ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1251
13 Ιουνίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δστές]
ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΣΑΒΒΙΔΗ,
Εφεσίβλητης-Eνάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 390/2008)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Επικαρπία ― Ποια η έκταση του δικαιώματος επικαρπίας σε ακίνητο, δεδομένης της απουσίας συγκεκριμένου ορισμού στην κυπριακή νομοθεσία ― Κατά πόσο ένα πρόσωπο που είχε δικαίωμα επικαρπίας σε ένα ακίνητο, πέραν του δικαιώματός του να καρπούται ο ίδιος το ακίνητο, είχε και δικαίωμα να εμποδίζει τον ιδιοκτήτη ή ένα από τους συνιδιοκτήτες, από του να εισέρχεται σ' αυτό για σκοπούς λειτουργίας της επιχείρησης του ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης επί τω ότι, δεν είχε αποφασιστεί πρωτοδίκως η βασική διαφορά της αγωγής η οποία συνίστατο στο κατά πόσο ο εφεσείων ασκούσε νόμιμα ή όχι την επιχείρηση του, στην ακίνητη ιδιοκτησία στην οποία είχε δικαίωμα επικαρπίας η μητέρα του.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου και την έκδοση διαταγμάτων εναντίον του διά των οποίων αναγνωριζόταν στην εφεσίβλητη μητέρα του, ότι είχε δικαίωμα επικαρπίας εφ' όρου ζωής στο κτήμα όπου ο εφεσείων διεξήγαγε την επιχείρηση του και περαιτέρω απαγορευόταν στον εφεσείοντα, υπαλλήλους και αντιπροσώπους του να εισέρχονται στο κτήμα και στο ευρισκόμενο σ' αυτό φυτώριο.
Σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα ο εφεσείων, ο οποίος προηγουμένως απασχολείτο μερικώς στην επιχείρηση φυτωρίου που διατηρούσε εντός του κτήματος ο πατέρας του, σε κάποιο στάδιο ασχολήθηκε επισταμένα δημιουργώντας σε αυτό, τη δική του επιχείρηση. Αργότερα, οι οικογενειακές σχέσεις διαταράχθηκαν και σύμφωνα με τη θέση της εφεσίβλητης κατά τον Αύγουστο του 2005 ο εφεσείων εκδίωξε τον πατέρα του και τη μητέρα του από το κτήμα και το φυτώριο και τους απαγόρευσε να εισέρχονται σ' αυτό έχοντας αλλάξει και τις κλειδαριές εισόδου.
Αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση της αγωγής από την εφεσίβλητη με την οποία αξιώθηκαν διάφορες θεραπείες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε μεταξύ άλλων ότι η εφεσίβλητη δεν επιζητούσε τη συμμετοχή της ή την εκμετάλλευση της οποιασδήποτε επιχείρησης του εφεσείοντα, αλλά την απαγόρευση άσκησης μιας τέτοιας επιχείρησης στο επίμαχο κτήμα χωρίς την έγκριση, άδεια, συγκατάθεση ή ανοχή της.
Εκρίθη περαιτέρω πρωτοδίκως ότι με το θάνατο του πατέρα, που είχε επίσης δικαίωμα επικαρπίας, το μόνο πρόσωπο που παρέμεινε με τέτοιο δικαίωμα, ήταν η εφεσίβλητη η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον εφεσείοντα να ασκεί οποιαδήποτε δικαιώματα. Ο εφεσείων σύμφωνα με την πρωτόδικη κρίση δεν είχε αποδείξει κανένα νομικό δικαίωμα να βρίσκεται και να διεξάγει επιχείρηση επί του κτήματος το οποίο η εφεσίβλητη δικαιούται να κατέχει, χρησιμοποιεί και νέμεται εφ' όρου ζωής. Έτσι εξέδωσε την ως άνω απόφαση, απορρίπτοντας τις αξιώσεις για αποζημιώσεις.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα που να εμποδίζει τον εφεσείοντα από του να εισέρχεται στο ακίνητο και το φυτώριο.
β) Εσφαλμένα προχώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο και εκδίκασε την υπόθεση ενώ εκκρεμούσε άλλη αγωγή στην οποία εγείρονταν οι ίδιες αξιώσεις από το σύζυγο της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να συνιστά η αγωγή (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) πολλαπλότητα και κατάχρηση των διαδικασιών του δικαστηρίου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης δεν καλυπτόταν καθόλου από τα δικόγραφα και ορθά απορρίφθηκε πρωτοδίκως σχετική εισήγηση.
2. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προέκυπτε ότι ο εφεσείων εκτός από το ότι ισχυριζόταν ότι ήταν το πρόσωπο που διαχειριζόταν αποκλειστικά την επιχείρηση του φυτωρίου, ήταν και ιδιοκτήτης κατά το 1/4 του ακινήτου στο οποίο βρισκόταν το φυτώριο, η οποία βέβαια ιδιοκτησία υπόκειτο στην επικαρπία της εφεσίβλητης.
3. Η μη παρουσίαση πρωτοδίκως του τίτλου ιδιοκτησίας ως τεκμήριο για να φαινόταν η ακριβής διατύπωση της επικαρπίας, δυσχέραινε την εξέταση του θέματος.
4. Το κατά πόσο η καταχώρηση άλλης αγωγής από τον πατέρα, συνιστούσε τερματισμό της μεταξύ του πατέρα του εφεσείοντα και του εφεσείοντα συμφωνίας, την οποία ο εφεσείων επικαλέστηκε και ασχολήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποτελούσε επίδικο θέμα της πρωτόδικης διαδικασίας και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτό ήταν θέμα της άλλης αγωγής η οποία, τελικά απορρίφθηκε από άλλο δικαστή.
5. Παρόλο που δεν είχε κατατεθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης το δικαίωμα επικαρπίας της εφεσίβλητης πρέπει να είχε δημιουργηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 11(1) (ζ) του Κεφ. 224 δηλαδή που «επιφυλάχθηκε εγγράφως από τον κύριο οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας με την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας αυτής.
6. Το ερώτημα ήταν αν με δεδομένο το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε την επικαρπία, δικαιούτο, με βάση τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, στο εκδοθέν υπέρ της διάταγμα της παραγράφου 10(Α) της έκθεσης απαίτησης. Τόσο ισχυρισμός του συνηγόρου της εφεσίβλητης, όσο και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ίδια δεν επιζητούσε μερίδιο στην επιχείρηση του φυτωρίου, ήταν εσφαλμένο και αντίθετο με τα δικόγραφα.
7. Τόσο από τα δικόγραφα όσο και από αρκετό μέρος της μαρτυρίας, προέκυπτε ότι αυτή ήταν η βασική διαφορά των διαδίκων, κατά πόσο δηλαδή η εφεσίβλητη εκτός από το δικαίωμα επικαρπίας στο ακίνητο είχε και δικαίωμα συμμετοχής και μερίδιο στην επιχείρηση του φυτωρίου.
8. Αντίθετα με τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν ότι αυτός από το 2003 και μετά, ήταν ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης της επιχείρησης του φυτωρίου. Για το σκοπό αυτό παρουσίασε σχετική άδεια λειτουργίας, πιστοποιητικό εγγραφής Φ.Π.Α., λογαριασμό της Α.Η.Κ., μαρτυρία που δεν είχε αξιολογηθεί.
9. Η διαφορά αυτή στη μαρτυρία αφορούσε ουσιώδη γεγονότα που έπρεπε να αποφασιστούν πρωτόδικα διότι ανεξάρτητα από το ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα επικαρπίας, αν αποδεικνυόταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ασκούσε νόμιμα την επιχείρηση, τότε θα ίσχυαν άλλα κριτήρια αν η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να τον εμποδίζει από του να ασκεί την επιχείρηση του.
10. Ενώ η εφεσίβλητη ζητούσε το φυτώριο ισχυριζόμενη ότι της ανήκε ολόκληρο ή μέρος αυτού, το θέμα δεν αποφασίστηκε. Το διάταγμα, απαγόρευε και την είσοδο του στο κτήμα και στο φυτώριο. Επομένως δεν ήταν ορθή η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων μπορούσε να πάρει μαζί του τα φυτά και να μετακινήσει αλλού την επιχείρηση του.
11. Βασική διαφορά κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν το κατά πόσο ο εφεσείων ασκούσε νόμιμα ή όχι την επιχείρηση του, θέμα που δεν έχει αποφασιστεί. Η έφεση θα έπρεπε να επιτύχει και η κατάλληλη υπό τις περιστάσεις απόφαση ήταν διαταγή για επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 836.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Κληρίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5376/06), ημερομηνίας 6/11/2008.
Ζ. Νικολάου, για τον Εφεσείοντα-Εναγόμενο.
Ρ. Βραχίμης, για την Εφεσίβλητη-Ενάγουσα.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση θα δοθεί από το Δικαστή Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στις 6/11/2008 στην αγωγή 5376/2006 με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα εναντίον του εφεσείοντα ως η παράγραφος 10 (Α) και (Β) της έκθεσης απαίτησης δηλαδή (α) ότι η εφεσίβλητη έχει δικαίωμα επικαρπίας εφ' όρου ζωής στο επίδικο κτήμα και (β) διάταγμα που απαγορεύει στον εφεσείοντα, υπαλλήλους και αντιπροσώπους του να εισέρχονται στο κτήμα και στο σ' αυτό ευρισκόμενο φυτώριο. Αναφορικά με την αξίωση της εφεσίβλητης για αποζημιώσεις, αυτή απορρίφθηκε και δεν καταχωρήθηκε έφεση ή αντέφεση.
Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσείων είναι υιός της εφεσίβλητης η οποία αρχικά ήταν συνιδιοκτήτρια μαζί με τον αποβιώσαντα τώρα σύζυγο της, μεγάλου τεμαχίου γης (5 δεκάρια και 277 τ.μ.) στην Π. Δευτερά. Στο κτήμα αυτό ο σύζυγος της εφεσίβλητης λειτουργούσε επιχείρηση φυτωρίου. Στο φυτώριο εργαζόταν επί βάσεως μερικής απασχόλησης και ο γιος του, Ανδρέας Σαββίδης, αδελφός του εφεσείοντα, καθώς επίσης και ο εφεσείων. Κατά τον Ιούνιο του 1996 η εφεσίβλητη και ο σύζυγος της μεταβίβασαν δια δωρεάς το κτήμα στα 4 παιδιά τους, μεταξύ των οποίων και στον εφεσείοντα, εγγράφοντας επ' ονόματι τους ανά 1/4 μερίδιο στον καθένα. Κατά την εν λόγω μεταβίβαση οι γονείς επιφύλαξαν για τους ίδιους και εφ' όρου ζωής, δικαίωμα επικαρπίας επί του κτήματος. Το Δεκέμβριο του 1998 ο εφεσείων απολύθηκε από τη μόνιμη εργασία την οποία είχε και άρχισε να ασχολείται πιο ενεργά με τις εργασίες του φυτωρίου. Σε κάποιο όμως στάδιο οι οικογενειακές σχέσεις διαταράχθηκαν και σύμφωνα με τη θέση της εφεσίβλητης κατά τον Αύγουστο του 2005 ο εφεσείων εκδίωξε τον πατέρα του από το κτήμα και το φυτώριο και του απαγόρευσε να εισέρχεται σ' αυτό έχοντας αλλάξει και τις κλειδαριές εισόδου. Το ίδιο έπραξε και με την εφεσίβλητη μητέρα του. Σύμφωνα πάντα με την εφεσίβλητη, κατ' εκείνο το στάδιο η ίδια ήταν συνιδιοκτήτρια και συγκάτοχος μεγάλου αριθμού δενδρυλλίων και φυτών τα οποία και περιγράφει στην έκθεση απαίτησης της, η αξία των οποίων ανερχόταν σε £89.125. Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός της ότι πριν από την εκδίωξη της από το φυτώριο, είχε εισόδημα από τη λειτουργία του φυτωρίου £1.000 μηνιαίως το οποίο της έδιδε ο σύζυγος της αφού είχε και αυτή δικαίωμα επικαρπίας. Ενόψει της επίμονης άρνησης του εφεσείοντα να φύγει από το ακίνητο και να της παραδώσει το φυτώριο, η εφεσίβλητη καταχώρησε την προαναφερθείσα αγωγή με την οποία ζητούσε διάφορες θεραπείες, μεταξύ των οποίων απόφαση ότι έχει δικαίωμα επικαρπίας εφ' όρου ζωής στο κτήμα, διάταγμα που να εμποδίζει τον εφεσείοντα να εισέρχεται στο κτήμα και φυτώριο, διάταγμα που να αναγνωρίζει στην εφεσίβλητη δικαίωμα κατοχής και χρήσης του κτήματος και του φυτωρίου, όπως επίσης και διάταγμα ότι είναι συνιδιοκτήτης ή συγκάτοχος του συνόλου των συμφερόντων της επιχείρησης του φυτωρίου. Διεκδικούσε επίσης την καταβολή ειδικών αποζημιώσεων εκ £89.125 για την αξία των φυτών που καρπώθηκε ο εφεσείων και άλλες αποζημιώσεις εκ £12.000 ετησίως από 28/8/2005 ως διαφυγόντα κέρδη, καθώς επίσης και γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση.
Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων είχε ισχυριστεί ότι η ουσιαστική μετατροπή του κτήματος σε φυτώριο έγινε από τον ίδιο μετά τις 9/12/1998 που ανέλαβε ο ίδιος τη διαχείριση του, κάτι που του πρότεινε ο πατέρας του, 81 τότε ετών. Παρόλο που είχαν συνεννοηθεί με τον πατέρα του ότι ο τελευταίος θα αποχωρούσε από το φυτώριο σε ένα περίπου χρόνο, ο πατέρας του συνέχισε να είναι εκεί και εισέπραττε όλα τα έσοδα. Ο ίδιος τον ανέχθηκε μέχρι το 2003 οπότε ο πατέρας του αποτραβήχθηκε και ανέλαβε τότε ο ίδιος πλήρως τη διαχείριση του φυτωρίου, εξασφαλίζοντας προς τούτο όλες τις αναγκαίες άδειες. Όμως περί τον Αύγουστο του 2005 ο πατέρας του πιεζόμενος από τα άλλα παιδιά του, του ζήτησε ή να εγκαταλείψει το φυτώριο ή να δώσει περαιτέρω £100.000 στον κάθε συνιδιοκτήτη του κτήματος. Η εφεσίβλητη ουδέποτε είχε οποιαδήποτε ανάμειξη τη λειτουργία του φυτωρίου. Στην έκταση δε που δεν επεμβαίνει στην επιχείρηση του φυτωρίου, η εφεσίβλητη δεν εμποδίζεται από του να εισέρχεται και να απολαμβάνει το κτήμα.
Ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου κατέθεσαν για τη πλευρά της εφεσίβλητης η ίδια και ο γιος της (αδελφός του εφεσείοντα) Ανδρέας Σαββίδης ενώ για την υπεράσπιση μόνο εφεσείων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το δικαίωμα επικαρπίας της εφεσίβλητης από μόνο του δεν παρείχε και δικαίωμα επικαρπίας επί της επιχείρησης του φυτωρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απάντηση είναι απλή αφού η εφεσίβλητη δεν επιζητεί τη συμμετοχή της ή την εκμετάλλευση της οποιασδήποτε επιχείρησης του εφεσείοντα, αλλά την απαγόρευση άσκησης μιας τέτοιας επιχείρησης στο επίμαχο κτήμα χωρίς την έγκριση, άδεια, συγκατάθεση ή ανοχή της. Συγκεκριμένα ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η απλή απάντηση σ' αυτό το θέμα είναι ότι η ενάγουσα εδώ δεν επιζητεί τη συμμετοχή της ή την εκμετάλλευση της οποιασδήποτε επιχείρησης του εναγόμενου, αλλά την απαγόρευση της άσκησης μιας τέτοιας επιχείρησης στο επίμαχο κτήμα από τον εναγόμενο, χωρίς την έγκριση, άδεια, συγκατάθεση ή ανοχή της ενάγουσας.»
Στο ερώτημα κατά πόσον η εφεσίβλητη υπήρξε και συνιδιοκτήτρια του φυτωρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η απάντηση εξαρτάται από το τι αποτελεί επικαρπία. Αφού λοιπόν εξέτασε το θέμα αυτό με αναφορά στο Άρθρο 55 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 και σε πρόνοιες του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, κατέληξε ότι με το θάνατο του πατέρα, που είχε επίσης δικαίωμα επικαρπίας, το μόνο πρόσωπο που παρέμεινε με τέτοιο δικαίωμα ήταν η εφεσίβλητη η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον εφεσείοντα να ασκεί οποιαδήποτε δικαιώματα. Επομένως ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει κανένα νομικό δικαίωμα να βρίσκεται και να διεξάγει επιχείρηση επί του κτήματος το οποίο η εφεσίβλητη δικαιούται να κατέχει, χρησιμοποιεί και νέμεται εφ' όρου ζωής. Έτσι εξέδωσε απόφαση ως ανωτέρω με αναστολή εκτέλεσης 60 ημερών, τις δε υπόλοιπες θεραπείες, δηλαδή αξιώσεις για αποζημιώσεις, τις απέρριψε.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης με την οποία, με 2 λόγους, ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Η έφεση
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα που να εμποδίζει τον εφεσείοντα από του να εισέρχεται στο ακίνητο και το φυτώριο. Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα προχώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο και εκδίκασε την υπόθεση ενώ εκκρεμούσε η αγωγή 9990/2005 στην οποία εγείρονταν οι ίδιες αξιώσεις από το σύζυγο της εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα να συνιστά η αγωγή (αντικείμενο της παρούσας έφεσης) πολλαπλότητα και κατάχρηση των διαδικασιών του δικαστηρίου.
Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης κρίνουμε ορθό όπως εξετάσουμε πρώτα το δεύτερο λόγο. Είναι ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη μπορούσε κάλλιστα να εγείρει τις αξιώσεις με το να καθίστατο διάδικος στην αγωγή 9990/2005 που ήγειρε ο σύζυγος της, προγενέστερα της αγωγής αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Με την καταχώρηση της αγωγής αυτής δημιουργείται πολλαπλότητα και κατάχρηση της διαδικασίας.
Η προαναφερθείσα αγωγή 9990/2005 καταχωρήθηκε από τον Χαράλαμπο Κώστα Σαββίδη (πατέρα του εφεσείοντα) εναντίον του εφεσείοντα και ζητούσε πράγματι τις ίδιες ουσιαστικά θεραπείες που αξίωσε η εφεσίβλητη με την αγωγή που αφορά η παρούσα έφεση. Αξίωνε δηλαδή, δήλωση ότι ο ενάγων έχει δικαίωμα επικαρπίας και διάταγμα που να απαγορεύει στον εφεσείοντα να εισέρχεται στο κτήμα και το φυτώριο, καθώς επίσης και αποζημιώσεις. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό βασικά για το λόγο ότι αυτός δεν καλυπτόταν καθόλου από τα δικόγραφα.
Εξετάσαμε τα δικόγραφα και βασικά την υπεράσπιση και πράγματι τέτοιος ισχυρισμός πουθενά δεν είχε εγερθεί. Επομένως ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Προχωρούμε όμως να πούμε ότι και η άποψη του πρωτόδικου δικαστηρίου, την οποία εξέφρασε παρενθετικά, ότι δηλαδή και αν ακόμη μπορούσε να εξεταστεί ο πιο πάνω ισχυρισμός, αυτός δεν μπορούσε να ευσταθήσει για το λόγο ότι δεν υπήρξε ταυτότητα διαδίκων αφού στην προαναφερθείσα αγωγή άλλος ήταν ο ενάγων, είναι επίσης ορθή.
Στρεφόμαστε στην εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης. Από τη διατύπωσή του φαίνεται ότι στην έκταση που το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα ως η παράγραφος 10 (Α) της έκθεσης απαίτησης, δηλαδή που αναγνωρίζει ότι η εφεσίβλητη έχει δικαίωμα επικαρπίας εφ' όρου ζωής στο κτήμα, η απόφαση δεν προσβάλλεται. Αυτό που προσβάλλεται είναι η έκδοση διατάγματος ως η παράγραφος 10(Β) της έκθεσης απαίτησης, δηλαδή που απαγορεύει στον εφεσείοντα, υπαλλήλους ή αντιπροσώπους του «να εισέρχονται ή επεμβαίνουν ή παρεμβαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο επί του κτήματος και του φυτωρίου». Άλλωστε το δικαίωμα της εφεσίβλητης για επικαρπία, όπως δηλώνει και ο συνήγορος του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του, έγινε δεκτό και κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το θέμα που ουσιαστικά εγείρεται είναι κατά πόσο ένα πρόσωπο (όπως η εφεσίβλητη), που έχει δικαίωμα επικαρπίας σε ένα ακίνητο, πέραν του δικαιώματός του να καρπούται ο ίδιος το ακίνητο, έχει και δικαίωμα να εμποδίζει τον ιδιοκτήτη ή ένα από τους συνιδιοκτήτες, ο οποίος μάλιστα ισχυρίζεται ότι λειτουργεί νόμιμα δική του επιχείρηση μέσα στο κτήμα, από του να εισέρχεται σ' αυτό για σκοπούς λειτουργίας της επιχείρησης του. Από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει ότι ο εφεσείων εκτός από το ότι ισχυριζόταν ότι ήταν το πρόσωπο που διαχειριζόταν αποκλειστικά την επιχείρηση του φυτωρίου, ήταν και ιδιοκτήτης κατά το 1/4 του ακινήτου στο οποίο βρισκόταν το φυτώριο, η οποία βέβαια ιδιοκτησία υπόκειται στην επικαρπία της εφεσίβλητης.
Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τις αξιώσεις της εφεσίβλητης σχετικά με την ιδιοκτησία και εκμετάλλευση της επιχείρησης του φυτωρίου, η ίδια δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα σ' αυτή, αλλά μόνο επικαρπία επί του κτήματος. Εδώ είχε τέτοιο δικαίωμα η εφεσίβλητη, εκτός βέβαια για το φυτώριο για το οποίο ουσιαστικά είχε εγείρει την αγωγή.
Με το δικό του περίγραμμα αγόρευσης ο συνήγορος της εφεσίβλητης αναφέρει ότι με τα εκδοθέντα διατάγματα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δίνει στην εφεσίβλητη το «δικαίωμα να αναλάβει την ιδιοκτησία της επιχείρησης του φυτωρίου» και ο εφεσείων αποχωρώντας «μπορεί να πάρει μαζί του τα φυτά του κ.τ.λ. και θα μετακινήσει αλλού την επιχείρηση του». Σε άλλο μέρος της αγόρευσης του αναφέρει ότι «η εφεσίβλητη ουδέποτε ζήτησε την συμμετοχή της ή την εκμετάλλευση της επιχείρησης του εφεσείοντα». Πιο κάτω στο περίγραμμα αγόρευσης του ο συνήγορος αναφέρει τα εξής:
«Το δικαίωμα επικαρπίας όντως δεν παρέχει δικαίωμα επί της επικαρπίας επιχείρησης που διεξάγεται από πρόσωπο το οποίο έχει άδεια ή είναι ενοικιαστής του κτήματος. Όμως δεν είναι αυτή η βάση της αγωγής της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη δεν ζήτησε ποτέ μερίδιο από την επιχείρηση την οποία διεξήγαγε ο εφεσείων, έστω και παράνομα, στο κτήμα της. Η εφεσίβλητη ζήτησε την απομάκρυνση του εφεσείοντα από το κτήμα αφού η άδεια χρήσεως του κτήματος από αυτόν έχει ανακληθεί. Η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ο εφεσείων διατηρούσε παράλληλη επιχείρηση με αυτήν και τον σύζυγό της στο ίδιο φυτώριο και η θεραπεία που αιτείται δεν πηγάζει από την επιχείρηση που διεξήγαγε ο εφεσείων αλλά από το δικαίωμά της επί του κτήματος στο οποίο ευρίσκεται το φυτώριο.»
Η πιο πάνω εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι δηλαδή η εφεσίβλητη με την αγωγή της δεν ζήτησε μερίδιο από την επιχείρηση την οποία διεξήγαγε ο εφεσείων και ότι διατηρούσε άλλη, παράλληλη επιχείρηση με το σύζυγο της στο ίδιο ακίνητο δεν συνάδει προς το όλο πνεύμα της έκθεσης απαίτησης όπου γίνεται λόγος σε μια επιχείρηση φυτωρίου στην οποία μάλιστα με το αιτητικό Δ η εφεσίβλητη ζητά, όπως ήδη παραθέσαμε πιο πάνω, διάταγμα ότι «είναι συνιδιοκτήτης και/ή είναι συγκάτοχος του συνόλου των συμφερόντων της επιχείρησης του φυτωρίου». Άλλωστε με το θέμα αυτό ασχολήθηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο κάτω από τον τίτλο «γ. Το εγειρόμενο θέμα ότι η ενάγουσα ουδέποτε υπήρξε συνιδιοκτήτρια στην επιχείρηση φυτωρίου ούτε είχε σχέση μ' αυτήν», στο οποίο και θα αναφερθούμε σε κατάλληλο στάδιο.
Προτού αποφανθούμε επί του λόγου έφεσης θα πρέπει να αναφέρουμε και κάποιες παραλείψεις, που κατά την άποψη μας έλαβαν χώρα κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι οποίες δυσχεραίνουν την εξέταση του θέματος που εξετάζουμε. Έπρεπε κανονικά να παρουσιαζόταν ως τεκμήριο ο τίτλος ιδιοκτησίας του κτήματος για να φανεί η ακριβής διατύπωση της επικαρπίας. Για παράδειγμα στην υπόθεση Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 836, υπήρξε μαρτυρία ότι η μεταβίβαση του ακινήτου ήταν «..δια δωρεάς και με την επιφύλαξιν όπως διαμένω, καρπούμαι και μεταχειρίζομαι το εν λόγω ακίνητον εφ' όρου ζωής». Περαιτέρω ίσως ήταν ορθότερο όπως καθίσταντο διάδικοι όλοι οι συνιδιοκτήτες του κτήματος.
Με τις πιο πάνω παρατηρήσεις προχωρούμε στην εξέταση του καινοφανούς, ομολογουμένως, θέματος για το οποίο όπως ορθά ανέφερε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός στην κυπριακή νομοθεσία και ούτε έγινε αναφορά από τους συνηγόρους των διαδίκων σε οποιαδήποτε απόφαση του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου που να ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα. Γι' αυτό άλλωστε τόσο το πρωτόδικο δικαστήριο όσο και ο συνήγορος του εφεσείοντα αναφέρθηκαν σε σχετικές επί του θέματος πρόνοιες του Ελληνικού Αστικού Κώδικα. Απαντώντας τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ουδέποτε η μητέρα (εφεσίβλητη) υπήρξε συνιδιοκτήτρια στην επιχείρηση του φυτωρίου, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Τόσο αυτό, όσο και το προηγούμενο θέμα που τέθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου του εναγομένου, φέρουν στο προσκήνιο μία υποβόσκουσα παρεξήγηση ως προς τον όρο «δικαίωμα επικαρπίας». Τι είναι δηλαδή και τι περιλαμβάνει. Στην απουσία συγκεκριμένων ορισμών στην Κυπριακή νομοθεσία, παραπομπή μπορεί να γίνει για σκοπούς καθοδήγησης στο Ελληνικό Άρθρο 1142 του Αστικού Κώδικα όπου ορίζεται ότι η προσωπική δουλεία της επικαρπίας, συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του. Σύμφωνα δε με το Άρθρο 1166, η επικαρπία εφ' όσον δεν ορίστηκε διαφορετικά είναι αμεταβίβαστη. Η άσκηση της μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει τη διάρκεια της επικαρπίας. Όπως δε το Άρθρο 1167 του Αστικού Κώδικα ορίζει, η επικαρπία, αποσβέννηται με το θάνατο του επικαρπωτή.
Εγκύπτοντας στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαφαίνεται εξ αρχής ότι ο εναγόμενος σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επιτύχει σε υπεράσπιση, αφού κανένα νόμιμο δικαίωμα δεν έχει να προτάξει έναντι της Απαίτησης. .....»
Δικαιολογώντας την κατάληξή του ότι ο εφεσείων δεν είχε να προτάξει οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα έναντι της απαίτησης της εφεσίβλητης, έλαβε υπόψη ότι ο ίδιος ο πατέρας του, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, του είχε παραχωρήσει τα δικαιώματα αξιοποίησης του ακινήτου, τερμάτισε τη διάρκεια τους με την καταχώρηση της προαναφερθείσας αγωγής εναντίον του το 2005. Είμαστε της άποψης ότι το κατά πόσο η καταχώρηση της εν λόγω αγωγής συνιστούσε τερματισμό της μεταξύ του πατέρα του εφεσείοντα και του εφεσείοντα συμφωνίας, την οποία ο εφεσείων επικαλέστηκε, δεν αποτελούσε επίδικο θέμα της πρωτόδικης διαδικασίας που αφορά η παρούσα έφεση και συνεπώς δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο δικαστήριο. Αυτό ήταν θέμα της εν λόγω αγωγής η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τελικά απορρίφθηκε στις 21/12/2010 από άλλο δικαστή.
Παρόλο που δεν έχει κατατεθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας, με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης το δικαίωμα επικαρπίας της εφεσίβλητης πρέπει να δημιουργήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 11(1) (ζ) του Κεφ. 224 δηλαδή που «επιφυλάχθηκε εγγράφως από τον κύριο οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας με την μεταβίβαση της ιδιοκτησίας αυτής».
Σύμφωνα με το Άρθρο 12 (1) του ιδίου νόμου «Όταν οποιοδήποτε δικαίωμα προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή άλλο πλεονέκτημα αποκτήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1) του Άρθρου 11 σχετικά με οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, αυτό θεωρείται ότι είναι προσαρτημένο στην ιδιοκτησία αυτή και ότι περιλαμβάνεται σε κάθε συναλλαγή που διενεργείται σχετικά με την ιδιοκτησία αυτή».
Σύμφωνα δε με το Άρθρο 55 του ιδίου νόμου «Όταν οποιαδήποτε γη υπόκειται ή απολαύει οποιουδήποτε δικαιώματος, προνομίου, ελευθερίας, δουλείας ή άλλου πλεονεκτήματος, όπως προνοείται στο Άρθρο 12, αυτό καταχωρείται με αίτηση οποιουδήποτε προσώπου που έχει συμφέρον στο Κτηματικό Μητρώο και στο πιστοποιητικό εγγραφής το οποίο αφορά τη γη αυτή.»
Εξετάσαμε τις πρόνοιες του Ελληνικού Αστικού Κώδικα αλλά δεν βρίσκουμε να βοηθούν το θέμα που εξετάζουμε αφού εκεί, αυτό ρυθμίζεται νομοθετικά και γίνεται αναφορά σε διάφορα είδη επικαρπίας (usus fructus). Ενόψει του ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν έχει αμφισβητήσει ούτε πρωτόδικα ούτε και ενώπιον μας ότι η εφεσίβλητη έχει δικαίωμα επικαρπίας επί του κτήματος (γι' αυτό άλλωστε δεν προσβάλλει με την έφεση το διάταγμα της παραγράφου 10(Α)), δεν κρίνουμε αναγκαίο να προβούμε σε ερμηνεία του όρου. Το ερώτημα είναι αν με δεδομένο το γεγονός ότι η εφεσίβλητη είχε την επικαρπία, δικαιούτο, με βάση τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης, στο εκδοθέν υπέρ της διάταγμα της παραγράφου 10(Α) της έκθεσης απαίτησης.
Μελετήσαμε τις αντίστοιχες θέσεις. Έχουμε καταλήξει, για τους λόγους που εξηγούμε στη συνέχεια, ότι τόσο ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, όσο και το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η ίδια δεν επιζητούσε μερίδιο στην επιχείρηση του φυτωρίου, είναι εσφαλμένο και αντίθετο με τα δικόγραφα. Τόσο από τα δικόγραφα όσο και από αρκετό μέρος της μαρτυρίας, προκύπτει ότι αυτή ήταν η βασική διαφορά των διαδίκων, κατά πόσο δηλαδή η εφεσίβλητη εκτός από το δικαίωμα επικαρπίας στο ακίνητο είχε και δικαίωμα συμμετοχής και μερίδιο στην επιχείρηση του φυτωρίου. Αυτό προκύπτει τόσο από τη μαρτυρία της στην κύρια εξέταση που κατατέθηκε υπό μορφή γραπτής δήλωσης όσο και από τα όσα ανέφερε στην αντεξέταση της. Για παράδειγμα στην παράγραφο 7 της δήλωσης της (τεκμ. 1 στην πρωτόδικη διαδικασία) αναφέρει τα εξής: «Εγώ επειδή ήμουν συνιδιοκτήτης του κτήματος ήμουν και συνιδιοκτήτρια του φυτωρίου». Και στην παράγραφο 20 της ίδιας δήλωσης αναφέρει: «Εγώ θέλω το φυτώριο μου και θέλω να πάω μέσα να το δουλέψω με την βοήθεια των άλλων μου παιδιών που με σέβονται και με αγαπούν και δεν με βρίζουν ούτε με διώχνουν ούτε μου παίρνουν τα εισοδήματα μου». Στην ίδια γραμμή είναι και τα όσα ανέφερε κατά την αντεξέταση της. Για παράδειγμα στη σελ. 3 φαίνονται τα ακόλουθα:
«Ε. Εδώ λες ότι ήσουν συνιδιοκτήτρια του φυτωρίου;
Α. Ναι. Αφού είχαμε που μισό με τον άντρα μου. Τζείνος πήγαινε στο φυτώριο και έπαιρνε δέντρα. Κουβαλούσε δέντρα που την Πάφο και έφερνε και πουλούσε και εγώ πότιζα και φύτευα.
Ε. Εσύ τι έκαμνες;
Α. Πότιζα, παραφύτευκα τζείνα που εδιούσαν τα σακούλια, έβαζα τους άλλα σακούλια, μάχουμουν μέσα στο φυτώριο........»
Πιο κάτω, αντεξεταζόμενη, ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ε. Λες είσαι συνιδιοκτήτρια του φυτωρίου. Έχεις κανένα χαρτί, είτε από το Φ.Π.Α. είτε που τις Τράπεζες, είτε από όπουδήποτε που να φαίνεται ότι έχεις μερίδιο μέσα στο φυτώριο;
Α. Δεν έχω τίποτε. Στην Τράπεζα τα έπαιρνα που δούλευα. Έπαιρνα τα λεφτά μου με το λεωφορείο στην Λαϊκή και με το λεωφορείο πήγαινα στο σπίτι μου. Σιδέρωνα και σε εργοστάσιο που η ώρα 7.00 ως η ώρα 9.00 τη νύκτα και έπιανα τα λεφτά...»
Η όλη μαρτυρία της κατά την αντεξέταση, περιορίζεται στο συγκεκριμένο φυτώριο και καμιά αναφορά γίνεται σε άλλο φυτώριο.
Αντίθετα με τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν ότι αυτός από το 2003 και μετά, ήταν ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης της επιχείρησης του φυτωρίου. Για το σκοπό αυτό παρουσίασε σχετική ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΦΥΤΩΡΙΟΥ ημερ. 5/6/2003 με λήξη 6/6/2006 του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟ ΜΗΤΡΩΟ ΕΙΔΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΑΓΡΟΤΩΝ ΤΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ (Φ.Π.Α.), του Υπουργείου Οικονομικών και λογαριασμό της Α.Η.Κ. μαρτυρία που δεν έχει αξιολογηθεί. Η διαφορά αυτή στη μαρτυρία αφορούσε ουσιώδη γεγονότα που έπρεπε να αποφασιστούν πρωτόδικα διότι ανεξάρτητα από το ότι η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα επικαρπίας, αν αποδεικνυόταν ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι ασκούσε νόμιμα την επιχείρηση, τότε θα ίσχυαν άλλα κριτήρια αν η εφεσίβλητη είχε δικαίωμα να τον εμποδίζει από του να ασκεί την επιχείρηση του.
Ενώ η εφεσίβλητη ζητούσε το φυτώριο ισχυριζόμενη ότι της ανήκε ολόκληρο ή μέρος αυτού, το θέμα δεν αποφασίστηκε. Παρατηρούμε επίσης ότι το διάταγμα της παραγράφου 10(Β) που εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα, απαγορεύει την είσοδο του στο κτήμα και στο φυτώριο. Επομένως διαφωνούμε με την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι ο εφεσείων μπορεί να πάρει μαζί του τα φυτά και να μετακινήσει αλλού την επιχείρηση του. Βασική διαφορά κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν το κατά πόσο ο εφεσείων ασκούσε νόμιμα ή όχι την επιχείρηση του, θέμα που δεν έχει αποφασιστεί. Επομένως κρίνουμε ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει αλλά η κατάλληλη υπό τις περιστάσεις απόφαση είναι η διαταγή για επανεκδίκαση.
Η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης επί όλων των επιδίκων θεμάτων.
Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το δικαστήριο, εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν αυτά μεταξύ τους. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα δίκης κατά την επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.