ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1999
5 Σεπτεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, NAΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΖΕΡΒΟΥ,
2. ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΕΡΒΟΥ,
3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΟΥ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
v.
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 192/2009)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες όταν καταθέτουν ενώπιον του ― Το εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων.
Απόδειξη ― Άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9 ― Η γραπτή δήλωση δεν παρέχει απεριόριστο δικαίωμα σε ένα μάρτυρα να καταθέσει ότι επιθυμεί, εάν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους πιο πάνω κανόνες ― Στόχος και σκοπός είναι η οικονομία χρόνου και δαπάνης.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των εφεσιβλήτων εναντίον και των τριών εφεσειόντων. Μετά από ακροαματική διαδικασία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 για το ποσό των €350.388,22 πλέον τόκο και απορρίφθηκε με έξοδα η ανταπαίτηση που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες.
Στα πλαίσια των πιστωτικών διευκολύνσεων που η εφεσίβλητη τράπεζα είχε παραχωρήσει προς τον εφεσείοντα 1, υπογράφτηκε σύμβαση πίστωσης με όριο σε τρεχούμενο λογαριασμό, ως επίσης και σύμβαση δανείου προς τον εφεσίβλητο 1.
Η εφεσίβλητη 2 υπέγραψε συμφωνία εγγύησης ύψους ΛΚ150.000, πλέον τόκους, για κάλυψη των τραπεζικών διευκολύνσεων που δόθηκαν στον εφεσείοντα 1. Ταυτοχρόνως, για σκοπούς περαιτέρω εξασφάλισης, ο εφεσείων 1 υπέγραψε σύμβαση ενεχυρίασης 8,500 μετοχών και αργότερα άλλων 20.000. Περαιτέρω, ο εφεσείων 3, για σκοπούς περαιτέρω εξασφάλισης των πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στον εφεσείοντα 1, υπέγραψε σύμβαση ενεχυρίασης 12,508 μετοχών.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν τα εξής:
Λόγος έφεσης 1.
Το δικαστήριο δεν επέτρεψε την παρουσίαση του πλήρους κειμένου παραγράφου της γραπτής κατάθεσης και τούτο έγινε χωρίς αιτιολόγηση ενώ με άλλη ενδιάμεση απόφαση του διέγραψε άλλες παραγράφους.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο αποκλεισθείς ισχυρισμός από τη μαρτυρία, αναφερόταν, δεν ήταν δικογραφημένος, όπως προέκυπτε από τα πρακτικά.
Ο λόγος δε για τον οποίο το δικαστήριο ορθά προχώρησε στη διαγραφή άλλων ισχυρισμών, αφορούσε σε ζήτημα το οποίο όπως αναφέρθηκε από το δικαστήριο, «δεν ήταν έργο του μάρτυρα να απαντήσει».
Αναφορικά με τη διαγραφή μέρους παραγράφων της γραπτής δήλωσης, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή, αφού, ο μάρτυρας έδιδε τη γνώμη του επί θεμάτων που αφορούσαν τη νομική σχέση των διαδίκων, θέματα τα οποία δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο γνώμης.
Δεν υπήρχε οτιδήποτε το επιλήψιμο στον τρόπο που το δικαστήριο προσέγγισε το θέμα.
Λόγος έφεσης 2.
Ως αποτέλεσμα της παράτασης, που οι εφεσίβλητοι έδωσαν στον εφεσείοντα 1 για αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού του δανείου, δημιουργήθηκε μια νέα συμβατική σχέση η οποία δεν κάλυπτε την υποχρέωση που η εφεσείουσα 2 ανέλαβε προς όφελος των εφεσιβλήτων, δυνάμει της σύμβασης εγγύησης.
Αποφασίστηκε ότι:
Ήταν βάσιμη η εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι το θέμα αυτό δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα.
Λόγος έφεσης 3.
Ήταν εσφαλμένη η απόφαση του δικαστηρίου να αποδεχθεί ως έγκυρα τα έγγραφα ενεχυριάσεως των μετοχών που υπέγραψαν οι εφεσείοντες. Στην προκείμενη περίπτωση οι υπογραφές των υπαλλήλων των εφεσιβλήτων ως μαρτύρων δεν έγινε ταυτοχρόνως και υπήρχε προς τούτο αποδοχή από μάρτυρα των εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν ήταν ορθή η εισήγηση αυτή επειδή ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αλλά επιβεβαίωσε ότι οι υπογραφές γίνονταν στην παρουσία πάντοτε δύο υπαλλήλων των εφεσιβλήτων. Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί και θεωρήσει ως πειστικές τις μαρτυρίες μαρτύρων οι οποίες ανέφεραν ότι ήταν παρόντες στην υπογραφή των συμφωνιών.
Το δικαστήριο παρέθεσε και επαρκείς λόγους γιατί η μαρτυρία των εφεσειόντων δεν έγινε αποδεκτή. Η αξιολόγηση που έγινε ήταν ορθή και ο σχετικός λόγος έφεσης, μη βάσιμος.
Λόγοι έφεσης 4 και 5.
Ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση, αλλά δικαίωμα, πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών.
Αποφασίστηκε ότι:
Η προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο, ήταν ορθή. Όπως προσδιοριζόταν στον όρο 5, των εν λόγω συμφωνιών, διδόταν απόλυτο δικαίωμα και ανέκκλητη εξουσία στους εφεσίβλητους για πώληση των μετοχών, χωρίς καμιά αναφορά στον ενεχυριαστή, σε τιμή και σε χρόνο που οι εφεσίβλητοι θα έκριναν ως κατάλληλο.
Λόγος έφεσης 6:
Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξη του ότι οι εφεσίβλητοι δεν επέδειξαν επαγγελματική αμέλεια. Με την ενεχυρίαση των μετοχών, δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος και η μη έγκαιρη πώληση των μετοχών ενείχε το στοιχείο της αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο λόγος ήταν αβάσιμος. Η θεώρηση και η κατάληξη του δικαστηρίου ως προς τη σημασία των συμφωνιών ενεχυρίασης των μετοχών, περιόριζε και συμπλήρωνε τη δημιουργηθείσα νομική σχέση μεταξύ εφεσειόντων και εφεσιβλήτων.
Δεν δημιουργήθηκε οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων.
Λόγοι έφεσης 7 και 8.
Το δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει ότι η παραχώρηση των πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα 1 έγινε, από τους εφεσίβλητους, κατά παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, καθιστώντας τις συμφωνίες άκυρες.
Αποφασίστηκε ότι:
Από τη στιγμή που το δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες διευκολύνσεις δεν έγιναν για σκοπούς απόκτησης μετοχών στο χρηματιστήριο, ούτε αφορούσαν επενδυτικό λογαριασμό, που θα ενέπιπταν στις διατάξεις των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, το θέμα ήταν θεωρητικό.
Οι Εγκύκλιοι, στις οποίες έγινε αναφορά και κατατέθηκαν στο δικαστήριο, είχαν ημερομηνία έκδοσης μεταγενέστερη της ημερομηνίας παραχώρησης των πιστωτικών διευκολύνσεων προς τους εφεσείοντες.
Συναφής με το πιο πάνω θέμα ήταν και ο 8ος λόγος έφεσης και ίσχυαν τα ίδια αποφασισθέντα.
Λόγος έφεσης 9.
Η ισχυριζόμενη έλλειψη αιτιολόγησης της απόρριψης της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
Δεν ήταν ορθή η σχετική εισήγηση. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους λόγους για τους οποίους θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσειόντων-εναγομένων αφύσικη και μη πειστική.
Λόγος έφεσης 10.
Αναφορικά με την απόρριψη της ανταπαίτησης.
Αποφασίστηκε ότι:
Ήταν αναμενόμενο να απορριφθεί και η ανταπαίτηση που εδραζόταν στο πιο πάνω αναφερθέν φάσμα ισχυρισμών.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πιέρου ν. Ηλία (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 843,
Σιακατίδου (2009) 1 Α.Α.Δ. 992,
Νεοφύτου ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 25,
Χ"Μάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1(Α) A.A.Δ. 108,
Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1541,
Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254,
Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1851.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λιάτσος, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10165/03), ημερομηνίας 29/5/2009.
N. Nικολαΐδου (κα.), για τους Εφεσείοντες.
Ε. Χ"Παπά (κα.), για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια των πιστωτικών διευκολύνσεων που η εφεσίβλητη τράπεζα είχε παραχωρήσει προς τον εφεσείοντα 1, υπογράφτηκε στις 18 Οκτωβρίου 1999, σύμβαση πίστωσης σε τρεχούμενο λογαριασμό, ορίου Λ.Κ.15.000. Την ιδία ημερομηνία υπογράφτηκε σύμβαση δανείου προς τον εφεσίβλητο 1. Είναι αποδεκτό ότι ως αποτέλεσμα του πιο πάνω δανείου, ποσό Λ.Κ.135.000 δόθηκε στον εφεσίβλητο 1, η δε αποπληρωμή του, συμφωνήθηκε ότι θα γινόταν «εφάπαξ» στις 18 Οκτωβρίου 2000.
Στις 18 Οκτωβρίου 1999 η εφεσίβλητη 2 υπέγραψε συμφωνία εγγύησης ύψους ΛΚ150.000, πλέον τόκους, για κάλυψη των τραπεζικών διευκολύνσεων που δόθηκαν στον εφεσείοντα 1. Ταυτοχρόνως, για σκοπούς περαιτέρω εξασφάλισης, ο εφεσείων 1 υπέγραψε στις 18 Οκτωβρίου 1999, σύμβαση ενεχυρίασης μετοχών. Η ενεχυρίαση αφορούσε 8,500 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου Λτδ. Περαιτέρω, ο εφεσείων 3, για σκοπούς περαιτέρω εξασφάλισης των πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στον εφεσείοντα 1, υπέγραψε σύμβαση ενεχυρίασης μετοχών, ημερ. 18 Οκτωβρίου 1999, με την οποία ενεχυρίασε 12,508 μετοχές της Τράπεζας Κύπρου.
Σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο και συγκεκριμένα στις 11 Οκτωβρίου 2000, ο εφεσείων 1 ενεχυρίασε 20.000 μετοχές της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ ΛΤΔ («Κύκνος») προς περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του προς τους εφεσίβλητους. Αποτελεί αποδεκτό γεγονός ότι σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο, οι εν λόγω μετοχές αποδεσμεύτηκαν, επιστράφηκαν στον εφεσείοντα 1 ο οποίος προέβη στην πώληση τους και το προϊόν της πώλησης κατατέθηκε στο λογαριασμό δανείου που διατηρούσε ο εφεσείων 1.
Οι εφεσίβλητοι με επιστολές τους ημερ. 3 Ιουνίου, 2003 και 27 Ιουνίου 2003, τερμάτισαν τη λειτουργία των επίδικων λογαριασμών δανείου και τρεχουμένου, διεκδικώντας ταυτοχρόνως την πληρωμή των οφειλομένων ποσών. Τελικώς οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αγωγή εναντίον και των τριών εφεσειόντων και μετά από ακροαματική διαδικασία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 2 για το ποσό των €350.388,22 πλέον τόκο προς 9% επί του ποσού των €24.419,36 από 1η Δεκεμβρίου 2009 μέχρι εξόφλησης, και τόκο προς 7.5% επί του ποσού των €325.968,86 από 1η Ιανουαρίου 2009 μέχρι εξοφλήσεως. Περαιτέρω, εναντίον των εφεσειόντων 1 και 3 εκδόθηκαν διατάγματα πώλησης των ενεχυριασθέντων μετοχών. Η ανταπαίτηση που, στο μεταξύ, που είχαν εγείρει οι εφεσείοντες απερρίφθη με έξοδα.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης κατατέθηκε η παρούσα έφεση αποτελούμενη από 10 λόγους.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι ως αποτέλεσμα των ενδιαμέσων αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου, είχαν στερηθεί της δυνατότητας παρουσίασης της υπόθεσης τους με αποτέλεσμα να επηρεαστεί το δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη.
Οι εισηγήσεις αφορούσαν τις ενδιάμεσες αποφάσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα ενστάσεων που υποβλήθηκαν από τους εφεσίβλητους κατά το στάδιο της εισαγωγής της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1, που έγινε με τη μορφή της γραπτής κατάθεσης, που αντιπροσώπευε την κυρίως εξέταση του διάδικου. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το δικαστήριο δεν επέτρεψε την παρουσίαση του πλήρους κειμένου της παραγράφου 2(δ) της γραπτής κατάθεσης και τούτο έγινε χωρίς αιτιολόγηση, όπως πρόβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος.
Προτού ασχοληθούμε με το συγκεκριμένο αυτό θέμα πρέπει να σημειώσουμε ότι η τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου και η παροχή δυνατότητας προβολής της μαρτυρίας ενός μάρτυρα κατά την κύρια εξέταση με τη μορφή της γραπτής δήλωσης, είχε εισαχθεί με το Άρθρο 25 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9. Η δυνατότητα αυτή αναγνωρίστηκε και στην υπόθεση Πιέρου ν. Ηλία (2010) 1(B) Α.Α.Δ. 843. Η νέα αυτή διαδικασία δεν στερεί με οποιοδήποτε τρόπο τη δυνατότητα προβολής ενστάσεων, ιδιαιτέρως επί θεμάτων που άπτονται των δικογραφημένων θέσεων ή και ακόμη ενστάσεων επί θεμάτων που καλύπτονται από το δίκαιο της απόδειξης. Η γραπτή δήλωση δεν παρέχει απεριόριστο δικαίωμα σε ένα μάρτυρα να καταθέσει ότι επιθυμεί, εάν αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους πιο πάνω κανόνες. Στόχος και σκοπός είναι η οικονομία χρόνου και δαπάνης.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων ότι η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένη. Στα πρακτικά της υπόθεσης που αποτελούν τη μόνη αυθεντική εικόνα της δικαστικής διαδικασίας (βλ. Σιακατίδου (2009) 1 Α.Α.Δ. 992) και συγκεκριμένα στις σελίδες 43 και 44 γίνεται αναφορά από το δικαστήριο στο λόγο για τον οποίο απέκλεισε την εισαγωγή της μαρτυρίας. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως αναφέρεται, δεν ήταν δικογραφημένος.
Το άλλο παράπονο, επί του ιδίου θέματος, αφορά τη διαγραφή των ισχυρισμών που προβάλλονται στην παράγραφο 4(ββ) μέχρι (στστ) της γραπτής δήλωσης του εφεσείοντα 1. Ο λόγος για τον οποίο το δικαστήριο προχώρησε στη διαγραφή αυτών των ισχυρισμών, διαφαίνεται με καθαρότητα στα πρακτικά της διαδικασίας στη σελ. 45 και έχει σχέση με τη δυνατότητα που προσφερόταν στον εφεσείοντα 1 να συγκρίνει τις υπογραφές που τέθηκαν στα διάφορα τεκμήρια, κάτι το οποίο, όπως αναφέρθηκε από το δικαστήριο, «δεν ήταν του μάρτυρα να απαντήσει».
Αναφορικά με τη διαγραφή μέρους της παραγράφου 13 της γραπτής δήλωσης, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι κατά την άποψη μας ορθή, αφού, όπως προσδιορίζεται, μέσα από το περιεχόμενο της αμφισβητούμενης δήλωσης ο μάρτυρας έδιδε τη γνώμη του επί θεμάτων που αφορούσαν τη νομική σχέση των διαδίκων, θέματα τα οποία δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο γνώμης, αλλά αυτός όφειλε να περιοριστεί στα γεγονότα της υπόθεσης.
Προβλήθηκε παράπονο και για διαγραφή μέρους της παραγράφου 15 της δήλωσης του εφεσείοντα 1. Όπως προβάλλεται από την ενδιάμεση απόφαση του δικαστηρίου επί του προκειμένου, από τα πρακτικά σελ. 47, ουσιαστικώς, το τι το δικαστήριο αποφάσισε είναι ότι μέσα από την παράγραφο 15, εξάγονται τα συμπεράσματα και οι νομικές προσεγγίσεις τις οποίες ο εφεσείων 1 είχε στο μυαλό του. Αυτό δεν εμπίπτει, όπως αναφέρεται, στην αρμοδιότητα του μάρτυρα και συγκεκριμένα στην παρουσίαση μαρτυρίας. Προστίθεται δε ότι γίνεται, από πλευράς εφεσείοντα 1, μια συχνή επανάληψη ισχυρισμών προηγουμένων παραγράφων. Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει οτιδήποτε το επιλήψιμο στον τρόπο που το δικαστήριο προσέγγισε το θέμα.
Προβλήθηκε παράπονο επίσης και για τη διαγραφή της παραγράφου 16, που ουσιαστικώς ήταν η ιδία ενδιάμεση απόφαση, όπως και για την παράγραφο 15, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Θεωρούμε στο σημείο αυτό ότι είναι επιθυμητό, οι συνήγοροι που, ως επί πλείστον, βοηθούν τους διάδικους στη σύνταξη μιας δήλωσης, να περιορίζονται μόνο στα γεγονότα και όχι να προβαίνουν σε ανάλυση νομικών θεμάτων ή να εξάγουν συμπεράσματα τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της δίκης. Αν τηρηθεί αυτή η πρακτική σίγουρα θα βοηθήσει στην πιο γρήγορη εκδίκαση των υποθέσεων, που αποτελεί το βασικό στόχο της τροποποίησης που έγινε για τη δυνατότητα εισαγωγής της μαρτυρίας κατά την κυρίως εξέταση, με τη μορφή της γραπτής δήλωσης. Συναφώς ο 1ος λόγος δεν είναι βάσιμος.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι, ως αποτέλεσμα της παράτασης, που οι εφεσίβλητοι έδωσαν στον εφεσείοντα 1 για αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού του δανείου, δημιουργήθηκε μια νέα συμβατική σχέση η οποία δεν κάλυπτε την υποχρέωση που η εφεσείουσα 2 ανέλαβε προς όφελος των εφεσιβλήτων, δυνάμει της σύμβασης εγγύησης ημερ. 18 Οκτωβρίου 1999.
Το δικαστήριο, πρόβαλε η συνήγορος δεν έλαβε υπόψη του ότι υπήρχε συγκεκριμένη πρόνοια για «εφάπαξ» πληρωμή του οφειλομένου ποσού, στις 18 Οκτωβρίου 2000, και, όπως είπε, είναι με αυτό τον όρο που η εφεσείουσα 2 προχώρησε σε παραχώρηση της δικής της εγγύησης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων ισχυρίστηκε ότι η προβολή αυτή, από πλευράς εφεσείουσας 2, δεν είναι βάσιμη ενόψει των παραδεκτών γεγονότων και ταυτοχρόνως της μη δικογράφησης ισχυρισμού περί απαλλαγής της εφεσείουσας 2.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι η διεξαγωγή μιας δίκης περιορίζεται στους δικογραφημένους ισχυρισμούς μέσα από τους οποίους διαμορφώνεται το νομικό πλαίσιο και καθορίζονται τα επίδικα θέματα. Νεοφύτου ν. Γερακιώτη (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 25, Χ"Μάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1(Α) A.A.Δ.108 και Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1541.
Με βάση την Έκθεση Απαιτήσεως που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας, γίνεται αναφορά στην υποχρέωση της εφεσείουσας 2, δυνάμει της εγγυήσεως, που υπέγραψε στις 18 Οκτωβρίου 1999, στην παράγραφο 8.
Με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που κατέθεσαν οι εφεσείοντες και συγκεκριμένα με την παράγραφο 10, το τι πρόβαλαν ως υπεράσπιση, ήταν, ότι η εφεσείουσα 2, ουδέποτε υπέγραψε νόμιμη ή έγκυρη εγγύηση και δεύτερο ότι η ίδια πιέστηκε και παραπλανήθηκε για την υπογραφή της επίδικης εγγύησης, αυτό δε έγινε χωρίς να είχε ανεξάρτητη νομική συμβουλή.
Συνεπώς, είναι βάσιμη η εισήγηση των εφεσιβλήτων ότι το θέμα αυτό δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβλήθηκε ως εσφαλμένη, η απόφαση του δικαστηρίου να αποδεχθεί ως έγκυρα τα έγγραφα ενεχυριάσεως των μετοχών που υπέγραψαν οι εφεσείοντες. Ισχύει επί του προκειμένου, εισηγήθηκε η συνήγορος των εφεσειόντων το Άρθρο 138 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, όπου για να θεωρηθεί έγκυρη και εκτελεστή μια σύμβαση ενεχύρου, πρέπει να καταρτιστεί στην παρουσία δύο μαρτύρων, οι οποίοι πρέπει να την προσυπογράψουν ως μάρτυρες. Στην προκείμενη περίπτωση οι υπογραφές, των υπαλλήλων των εφεσιβλήτων Δημήτρη Ασλανίδη (Μ.Ε.2) και Γεώργιου Νεάρχου (Μ.Ε.3) δεν έγινε ταυτοχρόνως, ισχυρίστηκε η συνήγορος. Έκαμε επί τούτου αναφορά στα πρακτικά του δικαστηρίου, σελ. 25 όπου, όπως προβλήθηκε, ο μάρτυρας Ασλανίδης είχε αποδεχθεί ότι η υπογραφή των δύο δεν ήταν ταυτόχρονη.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή γιατί ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί αλλά επιβεβαίωσε ότι οι υπογραφές γίνονται στην παρουσία πάντοτε δύο υπαλλήλων των εφεσιβλήτων. Ταυτοχρόνως, το Δικαστήριο είχε αποδεχθεί και θεωρήσει ως πειστική τόσο τη μαρτυρία του Ασλανίδη αλλά και του Νεάρχου, ο οποίος είπε ότι ήταν παρών στην υπογραφή των συμφωνιών.
Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι την πρωταρχική ευθύνη για την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας εναποτίθεται στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο έχει και τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τους μάρτυρες όταν καταθέτουν ενώπιον του. Το εφετείο δεν επεμβαίνει στην αξιολόγηση εκτός αν αυτή παρουσιάζει κενά, παραλείψεις ή λανθασμένη θεώρηση των γεγονότων. (βλ. Φραντζής κ.ά. ν. Φιλική Ασφαλιστική Εταιρεία (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 254 και Μεσσάρης ν. Κατσαμίδης (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1851.
Στην προκείμενη υπόθεση το δικαστήριο προβαίνει σε μια αποδοχή των ισχυρισμών που πρόβαλαν οι μάρτυρες των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένου του στοιχείου της υπογραφής των συμφωνιών, για τις οποίες κατέθεσαν οι μάρτυρες Ασλανίδης και Νεάρχου. Όσον αφορά δε τους προβληθέντες ισχυρισμούς από πλευράς εφεσειόντων αναφορικά με τις συμφωνίες και του τρόπου υπογραφής τους, το δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των εφεσειόντων 1 και 3, που κατέθεσαν στο δικαστήριο πρωτοδίκως, χαρακτηρίζοντας τη μαρτυρία τους, ως «ένα συνονθύλευμα αφύσικων τοποθετήσεων και αυτοαναιρέσεων». Πρέπει να σημειώσουμε ότι το δικαστήριο δεν περιορίστηκε μόνο σ' αυτή την κριτική, αλλά παρέθεσε και επαρκείς λόγους γιατί η μαρτυρία των εφεσειόντων δεν έγινε αποδεκτή. Θεωρούμε την αξιολόγηση που έγινε ορθή και ο λόγος αυτός έφεσης κρίνεται ως μη βάσιμος.
Αναφερόμαστε τώρα στον 5ο λόγο έφεσης αφού δεν υπάρχει 4ος λόγος στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, προφανώς λόγω λανθασμένης αρίθμησης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν υποχρέωση, αλλά δικαίωμα, πώλησης των ενεχυριασθεισών μετοχών ήταν λανθασμένο. Έγινε ευρεία αναφορά από τη συνήγορο στο περιεχόμενο του τεκμηρίου 13, σύμφωνα με το οποίο είχε, όπως είπε, συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι η κάλυψη του χρέους, με τις υπό ενεχυρίαση μετοχές, θα ήταν στη συμφωνηθείσα αναλογία της κάλυψης με ποσοστό 140%. Αυτό ουσιαστικώς αποτελούσε και το κύριο μέρος της Ανταπαίτησης των εφεσειόντων, αφού προβλήθηκαν επί τούτου ισχυρισμοί περί ύπαρξης αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Η συνήγορος των εφεσιβλήτων πρόβαλε ότι το συγκεκριμένο τεκμ. 13 αποτελούσε εσωτερικό έγγραφο, το οποίο αποτελούσε μέρος του υλικού που ετοιμάζεται για σκοπούς έγκρισης του αιτήματος για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων.
Επί του προκειμένου, θεωρούμε ότι η προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο δικαστήριο, που επικεντρώθηκε στο κείμενο των συμβάσεων ενεχυρίασης των μετοχών, τεκμ. 5 και 7 είναι ορθή. Όπως προσδιορίζεται στον όρο 5, των εν λόγω συμφωνιών, δίδεται απόλυτο δικαίωμα και ανέκκλητη εξουσία στους εφεσίβλητους για πώληση των μετοχών, χωρίς καμιά αναφορά στον ενεχυριαστή, σε τιμή και σε χρόνο που οι εφεσίβλητοι θα έκριναν ως κατάλληλο. Συνακόλουθα, ορθώς το Δικαστήριο θεώρησε ότι η μη άσκηση αυτού του δικαιώματος από τους εφεσίβλητους δεν θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε συνέπεια για την υπόθεση των εφεσειόντων. Κρίνουμε, συναφώς, ότι ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος.
Με τον 6ο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε στην κατάληξη του ότι οι εφεσίβλητοι δεν επέδειξαν επαγγελματική αμέλεια. Η όλη δομή της αιτιολογίας του παρόντος λόγου, εδράζεται στο γεγονός ότι με την ενεχυρίαση των μετοχών, δημιουργήθηκε σχέση εμπιστεύματος και η μη έγκαιρη πώληση των μετοχών ενείχε το στοιχείο της αμέλειας εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Θεωρούμε το λόγο αυτό αβάσιμο. Η θεώρηση και η κατάληξη του δικαστηρίου ως προς τη σημασία των συμφωνιών ενεχυρίασης των μετοχών, όπως την αναλύσαμε πιο πάνω, περιορίζει και συμπληρώνει τη δημιουργηθείσα νομική σχέση μεταξύ εφεσειόντων και εφεσιβλήτων. Οι μετοχές είχαν ενεχυριαστεί ως επιπρόσθετη εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που δόθηκαν στον εφεσείοντα 1, και ο τρόπος λειτουργίας των σχέσεων τους, καθορίστηκε από το περιεχόμενο των τεκμηρίων 5 και 7, στα οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Δεν δημιουργήθηκε οποιαδήποτε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ των διαδίκων.
Παραπονούνται οι εφεσείοντες, με τον 7ο λόγο έφεσης ότι το δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει ότι η παραχώρηση των πιστωτικών διευκολύνσεων προς τον εφεσείοντα 1 έγινε, από τους εφεσίβλητους, κατά παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, καθιστώντας τις συμφωνίες άκυρες.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Από τη στιγμή που το δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες διευκολύνσεις δεν έγιναν για σκοπούς απόκτησης μετοχών στο χρηματιστήριο, ούτε αφορούσαν επενδυτικό λογαριασμό, που θα ενέπιπταν στις διατάξεις των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας, το θέμα είναι θεωρητικό. Περαιτέρω, μια επισήμανση που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο και έχει τη δική της διάσταση, είναι το γεγονός ότι οι Εγκύκλιοι, στις οποίες έγινε αναφορά και κατατέθηκε στο δικαστήριο, ως τεκμ.14 έχουν ημερομηνία έκδοσης 24 Νοεμβρίου 1999. Η παραχώρηση των πιστωτικών διευκολύνσεων προς τους εφεσείοντες, έγινε προγενέστερα και συγκεκριμένα στις 18 Οκτωβρίου 1999, και συνεπώς δεν ετίθετο θέμα προς συζήτηση. Επομένως ο λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος.
Συναφής με το πιο πάνω θέμα είναι και ο 8ος λόγος έφεσης με τον οποίο οι εφεσείοντες θεωρούν ως εσφαλμένη τη παράλειψη μη αποκάλυψης από πλευράς εφεσιβλήτων, προς τους εφεσείοντες, των Εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας. Έχοντας υπόψη ότι η σχετική εγκύκλιος, για την οποία γίνεται αναφορά εκδόθηκε μεταγενέστερα της σύναψης των συμφωνιών το θέμα δεν χρήζει περαιτέρω αναφοράς. Ο λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος.
Η παρατήρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς το σύνολο της μαρτυρίας των εφεσειόντων-εναγομένων και η απόρριψη της, αποτελούν το αντικείμενο του 9ου λόγου έφεσης. Δεν αιτιολογήθηκε καθόλου, η απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, προβλήθηκε.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Όπως έχουμε προγενέστερα στην απόφαση μας αναφέρει, το πρωτόδικο δικαστήριο κάνει ιδιαίτερη αναφορά στους λόγους για τους οποίους θεώρησε τη μαρτυρία των εφεσειόντων-εναγομένων αφύσικη και μη πειστική, τόσο όσον αφορά τα γεγονότα που συνθέτουν την υπογραφή των επιδίκων συμφωνιών, όσο και τη μετέπειτα αντίδραση του εφεσείοντα 1, αναφορικά με την ενεχυρίαση των μετοχών της εταιρείας ΚΥΚΝΟΣ, αιτιολογώντας το συμπέρασμα του ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων των εφεσειόντων.
Ο λόγος αυτός κρίνεται αβάσιμος.
Με τον τελευταίο λόγο έφεσης (10ος), οι εφεσείοντες γενικώς παραπονούνται γιατί το δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση που προέβαλαν. Υπήρχαν όλα τα στοιχεία προς στήριξη της βάσης της ανταπαίτησης και το δικαστήριο κατά τρόπο συνοπτικό απέρριψε την ανταπαίτηση όπως λέχθηκε.
Το δικόγραφο της ανταπαίτησης είναι μακροσκελέστατο και καλύπτει τις 35 από τις 45 σελίδες της Υπεράσπισης. Η όλη δομή εδράζεται σε ισχυρισμούς για απάτη, ψευδείς παραστάσεις και αμέλεια των καθηκόντων των εφεσιβλήτων, ξεκινώντας από την παραβίαση του καθήκοντος αποκάλυψης των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας. Στη συνέχεια προβάλλονται ισχυρισμοί για παραβίαση καθήκοντος θεματοφύλακα και γίνεται συνεχώς αναφορά σε εικονικότητα των συμφωνιών και παράλειψη των εφεσιβλήτων να ενεργήσουν κατάλληλα για την πώληση των ενεχυριασθεισών μετοχών.
Από τη στιγμή που το δικαστήριο είχε αποδεχθεί τη βάση του αγώγιμου δικαιώματος των εφεσειόντων και κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα του υιοθετώντας τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων, με ταυτόχρονη απόρριψη των ισχυρισμών των εφεσειόντων, ήταν αναμενόμενο να απορρίψει και την ανταπαίτηση που εδραζόταν στο πιο πάνω αναφερθέν φάσμα ισχυρισμών.
Συνακόλουθα κρίνουμε και αυτό το λόγο ως μη βάσιμο και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.