηρίες, τις οποίες εγκατέλειψε οκτώ μήνες μετά το δυστύχημα.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι η ταλαιπωρία της ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες μετά το δυστύχημα.

Από το δυστύχημα παρέμειναν στην Ενάγουσα διάφορα μόνιμα κατάλοιπα τα οποία και αποτιμήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αποφάσισε ότι ο συγκερασμός των πιο πάνω καταστάσεων την κατέστησε ανίκανη να εκτελεί τα επαγγελματικά της καθήκοντα.

Η κατάσταση της υγείας της εκρίθη, ότι θα έπρεπε να θεωρείτο μόνιμη που επηρέαζε την κοινωνική και οικογενειακή της ζωή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε κατέληξε ότι το κατάλληλο ποσό για γενικές αποζημιώσεις ήταν αυτό των £30.000 (€51.258).

Και οι δύο διάδικοι καταχώρησαν χωριστές  εφέσεις οι οποίες συνεκδικάστηκαν.

Η εφεσείουσα/ενάγουσα υποστήριξε κατά κύριο λόγο ότι:

α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν κατά 20% υπεύθυνη για το δυστύχημα.

β) Το ποσό που της επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ήταν χαμηλό.

γ)  Λανθασμένα δεν της επιδικάστηκαν αποζημιώσεις της τάξης των £60 (€102) την εβδομάδα, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία η εργοδότηση οικιακής βοηθού για να εκτελεί τις οικιακές της ασχολίες για το υπόλοιπο της ζωής της και/ή από 4.11.2004 με πολλαπλασιαστή της τάξης του 20-25 ήταν απαραίτητη.

Ο εφεσείων/ εναγόμενος υποστήριξε ότι:

α) Έπρεπε να είχε αποδοθεί μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης στην εφεσείουσα.

β) Το ποσό των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκε στην εφεσείουσα ήταν υπερβολικό.

γ)  Το δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε ποσό £6.720 (€11.482) επί πλήρους ευθύνης ή £5.376 (€9.185) όταν αφαιρεθεί το ποσοστό 20% ευθύνης, για υπηρεσίες οικιακής βοηθού, μέχρι και τη μαρτυρία της ενάγουσας στη δίκη.

δ) Ήταν εσφαλμένη η επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια υπερωριών της Ενάγουσας.

ε)  Εσφαλμένα το δικαστήριο επιδίκασε επί πλήρους ευθύνης ποσό £6.000 (€10.252) για αποζημίωση για τις υπηρεσίες και φροντίδες που η μητέρα και ο σύζυγος της ενάγουσας της παρείχαν.

Αποφασίστηκε ότι:

  1.  Οι λόγοι έφεσης αναφορικά με το ζήτημα της ευθύνης ήταν απορριπτέες και στις δύο εφέσεις. Το δικαστήριο βασίστηκε σε παλαιότερες αποφάσεις  του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι δεσμευτικές και οι οποίες πράγματι υποστηρίζουν την άποψή του.

  2.  Η πορεία της ενάγουσας και της φίλης της επί του κρασπέδου ήταν αδύνατη λόγω της ύπαρξης αγριόχορτων, ενώ από την αντίθετη πλευρά υπήρχαν κλάδοι δέντρων. Αναμφίβολα η ενέργεια της ενάγουσας να περπατά με πλάτη προς την τροχαία κίνηση ενείχε στοιχεία αμέλειας και αδιαφορίας για τη δική της ασφάλεια. Η ενάγουσα πράγματι στέρησε από τον εαυτό της τη δυνατότητα να έχει ορατότητα προς την προσεγγίζουσα τροχαία κίνηση, αλλά και η συμπεριφορά του εναγόμενου, ο οποίος σε καμιά αποτρεπτική κίνηση προς τα δεξιά δεν προέβη, δεν έπαυε να ήταν η κυριότερη αιτία της σύγκρουσης.

  3.  Το τελικό συμπέρασμα που μπορούσε να εξαχθεί από τα γεγονότα ήταν ότι ο εναγόμενος οδηγούσε με τόσο αμελή τρόπο που ήταν αδύνατον για τον ίδιο να αντιληφθεί δύο πρόσωπα που περπατούσαν στην άκρη του δρόμου και να τα αποφύγει εγκαίρως.

  4.  Αν και ο καταμερισμός της ευθύνης θα μπορούσε να ήταν ελαφρά μεγαλύτερος επ' ωφελεία του εναγομένου, η διαφορά δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογούσε την όποια επέμβασή υπέρ του.

  5.  Ήταν ορθή η θέση της Ενάγουσας  ότι το επιδικασθέν ποσό για γενικές αποζημιώσεις ήταν ανεπαρκές και θα έπρεπε να αυξηθεί.

  6.  Υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς οι οποίοι πράγματι την ταλαιπώρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Της παρέμεινε μόνιμη βλάβη η οποία επηρεάζει τόσο την οικογενειακή, όσο και την κοινωνική της ζωή.

  7.  Οι γενικές αποζημιώσεις θα έπρεπε να αυξηθούν από £30.000 (€51.258) σε £70.000 (€119.602).

  8.  Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πράγματι υπό τις περιστάσεις και ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας στην οποία μπορούσε να βασιστεί, δεν θα μπορούσε να επιδικάσει αποζημιώσεις για τις υπηρεσίες οικιακής βοηθού στο μέλλον. Δεν είχε αποδειχθεί αν εργοδοτείτο οποιοδήποτε πρόσωπο, ούτε και η συχνότητα της αναγκαιότητας εργοδότησής του.

  9.  Έγινε δεκτή η  πιθανή ανάγκη για αραιότερη εργοδότηση οικιακής βοηθού, αλλά απέρριψε τη σχετική αξίωση για το λόγω έλλειψης σχετικής μαρτυρίας.

10.  Αναφορικά με τις θέσεις του εναγόμενου για την αμφισβήτηση  στη δική του έφεση της επιδίκασης του ποσού για τις υπηρεσίες οικιακής βοηθού μέχρι και την ημερομηνία κατάθεσης της ενάγουσας στο δικαστήριο, απορρίφθησαν ως έχουσες μη βάσιμη στήριξη. Απορρίφθηκε επίσης και ο λόγος περί λανθασμένης επιδίκασης αποζημίωσης για απώλεια υπερωριών.

11.  Ήταν ορθή η θέση του Εναγόμενου ότι εσφαλμένα το δικαστήριο επιδίκασε ποσό για τις υπηρεσίες και φροντίδες που η μητέρα και ο σύζυγος της ενάγουσας της παρείχαν κατά τη διάρκεια οκτώ μηνών λαμβάνοντας υπ' όψιν το  20% της ευθύνης του εναγόμενου.

12.  Η όλη προσέγγιση της απόφασης Constantinou v. Kritikos (1982) 1 C.L.R. 859, ήταν νομικά εσφαλμένη, αφού ουσιαστικά παρέχονται αποζημιώσεις στην ενάγουσα για απώλεια την οποία δεν έχει η ίδια υποστεί, μια και οι υπηρεσίες παραχωρήθηκαν δωρεάν.

13.  Το σχετικό αποδοθέν ποσό θα έπρεπε να αφαιρεθεί.

14.  Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιήθηκε αναλόγως.

Και οι δύο εφέσεις επιτράπηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226,

Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218,

Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420,

Powell v. Philips [1972] 3 All E.R. 864,

Kerley a.o. v. Downes [1973] R.T.R. 188,

Parkinson a.o. v. Parkinson [1973] R.T.R. 193,

Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396,

Ομήρου ν. Παναγίδου (2002) 1 Α.Α.Δ. 986,

Σολομωνίδης ν. Ζέβλου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 228,

Φιλίππου ν. Μιχαήλ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 540,

Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,

Μιχαήλ ν. Ονουφρίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1349,

Constantinou v. Kritikos (1982) 1 C.L.R. 859,

Cunningham v. Harrison a.o. [1973] 3 All E.R. 463,

Watson v. Port of London Authority [1969] 1 Lloyd's Rep. 95.

Εφέσεις.

Εφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Μαλαχτός, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 222/02), ημερομηνίας 28/3/2005.

Κ. Δημητριάδης, για την Εφεσείουσα, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2005 και για την Εφεσίβλητη στην Πολιτική Έφεση Αρ. 132Α/2005.

Ν. Χατζηϊωάννου, για τον Εφεσίβλητο, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 132/2005 και για τον Εφεσείοντα, στην Πολιτική Έφεση Αρ. 132Α/2005.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Στις 28.3.2005, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, επιδίκασε στην ενάγουσα (εφεσείουσα στην Π.Ε.132/05) και εναντίον του εναγόμενου (εφεσείοντα στην Π.Ε.132Α/05) αποζημιώσεις για τα τραύματα που υπέστη σε τροχαίο δυστύχημα που είχε λάβει χώρα στις 24.8.2001 στη Γεροσκήπου. Το αποτέλεσμα προφανώς δεν ικανοποίησε κανένα από τους διαδίκους, αφού και οι δύο καταχώρησαν τις παρούσες εφέσεις.

Για σκοπούς ευκολίας θα καλούμε την εφεσείουσα στην Π.Ε. 132/05, «ενάγουσα» και τον εφεσείοντα στην Π.Ε. 132Α/05, «εναγόμενο». Λόγοι και των δύο εφέσεων αναφέρονται στο ίδιο αντικείμενο. Για παράδειγμα, η μεν ενάγουσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν κατά 20% υπεύθυνη, ενώ ο εναγόμενος, από την άλλη, υποστηρίζει ότι έπρεπε να της είχε αποδοθεί μεγαλύτερο ποσοστό ευθύνης. Η εφεσείουσα υποστηρίζει ότι το ποσό που της επιδικάστηκε υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων ήταν χαμηλό. Αντίθετα, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι είναι υπερβολικό. Έτσι θα ασχοληθούμε με τους κοινούς, κατά κάποιο τρόπο, λόγους έφεσης μαζί.

Το δυστύχημα επεσυνέβη όταν το αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής MY 761 που οδηγούσε ο εναγόμενος προς Γεροσκήπου, κτύπησε την ενάγουσα και μία φίλη της, τη Χρυστάλλα Στατιώτου (Μ.Ε.2) οι οποίες έκαναν τον πρωϊνό τους περίπατο, βαδίζοντας κατά μήκος του δρόμου στην ίδια κατεύθυνση.

Το δικαστήριο αφού δέκτηκε τη μαρτυρία τόσο της ενάγουσας, όσο και της φίλης της αποφάσισε πως λόγω της ύπαρξης δέντρων δεν ήταν δυνατόν να κινούνται εκτός δρόμου. Απέδωσε την αμέλεια του εναγόμενου στην αδυναμία του να αντιληφθεί τις πεζές από απόσταση 70 περίπου μέτρων, όταν μετά τη στροφή του δρόμου ήταν ορατές. Το δικαστήριο επισήμανε ότι παράλειψη να δει κάποιος κάτι το εμφανές που θα καθόριζε την οδική του συμπεριφορά, συνιστά αμέλεια. Κατέληξε ότι ο εναγόμενος υπήρξε σοβαρότατα αμελής, σε βαθμό ακόμα και αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων αλλά, αφού σημείωσε ότι η ενάγουσα περπατούσε στην άσφαλτο σε απόσταση 1.30 μ. από την άκρη της και με την πλάτη προς την τροχαία κίνηση, ήταν ένοχη συντρέχουσας αμέλειας.

Κάνοντας αναφορά στις υποθέσεις Κωμιάτη ν. Πόλιτσου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 226, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218 και Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Λεβέντη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 420, αλλά και σε αγγλικές αυθεντίες, απέδωσε στην ενάγουσα ποσοστό συντρέχουσας αμέλειας 20%.

Στο σχετικό λόγο έφεσης η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το πιο πάνω συμπέρασμα είναι εσφαλμένο, αφού το δικαστήριο κατέληξε ότι η ίδια και η Μ.Ε.2, λόγω της ύπαρξης των δέντρων στη δεξιά πλευρά του δρόμου δεν ήταν δυνατόν να κινούνται εκτός δρόμου στα δεξιά, ενώ το κράσπεδο στην αριστερή πλευρά του δρόμου δεν ήταν χρησιμοποιήσιμο λόγω της ύπαρξης αγριόχορτων.  Γι' αυτό το λόγο, καταλήγει η ενάγουσα, με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις λανθασμένα το δικαστήριο δεν ακολούθησε τις αρχές των αποφάσεων Powell v. Philips [1972] 3 All E.R. 864, Kerley and another v. Downes [1973] R.T.R. 188 και Parkinson and another v. Parkinson [1973] R.T.R. 193, στις οποίες με πανομοιότυπα γεγονότα το δικαστήριο βρήκε τον εναγόμενο πλήρως υπεύθυνο.

Από την άλλη, ο εναγόμενος στη δική του έφεση υπενθυμίζει ότι η ενάγουσα περπατούσε σε απόσταση 1.30 μ. από την άκρη του δρόμου με πλάτη προς την τροχαία κίνηση, ενώ μπορούσε να περπατήσει στο κράσπεδο στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Υποστηρίζει ακόμα ότι η μαρτυρία της φίλης της ότι δεν μπορούσαν να περπατήσουν στο δεξιό κράσπεδο δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, λόγω της αντίφασης επί του σημείου μεταξύ της κατάθεσής της και της μαρτυρίας της στο δικαστήριο.

Και οι δύο λόγοι έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν. Κατ' αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι αγγλικές αυθεντίες δεν είναι δεσμευτικές, αλλά μόνο καθοδηγητικό χαρακτήρα έχουν. Περαιτέρω οι συγκεκριμένες υποθέσεις κρίθηκαν επί των γεγονότων τους και δεν δημιουργούν οποιαδήποτε νομική αρχή. Το δικαστήριο βασίστηκε σε παλαιότερες αποφάσεις  του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είναι δεσμευτικές και οι οποίες πράγματι υποστηρίζουν την άποψή του.

Η πορεία της ενάγουσας και της φίλης της επί του κρασπέδου ήταν αδύνατη λόγω της ύπαρξης αγριόχορτων, ενώ από την αντίθετη πλευρά υπήρχαν κλάδοι δέντρων. Αναμφίβολα η ενέργεια της ενάγουσας να περπατά με πλάτη προς την τροχαία κίνηση ενέχει στοιχεία αμέλειας και αδιαφορίας για τη δική της ασφάλεια. Η ενάγουσα πράγματι στέρησε από τον εαυτό της τη δυνατότητα να έχει ορατότητα προς την προσεγγίζουσα τροχαία κίνηση, αλλά και η συμπεριφορά του εναγόμενου, ο οποίος σε καμιά αποτρεπτική κίνηση προς τα δεξιά δεν προέβη, δεν παύει να ήταν η κυριότερη αιτία της σύγκρουσης.

Η όποια αντίθεση στη μαρτυρία μεταξύ της κατάθεσης της Στατιώτου στην αστυνομία και της μαρτυρίας της στο δικαστήριο, δεν ήταν τέτοια που να άλλαζε τα συμπεράσματα του δικαστηρίου.

Το τελικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από τα γεγονότα είναι ότι ο εναγόμενος οδηγούσε με τόσο αμελή τρόπο που ήταν αδύνατον για τον ίδιο να αντιληφθεί δύο πρόσωπα που περπατούσαν στην άκρη του δρόμου και να τα αποφύγει εγκαίρως. Από την άλλη, η αδιαφορία της ενάγουσας για τη δική της ασφάλεια συνίστατο στο γεγονός ότι περπατούσε μέσα στην άσφαλτο με τη ράχη της γυρισμένη στην τροχαία κίνηση αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να μην αντιληφθεί έγκαιρα τα οχήματα που κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση. Αν και ο καταμερισμός της ευθύνης θα μπορούσε να ήταν ελαφρά μεγαλύτερος επ' ωφελεία του εναγομένου, πιστεύουμε ότι η διαφορά δεν είναι τέτοια που να δικαιολογεί την όποια επέμβασή μας υπέρ του και γι' αυτό το λόγο αμφότεροι οι σχετικοί λόγοι έφεσης θα πρέπει να απορριφθούν.

Οι διάδικοι διαφωνούν και για το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα.  Μετά το δυστύχημα η ενάγουσα μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Πάφου, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί σοβαρή κρανιοεγκεφαλική κάκωση, συντριπτικό κάταγμα της αριστερής ωμοπλάτης, κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, κάταγμα του αριστερού ηβοϊσχιακού κλάδου και πολλαπλά κατάγματα πλευρών. Παρουσίασε επίσης αιματουρία.

Το κάταγμα στη δεξιά ποδοκνημική άρθρωση ακινητοποιήθηκε στο γύψο και ένα μήνα αργότερα, η ενάγουσα απολύθηκε από το νοσοκομείο σε τροχοκάθισμα. Επτά μήνες μετά τον τραυματισμό της, παραπονείτο για άλγος στην αριστερή οσφύ και άλγος στο θώρακα, στον αριστερό ώμο και στη δεξιά ποδοκνημική άρθρωση. Κλινικώς διαπιστώθηκαν υπαισθητικότητα της πλευράς του αριστερού μηρού και της κνήμης, άλγος στην πίεση του δεξιού έσω σφυρού και απώλεια ισορροπίας και συντονισμού της όρασης.  Ακτινολογικά διαπιστώθηκε επούλωση του κατάγματος της ωμοπλάτης και του έσω σφυρού, όχι όμως και του κατάγματος του ηβικού οστού.

Αξονική τομογραφία στην οποία η ενάγουσα υποβλήθηκε ένα έτος μετά τον τραυματισμό της έδειξε κάταγμα της εγκάρσιας απόφυσης του δεύτερου οσφυϊκού σπονδύλου και κάταγμα του σώματος του πέμπτου οσφυϊκού σπονδύλου, χωρίς παρεκτόπιση. Δεν παρατηρήθηκε ενδομυελική παρανυχίδα ή πίεση στο νωτιαίο μυελό.

Η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο του ατυχήματος ήταν σχεδόν 45 χρόνων, εργαζόταν ως διευθύντρια της Παιδικής Στέγης του Γραφείου Ευημερίας.

Παρέμεινε στο Νοσοκομείο Πάφου όπου είχε εισαχθεί αμέσως μετά το δυστύχημα για περίοδο ενός μηνός και επέστρεψε στο σπίτι της σε τροχοκάθισμα. Στη συνέχεια εκινείτο χρησιμοποιώντας στήριγμα και μετέπειτα βακτηρίες, τις οποίες εγκατέλειψε οκτώ μήνες μετά το δυστύχημα.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι η ταλαιπωρία της ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα τους πρώτους μήνες μετά το δυστύχημα. Δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί μόνη για τις βασικότερες των προσωπικών της αναγκών και η δυσχέρεια αυτή εκτείνεται πέραν του Απριλίου του 2002, όταν η ενάγουσα ήταν πλέον ικανή να περπατά χωρίς βοηθητικό μέσο. Σημειώνεται ότι τον Ιούλιο του 2002, η ενάγουσα είχε ζητήσει να επιστρέψει στην εργασία της.

Το δικαστήριο κατέληξε ότι η περίοδος ανικανότητας να φροντίζει τον εαυτό της δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το χρονικό στάδιο κατά το οποίο αποφάσισε να εργοδοτήσει οικιακή βοηθό για τις οικιακές δουλειές και όχι για την προσωπική της φροντίδα.  Κατέληξε ακόμα ότι η ενάγουσα χρειαζόταν προσωπική φροντίδα επί καθημερινής βάσης μέχρι και τον Απρίλη του 2002.  Παρά ταύτα, η σωματική της υγεία δεν αποκαταστάθηκε ούτε τον Απρίλη του 2002 που περπάτησε χωρίς βοηθητικό μέσο, ούτε τον Ιούλιο που επέστρεψε στην εργασία της. Η σωματική της ταλαιπωρία συνεχιζόταν σε μικρότερο βαθμό.

Η ενάγουσα αισθανόταν πόνο στη οσφύ και ήταν αδύναμη κατά την ανύψωση βάρους. Αισθανόταν αιμωδία και βάρος στο δεξιό κάτω άκρο και δυσκολευόταν στην ανάβαση. Βάδιζε με χωλότητα, ενώ οι στροφικές κινήσεις της οσφύος και οι κάμψεις της προκαλούσαν πόνο με αποτέλεσμα να αδυνατεί να επιτελεί της καθημερινές οικιακές της εργασίες, αλλά και τις άλλες συνήθεις δραστηριότητες ατόμου της ηλικίας της. Η κοινωνική της ζωή ήταν ανύπαρκτη για δύο περίπου έτη μετά το δυστύχημα.

Αρχικά και για 5 - 6 μήνες μετά το δυστύχημα, είχε απώλεια μνήμης, ενώ στη συνέχεια είχε προβλήματα με την όρασή της, υπέφερε από ίλιγγο και ζάλη και δεν ήταν ανεκτική στους θορύβους.  Ξεπέρασε τους ουσιαστικούς κινδύνους επιληπτικής κρίσης, χωρίς να λάβει αντιεπιληπτική αγωγή, αλλά ο κίνδυνος, άνκαι πλέον μικρός, συνεχίζει να υφίσταται.

Το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο συγκερασμός των πιο πάνω καταστάσεων κατέστησε την ενάγουσα ανίκανη να εκτελεί τα επαγγελματικά της καθήκοντα.

Με την πάροδο του χρόνου παρατηρήθηκε πρόοδος στην κατάστασή της. Το ουσιαστικό παράπονο που παραμένει είναι η αιμωδία και η αίσθηση βάρους στο δεξιό κάτω άκρο. Η ενάγουσα συνεχίζει να παραπονείται για οσφυαλγία και πόνο στη μέση όταν κάθεται για μακρύ χρονικό διάστημα.

Μπορεί να περπατά χωρίς να χωλαίνει όταν είναι στα καλά της, εξακολουθεί όμως να αντιμετωπίζει δυσκολία στην ανάβαση σκαλών. Άνκαι εδώ και κάποιους μήνες οδηγεί, τούτο δεν είναι απόλυτα ασφαλές.

Η κατάσταση της υγείας της όπως περιγράφηκε ανωτέρω, πρέπει να θεωρείται μόνιμη και επηρεάζει την κοινωνική και οικογενειακή της ζωή.

Στην προσπάθειά του να αποτιμήσει τα τραύματα της ενάγουσας χρηματικά, το δικαστήριο αναφέρθηκε σε αριθμό αυθεντιών (βλέπε μεταξύ άλλων Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Ομήρου ν. Παναγίδου (2002) 1 Α.Α.Δ. 986, αλλά και Σολομωνίδης ν. Ζέβλου κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 228, Φιλίππου ν. Μιχαήλ κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 540). Έκρινε τελικά ότι το κατάλληλο ποσό για γενικές αποζημιώσεις ήταν αυτό των £30.000 (€51.258).

Και οι δύο πλευρές αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Από τη μια η ενάγουσα υποστηρίζει ότι το ποσό που της επιδικάστηκε, εν όψει των τραυμάτων και της ταλαιπωρίας που υπέστη είναι έκδηλα ανεπαρκές, ενώ ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι είναι υπερβολικό, αφού το μόνο κατάλοιπο που υπάρχει είναι ότι η ενάγουσα χωλαίνει όταν κουραστεί και δυσκολεύεται στην ανάβαση σκαλών, στη σχετικά μεγάλη, όπως τη χαρακτηρίζει, ηλικία της.

Θα συμφωνήσουμε με την ενάγουσα. Υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς οι οποίοι πράγματι την ταλαιπώρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Της παρέμεινε μόνιμη βλάβη η οποία επηρεάζει τόσο την οικογενειακή, όσο και την κοινωνική της ζωή. Θεωρούμε ότι εν όψει των τραυμάτων της και των επιπτώσεών τους όπως αυτά έχουν εκτεθεί ανωτέρω, το ποσό των £30.000 (€51.258) είναι ανεπαρκές και θα πρέπει να αυξηθεί. Θεωρούμε ότι οι γενικές αποζημιώσεις θα πρέπει να αυξηθούν από £30.000 (€51.258) σε £70.000 (€119.602).

Το επόμενο παράπονο της ενάγουσας είναι ότι λανθασμένα δεν της επιδικάστηκαν αποζημιώσεις της τάξης των £60 (€102) την εβδομάδα, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία η εργοδότηση οικιακής βοηθού για να εκτελεί τις οικιακές της ασχολίες για το υπόλοιπο της ζωής της και/ή από 4.11.2004 με πολλαπλασιαστή της τάξης του 20-25 ήταν απαραίτητη.

Από την άλλη, ο εναγόμενος στη δική του έφεση, υποστηρίζει ότι το δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε ποσό £6.720 (€11.482) επί πλήρους ευθύνης ή £5.376 (€9.185) όταν αφαιρεθεί το ποσοστό 20% ευθύνης, για υπηρεσίες οικιακής βοηθού, μέχρι και τη μαρτυρία της ενάγουσας στη δίκη και εσφαλμένα αξιολόγησε και έκρινε τις σχετικές μαρτυρίες που δόθηκαν εκ μέρους της ως αξιόπιστες.

Και οι δύο λόγοι έφεσης, τόσο της ενάγουσας, όσο και του εναγόμενου θα πρέπει να απορριφθούν. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι από τον Αύγουστο του 2002 μέχρι τις 4.11.2004 η ενάγουσα εργοδοτούσε ως οικιακή βοηθό συγκεκριμένο πρόσωπο και επιδίκασε σχετικές ειδικές αποζημιώσεις. Στη συνέχεια έκρινε ότι η ενάγουσα είναι πλέον σε θέση να επιτελεί τις οικιακές της εργασίες, έστω και με κάποια δυσκολία και σε κάποιο χρονικό σημείο μπορούσε να ανταποκριθεί πλήρως, με αποτέλεσμα να τερματιστούν οι καθημερινές υπηρεσίες της οικιακής βοηθού.

Το δικαστήριο στηρίχτηκε και στη μαρτυρία προσώπων τα οποία παρακολούθησαν για λογαριασμό της ενδιαφερόμενης ασφαλιστικής εταιρείας την οικία της ενάγουσας, αλλά και το αυτοκίνητο της συγκεκριμένης οικιακής βοηθού, για να δεχτεί ότι η οικιακή βοηθός, η κα Μ. Χατζηαλεξάνδρου, δεν εργοδοτείτο πλέον από την ενάγουσα.

Το δικαστήριο συνέχισε, ορθά, ότι ίσως να εργοδοτείται κάποια βοηθός, σε αραιά χρονικά διαστήματα, αλλά ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν προωθήθηκε από την ενάγουσα. Έτσι, κατέληξε ότι υπό τις περιστάσεις η επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού για μελλοντικές δαπάνες για εργοδότηση οικιακής βοηθού θα ήταν αυθαίρετη.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι πράγματι υπό τις περιστάσεις και ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας στην οποία μπορούσε να βασιστεί, δεν θα μπορούσε να επιδικάσει αποζημιώσεις για τις υπηρεσίες οικιακής βοηθού στο μέλλον. Δεν έχει αποδειχθεί αν εργοδοτείται οποιοδήποτε πρόσωπο, ούτε και η συχνότητα της αναγκαιότητας εργοδότησής του.

Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το δικαστήριο είχε καταλήξει ότι δεν μπορούσε να εκτελεί τις οικιακές της εργασίες και συνεπώς εργοδότησε συγκεκριμένο άτομο για το σκοπό αυτό. Αντίθετα, το δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι κατά το χρόνο της ακρόασης της υπόθεσης, η ενάγουσα ήταν σε θέση να εκτελεί τις οικιακές της εργασίες, έστω και με κάποια δυσκολία. Σε κάποιο χρονικό σημείο έκρινε ότι μπορούσε να ανταποκριθεί και τερμάτισε της καθημερινές υπηρεσίες της κας Χατζηαλεξάνδρου. Το δικαστήριο επισημαίνει ακόμα την πιθανή ανάγκη για αραιότερη εργοδότηση οικιακής βοηθού, αλλά απέρριψε τη σχετική αξίωση λόγω έλλειψης σχετικής μαρτυρίας.

Για το συγκεκριμένο θέμα ο εναγόμενος στη δική του έφεση υποστηρίζει ότι λανθασμένα το δικαστήριο επιδίκασε ποσό £6.720 (€11.482) επί πλήρους ευθύνης για υπηρεσίες οικιακής βοηθού μέχρι και την ημερομηνία κατάθεσης της ενάγουσας στο δικαστήριο και εσφαλμένα αξιολόγησε τις σχετικές μαρτυρίες. Ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η μαρτυρία των ατόμων που παρακολούθησαν την κατοικία της ενάγουσας θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο στην απόρριψη των σχετικών ισχυρισμών, ενώ επισημαίνει και τις αντιφάσεις των διαφόρων μαρτύρων της ενάγουσας επί του σημείου.

Το δικαστήριο επισημαίνει την ανάγκη εργοδότησης οικιακής βοηθού. Δέκτηκε τη σχετική μαρτυρία τόσο της ενάγουσας, όσο και της κας Χατζηαλεξάνδρου ως αληθή. Η μαρτυρία των ατόμων που παρακολουθούσαν την κατοικία της ενάγουσας δεν μπορεί να έχει τόση σημασία, αφού ουσιαστικά αναφέρεται σε μεταγενέστερο χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, το δικαστήριο δέκτηκε ότι η μη εμφάνιση του αυτοκινήτου της κας Χατζηαλεξάνδρου έξω από την κατοικία της ενάγουσας δεν σήμαινε αναπόφευκτα και απόδειξη του ότι η κα Χατζηαλεξάνδρου δεν εργαζόταν στην οικία της ενάγουσας.

Εξ ίσου απορριπτέος είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης του εναγόμενου που αφορά την επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια υπερωριών (£300 (€512,58) το μήνα για 17 μήνες). Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε αποδεκτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ενάγουσας, αλλά και τη μαρτυρία τόσο της προϊσταμένης της Χρύσως Νεοφύτου (Μ.Ε.8), όσο και της Γιαννούλας Γαβριήλ (Μ.Ε. 12) που εργαζόταν στο λογιστήριο. Υπό τις περιστάσεις δεν ήταν απαραίτητη η προσκόμιση οποιασδήποτε μαρτυρίας για τις απολαβές της ενάγουσας, πριν και μετά το δυστύχημα.

Ο εναγόμενος υποστηρίζει ακόμα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αφαίρεσε από το επιδικασθέν υπό μορφή απώλειας υπερωριών ποσό ποσοστό μόνο 25%, αντί 40%, για τη φορολογική επιβάρυνση που η ενάγουσα θα είχε αν κέρδιζε τα εισοδήματα αυτά. Το δικαστήριο κατέληξε ότι παρ' όλον ότι λείπουν τα απαραίτητα στοιχεία και ο προσδιορισμός δεν μπορούσε να ήταν ορθός ή ακριβής, θα έπρεπε να αφαιρέσει ποσό ποσοστό 25%.

Στην υπόθεση Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980, κρίθηκε ότι στην περίπτωση που ο ενάγων δεν απέδειξε την πραγματική του ζημιά αφαιρουμένων των φορολογικών του επιβαρύνσεων, το δικαστήριο θα πρέπει να προβεί το ίδιο σ' ένα υπολογισμό, όχι κατ' ανάγκη ακριβή, με βάση τους σχετικούς νόμους που αφορούν την καταβολή φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα και κοινωνικών ασφαλίσεων για να καταλήξει στο καθαρό ποσό των εισοδημάτων του.

Ο εναγόμενος παρέλειψε να προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το ποσοστό του φόρου που καταβάλλεται στα αντίστοιχα ποσά και το δικαστήριο αναγκάστηκε να υπολογίσει εκ των ενόντων και βέβαια χωρίς ακρίβεια, το ποσοστό του οφειλόμενου φόρου στο 25%. Ελλείψει σχετικής μαρτυρίας για το ακριβές ποσοστό δεν βρίσκουμε λόγο επέμβασης.

Τέλος, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το δικαστήριο επιδίκασε επί πλήρους ευθύνης ποσό £6.000 (€10.252) για αποζημίωση για τις υπηρεσίες και φροντίδες που η μητέρα και ο σύζυγος της ενάγουσας της παρείχαν κατά τη διάρκεια οκτώ μηνών £4.800 (€8.201) λαμβάνοντας υπ' όψιν το  20% της ευθύνης του εναγόμενου.

Θα συμφωνήσουμε με τον εναγόμενο. Στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Ονουφρίου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1349, κρίθηκε ότι η τραυματισθείσα δεν δικαιούται σε αποζημίωση για τα απωλεσθέντα εισοδήματα της μητέρας της για το διάστημα που την φρόντιζε, αφού δεν ισχυρίστηκε ότι της κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για τις φροντίδες της ή έστω ότι αυτή την φρόντιζε επ' αμοιβή. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ισχυρισμός της μητέρας ότι έχασε τους μισθούς της δεν είναι αρκετός εφ' όσον δεν συσχετίζεται με αξίωση της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα θα είχε δικαίωμα αποζημίωσης για τα εισοδήματα που η μητέρα της απώλεσε όταν την φρόντιζε, νοουμένου ότι της είχε καταβάλει το ανάλογο ποσό. Το γεγονός και μόνο ότι η μητέρα εγκατέλειψε την εργασία της για να την φροντίζει δεν κρίθηκε αρκετό από το Εφετείο για να επιδικαστούν σχετικές αποζημιώσεις.

Επισημαίνουμε ότι στην υπόθεση Constantinou v. Kritikos (1982) 1 C.L.R. 859 αποφασίστηκε ότι η σύζυγος ή άλλο μέλος της οικογένειας που παρέχει νοσηλευτική φροντίδα σε τραυματισθέντα δικαιούται αμοιβής.  Τονίστηκε ότι θα ήταν κοινωνικά μη αποδεκτό αν επιτρεπόταν στον αδικοπραγήσαντα να ωφελείται από την προθυμία στενών συγγενών να παράσχουν δωρεάν υπηρεσίας στο θύμα της αδικοπραξίας. Σημειώνουμε επίσης και την ταυτόσημη θέση της αγγλικής νομολογίας (Cunningham v. Harrison and another [1973] 3 All E.R. 463 και Watson v. Port of London Authority [1969] 1 Lloyd's Rep. 95, 102).

Νομίζουμε ότι δεν τίθεται έτσι το θέμα. Με την επιδίκαση αποζημιώσεων για τη φροντίδα συγγενών δεν επιτρέπεται στον αδικοπραγήσαντα να επωφεληθεί από την ετοιμότητα των στενών συγγενών να προσφέρουν χαριστικές υπηρεσίες, ούτε, στην αντίθετη περίπτωση, δίδεται η ευκαιρία στον τραυματία ενάγοντα να ανταμείψει τους οικείους του για τη φροντίδα που του προσφέρουν. Ο σύζυγος ή οι στενοί συγγενείς δυνατόν να δικαιούνται αποζημίωσης για τις υπηρεσίες και φροντίδες που προσέφεραν στον τραυματισθέντα, αλλά αυτό τους το δικαίωμα είναι αυτοτελές και θα μπορούσαν να το αξιώσουν προσωπικά εναντίον του εναγόμενου.  Αν οι υπηρεσίες τους ανταμείφθηκαν με χρηματική καταβολή και η ενάγουσα μπορεί να διεκδικήσει το σχετικό κονδύλι που κατέβαλε. Θεωρούμε την όλη προσέγγιση της Constantinou Kritikos, ανωτέρω, ως νομικά εσφαλμένη, αφού ουσιαστικά παρέχονται αποζημιώσεις στην ενάγουσα για απώλεια την οποία δεν έχει η ίδια υποστεί, μια και οι υπηρεσίες παραχωρήθηκαν δωρεάν.  Θεωρούμε εξ ίσου νομικά αστήρικτη και τη δικαιολογία ότι δίδεται η δυνατότητα στον ενάγοντα να ανταμείψει τους οικείους του για τη φροντίδα που του προσφέρουν.

Η δικαιολογία ότι είναι κοινωνικά απαράδεκτο να επωφεληθεί ο αδικοπραγήσας από την ευαισθησία των οικείων του τραυματισθέντος να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, δεν παρέχει νομική υποστήριξη στη θέση.

Συνεπώς, εν όψει των πιο πάνω, συμφωνούμε με τον εναγόμενο ότι θα πρέπει να αφαιρεθεί ποσό £6.000 (€10.252) επί πλήρους ευθύνης ή ποσό £4.800 (€8.201) αν ληφθεί υπ' όψιν το 20% της ευθύνης της ενάγουσας.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και οι δύο εφέσεις επιτρέπονται και η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται αναλόγως. Τα έξοδα της κάθε έφεσης θα βαρύνουν τους αντίστοιχους εφεσίβλητους.

Και οι δύο εφέσεις επιτρέπονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο