ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2096
20 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΛΩΡΙΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
1. SSP CATERING CYPRUS LTD.,
2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,
3. CTC-ARI AIRPORTS LTD.,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 179/2009)
Εργοδότης και Εργοδοτούμενος ― Μεταβίβαση επιχειρήσεων ― Οδηγία 2001/23/ΕΚ ― Ο περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων, Νόμος του 2000 (Ν. 104(I)/2000) ― Πότε συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, κατά την έννοια των Άρθρων 1 §1 της Οδηγίας και 3(2) του Ν.104(Ι)/2000, η οποία και αποτελεί την προϋπόθεση για την εφαρμογή των προστατευτικών τους ρυθμίσεων ― Παραμερισμός πρωτόδικης κρίσης με την οποία εκρίθη ότι υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης κατά την έννοια του νόμου 104(Ι)/2000 ― Ποιες οι κατευθυντήριες γραμμές από τη σχετική νομολογία του Δ.Ε.Κ.
Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Μεταβίβαση Επιχειρήσεων ― Νομολογία Δ.Ε.Κ. ― Το αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της έννοια της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ, είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει ιδίως από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή την επανάληψή της ― Λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστατικών ― Ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως, η μεταβίβαση ή όχι ενσωμάτων στοιχείων, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια πιθανής αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών ― Δεν μπορούν να συνεκτιμώνται μεμονωμένα.
Έξοδα ― Μη επιδίκαση εξόδων ― Άσκηση σχετικής διακριτικής ευχέρειας Εφετείου λόγω καινοφανών νομικών σημείων ― Επιδίκαση εξόδων μόνο εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.
Ο εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στην υπηρεσία των εφεσίβλητων 1 ως προϊστάμενος στα καταστήματα δώρων του αεροδρομίου Λάρνακας, τα οποία οι τελευταίοι διαχειρίζονταν δυνάμει σχετικής σύμβασης.
Με επιστολή τους ημερομηνίας 5/6/2006, οι εφεσίβλητοι 1 πληροφόρησαν τον εφεσείοντα περί της ανάληψης της διαχείρισης των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου από στρατηγικό επενδυτή.
Τον πληροφόρησαν επίσης ότι από την 1/7/2006 δεν θα διαχειρίζονταν πλέον τα καταστήματα δώρων και περιπτέρων στα εν λόγω αεροδρόμια και ότι οι υπηρεσίες του τερματίζονταν λόγω πλεονασμού από τις 30/7/2006.
Για τους ίδιους λόγους, εκτός από τον αιτητή, οι εφεσείοντες 1 τερμάτισαν την απασχόληση 22 άλλων εργοδοτουμένων τους, γεγονός για το οποίο ενημέρωσαν σχετικά το αρμόδιο Υπουργείο.
Οι εφεσίβλητοι 3 πρότειναν στον εφεσείοντα εργοδότηση στην υπηρεσία τους αλλά αυτός δεν επέδειξε ενδιαφέρον σχετικά.
Με αίτηση που καταχώρισε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ο εφεσείων αξίωνε από τους εφεσείοντες 1 αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του. Με την ίδια αίτηση, διαζευκτικά αξίωνε, από μεν τους εφεσίβλητους 2 (το Ταμείο), αποζημιώσεις αντί πλεονασμού, από τους δε εφεσίβλητους 3, αποζημιώσεις για απώλεια εργασίας και καριέρας.
Οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων 1 και 3, όπως αυτοί προβλήθηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης πρωτοδίκως και επαναλήφθηκαν κατά την έφεση, επικεντρώθηκαν στη θέση ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε μεταβίβαση υφιστάμενης οικονομικής μονάδας, έτσι ώστε να ετύγχαναν εφαρμογής οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ και του Εναρμονιστικού Νόμου, 104(Ι)/2000.
Σύμφωνα με τις θέσεις του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, όπως αυτές προβλήθηκαν πρωτόδικα και επαναλήφθηκαν ενώπιον του Εφετείου, η παρούσα περίπτωση, αφορούσε περίπτωση μεταβίβασης υφιστάμενης οικονομικής μονάδας και συνεπώς ετύγχαναν εφαρμογής οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου.
Συνεπώς ορθά, σύμφωνα με τις θέσεις του Ταμείου, απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντα, εφόσον οι εφεσίβλητοι 3 οι οποίοι ανέλαβαν τις εργασίες που ασκούσαν οι εφεσίβλητοι 1 ως είχαν, πρότειναν στον εφεσείοντα να τον εργοδοτήσουν με τους ίδιους ή και καλύτερους ακόμα όρους και αυτός αδικαιολόγητα απέρριψε την πρόταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στην απόρριψη των αξιώσεων του αιτητή εναντίον και των τριών εφεσιβλήτων αποδεχόμενο τις θέσεις των εφεσίβλητων 2 / Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, παραπέμποντας δε σε σχετική νομολογία του ΔΕΚ.
Έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι 1 δικαιολογημένα διέκοψαν την εργασιακή σχέση που είχαν με τον Αιτητή καθ'ότι έπαυσαν να διεξάγουν την επιχείρηση στην οποία τον απασχολούσαν. Η επιχείρηση μεταβιβάστηκε στους εφεσίβλητους 3 και διατηρώντας την ταυτότητα της, συνέχισε τη λειτουργία της. Το ενδιαφέρον των εφεσίβλητων να συνεχίσουν την απασχόληση του Αιτητή υπό το ίδιο εργασιακό καθεστώς όπως και προηγουμένως, με βελτιωμένους μάλιστα όρους απασχόλησης, στη βάση της νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ενόψει της παραδοχής του ιδίου και της πραγματικής μαρτυρίας που τέθηκε.
Κατέληξε, ότι ο Αιτητής δεν δικαιούτο ούτε πληρωμή από το Ταμείο καθότι ο ίδιος αρνήθηκε να συνεχίσει την απασχόληση του υπό τον νέο εργοδότη, παρά την πρόθεση των εφεσίβλητων 3 να του ανανεώσουν, με βελτιωμένους μάλιστα όρους, την υφιστάμενη σύμβαση απασχόλησης.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε συμβατική εκχώρηση υπό την έννοια της Οδηγίας και του Ν. 104(Ι)/2000, καθώς η SSP στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των καταστημάτων δώρων του αεροδρομίου, τα επέστρεψε στον στρατηγικό επενδυτή, αυτός δε με τη σειρά του παρεχώρησε την εκμετάλλευση τους στην CTC, που ήταν ο τρίτος (νέος) επιχειρηματίας και συνεπώς, επρόκειτο για μία συμβατική μεταβίβαση που έγινε σε δύο φάσεις λόγω της στιγμιαίας και τυπικής μεσολάβησης του στρατηγικού επενδυτή.
Με την έφεση προβλήθηκαν τέσσερεις λόγοι έφεσης με προεξάρχοντα τον δεύτερο λόγο έφεσης που ετέθη ως εξής με την αιτιολογία του:
«Δεύτερος Λόγος Έφεσης. Δεν υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης ή οικονομικής οντότητας εν τη εννοία του Ν. 104(1)/00 αφού αυτό που παρεχώρησε η SSP προς την HERMES ήταν η κενή κατοχή των υποστατικών του αεροδρομίου.
- Ειδικότερα δεν υπήρξε μεταβίβαση/συγχώνευση επιχείρησης ούτε συμβατική μεταβίβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα ούτε και μεταβίβαση προσωπικού. Δεν διατηρήθηκε η ταυτότητα της οικονομικής μονάδας που μεταβιβάστηκε που είναι απαραίτητο στοιχείο αφού κανένας δεν γνώριζε το είδος της επιχείρησης που θα δημιουργούσε ο στρατηγικός επενδυτής.»
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης δεν εξετάστηκαν καθ' ότι κατέστησαν άνευ αντικειμένου, συνεπεία της επιτυχίας του δεύτερου λόγου έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ως προς το νομικό πλαίσιο που οριοθετεί το πεδίο εμβέλειας των προνοιών της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, η ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή. Δεν ήταν ορθή όμως η υπαγωγή των γεγονότων στο εν λόγω νομικό πλαίσιο.
2. Στην παρούσα περίπτωση δεν απασχόλησε σε οποιοδήποτε βαθμό το πρωτόδικο δικαστήριο, η παντελής απουσία συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα, στοιχείο το οποίο ναι μεν δεν ήταν καθοριστικής σημασίας, πλην όμως συνιστούσε σοβαρή ένδειξη περί μη πραγματοποίησης μεταβίβασης εντός της εννοίας του προδιαγραφόμενου από τις πρόνοιες της Οδηγίας και του Νόμου, πλαισίου.
3. Ούτε ο βαθμός σημασίας που η απουσία του εν λόγω στοιχείου ενείχε στην όλη υπόθεση, ούτε η έκταση του ρόλου που ο συγκεκριμένος παράγοντας, αποτιμούμενος ομού μετά των λοιπών σχετικών παραγόντων, διαδραμάτιζε στη διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου, απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο.
4. Στην υπόθεση του ΔΕΚ, από την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση, το γεγονός της απουσίας του συγκεκριμένου στοιχείου, αποτιμούμενο υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, είχε καταλυτική για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου σημασία.
5. Ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι 3 παρέλαβαν άδειους τους χώρους των καταστημάτων, εσφαλμένα, περιορίστηκε σε μεμονωμένη αξιολόγηση του ικανοποιούμενο ότι το εν λόγω στοιχείο δεν αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο που θα μπορούσε από μόνο του να μεταβάλει την ταυτότητα της μεταβιβαζόμενης μονάδας.
6. Πέραν των πιο πάνω, υπήρχε ακόμα μια παράμετρος της υπόθεσης, ουσιώδους, αν όχι καθοριστικής σημασίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κατοχή των καταστημάτων στα οποία οι εφεσίβλητοι 1 εργοδοτούσαν τον εφεσείοντα, δεν περιήλθε στους εφεσίβλητους 3 κατά τη διάρκεια που η σύμβαση δυνάμει της οποίας οι εφεσίβλητοι 1 κατείχαν τα καταστήματα, βρισκόταν σε ισχύ, αλλά μετά που η σύμβαση τερματίστηκε.
7. Το ζήτημα της εργοδότησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργοδοτουμένων συναδέλφων του εφεσείοντα, από τους εφεσίβλητους 3 και η άρνηση του εφεσείοντα να εργοδοτηθεί στους εφεσίβλητους 3, απετέλεσε παράγοντας που διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει τις αξιώσεις του ως ανεδαφικές. Ωστόσο ο συγκεκριμένος παράγοντας ουδόλως διαφοροποιούσε την κατάσταση.
8. Ήταν αρκετό να διεξέλθει ένας το έντυπο αίτησης που ο εφεσείων κλήθηκε από τους εφεσίβλητους 3 να συμπληρώσει για σκοπούς εργοδότησης του, για να διαπιστώσει ότι η εργοδότηση του δεν θα ήταν η φυσιολογική συνέπεια εφαρμογής των προνοιών της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, αλλά θα υπόκειτο σε έγκριση από τους εφεσίβλητους 3, με τον ίδιο τρόπο που θα υπόκειτο σε έγκριση η αίτηση οποιουδήποτε άλλου τρίτου προσώπου το οποίο επιθυμούσε να προσληφθεί στους τελευταίους για πρώτη φορά.
9. Οι πρόνοιες της Οδηγίας και συνακόλουθα αυτές του Εναρμονιστικού Νόμου, δεν ετύγχαναν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
10. Έπετο ότι ο εφεσείων δικαιούτο υπό τις περιστάσεις αποζημιώσεις από το Ταμείο Πλεονασμού.
11. Οι υπόλοιποι τρεις λόγοι έφεσης κατέστησαν άνευ αντικειμένου.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσίβλητων 2.
Ενόψει του καινοφανούς των νομικών ζητημάτων που ηγέρθησαν δεν επιδικάστηκαν οποιαδήποτε έξοδα σε σχέση με εφεσείοντα και εφεσίβλητους 1 και 3.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χρίστου ν. Fairways Larnaca Ltd (2005) 3 Α.Α.Δ. 300,
Sűzen C-13/95 (1997) 1275,
Spijkers C-24/85 (1986) 1119,
Stichting C-29/91 (1992) 3189,
Schmidt C-392/92 (1994) 1326,
Princess Personal Service GmbH (PPS) C-458/05 ημερ. 22/3/2007,
Tempo Service Industries C-51/00 (2002) 969,
Ny Molle Kro C-287-86 (1987) 5479,
Oy LiiKenne C-172/99 ημερ. 25.1.2001.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Λάρνακας (Χατζητζιοβάννης, Πρ.), (Αίτηση Αρ. 665/07), ημερομηνίας 27/5/2009.
Αντ. Κεφάλας, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Σιακαλλή (κα.) για Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες, για την Εφεσίβλητη 1.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο 2.
Στ. Χριστοφόρου, για την Εφεσίβλητη 3.
Cur. adv vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτηση που καταχώρισε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, ο εφεσείων αξίωνε από τους εφεσείοντες 1 (SSP) αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησης του. Με την ίδια αίτηση, διαζευκτικά αξίωνε, από μεν τους εφεσίβλητους 2 (το Ταμείο), αποζημιώσεις αντί πλεονασμού, από δε τους εφεσίβλητους 3 (CTC-ARI), αποζημιώσεις για απώλεια εργασίας και καριέρας.
Συνοψίζουμε τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και καταγράφονται στο αρχικό στάδιο της εκκαλούμενης απόφασης.
Για σειρά ετών και συγκεκριμένα από το 1996, η SSP διαχειριζόταν, με βάση συμφωνία που είχε συνάψει με το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, τα καταστήματα δώρων του αεροδρομίου Λάρνακας και Πάφου.
Ο εφεσείων, ο οποίος εργοδοτείτο από την SSP από το 1998, κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως προϊστάμενος στα καταστήματα δώρων του αεροδρομίου Λάρνακας, με μηνιαίες απολαβές €983,20. Γενικά, ήταν υπεύθυνος για την αντιμετώπιση των ζητημάτων ή προβλημάτων που ενδεχομένως να ανέκυπταν κατά τη βάρδια του στα καταστήματα των οποίων προΐστατο.
Με επιστολή τους ημερομηνίας 3/5/2006, την οποία απηύθυναν στην SSP οι αρμόδιες αρχές της Δημοκρατίας, ενημέρωναν την SSP ότι, δυνάμει συμφωνίας που η κυβέρνηση συνήψε με την εταιρεία Hermes Airport Ltd (ο στρατηγικός επενδυτής), η διεύθυνση και εκμετάλλευση του αεροδρομίου Λάρνακας και γενικά το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της κυβέρνησης που απέρρεαν από τη μεταξύ της SSP και της κυβέρνησης συμφωνία, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε μέχρι 31/5/2006, θα μεταβιβάζοντο στο στρατηγικό επενδυτή.
Με επιστολή του ημερομηνίας 31/5/2006, ο στρατηγικός επενδυτής ειδοποίησε την SSP ότι οι συμφωνίες διαχείρισης των καταστημάτων στα δύο αεροδρόμια θα τερματίζονταν τα μεσάνυχτα της 30/6/2006 και ότι την επομένη θα αναλάμβανε τη διαχείριση τους η CTC. Σχετική υπενθύμιση απεστάλη και στις 28/6/2006. Στις 30/6/2006 τα καταστήματα παραδόθηκαν, ελεύθερα κατοχής, στην CTC. Το γεγονός της ανάληψης από την CTC όλων των πωλήσεων και γενικά των εμπορικών δραστηριοτήτων στα δύο αεροδρόμια, για περίοδο 25 ετών, δημοσιεύθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του ομίλου, όπου ανήκει η εν λόγω εταιρεία.
Στο μεταξύ, η SSP, με επιστολή της ημερομηνίας 5/6/2006, είχε πληροφορήσει τον εφεσείοντα περί της ανάληψης της διαχείρισης των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου από το στρατηγικό επενδυτή. Τον πληροφόρησε επίσης ότι από την 1/7/2006 δεν θα διαχειριζόταν πλέον τα καταστήματα δώρων και περιπτέρων στα εν λόγω αεροδρόμια και ότι οι υπηρεσίες του τερματίζοντο λόγω πλεονασμού από τις 30/7/2006.
Για τους ίδιους λόγους, εκτός από τον αιτητή, η SSP τερμάτισε την απασχόληση 22 άλλων εργοδοτουμένων της, γεγονός για το οποίο ενημέρωσε σχετικά το αρμόδιο Υπουργείο.
Οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων 1 και 3, όπως αυτοί προβλήθηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης πρωτοδίκως και επαναλήφθηκαν κατά την έφεση, έχουν ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε μεταβίβαση υφιστάμενης οικονομικής μονάδας, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας 2001/23/ΕΚ (η Οδηγία) και του Εναρμονιστικού Νόμου, 104(Ι)/2000 (ο Νόμος). Ήταν η θέση της SSP ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών του εφεσείοντα ήταν καθόλα νόμιμος και σύμφωνος με τις πρόνοιες του Άρθρου 18 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, καθότι ο τελευταίος κατέστη πλεονάζον προσωπικό εφόσον η θέση στην οποία απασχολείτο καταργήθηκε και η ίδια έπαυσε από την 1/7/2006 να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία τον απασχολούσε. Σύμφωνα με τις θέσεις της CTC-ARI, όπως οι εν λόγω θέσεις συνοψίζονται στην πρωτόδικη απόφαση, η CTC-ARI παρά το γεγονός ότι δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να προσφέρει στον εφεσείοντα και τους συναδέλφους του ανάλογη εργασία με τους ίδιους όρους και τα ίδια ωφελήματα, εντούτοις «κατόπιν συνεννόησης με τις συντεχνίες ανέλαβε όλους τους εργοδοτούμενους της SSP που επέδειξαν ενδιαφέρον να απασχοληθούν από την ίδια και ότι οι συντεχνίες ανέλαβαν όπως ενημερώσουν ανάλογα όλους τους εργοδοτούμενους. Περαιτέρω τροποποιήθηκε η συλλογική σύμβαση που αφορούσε τη μέχρι τότε απασχόληση των εργοδοτουμένων με ουσιαστική αύξηση όλων των ωφελημάτων τους. Ο Αιτητής ουδέποτε τους ενημέρωσε είτε άμεσα είτε έμμεσα είτε προσωπικά είτε μέσω του συντεχνιακού αντιπροσώπου του για την πρόθεση του να συνεχίσει την εργασία του στην νέα εταιρεία. Τέλος ισχυρίζεται ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να αξιώνει εναντίον της αυξημένες αποζημιώσεις, καθότι τόσο η ηλικία όσο και η ειδικότητα του δεν δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την καταβολή τέτοιων αποζημιώσεων».
Σύμφωνα με τις θέσεις του Ταμείου, όπως αυτές προβλήθηκαν πρωτόδικα και επαναλήφθηκαν ενώπιον μας, η παρούσα περίπτωση, αφορά περίπτωση μεταβίβασης υφιστάμενης οικονομικής μονάδας και συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου. Συνεπώς ορθά, σύμφωνα με τις θέσεις του Ταμείου, απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντα, εφόσον η CTC-ARI, η οποία ανέλαβε τις εργασίες που ασκούσε η SSP ως είχαν, πρότεινε στον εφεσείοντα να τον εργοδοτήσει με τους ίδιους ή και καλύτερους ακόμα όρους και αυτός αδικαιολόγητα απέρριψε την πρόταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού κατέληξε με βάση την ενώπιον του μαρτυρία ότι,
(α) κατά τον ουσιώδη χρόνο που η CTC-ARI ανέλαβε τη διαχείριση των καταστημάτων στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου, ενημέρωσε τον εφεσείοντα περί της πρόθεσης της να εργοδοτήσει το προσωπικό που μέχρι τότε απασχολείτο από την SSP στα εν λόγω καταστήματα, αλλά αυτός, για δικούς του λόγους και συγκεκριμένα για τους λόγους που παραθέτει στην επιστολή του Τεκμήριο 18, απέρριψε την εν λόγω προσφορά της CTC-ARI και
(β) οι δραστηριότητες τις οποίες η CTC-ARI ανέλαβε στα καταστήματα δώρων του αεροδρομίου Λάρνακας, στα οποία απασχολείτο από την SSP ο εφεσείων, «ήταν πανομοιότυπες ή οι ίδιες» με αυτές που εκτελούσε προηγουμένως η SSP,
καθόρισε τα επίδικα θέματα τα οποία έχρηζαν διάγνωσης ως εξής:
"Το κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και της αντίστοιχης εθνικής νομοθεσίας περί μεταβίβασης οικονομικής μονάδας, από την SSP προς την CTC, ή εάν δικαιολογημένα ο Αιτητής αρνήθηκε να εργοδοτηθεί από την CTC δια τον λόγο ότι δεν υπήρξε μια τέτοια μεταβίβαση και συνεπώς η απασχόληση του από την SSP τερματίστηκε για λόγους πλεονασμού που οφείλονταν στην παύση διεξαγωγής από την τελευταία της επιχείρησης που απασχολούσε τον Αιτητή, αποτελούν τα επίδικα θέματα που καλούμαστε να αποφασίσουμε."
Ακολούθως, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ασχολήθηκε με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα και συγκεκριμένα το νομικό πλαίσιο που διέπει την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου. Επί αυτής της πτυχής της υπόθεσης, θα επανέλθουμε σε αργότερο στάδιο. Σ' αυτό το στάδιο περιοριζόμαστε να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αφού κατέληξε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου και συνεπώς η μεταβιβαζόμενη μονάδα διατήρησε την ταυτότητα της υπό το νέο φορέα της, την CTC-ARI, απέρριψε τις αξιώσεις του αιτητή εναντίον και των τριών εφεσιβλήτων στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:
"Σύμφωνα με το ΔΕΚ, «σκοπός της Οδηγίας είναι να εξασφαλίσει κατά το μέτρο του δυνατού τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του επιχειρηματία παρέχοντας τους τη δυνατότητα να παραμείνουν στην υπηρεσία του νέου επιχειρηματία υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που είχαν συνομολογήσει με τον μεταβιβάζοντα». Για τον σκοπό αυτό η Οδηγία ορίζει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προηγούμενου φορέα της επιχείρησης (εκχωρητή) που απορρέουν από την υφιστάμενη κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης εργασιακή σχέση, μεταβιβάζονται στον νέο φορέα (εκδοχέα). Η μεταβίβαση της επιχείρησης επιφέρει αυτόματα τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Ο νέος φορέας, από την ημερομηνία της μεταβίβασης, υπεισέρχεται στη θέση του προηγούμενου όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις από τη σχέση εργασίας και, από τη στιγμή αυτή αποκόπτεται ο δεσμός του τελευταίου με τον εργοδοτούμενο.
Στην προκείμενη περίπτωση η SSP δικαιολογημένα διέκοψε την εργασιακή σχέση που είχε με τον Αιτητή καθότι έπαυσε να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία τον απασχολούσε. Η επιχείρηση μεταβιβάστηκε στην CTC, η οποία, διατηρώντας την ταυτότητα της, συνέχισε τη λειτουργία της. Το ενδιαφέρον της CTC να συνεχίσει την απασχόληση του Αιτητή υπό το ίδιο εργασιακό καθεστώς όπως και προηγουμένως, με βελτιωμένους μάλιστα όρους απασχόλησης, στη βάση της νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ενόψει της παραδοχής του ιδίου και της πραγματικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μας. Ο Αιτητής εν τέλει δεν ενδιαφέρθηκε να συνεχίσει την απασχόληση του για τους λόγους που επικαλείται στην χειρόγραφη επιστολή του (Τεκμήριο 18), το περιεχόμενο της οποίας παραθέτουμε ανωτέρω.
Ενόψει των πιο πάνω δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο που να δικαιολογεί την καταβολή αποζημίωσης από τους Καθ'ων η αίτηση 1 και 3.
Λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη τις διατάξεις του Άρθρου 20(β) του Νόμου ως έχει τροποποιηθεί, καταλήγουμε ότι ο Αιτητής δεν δικαιούται ούτε πληρωμή από το Ταμείο καθότι ο ίδιος αρνήθηκε να συνεχίσει την απασχόληση του υπό τον νέο εργοδότη, την CTC, παρά την πρόθεση της τελευταίας να του ανανεώσει, με βελτιωμένους μάλιστα όρους, την υφιστάμενη σύμβαση απασχόλησης που διατηρούσε με την SSP. Ο Αιτητής, με τη μαρτυρία που έθεσε ενώπιον μας, δεν μπόρεσε να αποδείξει οποιαδήποτε εύλογη αιτία που να δικαιολογεί τη θέση του να μην αποδεχθεί την προσφορά ανανέωσης της σύμβασης απασχόλησης από τον νέον εργοδότη."
Τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου ο εφεσείων αμφισβητεί με τέσσερις βασικά λόγους έφεσης.
Με τον 1ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο αιτητής έτυχε της προβλεπόμενης από το Άρθρο 8 του Νόμου πληροφόρησης από τους καθ'ων η αίτηση 1 και 3, ενώ η ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, αμφισβητείται με το 2ο λόγο έφεσης. Με τον 3ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου περί ύπαρξης από πλευράς CTC-ARI πρόθεσης να ανανεώσει, με βελτιωμένους όρους, την υφιστάμενη σύμβαση απασχόλησης που ο εφεσείων διατηρούσε με την SSP, ενώ με τον 4ο λόγο έφεσης πλήττεται η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην ασκήσει υπέρ του εφεσείοντα τη δυνάμει του Άρθρου 20(β) του Νόμου 24/67 διακριτική του ευχέρεια και να διατάξει πληρωμή του εφεσείοντα από το Ταμείο. Υπήρχε και 5ος λόγος έφεσης, με τον οποίο αμφισβητείτο η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να διατάξει αντεξέταση του αιτητή από τους εφεσιβλήτους, ο οποίος όμως δεν προωθήθηκε και συνεπώς θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Προέχει η εξέταση του λόγου έφεσης 2. Είναι φανερό ότι σε περίπτωση επιτυχίας του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, οι υπόλοιποι τρεις λόγοι στην ουσία θα καταστούν άνευ αντικειμένου. Επομένως, θα εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο έφεσης, τον οποίο και παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω, μαζί με την αιτιολογία του:
"Δεύτερος Λόγος Έφεσης. Δεν υπήρξε μεταβίβαση επιχείρησης ή οικονομικής οντότητας εν τη εννοία του Ν. 104(1)/00 αφού αυτό που παρεχώρησε η SSP προς την HERMES ήταν η κενή κατοχή των υποστατικών του αεροδρομίου.
- Ειδικότερα δεν υπήρξε μεταβίβαση/συγχώνευση επιχείρησης ούτε συμβατική μεταβίβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα ούτε και μεταβίβαση προσωπικού. Δεν διατηρήθηκε η ταυτότητα της οικονομικής μονάδας που μεταβιβάστηκε που είναι απαραίτητο στοιχείο αφού κανένας δεν γνώριζε το είδος της επιχείρησης που θα δημιουργούσε ο στρατηγικός επενδυτής."
Κατ' αρχήν θεωρούμε σκόπιμο αφού υπομνήσουμε τη θεμελιώδη αρχή ότι, έφεση από απόφαση Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών χωρεί μόνο επί νομικών θεμάτων, να ασχοληθούμε με τη θέση των εφεσίβλητων 1 ότι οι λόγοι έφεσης 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθούν γιατί δεν βασίζονται επί νομικών σημείων αλλά σε ευρήματα γεγονότων.
Η πιο πάνω θέση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Έχουμε την άποψη ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης, αν και αναφέρονται και σε γεγονότα, εντούτοις η αιτιολογία τους τους μεταθέτει εκτός εμβέλειας της αρχής που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της SSP επικαλούνται. Στην ουσία, με τους συγκεκριμένους δύο λόγους έφεσης πλήττεται η ορθότητα της εκτίμησης από το πρωτόδικο δικαστήριο της μαρτυρίας και συνακόλουθα, η ορθότητα των διαπιστώσεων στις οποίες κατέληξε αφού υπήγαγε τα γεγονότα στις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα. Χρήσιμη επί του συγκεκριμένου σημείου αναφορά μπορεί να γίνει στην υπόθεση Χρίστου ν. Fairways Larnaca Ltd (2005) 3 Α.Α.Δ. 300 και στην εκεί νομολογία που η απόφαση παραπέμπει.
Επανερχόμενοι στο δεύτερο λόγο έφεσης παρατηρούμε τα πιο κάτω.
Στην υπό αμφισβήτηση με το δεύτερο λόγο έφεσης διαπίστωση του, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κατέληξε, αφού πρώτα παρέθεσε το νομικό πλαίσιο που οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου θέτουν, όπως το εν λόγω πλαίσιο έχει οριοθετηθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τότε γνωστού ως ΔΕΚ. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, αφού σημειώσουμε ότι στα πλαίσια παράθεσης του νομικού πλαισίου, το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από την οποία και παραθέτει σχετικά αποσπάσματα, προβαίνει σε σχόλια και επισημάνσεις οι οποίες παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση με τη μορφή υποσημειώσεων:
"Νομική Πτυχή.
Από πολύ νωρίς, ο Κύπριος νομοθέτης ενδιαφέρθηκε για την προστασία των δικαιωμάτων και συμφερόντων των εργοδοτουμένων, σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εργασιακής σχέσης επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη. Με ειδικές διατάξεις, φρόντισε, ως προς τα ρυθμιζόμενα απ' αυτές ζητήματα, η μεταβολή να μην έχει δυσμενείς για τους εργοδοτούμενους συνέπειες.
Έτσι στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου (Ν.24/67) ως έχει τροποποιηθεί, καθορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της περιόδου απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου και στο Μέρος ΙΙ οι λόγοι κάτω από τους οποίους δεν διακόπτεται το συνεχές της απασχόλησης του. Σε περίπτωση αλλαγής εργοδότη, στην επιφύλαξη της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του παρόντος Πίνακα αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Νοείται ότι όταν η επιχείρηση ή τμήμα της επιχείρησης εργοδότη μεταβιβάζεται ως έχει σε άλλο εργοδότη ή όταν ο εργοδοτούμενος μετατίθεται από μια εταιρεία σε άλλη σύμφωνα με την παράγραφο (γ) του Άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, τότε όλες οι εβδομάδες απασχολήσεως στον πρώτο εργοδότη θεωρούνται κατά τον υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης ως απασχόληση στο δεύτερο εργοδότη».
Τον κανόνα της αυτοδίκαιης μεταβίβασης των εργασιακών σχέσεων και της διατήρησης αμετάβλητων των όρων εργασίας, τον οποίο διαμόρφωσε η νομολογία στηριζόμενη στο πιο πάνω νομοθέτημα, του οποίου οι διατάξεις, ελλείψει αντίθετης ρύθμισης, εξακολουθούν εκεί που βαίνουν ευνοϊκότερες για τους εργοδοτούμενους να ισχύουν και μετά την εναρμόνιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, κατοχύρωσε ρητά ο νομοθέτης με τον Ν.104(Ι)/2000, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που λαμβάνει χώρα μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, που προκύπτουν από νομική μεταβίβαση ή συγχώνευση [Άρθρο 3(1)]. Ο Νόμος αυτός ψηφίστηκε, προκειμένου να εναρμονισθεί η κυπριακή νομοθεσία με το κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα, με τις Οδηγίες 77/187 και 98/50/ΕΚ, η οποία διευκρίνισε ορισμένα σημαντικά ζητήματα ερμηνείας που είχαν ανακύψει κατά την εφαρμογή της πρώτης Οδηγίας. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ η οποία κωδικοποίησε απλώς τις δύο προηγούμενες.
Κατά την ερμηνεία των διατάξεων του Ν.104(Ι)/2000, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και οι ρυθμίσεις της Οδηγίας, ώστε η ερμηνεία που θα δίνεται να είναι σύμφωνη με το πνεύμα και το σκοπό των ρυθμίσεων αυτών. Μεταξύ δε περισσότερων δυνατών ερμηνειών πρέπει να ακολουθείται εκείνη που βρίσκεται πλησιέστερα στο σκοπό της Οδηγίας.
Το κρίσιμο βέβαια ζήτημα είναι πότε συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, κατά την έννοια των Άρθρων 1 §1 της Οδηγίας και 3(2) του Ν.104(Ι)/2000, η οποία και αποτελεί την προϋπόθεση για την εφαρμογή των προστατευτικών τους ρυθμίσεων.
Σύμφωνα με το Άρθρο 3(2) του Ν.104(Ι)/2000,
«... ως μεταβίβαση κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα.»
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ για να θεωρηθεί ότι συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης κατά την έννοια της Οδηγίας και του Νόμου, θα πρέπει η μεταβιβαζόμενη μονάδα (οικονομική οντότητα) να διατηρεί την ταυτότητα της και υπό τον νέο φορέα της (εκδοχέα). Ο τρόπος της μεταβίβασης δεν ενδιαφέρει. Αρκεί το πραγματικό γεγονός ότι ο παλιός εργοδότης (εκχωρητής) χάνει την ιδιότητα του φορέα της επιχείρησης και ο διάδοχος του (εκδοχέας) αποκτά την ιδιότητα αυτή, έστω και προσωρινά. Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Διατήρηση της ταυτότητας της, σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της (εκδοχέας) να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Όπως επισημαίνει το ΔΕΚ, η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από τον σκοπό της Οδηγίας, στόχος της οποίας είναι η διατήρηση και συνέχιση των εργασιακών σχέσεων στο πλαίσιο μιας υφιστάμενης οικονομικής μονάδας, μιας μονάδας δηλαδή η οποία, ανεξάρτητα από τη μεταβολή του προσώπου που τη διευθύνει και ελέγχει διατηρεί την ταυτότητα της.
Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εγκατάστασης ή τμήματος τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: (α) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λ.π.), (β) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών καθώς και η αξία τους, (γ) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία (δ) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας, (ε) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση και (στ) η διάρκεια της ενδεχόμενης αναστολής των δραστηριοτήτων της. Τα στοιχεία αυτά, κατά το ΔΕΚ, είναι ενδεικτικά και δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα. Η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο καθένα από αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από το είδος της επιχείρησης ή εγκατάστασης για την οποία πρόκειται και για τις εφαρμοζόμενες σε αυτή μεθόδους παραγωγής και εργασίας."
Για σκοπούς πληρότητας της πιο πάνω νομικής ανάλυσης, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο παρέπεμψε, με ταυτόχρονη αναφορά στην ανάλογη υποσημείωση κειμένου στην οποία η κάθε μια από τις υποθέσεις παρατίθεται:
"C-13/95 Sűzen (1997), 1275 (υποσημειώσεις 2 και 6)
C-24/85 Spijkers (1986), 1119 (υποσημείωση 3)
C-29-91 Stichting (1992), 3189 (υποσημείωση 3)
C-392/92 Schmidt (1994), 1326 (υποσημείωση 3)
C-458/05 Princess Personal Service GmbH (PPS) ημερ. 22/3/2007
(η σχετική παραπομπή αφορά στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Yves Bot, οι οποίες διατυπώθηκαν στην εν λόγω υπόθεση, υποσημείωση 4)
C-51/00 Tempo Service Industries (2002), 969 (υποσημειώσεις 5 και 6)
C-287-86 Ny Molle Kro (1987), 5479 (υποσημείωση 6) και
C-172/99 Oy LiiKenne (25.1.2001) (υποσημείωση 6)".
Το παράπονο του εφεσείοντα όπως αυτό προκύπτει από το 2ο λόγο έφεσης, τον οποίο έχουμε ήδη παραθέσει αυτούσιο μαζί με την αιτιολογία του πιο πάνω, εστιάζεται στη θέση ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν διατηρήθηκε η ταυτότητα της οικονομικής μονάδας που μεταβιβάστηκε, εφόσον εκείνο που η SSP παρέδωσε είναι κενή κατοχή των καταστημάτων και συνεπώς το είδος της επιχείρησης που τα καταστήματα θα στέγαζαν, ήταν άγνωστο. Επισημαίνουμε ότι η υπό αμφισβήτηση συγκεκριμένη διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της βασικής κατάληξης του, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση τυγχάνουν εφαρμογής οι προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου. Έτσι, ανάλογη θα είναι και η προσέγγιση μας στο δεύτερο λόγο έφεσης.
Ως προς το νομικό πλαίσιο που οριοθετεί το πεδίο εμβέλειας των προνοιών της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, συμφωνούμε με την ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Διαφωνούμε όμως μαζί του ότι, στην παρούσα περίπτωση, η υπαγωγή των γεγονότων στο εν λόγω νομικό πλαίσιο, όπως τα εν λόγω γεγονότα έχουν διαπιστωθεί πρωτοδίκως, οδηγεί στη διαπίστωση, ότι «στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει συμβατική εκχώρηση υπό την έννοια της Οδηγίας και του Ν. 104(Ι)/2000, καθώς η SSP στην οποία είχε παραχωρηθεί η εκμετάλλευση των καταστημάτων δώρων του αεροδρομίου, τα επέστρεψε στον στρατηγικό επενδυτή, αυτός δε με τη σειρά του παρεχώρησε την εκμετάλλευση τους στην CTC, που είναι ο τρίτος (νέος) επιχειρηματίας», και συνεπώς, «πρόκειται για μία συμβατική μεταβίβαση που έγινε σε δύο φάσεις λόγω της στιγμιαίας και τυπικής μεσολάβησης του στρατηγικού επενδυτή».
Πυρήνα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου από την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση και την οποία έχουμε πιο πάνω παραθέσει, αποτελεί η απόφαση στην υπόθεση Sűzen (πιο πάνω), στο σκεπτικό της οποίας το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κάμνει εκτενή αναφορά στα πλαίσια της νομικής ανάλυσης στην οποία προέβη και την οποία έχουμε παραθέσει πιο πάνω. Στην εν λόγω υπόθεση, η αιτήτρια εργαζόταν σε επιχείρηση η οποία της είχε αναθέσει εργασίες καθαρισμού των κτιρίων συγκεκριμένου ιδρύματος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο πλαίσιο σύμβασης καθαρισμού που είχε συναφθεί μεταξύ του ιδρύματος και των εργοδοτών της αιτήτριας. Λόγω καταγγελίας από το ίδρυμα της σύμβασης που το συνέδεε με τους εργοδότες της αιτήτριας και της ανάθεσης του καθαρισμού των κτιρίων του ιδρύματος σε άλλη επιχείρηση, η αιτήτρια, όπως και αριθμός άλλων συναδέλφων της, απολύθηκαν από τους μέχρι τότε εργοδότες τους. Η αιτήτρια προσέφυγε στο δικαστήριο ζητώντας όπως αναγνωρισθεί ότι η κοινοποίηση της απόλυσης της από τους εργοδότες της δεν είχε θέσει τέρμα στη σχέση εργασίας που την συνέδεε με αυτούς. Το γερμανικό δικαστήριο στο οποίο η αιτήτρια προσέφυγε, αφού έκρινε ότι η λύση της διαφοράς εξαρτάται από την ερμηνεία της Οδηγίας, παρέπεμψε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
"1) Ενόψει των αποφάσεων του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 1994 στην υπόθεση C-392/92, Christel Schmidt (Συλλογή 1994, σ. Ι-1311), και της 19ης Μαΐου 1992 στην υπόθεση C-29/91, Dr. Sophie Redmond Stichting (Συλλογή 1992, σ. Ι-3189), έχει επίσης εφαρμογή η οδηγία 77/187/ΕΟΚ, οσάκις μια επιχείρηση καταγγέλλει τη συναφθείσα με άλλη επιχείρηση σύμβαση προκειμένου να εκχωρήσει στη συνέχεια τη σύμβαση αυτή σε τρίτη επιχείρηση;
2) Υπάρχει συμβατική εκχώρηση κατά την έννοια της οδηγίας σε περίπτωση όπως αυτή που περιγράφεται στο πρώτο ερώτημα, οσάκις δεν εκχωρείται κανένα ενσώματο ή άυλο στοιχείο της επιχειρήσεως;"
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η Οδηγία δεν τυγχάνει εφαρμογής «στην περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης ο οποίος είχε αναθέσει τον καθαρισμό των κτιρίων του σε επιχειρηματία, καταγγέλλει τη σύμβαση που τον συνέδεε με αυτόν και συνάπτει για την εκτέλεση παρομοίων εργασιών, νέα σύμβαση με δεύτερο επιχειρηματία, εφόσον η πράξη δεν συνοδεύεται ούτε από εκχώρηση, μεταξύ του ενός και του άλλου επιχειρηματία, σημαντικών ενσώματων ή άυλων περιουσιακών στοιχείων ούτε από αναπρόσληψη, από το νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, σημαντικού, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, μέρους του προσωπικού το οποίο ο προκάτοχος του χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση της συμβάσεως του».
Παραθέτουμε μέρος του σκεπτικού με βάση το οποίο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαμόρφωσε την πιο πάνω κρίση του:
"10. Η οδηγία αποσκοπεί στην εξασφάλιση της συνεχείας των υφισταμένων στο πλαίσιο μιας οικονομικής μονάδας εργασιακών σχέσεων, ανεξαρτήτως της αλλαγής του ιδιοκτήτη. Το αποφασιστικό κριτήριο για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας αυτής είναι το αν η εν λόγω μονάδα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει ιδίως από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή την επανάληψή της (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers, Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψεις 11 και 12, και, τελευταία, τη γνωμοδότηση της 7ης Μαρτίου 1996, C-171/94 και C-172/94, Merckx και Neuhuys, Συλλογή 1996, σ. Ι-1253, σκέψη 16∙ βλ. επίσης τη γνωμοδότηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών της 19ης Δεκεμβρίου 1996, Ε-2/96, Ulstein και Rψiseng, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 27).
11. Η έλλειψη συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση ή, όπως στην προκειμένη περίπτωση μεταξύ των δύο επιχειρηματιών στους οποίους ανατέθηκαν διαδοχικά οι εργασίες καθαρισμού σχολικού ιδρύματος, μολονότι μπορεί να συνιστά ένδειξη ότι δεν πραγματοποιήθηκε καμιά μεταβίβαση κατά την έννοια της οδηγίας, δεν μπορεί να έχει συναφώς καθοριστική σημασία.
12. Πράγματι, όπως κρίθηκε τελευταία με τη σκέψη 28 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Merckx και Neuhuys, η οδηγία έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής, στο πλαίσιο συμβατικών σχέσεων, του υπευθύνου για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο αναλαμβάνει συμβατικώς τις υποχρεώσεις του εργοδότη έναντι των εργαζομένων της επιχειρήσεως. Επομένως, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν απευθείας συμβατικές σχέσεις μεταξύ του εκχωρούντος και του προς ον η εκχώρηση, δοθέντος ότι η εκχώρηση μπορεί επίσης να πραγματοποιείται σε δύο στάδια με την παρεμβολή τρίτου, όπως του κυρίου ή του εκμισθωτή.
13. Ωστόσο, για να έχει εφαρμογή η οδηγία, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά οικονομική μονάδα οργανωμένη κατά τρόπο σταθερό, της οποίας η δραστηριότητα δεν περιορίζεται στην εκτέλεση συγκεκριμένου έργου (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, C-48/94, Rygaard, Συλλογή 1995, σ. Ι-2745, σκέψη 20). Η έννοια της μονάδας αναφέρεται επομένως σε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και επιδιώκει ίδιο σκοπό.
14. Προκειμένου να καθοριστεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως μονάδας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η μεταβίβαση ή όχι ενσωμάτων στοιχείων, όπως τα κτίρια και τα κινητά, η αξία των άυλων στοιχείων κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως, η μεταβίβαση ή όχι της πελατείας καθώς και ο βαθμός ομοιότητας των ασκουμένων δραστηριοτήτων πριν και μετά τη μεταβίβαση και η διάρκεια πιθανής αναστολής των δραστηριοτήτων αυτών. Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν παρά επιμέρους πτυχές της συνολικής αξιολογήσεως που επιβάλλεται και, επομένως, δεν μπορούν να συνεκτιμώνται μεμονωμένα (βλ. ιδίως τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Spijkers και Redmond Stichting, σκέψεις 13 και 24 αντιστοίχως).
15. ................. μια μονάδα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικά με τη δραστηριότητα την οποία επιτελεί. Η ταυτότητά της προκύπτει επίσης από άλλα στοιχεία όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοί της εκμεταλλεύσεως ή και, ενδεχομένως, τα μέσα εκμεταλλεύσεως που διαθέτει.
16. .............. Η απλή απώλεια συμβάσεως μισθώσεως έργου προς όφελος ενός ανταγωνιστή δεν μπορεί επομένως, αυτή καθαυτή, να αποδεικνύει την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας.
17. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, μολονότι η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων περιλαμβάνεται μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων που το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή έλλειψη παρόμοιων στοιχείων δεν αποκλείει κατ' ανάγκη την ύπαρξη τέτοιας μεταβιβάσεως (βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Schmidt, σκέψη 16, και Merckx και Neuhuys, σκέψη 21).
18. Πράγματι, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 14 της παρούσας αποφάσεως, το εθνικό δικαστήριο, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που χαρακτηρίζουν την εν λόγω πράξη, πρέπει ιδίως να λαμβάνει υπόψη του το είδος της επιχειρήσεως ή της εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται. Επομένως, η σημασία που πρέπει να δοθεί αντιστοίχως στα διάφορα κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως κατά την έννοια της οδηγίας ποικίλλει κατ' ανάγκη ανάλογα με την ασκούμενη δραστηριότητα, μάλιστα δε με τις μεθόδους παραγωγής ή εκμεταλλεύσεως που χρησιμοποιούνται στην εν λόγω επιχείρηση, εγκατάσταση ή τμήμα εγκαταστάσεως. Ειδικότερα, εφόσον μια οικονομική μονάδα μπορεί, σε ορισμένους τομείς, να λειτουργεί χωρίς σημαντικά ενσώματα ή άυλα περιουσιακά στοιχεία, η διατήρηση της ταυτότητας μιας τέτοιας μονάδας πέρα από τα όρια των εργασιών που αποτελούν το αντικείμενο των δραστηριοτήτων της δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να εξαρτάται από την εκχώρηση τέτοιων στοιχείων.
20. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μεταξύ των πραγματικών περιστατικών που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να κριθεί αν πληρούνται οι προϋποθέσεις της μεταβιβάσεως, περιλαμβάνονται ιδίως, εκτός από τον βαθμό ομοιότητας της ασκουμένης πριν και μετά τη μεταβίβαση δραστηριότητας και το είδος της επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως περί της οποίας πρόκειται, η αναπρόσληψη ή όχι του μεγαλύτερου μέρους του προσωπικού από τον νέο επικεφαλής της επιχειρήσεως (προμνησθείσα απόφαση Spijkers, σκέψη 13)."
Στην παρούσα περίπτωση δεν φαίνεται να έχει απασχολήσει σε οποιοδήποτε βαθμό το πρωτόδικο δικαστήριο η παντελής απουσία συμβατικού δεσμού μεταξύ του εκχωρητή και του εκδοχέα, στοιχείο το οποίο ναι μεν δεν είναι καθοριστικής σημασίας, πλην όμως συνιστά σοβαρή ένδειξη περί μη πραγματοποίησης μεταβίβασης εντός της εννοίας του προδιαγραφόμενου από τις πρόνοιες της Οδηγίας και του Νόμου, πλαισίου. Ούτε ο βαθμός σημασίας που η απουσία του εν λόγω στοιχείου ενέχει στην όλη υπόθεση, ούτε η έκταση του ρόλου που ο συγκεκριμένος παράγοντας, αποτιμούμενος ομού μετά των λοιπών σχετικών παραγόντων, διαδραματίζει στη διαμόρφωση της κρίσης του Δικαστηρίου, φαίνεται να έχει απασχολήσει το πρωτόδικο δικαστήριο. Αν μη τι άλλο, στην υπόθεση Sűzen, από την οποία υπενθυμίζουμε το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση, το γεγονός της απουσίας του συγκεκριμένου στοιχείου, αποτιμούμενο υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, είχε καταλυτική για τη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του Δικαστηρίου σημασία.
Επίσης, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει το γεγονός ότι η CTC-ARI παρέλαβε άδειους τους χώρους των καταστημάτων, αντί να αξιολογήσει το συγκεκριμένο στοιχείο ομού μετά των λοιπών ενώπιον του σχετικών στοιχείων και να διαμορφώσει επί του προκειμένου κρίση υπό το φως του συνόλου των στοιχείων, εσφαλμένα, περιορίστηκε σε μεμονωμένη αξιολόγηση του ικανοποιούμενο ότι το εν λόγω στοιχείο «δεν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο που θα μπορούσε από μόνο του να μεταβάλει την ταυτότητα» της μεταβιβαζόμενης μονάδας.
Πέραν όμως των πιο πάνω, υπάρχει ακόμα μια παράμετρος της υπόθεσης, ουσιώδους, αν όχι καθοριστικής θα λέγαμε, σημασίας για το θέμα που εξετάζουμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κατοχή των καταστημάτων στα οποία η SSP εργοδοτούσε τον εφεσείοντα, δεν περιήλθε στην CTC-ARI κατά τη διάρκεια που η σύμβαση δυνάμει της οποίας η SSP κατείχε τα καταστήματα, βρισκόταν σε ισχύ, αλλά όπως και στην υπόθεση Sűzen, μετά που η σύμβαση τερματίστηκε. Στην περίπτωση μας μάλιστα η σύμβαση τερματίστηκε όχι συνεπεία καταγγελίας της, όπως ήταν η περίπτωση της Sűzen, αλλά υπό συνθήκες, ευνοϊκότερες για τον αιτητή και συγκεκριμένα ως φυσιολογική συνέπεια της εκπνοής της συμφωνηθείσας περιόδου ισχύος της σύμβασης.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η CTC-ARI προχώρησε στην εργοδότηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργοδοτουμένων από την SSP συναδέλφων του εφεσείοντα, όπως δεν έχει διαφύγει της προσοχής μας ότι το ενδιαφέρον της CTC-ARI για εργοδότηση των υπαλλήλων της SSP επεκτάθη και στον εφεσείοντα, ο οποίος όμως αρνήθηκε. Ο συγκεκριμένος παράγοντας μάλιστα φαίνεται να έχει διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελικής κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου να απορρίψει τις αξιώσεις του ως ανεδαφικές. Έχουμε την άποψη ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση. Είναι αρκετό να διεξέλθει ένας το έντυπο αίτησης που ο εφεσείων κλήθηκε από τη CTC-ARI να συμπληρώσει για σκοπούς εργοδότησης του, για να διαπιστώσει ότι η εργοδότηση του δεν θα ήταν η φυσιολογική συνέπεια εφαρμογής των προνοιών της Οδηγίας και του Εναρμονιστικού Νόμου, αλλά θα υπόκειτο σε έγκριση από τη CTC-ARI, με τον ίδιο τρόπο που θα υπόκειτο σε έγκριση η αίτηση οποιουδήποτε άλλου τρίτου προσώπου το οποίο επιθυμούσε να προσληφθεί στη CTC-ARI για πρώτη φορά.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι πρόνοιες της Οδηγίας και συνακόλουθα αυτές του Εναρμονιστικού Νόμου, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση. Συνεπώς, η επί του προκειμένου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Η επιτυχία του λόγου έφεσης 2, καθιστά τους υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης άνευ αντικειμένου και συνεπώς παρέλκει η εξέταση τους. Ταυτόχρονα όμως, αναπόφευκτα εγείρεται το θέμα κατά πόσο ο εφεσείων δικαιούται αποζημίωσης από το Ταμείο ως πλεονάζον προσωπικό, θέμα το οποίο προχωρούμε να εξετάσουμε αμέσως πιο κάτω.
Σχετικές με το θέμα είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 18 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, οι οποίες στο βαθμό και την έκταση που μας αφορούν, έχουν ως εξής:
"18. Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησίς του ετερματίσθη -
(α) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο·∙ ή
(β) διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:
Νοείται ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ....................."
Είναι φανερό ότι η περίπτωση του εφεσείοντα εμπίπτει εντός των προνοιών του πιο πάνω άρθρου, εφόσον ο εργοδότης του, δηλαδή η SSP, έπαυσε να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία ο εφεσείων απασχολείτο και καμιά από τις πρόνοιες των Άρθρων 19 και 20 του Νόμου, η εφαρμογή των οποίων αποστερεί τον εργοδοτούμενο από το δικαίωμα σε πληρωμή λόγω πλεονασμού, τυγχάνει εφαρμογής. Έπεται ότι ο εφεσείων δικαιούται υπό τις περιστάσεις αποζημιώσεις από το Ταμείο (εφεσίβλητους 2).
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης μόνο αναφορικά με τον καθορισμό των αποζημιώσεων στις οποίες δικαιούται ο εφεσείων από το Ταμείο, με βάση τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, εκτός αν οι εν λόγω αποζημιώσεις συμφωνηθούν μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων 2.
Η πρωτόδικη απόφαση αναφορικά με τα έξοδα μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων 2, επίσης παραμερίζεται. Τα εν λόγω έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων 2 επιδικάζονται επίσης τα έξοδα του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ενόψει του καινοφανούς των νομικών ζητημάτων που ηγέρθηκαν και συζητήθηκαν στα πλαίσια της παρούσας έφεσης, δεν επιδικάζομε οποιαδήποτε έξοδα σε σχέση με εφεσείοντα και εφεσίβλητους 1 και 3.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσίβλητων 2.
Ενόψει του καινοφανούς των νομικών ζητημάτων που ηγέρθησαν δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα σε σχέση με εφεσείοντα και εφεσίβλητους 1 και 3.