ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1481

3 Ιουλίου, 2012

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Εφεση Αρ. 199/2009)

 

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Ποιο το  μέτρο του λογικού εργοδότη ― Κατά πόσον η εφεσίβλητη Τράπεζα, στο μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθέτησε βάσιμο λόγο ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος τέτοιας ανάρμοστης συμπεριφοράς ώστε να δικαιολογείτο η απόλυσή του και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος ήταν υπό τας περιστάσεις εύλογη.

Εργοδότης και εργοδοτούμενος ― Διάρκεια εργοδότησης ― Κατά πόσον υπήρχε μεταξύ των διαδίκων ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία για μόνιμη εργοδότηση του εφεσείοντα μέχρι καθορισμένου ορίου ηλικίας ― Ο εργοδοτούμενος, εκτός και αν υπάρχει ρητή πρόνοια περί του αντιθέτου στο συμβόλαιο, μπορεί να προσδοκά σε υπηρεσία μέχρι το έτος της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του και δεν υπάρχει εγγυημένη τακτή προθεσμία εργοδότησης ακόμη και αν γίνεται αναφορά σε κανονισμούς ταμείων προνοίας/συντάξεως για τη λήψη ωφελημάτων στο 60ό έτος.

Εργοδότης εργοδοτούμενος ― Σύμβαση αορίστου χρόνου ― Εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική πρόνοια για εργοδότηση προσώπου μέχρι καθορισμένο χρονικό όριο, η σύμβαση θεωρείται αορίστου διαρκείας.

Ο εφεσείων στράφηκε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης με την οποία κρίθηκε νόμιμη η απόλυση του από την υπηρεσία των εφεσιβλήτων όπου είχε προσληφθεί δυνάμει γραπτών συμφωνιών, ως προσωρινός λογιστικός υπάλληλος για περίοδο ενός έτους. Η απασχόληση του εφεσείοντα στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων συνεχίστηκε για δέκα περίπου χρόνια όπου και  τερματίστηκε  από τους εφεσίβλητους λόγω παραπτωμάτων τα οποία, κατά τους εφεσίβλητους, ενείχαν το στοιχείο της έλλειψης τιμιότητας.

Κατά το χρόνο της απόλυσης του εφεσείοντα από την εργασία του αυτός κατείχε θέση ταμία της Τράπεζας.

Ο εφεσείων, απολύθηκε επειδή χωρίς έγκριση, απέσυρε από το ταμείο της Τράπεζας Λ.Κ.500 που χρειάστηκε για προσωπικές του ανάγκες. Παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί και  λίγες ημέρες πριν από το επίδικο για το οποίο όμως δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε συνέπειες σε βάρος του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων με αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξίωσε αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας εργοδότησής του, ποσό που αντιπροσώπευε απώλεια μισθών μέχρι την ημερομηνία που θα αφυπηρετούσε κανονικά. Αξίωσε επίσης αποζημιώσεις για απώλεια ωφελημάτων και/ή φιλοδώρημα αφυπηρέτησης (εφάπαξ) που θα δικαιούτο να λάβει κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του ως επίσης και διαζευτικές θεραπείες όπως επαναπρόσληψη κ.ά.

Υποστήριξε μεταξύ άλλων πρωτοδίκως ότι οι εγκύκλιοι δεν ακολουθούντο κατά γράμμα, θέση η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν χωρίς προειδοποίηση τις υπηρεσίες του εφεσείοντα και να του επιβάλουν πειθαρχική ποινή ήταν καθόλα νόμιμη. Κρίθηκε επίσης ότι ο εφεσείων δικαιούτο  στην καταβολή αποζημίωσης αντί προειδοποίησης. Μεταξύ άλλων το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις γραπτές συμφωνίες συμπεριλαμβανομένων και των συλλογικών συμβάσεων, καθώς και στις αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα, αποφάσισε ότι η εργοδότηση του εφεσείοντα ήταν ακαθορίστου διαρκείας.

Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το νόμο και τη σύμβαση εργασίας, δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και παρέλειψε να εξετάσει σε βάθος όλα τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα τη σοβαρότητα του παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα και διαπιστώσεις και συνακόλουθα στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι νομίμως οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την εργοδότησή του.

3.  Λανθασμένα εκρίθη ότι η εργοδότησή του ήταν αορίστου διαρκείας και ότι εκ τούτου, ήταν αδύνατο να επιδικαστούν υπέρ του αποζημιώσεις και/ή να διαταχθεί η επαναπρόσληψή του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ορθά διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι με εγκυκλίους  προς το προσωπικό τους απαγόρευαν τις υπερβάσεις σε λογαριασμούς του προσωπικού. Η δημιουργία τέτοιων υπερβάσεων επιτρεπόταν μόνο σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις.

2.  Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου συνήδαν  με τη μαρτυρία η οποία, κατόπιν ορθής αξιολόγησης κρίθηκε αξιόπιστη.

3.  Τα γεγονότα που αφορούσαν στην ανάληψη των χρημάτων από το ταμείο, αποτέλεσαν τη βάση της πειθαρχικής καταδίκης του εφεσείοντα που οδήγησε στον τερματισμό της απασχόλησής του με τις γνωστές συνέπειες.

4.  Προέκυψε από τη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν σοβαρά υπόψη ότι ο εφεσείων είχε υποπέσει σε παρόμοιο παράπτωμα δύο βδομάδες προηγουμένως και όπως φάνηκε, δεν έλαβε υπόψη τις συστάσεις και παρατηρήσεις που του έγιναν.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα ορθά όρισε ότι το βάρος απόδειξης ότι η διαγωγή του εφεσείοντα ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείται η απόλυσή του, βρισκόταν στους ώμους των εφεσιβλήτων.

6.  Οι αιτιάσεις του εφεσείοντα περί παρατυπιών της πειθαρχικής διαδικασίας και παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναφερθεί στις κατ' ισχυρισμό παρατυπίες και τις απορρέουσες από αυτές επιπτώσεις συνιστούσαν εκ των υστέρων σκέψη.

7.  Ο εφεσείων εμφανίστηκε με δικηγόρο και είχε την ευκαιρία να προβάλει τη θέση του επί των γεγονότων. Το κύρος της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε και από τα πρακτικά προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι ακολούθησαν μια καθ' όλα λογική διαδικασία συνάδουσα προς τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

8.  Ήταν ορθό το συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου στην έκταση που αυτό αναφερόταν στον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του εφεσείοντα.

9.  Δεν υπήρχε μεταξύ των διαδίκων ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία για μόνιμη εργοδότηση του εφεσείοντα μέχρι καθορισμένο όριο ηλικίας. Η πρόβλεψη για υποχρεωτική αφυπηρέτηση σε καθορισμένο όριο ηλικίας δεν συνεπαγόταν  και δεν ισοδυναμούσε με υποχρεωτική δέσμευση εργοδότησης για καθορισμένη χρονική περίοδο. Στην απουσία οποιουδήποτε άλλου όρου περί τακτής σύμβασης, συναγόταν ότι η σύμβαση ήταν σύμβαση εργοδότησης αορίστου διαρκείας.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1478,

Στυλιανίδης ν. British American Insurance (1990) 1 ΑΑΔ 517,

Σαββίδης ν. Σ.Ε.Κ. κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 57,

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας & Ουαλλίας κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 90,

Συνεργατικό Ταμιευτήριο Αγίου Δομετίου Λτδ ν. Δρουσιώτη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 873.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μιχαηλίδου, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1042/05), ημερομηνίας 29/5/2009.

Χ. Καραολίδου για Π. Παύλου, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παρτασίδου για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ..

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, δυνάμει γραπτών συμφωνιών, προσέλαβαν στην υπηρεσία τους τον εφεσείοντα ως προσωρινό λογιστικό υπάλληλο για περίοδο ενός έτους από 1.10.1994. Ωστόσο, η απασχόληση του εφεσείοντα στην υπηρεσία των εφεσιβλήτων συνεχίστηκε μέχρι τις 31.12.2004 που τερματίστηκε  από τους εφεσίβλητους λόγω παραπτωμάτων τα οποία, κατά τους εφεσίβλητους, ενείχαν το στοιχείο της έλλειψης τιμιότητας. Κατά το χρόνο της απόλυσης του εφεσείοντα από την εργασία του αυτός κατείχε θέση ταμία της Τράπεζας. Η απόλυση του, συνεπαγόταν απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης που θα λάμβανε αν αφυπηρετούσε κανονικά.

Το περιστατικό εξαιτίας του οποίου απολύθηκε ο εφεσείων συνέβη στις 30.11.2004. Κατ' εκείνη την ημέρα ο εφεσείων χωρίς έγκριση, απέσυρε από το ταμείο της Τράπεζας Λ.Κ.500 που χρειάστηκε για προσωπικές του ανάγκες. Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η προαναφερόμενη ανάληψη διαπιστώθηκε την επόμενη ημέρα από τους εξωτερικούς ελεγκτές της Τράπεζας ύστερα από αιφνίδιο έλεγχο του ταμείου και της αυτόματης ταμειακής μηχανής του υποκαταστήματος. Τέτοιος έλεγχος γίνεται μια φορά το χρόνο απροειδοποίητα. Αποτέλεσε επίσης κοινό έδαφος ότι παρόμοιο περιστατικό συνέβη και στις 12.11.2004, λίγες ημέρες πριν το επίδικο για το οποίο όμως δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε συνέπειες σε βάρος του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων με αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων αξίωσε αποζημιώσεις εκ Λ.Κ.606.806,00 για παράνομο τερματισμό της συμφωνίας εργοδότησής του, ποσό που αντιπροσωπεύει απώλεια μισθών από 1.1.2005 μέχρι 31.12.2029 που θα αφυπηρετούσε κανονικά. Αξίωσε επίσης Λ.Κ.159.000,00 για απώλεια ωφελημάτων και/ή φιλοδώρημα αφυπηρέτησης (εφάπαξ) που θα δικαιούτο να λάβει κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του.

Διαζευκτικά ζήτησε,

(α)   δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόλυση του ήταν παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή ότι συνιστούσε παράβαση της συμφωνίας εργοδότησης,

(β)   διάταγμα για επαναπρόσληψη του στην ίδια θέση και υπό τους ίδιους όρους εργασίας που ίσχυαν κατά το χρόνο της απόλυσης του,

(γ)   αποζημιώσεις για την απώλεια ενδιάμεσων μισθών και ωφελημάτων για τη χρονική περίοδο από της απολύσεως του μέχρι την επαναπρόσληψή του.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν τη νομιμότητα της διαδικασίας ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και της απόφασης για τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα. Ισχυρίστηκαν ότι ο εφεσείων δεν είχε συμβατικό ή άλλο δικαίωμα παραμονής στην υπηρεσία τους μέχρι το 60ο έτος της ηλικίας του καθότι η σύμβαση εργασίας ήταν ακαθόριστης διαρκείας. Ενόψει τούτου, υποστήριξαν ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής είναι αδύνατος ο υπολογισμός αποζημιώσεων με βάση το κανονικό αφυπηρετικό όριο ηλικίας.

Η ευπαίδευτη Πρόεδρος, ορθά καθόρισε ως επίδικα θέματα τα εξής:

(α)   προσδιορισμός της φύσης της εργοδότησης του εφεσείοντα: τακτής ή αόριστης διάρκειας;

(β)   κατά πόσο ήταν νόμιμος ο τερματισμός της εργοδότησης του εφεσείοντα,

(γ)   αν η κατάληξη είναι ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εφεσείοντα ήταν παράνομος και/ή αδικαιολόγητος κατά πόσο θα πρέπει να επιδικαστούν αποζημιώσεις που πρέπει να καθοριστούν.

Ακολούθησε γενική αναφορά σε αρχές δικαίου σχετικές με τα επίδικα θέματα, απορρέουσες από την κυπριακή νομολογία και το αγγλικό δίκαιο. Στη συνέχεια έγινε αξιολόγηση της μαρτυρίας και με βάση τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη, η Πρόεδρος προσδιόρισε τα πραγματικά γεγονότα στη βάση των οποίων εξέτασε την κατ' ισχυρισμό επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσείοντα και το βάσιμο ή μη της απόφασης των εφεσιβλήτων να τερματίσουν τις υπηρεσίες του. Εξετάστηκαν επίσης οι έννομες συνέπειες που προέκυψαν από τον τερματισμό. Σε αυτό το πλαίσιο εκτιμήθηκε η όλη στάση και συμπεριφορά του εφεσείοντα σε συνάρτηση προς τις απορρέουσες από τη θέση που κατείχε υποχρεώσεις του, με αναφορά στις σχετικές εγκυκλίους της Τράπεζας και στις συναφείς συμφωνίες του Κυπριακού Συνδέσμου Τραπεζών και της Ε.Τ.Υ.Κ. Εξετάστηκε επίσης κατά πόσο η Τράπεζα, στο μέτρο του λογικού εργοδότη, στοιχειοθέτησε βάσιμο λόγο ότι ο εφεσείων υπήρξε ένοχος τέτοιας ανάρμοστης συμπεριφοράς ώστε να δικαιολογείται η απόλυσή του. Κατόπιν εξέτασης όλων των πιο πάνω θεμάτων, το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων να τερματίσουν χωρίς προειδοποίηση τις υπηρεσίες του εφεσείοντα και να του επιβάλουν πειθαρχική ποινή ήταν καθόλα νόμιμη. Κρίθηκε επίσης ότι ο εφεσείων δικαιούτο  στην καταβολή αποζημίωσης αντί προειδοποίησης. Και ως λογική προειδοποίηση η δικαστής προσδιόρισε το χρονικό διάστημα των εννέα μηνών.

Ο εφεσείων με τρεις λόγους έφεσης αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της. Το παράπονό του, όπως αναδύεται από τους λόγους έφεσης, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το νόμο και τη σύμβαση εργασίας, δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία και παρέλειψε να εξετάσει σε βάθος όλα τα επίδικα θέματα και ιδιαίτερα τη σοβαρότητα του παραπτώματος στο οποίο υπέπεσε. Ο εφεσείων εισηγείται πως ενόψει των πιο πάνω, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα ευρήματα και διαπιστώσεις και συνακόλουθα στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι νομίμως οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν την εργοδότησή του. Λέγει συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι η εργοδότησή του ήταν αορίστου διαρκείας και ότι εκ τούτου, ήταν αδύνατο να επιδικαστούν υπέρ του αποζημιώσεις και/ή να διαταχθεί η επαναπρόσληψή του. Εισηγείται επίσης ότι από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του το δικαστήριο προέκυπτε ότι η εργοδότησή του στους εφεσίβλητους ήταν μόνιμη και τακτής διαρκείας μέχρι την αφυπηρέτησή του.

Εξετάσαμε τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων. Θεωρούμε ότι ορθά διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι οι εφεσίβλητοι με εγκυκλίους (τεκμ. 29) προς το προσωπικό τους απαγορεύουν τις υπερβάσεις σε λογαριασμούς του προσωπικού. Η δημιουργία τέτοιων υπερβάσεων επιτρεπόταν μόνο σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις πάντοτε όμως κατόπιν σχετικής αίτησης του υπαλλήλου και εκ των προτέρων εισήγηση της διεύθυνσης του υποκαταστήματος προς τη διεύθυνση προσωπικού η οποία προωθούσε περαιτέρω το θέμα για τη λήψη απόφασης. Ορθή επίσης είναι και η διαπίστωση ότι το περιεχόμενο των εγκυκλίων αποκαλύπτει ότι οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν ως σοβαρό παράπτωμα τις παραβιάσεις των οδηγιών που αναφέρονταν στο θέμα των υπερβάσεων των λογαριασμών του προσωπικού χωρίς έγκριση.

Τόσο η ισχύς της απαγόρευσης όσο και η σοβαρότητα που απέδιδαν οι εφεσίβλητοι στο συγκεκριμένο θέμα επιβεβαιώθηκε από τον Κώστα Αργυρού (Μ.Υ.1) τότε διευθυντή του υποκαταστήματος στο οποίο εργαζόταν ο εφεσείων. Την ύπαρξη της σχετικής απαγόρευσης δεν αμφισβήτησε ούτε ο εφεσείων ο οποίος μάλιστα, φαίνεται πως γνώριζε καλά για το θέμα. Ωστόσο, η θέση που προώθησε είναι ότι οι εγκύκλιοι δεν ακολουθούντο κατά γράμμα ούτε υπήρχε αυστηρή εφαρμογή του περιεχομένου τους αφήνοντας σαφώς να νοηθεί ότι η απαγόρευση ήταν ουσιαστικά γράμμα κενό. Σχετικά με αυτή τη πτυχή του θέματος η ευπαίδευτη Πρόεδρος ορθά διαπίστωσε ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε επέτρεψαν τον εκφυλισμό της απαγόρευσης γεγονός το οποίο ιδιαιτέρως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της εγκυκλίου ημερ. 16.5.1996 αλλά και από την άμεση αντίδραση των ελεγκτών κατά τον αιφνίδιο έλεγχο μόλις διαπίστωσαν την παράβαση. Η σημασία της απαγόρευσης δεν αναιρείται έστω και αν είχαν συμβεί στο παρελθόν παρόμοια περιστατικά εν αγνοία της διεύθυνσης των εφεσιβλήτων.

Οι διαπιστώσεις του δικάσαντος δικαστηρίου όπως τις έχουμε συνοψίσει, συνάδουν με τη μαρτυρία η οποία, κατόπιν ορθής αξιολογησης κρίθηκε αξιόπιστη. Δεν εντοπίσαμε τίποτε παράλογο ή αυθαίρετο στα ευρήματα του δικαστηρίου που θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των εν λόγω ευρημάτων. Ο εφεσείων εκμεταλλευόμενος τη θέση του ταμία που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο πήρε τα χρήματα από το ταμείο της Τράπεζας χωρίς να αναφέρει ο,τιδήποτε προηγουμένως στους προϊσταμένους του, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά παρόμοιο παράπτωμα στο οποίο είχε υποπέσει και στο παρελθόν. Τα γεγονότα που αφορούσαν στην ανάληψη των χρημάτων από το ταμείο, αποτέλεσαν τη βάση της πειθαρχικής καταδίκης του εφεσείοντα που οδήγησε στον τερματισμό της απασχόλησής του με τις γνωστές συνέπειες. Προέκυψε από τη μαρτυρία ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν σοβαρά υπόψη ότι ο εφεσείων είχε υποπέσει σε παρόμοιο παράπτωμα δύο βδομάδες προηγουμένως και όπως φάνηκε, δεν έλαβε υπόψη τις συστάσεις και παρατηρήσεις που του έγιναν.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει στο τελικό του συμπέρασμα ορθά όρισε ότι το βάρος απόδειξης ότι η διαγωγή του εφεσείοντα ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείται η απόλυσή του βρισκόταν στους ώμους των εφεσιβλήτων. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την εκκαλούμενη απόφαση:

«Το βάρος απόδειξης ότι η διαγωγή του εργοδοτουμένου είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί απόλυση το φέρει η εναγόμενη τράπεζα. Στην υπόθεση Galatariotis Telecommunications ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Α.Δ. 318, εξετάστηκε ανάμεσα στ΄ άλλα το λογικό ή μη της απόλυσης όπου υιοθετήθηκε η αρχή που διατυπώθηκε στις συνεκδικασθείσες εφέσεις Αγγλικών Δικαστηρίων Foley v. Post Office και HSBC Bank pl.c. v. Madden, Times 178.8.00: Η λογικότητα ή μη της απόλυσης δεν κρίνεται με βάση το τι το δικάσαν δικαστήριο θα έκαμνε αν ήταν στη θέση του εργοδότη. Το Δικαστήριο διαπράττει σφάλμα αν αντικαταστήσει την τράπεζα ως εργοδότη με τον εαυτό του κατά την εκτίμηση της ποιότητας και της αξίας της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ρωτήσει κατά πόσο με το μέτρο του λογικού εργοδότη η τράπεζα στοιχειοθέτησε λογικές αιτίες για τη πεποίθηση της ότι ο εργοδοτούμενος της υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από την τράπεζα ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πειθαρχική διαδικασία ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και αφού παραδέχθηκε την εναντίον του κατηγορία, ζήτησε την επιείκεια των εφεσιβλήτων. Παρών κατά τη διαδικασία ήταν και ο Πρόεδρος της Ε.Τ.Υ.Κ. κ. Λ. Χ"Κωστής. Το κύρος της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε από κανένα και επί τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι:

«Δέχομαι ότι δεν υπήρχε νομικός προσδιορισμός της πράξης ή των ενεργειών του ενάγοντα, όμως η απάντηση είναι και εδώ αρνητική, τα γεγονότα ετίθεντο με σαφήνεια, η συμπεριφορά περιγράφετο και είναι ως προς αυτά τα γεγονότα που ήδη ο ίδιος ο ενάγων παραδέχθηκε με την επιστολή του και που μέχρι σήμερα δεν αμφισβητεί, που προχώρησε στην παρουσία του δικηγόρου του σε παραδοχή. Η τεκμηρίωση του πειθαρχικού παραπτώματος θα έδινε το έρεισμα στους εναγόμενους και θα έθετε τις προϋποθέσεις για απόλυση του ενάγοντα. Όμως εδώ τηρήθηκαν όλα όσα έπρεπε να τηρηθούν. Τα γεγονότα δεν αμφισβητούνται. Ηταν αποδεκτά.»

Έχουμε την άποψη πως οι  αιτιάσεις του εφεσείοντα περί παρατυπιών της πειθαρχικής διαδικασίας και παράλειψης του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναφερθεί στις κατ΄ ισχυρισμό παρατυπίες και τις απορρέουσες από αυτές επιπτώσεις συνιστούν εκ των υστέρων σκέψη. Ο εφεσείων εμφανίστηκε με δικηγόρο και είχε την ευκαιρία να προβάλει τη θέση του επί των γεγονότων. Το κύρος της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε και από τα πρακτικά προκύπτει ότι οι εφεσίβλητοι ακολούθησαν μια καθόλα λογική διαδικασία συνάδουσα προς τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Βλ. Κακοφεγγίτου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1478.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ορθό και το συμπέρασμα του δικάσαντος δικαστηρίου στην έκταση που αυτό αναφέρεται στον άμεσο τερματισμό της απασχόλησης του εφεσείοντα. Νομίζουμε πως δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ο,τιδήποτε πέραν όσων το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε ήτοι,

«Θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο με το μέτρο του λογικού εργοδότη η τράπεζα στοιχειοθέτησε λογικές αιτίες ότι ο ενάγων υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από την τράπεζα ήταν υπό τας περιστάσεις εύλογη. Είναι η κατάληξη μου ότι με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου και με τη μαρτυρία στο σύνολό της ότι έχει καταδειχθεί ότι η συμπεριφορά, η όλη στάση και η διαγωγή του αιτητή ήταν τέτοια που η εργοδοτική πλευρά, η εναγόμενη, με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, ήταν και εύλογο και λογικό να καταλήξει στο άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή. Η συμπεριφορά του αιτητή η οποία ουσιαστικά επανέλαβε το ίδιο παράπτωμα και παρά την προειδοποίηση που του έγινε από τον προϊστάμενο του, που ερχόταν σε αντίθεση με τις Εγκυκλίους των εργοδοτών του, έδινε, βρίσκω, το δικαίωμα στους εργοδότες του να προχωρήσουν στην επιβολή πειθαρχικής ποινής και στον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του. Η θέση του ενάγοντα ως ταμία ενείχε στο μεγαλύτερο βαθμό την ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών.»

Απομένει προς εξέταση το θέμα του προσδιορισμού της φύσης της εργοδότησης του εφεσείοντα ως προς τη χρονική της διάρκεια δηλαδή, αν ήταν δηλαδή μόνιμη/τακτής διάρκειας μέχρι τη συνταξιοδότησή του, όπως αυτός υποστήριξε ή αν ήταν ακαθόριστης ή αόριστης διάρκειας όπως είναι η θέση των εφεσιβλήτων. Εχουμε ήδη αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά στις γραπτές συμφωνίες συμπεριλαμβανομένων και των συλλογικών συμβάσεων, καθώς και στις αρχές δικαίου που διέπουν το θέμα, αποφάσισε ότι η εργοδότηση του εφεσείοντα ήταν ακαθορίστου διαρκείας. Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα αυτής της κατάληξης. Για να δοθεί απάντηση στο ζητούμενο, δηλαδή στον προσδιορισμό της φύσης της σχέσης με αναφορά στη χρονική της διάρκεια, πρέπει απαραιτήτως να ερμηνευθούν οι όροι των συμφωνιών που διέπουν τη σχέση. Η αναφορά στο έθιμο και στην πρακτική για σκοπούς ερμηνείας των όρων μπορεί ενδεχομένως να αποβεί χρήσιμη μόνο σε περίπτωση όπου διαπιστώνεται ασάφεια στους όρους της συμφωνίας. Εχουμε διεξέλθει τα έγγραφα και μελετήσαμε τους σχετικούς όρους. Η διαπίστωση μας είναι ότι δεν υπάρχει μεταξύ των διαδίκων ρητή ή εξυπακουόμενη συμφωνία για μόνιμη εργοδότηση του εφεσείοντα μέχρι καθορισμένο όριο ηλικίας. Η πρόβλεψη για υποχρεωτική αφυπηρέτηση σε καθορισμένο όριο ηλικίας δεν συνεπάγεται και δεν ισοδυναμεί με υποχρεωτική δέσμευση εργοδότησης για καθορισμένη χρονική περίοδο. Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τη γραμμή της νομολογίας. Βλ. Στυλιανίδης ν. British American Insurance (1990) 1 Α.Α.Δ. 517, Σαββίδης ν. Σ.Ε.Κ. κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 57, Χαραλάμπους κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας & Ουαλλίας κ.ά. (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 90, Συνεργ. Ταμιευτ. Αγίου Δομετίου Λτδ ν. Δρουσιώτη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 873. Στο Chitty on Contracts, τόμος ΙΙ, 27η έκδ., κάτω από τον υπότιτλο «Permanent Employment» αναφέρονται τα εξής:

«A provision for "permanent employment", or "pensionable employment" does not normally mean for life or even until the normal age of retirement: apart from a special condition in the contract, such employment can be terminated by reasonable notice .. The mere fact that the employee becomes a member of the endowment and pension scheme for the permanent staff of the employer raises no implied term that the employment cannot be determined by reasonable notice.»

Στη Χαραλάμπους κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας & Ουαλλίας (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής:

«Αλλά και ευρύτερα το δικαίωμα απόλυσης λόγω πλεονασμού μπορεί να λεχθεί ότι συνυπάρχει στην ίδια τη σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου και δεν μπορεί να περιοριστεί. Αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη να τερματίσει τις υπηρεσίες του εργοδοτουμένου του για καλόπιστους πάντοτε, λόγους αναδιοργάνωσης και οικονομίας της επιχείρησης του. Αυτό συνάδει με την αρχή ότι ο εργοδοτούμενος, εκτός και αν υπάρχει ρητή πρόνοια περί του αντιθέτου στο συμβόλαιο, μπορεί να προσδοκά σε υπηρεσία μέχρι το έτος της αναγκαστικής αφυπηρέτησης του και δεν υπάρχει εγγυημένη τακτή προθεσμία εργοδότησης ακόμη και αν γίνεται αναφορά σε κανονισμούς ταμείων προνοίας/συντάξεως για τη λήψη ωφελημάτων στο 60ό έτος.»

Συνάγεται από τη νομολογία ότι εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ειδική πρόνοια για εργοδότηση προσώπου μέχρι καθορισμένο χρονικό όριο, η σύμβαση θεωρείται αορίστου διαρκείας. Το γεγονός ότι ο εφεσείων όπως και άλλοι υπάλληλοι των εφεσιβλήτων εργάζονταν μέχρι την ηλικία της αφυπηρέτησης τους δεν μπορεί να μετατρέψει τη σύμβαση εργοδότησης του σε σύμβαση καθορισμένης διάρκειας. Ο ισχυρισμός ότι οι διάδικοι καθόρισαν περιοριστικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες θα μπορούσε να τερματιστεί η σύμβαση εργοδότησης δεν είναι βάσιμος. Το Άρθρο 15 του τεκμ. 2 (Οργανισμός της Υπηρεσίας) προνοεί μεταξύ άλλων ότι η σύμβαση εργασίας με το προσωπικό λύεται είτε με το θάνατο του υπαλλήλου είτε με την καταγγελία της σύμβασης σύμφωνα με τα όσα ορίζονται από τους Εργατικούς Νόμους, εν πάση δε περιπτώσει με τη συμπλήρωση του προβλεπόμενου από τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ορίου ηλικίας είτε λόγω οριστικής απόλυσης σύμφωνα με τα καθοριζόμενα από το Άρθρο 14 του Οργανισμού (τεκμ. 2). Με δεδομένο το γεγονός ότι ο εφεσείων διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα με βάση τα Άρθρα 13 και 14 του τεκμ. 2 οι εφεσίβλητοι είχαν τη διακριτική ευχέρεια να τερματίσουν τις υπηρεσίες του με βάση το Άρθρο 15 του εν λόγω τεκμηρίου. Στην απουσία οποιουδήποτε άλλου όρου περί τακτής σύμβασης, συνάγεται ότι η σύμβαση ήταν σύμβαση εργοδότησης αορίστου διαρκείας. Σαφώς συνάγεται από την προαναφερόμενη νομολογία ότι η παραμονή υπαλλήλου στην υπηρεσία του εργοδότη του μέχρι το καθορισμένο όριο αφυπηρέτησης του δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι ο υπάλληλος κατά τη συμπλήρωση του ορίου αφυπηρέτησης, οφείλει αναγκαστικά να αποχωρήσει από την υπηρεσία.

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει) υπέρ των εφεσιβλήτων.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο