ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1510
6 Ioυλίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ,
Εφεσείουσα-Αποζημιούσα Αρχή,
v.
1. ΔΩΡΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,
2. ΛΙΝΤΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Απαιτητών.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2007)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται και το οποίο υπόκειται σε περιορισμούς που τέθηκαν δια νόμου (όπως π.χ. για ρυμοτομία) και μειώνουν την αξία του ακινήτου δικαιούται να αποζημιωθεί για την πλήρη αξία, αφού στην αποζημίωση για την απαλλοτρίωση προστίθεται και αποζημίωση για τους περιορισμούς που τέθηκαν ή ίση με τη μείωση της αξίας λόγω των περιορισμών.
Σύνταγμα ― Θεμελιώδη Δικαιώματα ― Το απόλυτο της διατύπωσης της παραγράφου (4) του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν αφήνει περιθώριο, και, άλλωστε δεν θα ήταν νοητό να επιτρέπεται στη διοίκηση, να στερεί την ιδιοκτησία πολίτη χωρίς την καταβολή εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκαν στο πλαίσιο εκδικασθείσας παραπομπής ως Απαλλοτριούσα Αρχή να καταβάλουν σε έκαστο απαιτητή, νυν εφεσίβλητους, το ποσό των £30.800 πλέον τόκους.
Υποστηρίχθηκε πρωτοδίκως μεταξύ άλλων από πλευράς εφεσειόντων ότι, ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης, είχε επέλθει επαύξηση της εναπομείνασας αξίας κατά 30%, και συνεπεία τούτου, η καταβλητέα αποζημίωση εκμηδενιζόταν. Παράλληλα, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση, το σύνολο της οποίας αποτελούσε αντικείμενο δεσμευτικής ρυμοτομίας θα έπρεπε να κριθεί ότι είχε μηδενική αξία. Αμφότερες οι πλευρές στο στάδιο της ακρόασης πρωτοδίκως στηρίχθηκαν στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων εκτιμητών ακινήτων.
Μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξία του επιδίκου ακινήτου ήταν £110 το τ.μ. συμπέρασμα το οποίο δεν εφεσιβλήθηκε.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα κατά πόσο, ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης, επήλθε και αύξηση της αξίας της εναπομείνασας έκτασης γης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης δεν υπήρξε τέτοια αύξηση της αξίας.
Έκρινε δε σχετικά το Δικαστήριο ότι ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται και το οποίο υπόκειται σε περιορισμούς που τέθηκαν δια νόμου (όπως π.χ. περιορισμοί για ρυμοτομία) και οι οποίοι μειώνουν την αξία του ακινήτου δικαιούται να αποζημιωθεί για την πλήρη αξία, αφού στην αποζημίωση για την απαλλοτρίωση προστίθεται και αποζημίωση για τους περιορισμούς που τέθηκαν ή ίση με τη μείωση της αξίας λόγω των περιορισμών.
Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω συλλογισμού το πρωτόδικο δικαστήριο, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
Πρώτος λόγος έφεσης.
Δεν ήταν ορθό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι τα βελτιωτικά έργα δεν είχαν αναβαθμίσει το ακίνητο.
Αποφασίστηκε:
1. Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εκτέλεση των έργων δεν επιφέρει επαύξηση στο εναπομείναν μέρος του κτήματος, ήταν ορθή. Εκτός από τη σχετική νομοθετική πρόνοια του Άρθρου 10(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62), δεν τέθηκε πρωτοδίκως οποιαδήποτε μαρτυρία που να οδηγούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση.
2. Η νομολογία στην οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος της εφεσείουσας, παρουσίαζε σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο.
Δεύτερος λόγος έφεσης.
Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του δικαστηρίου ως προς την αξία, που έπρεπε να προσδοθεί, στην προϋπάρχουσα ρυμοτομία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση ήταν ποια ήταν η αξία της έκτασης γης που καλυπτόταν από δεσμευτική ρυμοτομία. Το απόλυτο της διατύπωσης του Άρθρου 23 του Συντάγματος δεν αφήνει περιθώριο, και, άλλωστε δεν θα ήταν νοητό να επιτρέπεται στη διοίκηση, να στερεί την ιδιοκτησία πολίτη χωρίς την καταβολή εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης.
2. Η μη αμφισβήτηση από πλευράς εφεσιβλήτων της δεσμευτικής ρυμοτομίας που επιβλήθηκε το 1980, ουδόλως επηρέαζε την απαίτηση για καταβολή αποζημίωσης. Ούτε βέβαια η συγκατάθεση για διεξαγωγή των έργων, μπορούσε, από μόνη της, να θεωρηθεί ως εμπόδιο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης.
3. Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν ορθή. Ο οποιοσδήποτε περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται δυνάμει νόμου, όπως στην περίπτωση της ρυμοτομίας που επεβλήθη δυνάμει του Άρθρου 13(1) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, δεν μπορεί να απολήγει σε καταστρατήγηση της συνταγματικής πρόνοιας του Άρθρου 23 του Συντάγματος, όπου η στέρηση περιουσίας πρέπει να αποζημιώνεται.
4. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι στερήθηκαν ένα μέρος της κτηματικής τους περιουσίας εκτάσεως 560τ.μ. Αυτή η έκταση γης είχε μια συγκεκριμένη αξία, αποτιμούμενη σε χρήμα, όπως είχε καθορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο.
5. Η εξεταζόμενη υπόθεση αφορούσε απαλλοτρίωση και όχι αίτηση για καταβολή αποζημίωσης για επιβληθείσα ρυμοτομία. Η μείωση της αξίας της περιουσίας των εφεσιβλήτων ήταν έκδηλη. Η δημιουργηθείσα διαπλάτυνση δεν οδηγούσε σε συμπέρασμα βελτίωσης της αξίας του. Η αποστέρηση οδηγεί σε αποζημίωση.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δήμος Αγλαντζιάς ν. Γεωργίου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 210,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιακωβίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1819,
Γεωργαλλίδου κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 365.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ζωμενής, Α.Ε.Δ.), (Παραπομπή Αρ. 17/04), ημερομηνίας 27/4/2007.
Γ. Λεοντίου, για τους Εφεσείοντες.
Θ. Κορφιώτης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κ. Παμπαλλή, Δ..
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο Δήμος Στροβόλου ως αποζημιούσα αρχή, είχε διαταχθεί, στα πλαίσια εκδικασθείσας παραπομπής να καταβάλει σε έκαστο απαιτητή, νυν εφεσίβλητους, το ποσό των £30.800 πλέον τόκους.
Αποτελούν κοινό έδαφος τα πιο κάτω γεγονότα. Οι εφεσίβλητοι είναι συνιδιοκτήτες, κατά ½ μερίδιο έκαστος, του τεμαχίου 192 Φ.Σχ/ΧΧΙ/61.Ε2 του χωριού Στρόβολος. Στις 23 Νοεμβρίου 2001 με Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αρ.1165, εκδηλώθηκε η πρόθεση των εφεσειόντων να απαλλοτριώσουν μέρος του πιο πάνω ακινήτου με σκοπό τη διαμόρφωση της συμβολής των οδών Μακεδονίας και Ελαιώνων. Στις 27 Μαΐου 2002 δημοσιεύθηκε σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Το μέρος του ακινήτου, το οποίο επηρεάστηκε από την απαλλοτρίωση, ήταν μια λωρίδα γης, κατά μήκος της πρόσοψης του ακινήτου, συνολικού εμβαδού 560τ.μ. Το εν λόγω ακίνητο είναι χωράφι μεγάλου εμβαδού το οποίο εφάπτεται στην οδό Ελαιώνων στο Στρόβολο. Βρίσκεται σε οικιστική ζώνη, με συντελεστή δόμησης 0.90:1 ή (90%), και συντελεστή κάλυψης 0.50:1 ή (50%). Η περιοχή εντός της οποίας βρίσκεται έτυχε μεγάλης ανάπτυξης και έχουν ανεγερθεί οικίες και επαύλεις ψηλού επιπέδου. Το ακίνητο εμπίπτει στην πολεοδομική ζώνη Κα6 και υπάρχει η δυνατότητα ανέγερσης οικοδομής 2 ορόφων, με ανώτατο ύψος 8.30 μέτρων. Το σχήμα του ακινήτου είναι περίπου ορθογώνιο με μεγάλη πρόσοψη στην οδό Ελαιώνων και με βάθος περισσότερο από ένα κανονικό οικόπεδο. Είναι μεγάλης έκτασης, μεγέθους 4,237τ.μ.
Προβλήθηκε πρωτοδίκως, από πλευράς εφεσιβλήτων, ότι η αξία του ακινήτου ήταν £110, το τετραγωνικό μέτρο, και αξίωσαν την καταβολή αποζημίωσης £61.600. Η αποζημιούσα αρχή πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η αξία του ακινήτου ήταν £105 το τετραγωνικό μέτρο, ήτοι £58,800. Υποστηρίχθηκε από πλευράς εφεσείουσας ότι, ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης, έχει επέλθει επαύξηση της εναπομείνασας αξίας κατά 30%, συνεπώς η καταβλητέα αποζημίωση εκμηδενιζόταν. Ταυτοχρόνως, οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν πρωτοδίκως ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση, το σύνολο της οποίας αποτελούσε αντικείμενο δεσμευτικής ρυμοτομίας θα έπρεπε να κριθεί ότι είχε μηδενική αξία. Αμφότερες οι πλευρές στο στάδιο της ακρόασης πρωτοδίκως στηρίχθηκαν στη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων εκτιμητών ακινήτων. Για σκοπούς συμπλήρωσης των γεγονότων, ήταν αποδεκτό ότι, πριν ακόμη δημοσιευθεί η γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, τα έργα για υλοποίηση του σκοπού της είχαν γίνει αφού οι ιδιοκτήτες είχαν δώσει τη συγκατάθεση τους για το σκοπό αυτό.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε στον εαυτό του τα εξής τρία ερωτήματα: «(α) Ποία η αξία του απαλλοτριωθέντος κτήματος, (β) κατά πόσο υπάρχει αύξηση στην αξία της υπόλοιπης έκτασης και αν ναι σε ποιο ποσοστό και (γ) κατά πόσο το γεγονός ότι η έκταση που απαλλοτριώθηκε επηρεάζεται από ρυμοτομία και επηρεάζει την καταβλητέα αποζημίωση.»
Μετά από αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξία του επιδίκου ακινήτου ήταν £110 το τ.μ. συνεπώς, η αξία της απαλλοτριωθείσας έκτασης ήταν £61.500. Αυτό το συμπέρασμα του δικαστηρίου δεν εφεσιβάλλεται.
Ως προς το δεύτερο ερώτημα κατά πόσο, ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης, επήλθε και αύξηση της αξίας της εναπομείνασας έκτασης γης, υπεραξία, όπως αποκαλείται, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ως συνέπεια της απαλλοτρίωσης δεν υπήρξε τέτοια αύξηση της αξίας και έδωσε λόγους γι΄αυτή του την κατάληξη.
Το τελευταίο θέμα με το οποίο ασχολήθηκε το δικαστήριο είναι το θέμα της ρυμοτομίας. Κατέληξε δε αναφέροντας ότι:
«ο ιδιοκτήτης ακινήτου το οποίο απαλλοτριώνεται και το οποίο υπόκειται σε περιορισμούς που τέθηκαν δια νόμου (όπως π.χ. περιορισμοί για ρυμοτομία) και οι οποίοι μειώνουν την αξία του ακινήτου δικαιούται να αποζημιωθεί για την πλήρη αξία, αφού στην αποζημίωση για την απαλλοτρίωση προστίθεται και αποζημίωση για τους περιορισμούς που τέθηκαν ή ίση με τη μείωση της αξίας λόγω των περιορισμών».
Ως αποτέλεσμα του πιο πάνω συλλογισμού το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως σημειώσαμε, εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου ότι τα βελτιωτικά έργα δεν έχουν αναβαθμίσει το ακίνητο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε, από χωράφι το ακίνητο έγινε «σχεδόν οικόπεδο», συνεπώς επηρεάστηκε θετικά η αξία του.
Όπως έχουμε σημειώσει, η απαλλοτριωθείσα έκταση μεγέθους 560τ.μ. ήταν αντικείμενο δεσμευτικής ρυμοτομίας από το 1980. Τα έργα, όπως είναι αποδεκτό, έγιναν σε χρονικό σημείο προγενέστερο της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και μάλιστα με τη σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών. Αυτό, υποστηρίχτηκε από τους εφεσείοντες, πρέπει να θεωρηθεί ότι επαύξησε την αξία του ακινήτου και πρόσδωσε θετικό πρόσημο στη τιμή πώλησης που ένας ενδιαφερόμενος αγοραστής θα κατέβαλλε.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στο σύνολο της, αναφέροντας ουσιαστικά, ότι η εν λόγω διαπλάτυνση, δεν έχει προσδώσει οποιαδήποτε περαιτέρω αξία στο εναπομείναν κτήμα των εφεσιβλήτων. Αντίθετα, με τη δημιουργία μιας μεγάλης διασταύρωσης, στη συμβολή των οδών Ελαιώνων και Μακεδονιτίσσης, αυξήθηκε η τροχαία κίνηση με τη δημιουργία οχληρίας στην περιοχή.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η εκτέλεση των έργων δεν επιφέρει επαύξηση στο εναπομείναν μέρος του κτήματος, είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθή. Εκτός από τη σχετική νομοθετική πρόνοια του Άρθρου 10(γ) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 (Ν.15/62), δεν τέθηκε πρωτοδίκως οποιαδήποτε μαρτυρία που να οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η υπόθεση Δήμος Αγλαντζιάς ν. Γεωργίου (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 210, στην οποία έκαμε αναφορά ο συνήγορος της εφεσείουσας, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιατί παρουσιάζει ένα σημαντικό διαφοροποιητικό στοιχείο. Η κατασκευή της Λεωφ. Κυρηνείας στην Αγλαντζιά, που αφορούσε η εν λόγω υπόθεση, βελτίωσε και βοήθησε στην εμπορική ανάπτυξη της περιοχής και του συγκεκριμένου κτήματος, του τότε εφεσίβλητου, όπου, με την εξασφάλιση αδείας οικοδομής, ανήγειρε καταστήματα. Στην προκείμενη περίπτωση το ακίνητο των εφεσιβλήτων βρίσκεται σε οικιστική περιοχή, εφαπτόταν δημοσίου δρόμου και η εκτέλεση των έργων δεν επέφερε οποιαδήποτε βελτίωση, όπως ορθώς κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο. Συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του δικαστηρίου ως προς την αξία, που έπρεπε να προσδοθεί, στην προϋπάρχουσα ρυμοτομία.
Το κρίσιμο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι ποία η αξία της έκτασης γης που καλυπτόταν από δεσμευτική ρυμοτομία. Μηδενική η αξία, υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας με δοσμένο το αναντίλεκτο γεγονός ότι ένας προτιθέμενος αγοραστής, στην ελεύθερη αγορά, δεν θα κατέβαλλε οποιοδήποτε ποσό γι' αυτή την έκταση.
Περαιτέρω υποστηρίχτηκε ότι η έκταση της εν λόγω ρυμοτομίας, που επιβλήθηκε από το 1980, συνέπιπτε απολύτως με το απαλλοτριωθέν μέρος του κτήματος. Ταυτοχρόνως τονίστηκε ότι οι εργασίες που έγιναν και συμπληρώθηκαν πριν τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, έτυχαν της έγκρισης των ιδιοκτητών.
Ως προς το θέμα της ρυμοτομίας ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι δεν μπορεί παρά να αποζημιωθεί ο ιδιοκτήτης, όταν η διοίκηση αποφασίσει να προχωρήσει σε απαλλοτρίωση της εν λόγω έκτασης. Υπεραξία είπε, δεν μπορεί να δοθεί σε ένα κτήμα το οποίο είχε, εν πάση περιπτώσει, πρόσβαση σε δρόμο ο οποίος ήταν 7-8 μέτρα και απλώς έχει διαπλατυνθεί σε 14 μέτρα. Αυτή η διαπλάτυνση επέφερε οχληρία λόγω της δυνατότητας διακίνησης οχημάτων στη δημιουργηθείσα μεγάλη διασταύρωση. Υποστήριξε επίσης ότι δεν έγινε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στη δυνατότητα εκμετάλλευσης του ακινήτου έτσι ώστε να γίνεται συζήτηση για αύξηση της αξίας.
Αντικρίζοντας το θέμα που εγείρεται δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας η ουσία, που δεν είναι άλλη, από την προστασία του ανθρωπίνου δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που καλύπτεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, του οποίου η παράγραφος (1) προβλέπει:
«1. Έκαστος μόνος ή από κοινού μετ' άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.»
Η παράγραφος (4) του Άρθρου 23, επιτρέπει τον περιορισμό του πιο πάνω δικαιώματος επί περιουσιακού στοιχείου, για επίτευξη σκοπών κοινής ωφελείας με την απαραίτητη προϋπόθεση της καταβολής ευλόγου και δικαίας αποζημίωσης.
Το απόλυτο της πιο πάνω διατύπωσης δεν αφήνει περιθώριο, και, άλλωστε δεν θα ήταν νοητό να επιτρέπεται στη διοίκηση, να στερεί την ιδιοκτησία πολίτη χωρίς την καταβολή εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης.
Η μη αμφισβήτηση από πλευράς εφεσιβλήτων της δεσμευτικής ρυμοτομίας που επιβλήθηκε το 1980, ουδόλως κατά τη γνώμη μας, επηρεάζει την απαίτηση για καταβολή αποζημίωσης. Ούτε βέβαια η συγκατάθεση για διεξαγωγή των έργων, μπορεί, από μόνη της, να θεωρηθεί ως εμπόδιο για τη διεκδίκηση αποζημίωσης.
Τα διατυπωθέντα στην υπόθεση Γεν. Εισαγγελέας ν. Ιακωβίδη (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1819, ως προς το ρόλο της ρυμοτομίας και του τρόπου συμβολής ενός ατόμου προς το κοινωνικό σύνολο, μας βρίσκει σύμφωνους, πλην όμως αυτή η συμβολή δεν μπορεί να είναι άνευ ανταλλάγματος ενόψει της υφιστάμενης πιο πάνω αναφερθείσας συνταγματικής πρόνοιας.
Ανάλογο με το εγερθέν θέμα στην παρούσα έφεση, ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της καταβλητέας δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως, εξετάστηκε στην υπόθεση Γεωργαλλίδου κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 365. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε ένα μέρος των γεγονότων της εν λόγω απόφασης, γιατί έχουν αρκετή συνάφεια, με τα γεγονότα της ενώπιον μας υπόθεσης. Καταχωρήθηκε έφεση γιατί, η καταβλητέα αποζημίωση για την απαλλοτρίωση μέρους του κτήματος των εφεσειουσών, καθορίστηκε στο μηδέν. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 26 Οκτωβρίου 1990, αφορούσε έκταση 483τ.μ. του κτήματος που είχε συνολική έκταση 4.325τ.μ. Σκοπούσε δε στη διαπλάτυνση και βελτίωση της λεωφόρου Νίκου Παττίχη στη Λεμεσό επί της οποίας βρίσκεται το εν λόγω κτήμα. Η απαλλοτριωθείσα έκταση είχε πλάτος 9μ. και δημιουργήθηκε στάση λεωφορείων. Η απόσταση της υφιστάμενης διωρόφου οικίας από το δρόμο μειώθηκε από 16μ. σε 6μ. Όλη η έκταση της απαλλοτρίωσης ενέπιπτε σε χώρο που επηρεαζόταν από δύο διατάγματα δεσμευτικής ρυμοτομίας, συνολικής έκτασης 533μ. Το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε την εισήγηση της Δημοκρατίας και επειδή η έκταση της απαλλοτρίωσης ενέπιπτε στην έκταση της ρυμοτομίας, η οποία δεν υπερέβαινε το 15% της έκτασης του τμήματος, θεωρήθηκε λογικό ότι θα παραχωρείτο δωρεάν από τον ιδιοκτήτη και αποφασίστηκε ότι η καταβλητέα αποζημίωση ήταν μηδέν.
Στην εν λόγω απόφαση γίνεται ευρεία αναφορά και ερμηνεύεται ο όρος «δίκαιη και εύλογη αποζημίωση», όπου συνεπάγεται την εξίσωση της αποζημίωσης με την απώλεια του ιδιοκτήτη αποτιμούμενη σε χρήμα. Περιορισμοί που αφορούν δεσμευτική ρυμοτομία, τονίστηκε στην εν λόγω απόφαση, εμπίπτουν στις πρόνοιες του Άρθρου 10(η) του Νόμου 15/62 ως περιορισμοί απολύτως απαραίτητοι προς το συμφέρον της πολεοδομίας στα πλαίσια του Άρθρου 23(3) του συντάγματος οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης εφόσον τέτοια αποζημίωση θα ήταν καταβλητέα. Καταλήγει δε το δικαστήριο στο εξής:
Η θεώρηση αυτή της νομολογίας μας οδηγεί στην κατάληξη ότι, είτε το ενώπιον μας θέμα ιδωθεί σε αναφορά με το Άρθρο 10(η) είτε σε αναφορά με το Άρθρο 13(1), η έφεση πρέπει να επιτύχει. Στα πλαίσια του Άρθρου 10, που συνιστά και την αφετηρία του θέματος εφόσον η υπόθεση αφορά καθορισμό αποζημίωσης λόγω απαλλοτρίωσης και όχι απαίτηση για αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας δυνάμει του Άρθρου 13(1), το ποσό των £31.395, ως η αξία της υπό ρυμοτομία έκτασης που εξισούτο με την υπό απαλλοτρίωση έκταση, δεν μπορούσε να αφαιρεθεί αφού η αξία αυτή, ως καταβλητέα σύμφωνα με το Άρθρο 23.3, λαμβάνεται υπ' όψη δυνάμει του Άρθρου 10(η) στον υπολογισμό της αξίας του κτήματος ως επηρεασθέντος από τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο σύμφωνα με την Κούλουμος. Από αυτή την άποψη, η υπόθεση είναι πανομοιότυπη προς την Κούλουμος. Είναι γεγονός ότι η Κούλουμος, αν και συναρτά το Άρθρο 10(η) προς το Άρθρο 23 του Συντάγματος, δεν περιορίζει την λόγω επιβληθέντων περιορισμών καταβλητέα αποζημίωση μόνο στην περίπτωση ουσιώδους μείωσης της οικονομικής αξίας του κτήματος όπως προνοείται στο Άρθρο 23.3, αλλά θεωρεί ότι η οποιαδήποτε μείωση της αξίας ως εκ των περιορισμών είναι αποζημιωτέα. Πρέπει δε να λεχθεί ότι το ίδιο το Άρθρο 10(η) δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε μείωση της αξίας λόγω περιορισμών αλλά μόνο στην περίπτωση που είναι καταβλητέα αποζημίωση για τους περιορισμούς αυτούς δυνάμει του Άρθρου 23, το δε Άρθρο 23.3 παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης μόνο σε περίπτωση ουσιώδους μείωσης.
Καταλήγει δε το εφετείο στο εξής:
«Η ουσιαστική μείωση της οικονομικής αξίας του κτήματος απολήγει να είναι θέμα έκτασης της χρηματικά αποτιμούμενης ζημιάς αυτής καθεαυτής που είναι εξάλλου πάντοτε το ζητούμενο του καθορισμού της καταβλητέας αποζημίωσης.»
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω προσέγγισης η πρωτόδικη απόφαση είχε παραμεριστεί.
Επανερχόμενοι στην εξεταζόμενη έφεση, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου, που μεταξύ άλλων, καθοδηγήθηκε από την Γεωργαλλίδου πιο πάνω είναι, κατά την άποψη μας, ορθή. Ο οποιοσδήποτε περιορισμός ο οποίος επιβάλλεται δυνάμει νόμου, όπως στην περίπτωση της ρυμοτομίας που επεβλήθη δυνάμει του Άρθρου 13(1) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, δεν μπορεί να απολήγει σε καταστρατήγηση της συνταγματικής πρόνοιας του Άρθρου 23 του Συντάγματος, όπου η στέρηση περιουσίας πρέπει να αποζημιώνεται. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι στερήθηκαν ένα μέρος της κτηματικής τους περιουσίας εκτάσεως 560τ.μ. Αυτή η έκταση γης έχει μια συγκεκριμένη αξία, αποτιμούμενη σε χρήμα, όπως έχει καθορίσει το πρωτόδικο δικαστήριο, ήτοι £61.500.
Η εξεταζόμενη υπόθεση αφορά απαλλοτρίωση και όχι αίτηση για καταβολή αποζημίωσης για επιβληθείσα ρυμοτομία και στο σημείο αυτό συνάδει με τα γεγονότα της υπόθεσης Γεωργαλλίδου. Η μείωση της αξίας της περιουσίας των εφεσιβλήτων είναι έκδηλη. Αυτή η έκταση γης περιήλθε στην κατοχή του κράτους δυνάμει του διατάγματος απαλλοτρίωσης, συνακόλουθα οι εφεσίβλητοι θα πρέπει να αποζημιωθούν. Ούτε επειδή η ρυμοτομία στοχεύει στο δημόσιο καλό, θα πρέπει να οδηγήσει σε αποστέρηση του δικαιώματος αποζημίωσης για τους εφεσίβλητους. Οι τελευταίοι είχαν ένα συγκεκριμένα κτήμα το οποίο είναι μεν αχρησιμοποίητο ως χωράφι, πλην όμως τούτο εφαπτόταν δημοσίου δρόμου, και η δημιουργηθείσα διαπλάτυνση δεν οδηγεί σε συμπέρασμα βελτίωσης της αξίας του. Η αποστέρηση οδηγεί σε αποζημίωση.
Ως αποτέλεσμα τούτου θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.