ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 1136
31 Μαΐου, 2012
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
A. PANAYIDES CONTRACTING LIMITED,
Εφεσείοντες,
v.
M & M FRANGOS ENGINEERING & CONTRACTING LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 301/2008)
Συμβάσεις ― Εργολαβικά συμβόλαια ― Κατά πόσον η υποβολή προσφοράς των Εφεσειόντων σε Δημόσιο Διαγωνισμό και η κατακύρωση της δημόσιας σύμβασης στους ίδιους στη βάση της υποβληθείσας προσφοράς τους, στην οποία είχαν δεσμευτεί με την Αναθέτουσα Αρχή ότι η εκτέλεση της θα ελάμβανε χώρα και με τις εργασίες που προσέφεραν οι εφεσίβλητοι ως υπερβολάβοι οι οποίοι έτυχαν και της έγκρισης της Αναθέτουσας Αρχής, δημιουργούσε αγώγιμο δικαίωμα των εφεσιβλήτων εναντίον των εφεσειόντων οι οποίοι επέλεξαν τελικά να εκτελέσουν τη δημόσια σύμβαση αφού συνεβλήθησαν με άλλους υπεργολάβους.
Συμβάσεις ― Εργολαβικά Συμβόλαια ― Η περίπτωση όπου ο εργοδότης προβαίνει σε διάρρηξη της συμφωνίας του με τον εργολάβο πριν ο τελευταίος αρχίσει οποιαδήποτε εργασία ― Οι αποζημιώσεις που δυνατόν να ανακτηθούν είναι εκ πρώτης όψεως το ποσοστό του κέρδους που τα μέρη γνώριζαν, ή, θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι ο εργολάβος θα πραγματοποιούσε εάν επιτρεπόταν σ' αυτόν να συμπληρώσει την εργασία στη συνήθη πορεία των πραγμάτων ― Υπάρχει βέβαια και η επιλογή στον εργολάβο να αναζητήσει αποζημιώσεις στη βάση του απωλεσθέντος εξοδολογίου του («wasted expenditure» ή «reliance loss»), αντί του περιθωρίου κέρδους ― Σ' αυτή την εναλλακτική θεραπεία το αναίτιο μέρος δύναται να συμπεριλάβει και έξοδα τα οποία έγιναν πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης εν αναμονή της εκτέλεσης της ― Όπου ο ενάγων προωθεί την υπόθεση του στη βάση της αποκατάστασης («restitution interest»), δεν επιθυμεί να αποζημιωθεί για την απώλεια που έχει υποστεί, αλλά μάλλον επιθυμεί να αποστερήσει τον εναγόμενο από το κέρδος το οποίο έχει ο ίδιος πραγματοποιήσει σε βάρος του.
Συμβάσεις ― Αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης ― Οι αποζημιώσεις στο δίκαιο των συμβάσεων έχουν σκοπό την αποκατάσταση του αθώου μέρους στη θέση που θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι τη ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας ― Έχουν σχέση με τις λογικά προβλεπόμενες κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας και που είναι πιθανό να προκύψουν από τη διάρρηξη, ζημιές, καθώς και αυτές που απορρέουν από οποιεσδήποτε ιδιαίτερες συνθήκες που το υπαίτιο μέρος γνώριζε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ― Το μέτρο των αποζημιώσεων που γενικώς απαντάται για τη διάρρηξη συμβολαίων, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις διάρρηξης εργολαβικών συμβολαίων.
Οι εφεσείοντες στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους για παράβαση σύμβασης σε αγωγή που ήγειραν εναντίον τους οι εφεσίβλητοι. Οι εφεσείοντες ήταν οι επιτυχόντες προσφοροδότες σε δημόσιες συμβάσεις στις οποίες είχαν δηλώσει με την υποβολή της προσφοράς ότι θα χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες των εργολάβων για τις ηλεκτρολογικές εργασίες.
Οι προσφορές που υπέβαλαν οι εφεσείοντες προς το δημόσιο για τα δύο έργα τελούσαν υπό την προϋπόθεση ότι οι τεχνικοί των αρμοδίων Υπουργείων θα ενέκριναν τους υπεργολάβους, μέσω των εφεσειόντων, για τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις, οι δε προσφορές θα κατακυρώνονταν προς τους εφεσίβλητους ως οι κύριοι εργολάβοι των δύο έργων. Και τα δύο έργα κατακυρώθηκαν τελικώς στους εφεσίβλητους, με αποτέλεσμα να υπογραφεί συμφωνία για την ανέγερση του Λυκείου και στις 27.12.2001 συμφωνία για τις εγκαταστάσεις στο αεροδρόμιο Πάφου.
Οι εφεσείοντες αποφάσισαν ότι δεν θα χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων για τη διεκπεραίωση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων στα δύο έργα, αναθέτοντας τις εργασίες σε άλλους υπεργολάβους.
Και για τις δύο αυτές διαφοροποιήσεις στους υπεργολάβους των μηχανολογικών, λήφθηκε η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών, δηλαδή, των δύο Υπουργείων.
Μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρξε γραπτή συμφωνία ανάθεσης της υπεργολαβίας των δύο έργων. Η απαίτηση των εφεσιβλήτων ως εναγόντων πρωτοδίκως στηρίχθηκε στη συνομολόγηση προφορικής συμφωνίας επιβεβαιωμένης και από ρητούς και/ή εξυπακουόμενους όρους των εγγράφων προσφοράς, που αφορούσε στη δημόσια σύμβαση.
Ήταν περαιτέρω αποδεκτό ότι ουδέποτε υπήρξε σαφής ανάθεση της υπεργολαβίας από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους από την άποψη της υπογραφής αναλόγων συμφωνιών, όπως οι εφεσείοντες υπέγραψαν αργότερα με τους νέους υπεργολάβους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεσμεύθηκαν έναντι των εφεσιβλήτων ότι θα τους χρησιμοποιούσαν ως υπεργολάβους στα δύο έργα, στη συνέχεια διέρρηξαν τη συμφωνία τους με αυτούς, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να δικαιούνταν σε αποζημιώσεις. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε δέσμευση των εφεσειόντων έναντι των εφεσιβλήτων. Η κρίση αυτή στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι η προσφορά των εφεσιβλήτων ενσωματώθηκε στην προσφορά που οι ίδιοι οι εφεσείοντες υπέβαλαν προς τον εργοδότη των δύο έργων, αφού προηγουμένως έτυχε αξιολόγησης ως η καταλληλότερη. Κρίθηκε επομένως ότι συνομολογήθηκε σύμβαση υπό αίρεση κατά τα Άρθρα 31 και 32 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφόσον δε τα γεγονότα τα οποία ήταν υπό αίρεση επήλθαν, καταρτίστηκε ισχυρή σύμβαση.
Με διάφορες συλλογιστικές καθόρισε ότι η ορθή και δίκαιη αποζημίωση που θα έπρεπε να λάβουν οι εφεσίβλητοι για την απώλεια της εκτέλεσης των δύο έργων, ήταν στο ποσοστό του 10% επί του συνόλου των δύο προσφορών των εφεσιβλήτων, το οποίο και επιδικάστηκε εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα, αφού προηγουμένως κρίθηκε ότι στην εξέλιξη των γεγονότων οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να λάβουν οποιαδήποτε λογικά μέτρα για να περιορίσουν τις ζημιές τους.
Με την έφεση υποστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Ήταν εσφαλμένη συλλογιστική του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την κατάληξη του ότι όντως είχαν συνομολογηθεί δεσμευτικές συμφωνίες προς ανάθεση των δύο έργων στους εφεσίβλητους.
β) Η μαρτυρία που δόθηκε, ήταν τέτοια που όχι μόνο δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να αποφασιστεί ότι καμία συμφωνία δεν έγινε μεταξύ των διαδίκων στα δεδομένα της όλης υπόθεσης.
γ) Το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την προφορική, αλλά και τη γραπτή μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του.
δ) Ήταν εσφαλμένη η επιδίκαση αποζημιώσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Παρά τις παρουσιαζόμενες ομολογουμένως ατέλειες στο πρωτόδικο σκεπτικό, και στον τρόπο αξιολόγησης της ολότητας της μαρτυρίας, η κρίση του, σφαιρικά, υπό το φως της ολότητας των γεγονότων, ήταν ορθή τουλάχιστον ως προς την κατάρτιση δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων.
2. Η έγκριση που δόθηκε και από τους δύο συμβούλους των δύο έργων του δημοσίου όπως αυτή αποτυπώθηκε από τους μάρτυρες ήταν η επισφράγιση μιας δεσμευτικής για τους εφεσείοντες σύμβασης με τους εφεσίβλητους. Στα δε σχετικά τεκμήρια, οι εφεσείοντες απευθυνόμενοι προς το Γενικό Λογιστή, Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ρητά αναφέρουν ότι είχαν μελετήσει τα έγγραφα της προσφοράς, τους συμπληρωματικούς όρους, ανελάμβαναν δε όπως αρχίσουν, εκτελέσουν, συμπληρώσουν και συντηρήσουν το έργο, σύμφωνα με αυτά. Τα έντυπα προσφοράς, όμως, για κάθε έργο, περιελάμβαναν συγκεκριμένα και τους εφεσίβλητους ως υπεργολάβους για τα μηχανολογικά.
3. Η αποστολή συγχαρητήριας επιστολής έδειχνε ακριβώς το αυτονόητο ότι έχοντας οι εφεσίβλητοι πληροφορηθεί για την κατακύρωση των δύο έργων στους εφεσείοντες για τα οποία προσφοροδότησαν μαζί τους, αφενός τους έδιναν τα συγχαρητήρια τους και αφετέρου ζητούσαν συνάντηση για προγραμματισμό της εκτέλεσης των έργων. Ναι μεν η επιστολή αυτή στάληκε από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες και όχι αντίστροφα, αλλά εμπεριείχε την εξυπακουόμενη συναντίληψη ότι υπήρχε μεταξύ τους δέσμευση, ενώ από την άλλη θα αναμενόταν το εξίσου αυτονόητο να απαντάτο η επιστολή αυτή από τους εφεσείοντες κατά τρόπο που να έδειχνε ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ τους. Αντ' αυτού οι εφεσείοντες επέλεξαν να μην απαντήσουν ούτε στην επόμενη επιστολή των εφεσιβλήτων που εστάλη τρεις μήνες μετά όπου τονιζόταν από πλευράς των εφεσιβλήτων ότι έπρεπε να προγραμματιστεί η εκτέλεση του έργου. Και πάλι οι εφεσείοντες δεν απάντησαν, ενώ με το Τεκμ. 14, τους ζητήθηκε έκπτωση στις τιμές.
4. Το γεγονός ότι στο Τεκμ. 8 γίνεται αναφορά από τους εφεσίβλητους ότι αναμενόταν η υπογραφή των μεταξύ τους συμβολαίων δεν σήμαινε ότι δεν είχε συνομολογηθεί προφορική έστω συμφωνία. Δεν είναι η παρούσα η περίπτωση όπου θεωρείται ότι δεν επέρχεται συμφωνία μέχρις ότου καταρτιστεί σχετική έγγραφη συμφωνία. Η υπογραφή εδώ των συμβολαίων θα ήταν η φυσιολογική και αναμενόμενη προέκταση που θα ακολουθούσε την κατακύρωση των προσφορών από τον εργοδότη στους εφεσείοντες.
5. Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αλλαγή που επιδιώχθηκε από τους εφεσείοντες στους υπεργολάβους των μηχανολογικών, η οποία αλλαγή και επετεύχθη με τη συγκατάθεση των εργοδοτών, οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις μειωμένες τιμές που εξασφάλισαν από άλλους υπεργολάβους.
6. Στην υπό κρίση περίπτωση οι πιθανές αποζημιώσεις των εφεσιβλήτων, ως υπεργολάβων, που υπέστησαν από τη συμπεριφορά των εφεσειόντων ως κυρίως εργολάβων, θα έπρεπε κατ΄ αναλογία να λογιστούν στη βάση της αναζήτησης αποζημιώσεων όταν το συμβόλαιο διαρρηγνύεται από τον εργοδότη με αποτέλεσμα να υφίσταται ζημία ο κυρίως εργολάβος.
7. Οι εφεσίβλητοι δεν προώθησαν την υπόθεση τους στη βάση του κέρδους ή οφέλους που απεκόμισαν οι εφεσείοντες με βάση τη συνομολόγηση των συμφωνιών με τους νέους υπεργολάβους, αλλά αντίθετα, ως προαναφέρθηκε, στη βάση της απώλειας κέρδους («expectation interest»). Η σχετική αναφορά, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν νομικά και πραγματικά αχρείαστη, και μόνο σύγχυση μπορούσε να προκαλέσει.
8. Ως προς το δεύτερο άξονα, ήταν επίσης ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ως δεδομένο ότι η μείωση των εξελεγμένων λογαριασμών του έτους 2001 είχε σχέση με τη μη ανάθεση των εργασιών στους εφεσίβλητους, ενώ η μαρτυρία μέσω των τεκμηρίων 20 και 21, ήταν ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τους νέους υπεργολάβους για μεν το έργο της Πάφου συμφωνία στις 27.12.2001, με έναρξη εργασιών 14 ημέρες μετά, για δε το Λύκειο, η συμφωνία υπεγράφη στις 13.11.2001, με έναρξη εργασιών και πάλι 14 ημέρες μετά.
9. Οι λογαριασμοί της εταιρείας το 2002 κ.ε. ήταν κερδοφόροι, ενώ για το 2001, οι προσφορές που απώλεσαν οι εφεσίβλητοι αφορούσαν στην ουσία περίοδο προς το τέλος του έτους και για την οποία δεν έπραξαν στην ουσία οτιδήποτε, κρίνεται ότι το διαφυγόν κέρδος που θεωρήθηκε ως ορθό πρωτοδίκως, ήταν υπερβολικό και μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα.
10. Η όλη άσκηση επομένως ήταν εν πολλοίς θεωρητική, ενώ δεν επεξηγήθηκε με επάρκεια από τη μαρτυρία, η στην πραγματικότητα απωλεσθείσα εργασία και το κέρδος που θα πραγματοποιείτο το τελευταίο ενάμιση μήνα του 2001 ή η επίπτωση της απώλειας των προσφορών επί των οικονομικών του 2002.
11. Παρέμενε υπό το φως των διαπιστωθέντων ως άνω προβλημάτων απόδειξης της ζημιάς που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι και της λανθασμένης επ' αυτού προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο καθορισμός της αποζημίωσης. Υπό το φως των ανωτέρω, καθορίστηκε το απωλεσθέν κέρδος στο 5%, λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή μείωση στα κέρδη του 2001, τη μη παραγγελία οποιουδήποτε αγαθού, μηχανήματος ή προϊόντος από τους εφεσίβλητους, και το γεγονός ότι η κερδοφορία της εταιρείας των εφεσιβλήτων δεν επηρεάστηκε από το 2002 κ.ε. Άλλωστε και οι ίδιοι οι εφεσείοντες καθόρισαν στη μαρτυρία τους το ποσοστό κέρδους, μέχρι 5%.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679,
Hadley v. Baxendale [1854] 9 Ex. 341,
Victoria Laundry v. Newman Industries [1949] 2 K.B. 528 (C.A.),
Koufos v. Czarnikow [1969] 1 A.C. 350 (H.L.),
Saab a.o. v. Holy Monaster of Ay. Neophytos (1987) 1 C.L.R. 499,
Biggin v. Permanite [1951] 1 K.B. 422,
Chaplin v. Hicks [1911] Q.B. 786,
Simpson v. London and North Western Rail Co [1876] 1 Q.B.D. 274.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 10443/02), ημερομηνίας 26/6/2008.
Ν. Παρτασίδου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείοντες, δημόσια εργοληπτική εταιρεία, υπέβαλαν προσφορές για εκτέλεση δύο έργων του δημοσίου, για την ανέγερση του Λυκείου Ιδαλίου και την ανέγερση βοηθητικών εγκαταστάσεων στον αερολιμένα Πάφου. Στα πλαίσια αυτά οι εφεσείοντες ζήτησαν διάφορες προσφορές από υπεργολάβους ως προς τη διεκπεραίωση των ηλεκτρικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων των δύο έργων. Οι εφεσίβλητοι, ιδιωτική εταιρεία που ασχολείται με μηχανολογικές εγκαταστάσεις, ήσαν ανάμεσα στους προσφοροδότες εκείνους που υπέβαλαν προσφορά προς τους εφεσείοντες. Οι τελευταίοι, αφού αξιολόγησαν τις προσφορές από τους διάφορους υπεργολάβους, έκριναν τις προσφορές των εφεσιβλήτων ως τις πλέον κατάλληλες, ενσωματώνοντας τις στις δικές τους αντίστοιχες προσφορές προς τις αρμόδιες δημόσιες αρχές που ήσαν οι εργοδότες των έργων, δηλαδή, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για το Λύκειο και το Υπουργείο Άμυνας για τον αερολιμένα Πάφου.
Οι προσφορές που υπέβαλαν οι εφεσείοντες προς το δημόσιο για τα δύο έργα τελούσαν υπό την προϋπόθεση ότι οι τεχνικοί των αρμοδίων Υπουργείων θα ενέκριναν τους υπεργολάβους, μέσω των εφεσειόντων, για τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις, οι δε προσφορές θα κατακυρώνονταν προς τους εφεσίβλητους ως οι κύριοι εργολάβοι των δύο έργων. Και τα δύο έργα κατακυρώθηκαν τελικώς στους εφεσίβλητους, όπως γνωστοποιήθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 2001, με αποτέλεσμα να υπογραφεί στις 13.11.2001 συμφωνία για την ανέγερση του Λυκείου και στις 27.12.2001 συμφωνία για τις εγκαταστάσεις στο αεροδρόμιο Πάφου.
Οι εφεσείοντες αποφάσισαν ότι δεν θα χρησιμοποιούσαν τις υπηρεσίες των εφεσιβλήτων για τη διεκπεραίωση των μηχανολογικών εγκαταστάσεων στα δύο έργα, αναθέτοντας τις εργασίες σε άλλους υπεργολάβους και συγκεκριμένα στην εταιρεία M & S Climatherm Mechanical Ltd, με βάση συμφωνία ημερ. 14.3.2002 (Τεκμ. 23), και στην εταιρεία Aircontrol Ltd, στη βάση συμφωνίας ημερ. 21.2.2002, (Τεκμ. 22). Και για τις δύο αυτές διαφοροποιήσεις στους υπεργολάβους των μηχανολογικών, λήφθηκε η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργοδοτών, δηλαδή, των δύο Υπουργείων, με βάση τη διαδικασία που προβλεπόταν από τον περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμο αρ. 102(Ι)/97. Σημειώνεται σ' αυτό το στάδιο ότι ενώ οι εφεσίβλητοι είχαν προσφοροδοτήσει για την ανέγερση του Λυκείου στο ποσό των £101.860 και για το έργο της Πάφου στο ποσό των £326.500, στους αντίστοιχους νέους υπεργολάβους ανατέθηκαν τα δύο έργα έναντι των ποσών των £76.500, για το Λύκειο και £275.000, για το έργο στην Πάφο.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι ουδέποτε υπήρξε μεταξύ των διαδίκων γραπτή συμφωνία ανάθεσης της υπεργολαβίας των δύο έργων. Η έκθεση απαίτησης των εφεσιβλήτων ως εναγόντων πρωτοδίκως στηρίχθηκε στη συνομολόγηση προφορικής συμφωνίας επιβεβαιωμένης και από ρητούς και/ή εξυπακουόμενους όρους των εγγράφων προσφοράς, όπως θα αναφερθούν κατωτέρω. Είναι όμως δεκτό ότι ουδέποτε υπήρξε σαφής ανάθεση της υπεργολαβίας από τους εφεσείοντες στους εφεσίβλητους από την άποψη της υπογραφής αναλόγων συμφωνιών, όπως οι εφεσείοντες υπέγραψαν αργότερα με τους νέους υπεργολάβους Climatherm και Aircontrol με τα Τεκμ. 22 και 23.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε εκτεταμένη μαρτυρία σε σχέση με τις συνθήκες ανάθεσης των δύο έργων και αφού έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεσμεύθηκαν έναντι των εφεσιβλήτων ότι θα τους χρησιμοποιούσαν ως υπεργολάβους στα δύο έργα, στη συνέχεια διέρρηξαν τη συμφωνία τους με αυτούς, με αποτέλεσμα οι εφεσίβλητοι να δικαιούνταν σε αποζημιώσεις. Με διάφορες συλλογιστικές καθόρισε ότι η ορθή και δίκαιη αποζημίωση που θα έπρεπε να λάβουν οι εφεσίβλητοι για την απώλεια της εκτέλεσης των δύο έργων, ήταν στο ποσοστό του 10% επί του συνόλου των δύο προσφορών των εφεσιβλήτων, που αντιστοιχούσε στο ποσό των £42.836, ή €73.189,65, κατά την έκδοση της απόφασης, το οποίο και επιδικάστηκε εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, με νόμιμο τόκο πλέον έξοδα, αφού προηγουμένως κρίθηκε ότι στην εξέλιξη των γεγονότων οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να λάβουν οποιαδήποτε λογικά μέτρα για να περιορίσουν τις ζημιές τους.
Με 19 λόγους έφεσης επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης επί όλων των θεμάτων. Προεξάρχουσα θέση ήταν η κατ' ισχυρισμόν των εφεσειόντων, εσφαλμένη συλλογιστική του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς την κατάληξη του ότι όντως είχαν συνομολογηθεί δεσμευτικές συμφωνίες προς ανάθεση των δύο έργων στους εφεσίβλητους. Η μαρτυρία που δόθηκε, κατά την άποψη τους, ήταν τέτοια που όχι μόνο δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα ως προς την ύπαρξη δεσμευτικής συμφωνίας, αλλά αντίθετα θα έπρεπε να αποφασιστεί ότι καμία συμφωνία δεν έγινε μεταξύ των διαδίκων στα δεδομένα της όλης υπόθεσης. Στην ουσία οι 13 πρώτοι λόγοι έφεσης ασχολούνται με το ζήτημα της συνομολόγησης της συμφωνίας, με βασική εισήγηση ότι οι εφεσείοντες είχαν απλώς ζητήσει την υποβολή προσφορών, μεταξύ άλλων, και από τους εφεσίβλητους, χωρίς ποτέ να υπάρξει τελική δέσμευση, εξ ου και ουδέποτε υπεγράφη οποιαδήποτε συμφωνία. Η πρόσκληση για υποβολή προσφορών ήταν πρόσκληση για διαπραγμάτευση («invitation to treat») και όχι προσφορά («offer») και επομένως δεν έγινε ποτέ αποδοχή («acceptance»), από πλευράς των εφεσειόντων της προσφοράς εκ μέρους των εφεσιβλήτων ώστε να συνομολογηθεί, κατά το δίκαιο, δεσμευτική σύμβαση.
Πρωτοδίκως η κύρια μαρτυρία από πλευράς των εφεσιβλήτων δόθηκε από τον Μάριο Φράγκο, Μ.Ε.1, μηχανολόγο και διευθυντή και μέτοχο των εφεσιβλήτων, ο οποίος και κατέθεσε περί των συνθηκών επαφής του με τους εφεσείοντες και τον τρόπο που η δική τους προσφορά υποβλήθηκε και ενσωματώθηκε στις προσφορές που υπέβαλαν οι εφεσείοντες προς την εργοδότρια κυβέρνηση για τα δύο έργα. Μεταξύ άλλων ανέφερε, στις σελ. 36-37 των πρακτικών, ότι είχε επικοινωνία με τον εκπρόσωπο των εφεσειόντων Σάββα Βλαδιμήρου, ο οποίος του είχε τηλεφωνήσει έχοντας πάρει το όνομα της εταιρείας των εφεσιβλήτων από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, με σκοπό να τον προτρέψει να υποβάλουν προσφορά στις καλύτερες δυνατές τιμές «.. για να αναλάβουμε μαζί το έργο διαφορετικά δεν θα μπορούσε να υποβάλει προσφορά και θα έχανε το έργο». Αυτό αφορούσε την ανέγερση του Λυκείου. Το ίδιο όμως ακολούθησε και για την προσφορά για το έργο της Πάφου. Μετέπειτα, όταν υποβλήθηκαν οι προσφορές, ο ίδιος ο Βλαδιμήρου του τηλεφώνησε και του ανέφερε ότι είχαν πάρει και τα δύο έργα, εξ ου και οι εφεσίβλητοι απέστειλαν συγχαρητήρια επιστολή προς τους εφεσείοντες ημερ. 31.10.2001 (Τεκμήριο 7).
Δέχθηκε ότι ουδέποτε ζήτησε ο ίδιος από τους εφεσείοντες γραπτή επιστολή στην οποία να φαίνεται ότι οι προσφορές είχαν κατακυρωθεί σε αυτούς. Εξήγησε στη συνέχεια ότι και η επιστολή που απέστειλε ημερ. 11.2.2002 (Τεκμήριο 14), προς το Μάριο Βαρναβίδη με την οποία, ως εφεσίβλητοι, αναφέρθηκαν σε τελικές μειωμένες προσφορές για τα δύο έργα, που συνολικά αφορούσαν έκπτωση της τάξης των £13.360 ή 3.1% επί του συνόλου «.. ελπίζοντας σε μια καλή συνεργασία», εστάλη διότι ο ίδιος ο Βλαδιμήρου του είχε ζητήσει να απευθύνει τη συγκεκριμένη επιστολή στο Βαρναβίδη, με την παράκληση οι εφεσίβλητοι να προβούν σε ανάλογη έκπτωση χάριν της καλής τους συνεργασίας, διότι και οι ίδιοι ως εφεσείοντες, αναγκάστηκαν να δώσουν έκπτωση στις προσφορές. Το ίδιο νόημα είχε και η επιστολή του ημερ. 30.1.2002, προς το διευθυντή εκτέλεσης έργων των εφεσειόντων (Τεκμ. 8), στην οποία αναφορικά με το έργο της Πάφου σημείωσε ότι δεν είχε οποιαδήποτε επικοινωνία σε σχέση με τις μηχανολογικές εργασίες με τους εφεσείοντες «.. και την υπογραφή των μεταξύ μας συμβολαίων», ζητώντας να διευθετηθεί συνάντηση για τον περαιτέρω προγραμματισμό του έργου.
Όσον αφορά τις ζημιές που υπέστησαν, ο μάρτυρας βασίστηκε στο ότι η απώλεια εν τέλει των προσφορών, τους εμπόδισε να αναλάβουν άλλες εργασίες έχοντας υπόψη ότι θα διεκπεραίωναν τα δύο αυτά έργα και άρα ετοιμάζονταν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις αυτές. Το κέρδος που ανέμεναν ως εφεσείοντες ήταν μεταξύ του 16-20%, ενώ δεν υπήρχαν άλλα αξιόλογα έργα στα οποία οι εφεσίβλητοι να απασχολήσουν το προσωπικό τους. Αρνήθηκε υποβολές ότι για τα έτη 2002-2003, οι εφεσίβλητοι είχαν αυξημένο κύκλο εργασιών ή ότι ήταν άσχετο το έτος 2001 για σκοπούς υπολογισμού των ζημιών, διότι από τα τέλη Αυγούστου 2001 μέχρι το Φεβρουάριο του 2002, η εταιρεία τους δεν εκτέλεσε καμιά ουσιαστική εργασία.
Ο Γεώργιος Παπαδημήτρης εγκεκριμένος λογιστής-ελεγκτής κατέθεσε ως Μ.Ε.2 ότι οι εφεσίβλητοι στη βάση των οικονομικών καταστάσεων τους κατά τα έτη 2002-2005, είχαν ένα ποσοστό κέρδους μεταξύ 13.09% μέχρι 14.53%, και επομένως οι εφεσίβλητοι υπέστησαν το 2001 μια μείωση κέρδους από τη μη εκτέλεση των έργων αυτών, εφόσον το ποσοστό κέρδους για το έτος αυτό είχε μειωθεί στα 12.96%.
Οι δύο επόμενοι μάρτυρες των εφεσιβλήτων ήσαν οι Γιώργος Ριαλάς, Μ.Ε.3, σύμβουλος ηλεκτρολόγος μηχανικός, η εταιρεία του οποίου, Hideo Ltd, είχε αναλάβει εκ μέρους του Υπουργείου Άμυνας τη μελέτη των ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων για το έργο στην Πάφο. Οι εφεσείοντες είχαν αναλάβει την εκτέλεση του έργου για τις οικοδομικές εργασίες με εσωτερικούς υπεργολάβους τους εφεσίβλητους. Η δική του εργασία ήταν να ελέγξει, μεταξύ άλλων, ότι οι κυρίως εργολάβοι μαζί με τους όποιους υπεργολάβους χρησιμοποιούν, μπορούν να τύχουν της αναγκαίας έγκρισης από τους συμβούλους και τον ιδιοκτήτη, να κριθούν, δηλαδή, ικανοί προς εκτέλεση της όλης εργασίας. Οι εφεσίβλητοι ως εσωτερικοί υπεργολάβοι των μηχανικών έτυχαν αυτής της έγκρισης από την εταιρεία του και τον ιδιοκτήτη του έργου, δηλαδή, τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Άμυνας. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η μαρτυρία του Ανδρέα Μαραγκού, Μ.Ε.4, μηχανολόγου μηχανικού στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, εγκρίνοντας, ως μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης, τους εφεσείοντες ως κυρίως εργολάβους για την εκτέλεση του έργου στο Λύκειο, καθώς και τους υπεργολάβους των μηχανικών, δηλαδή, τους εφεσίβλητους. Παρόμοια μαρτυρία για το έργο στο Λύκειο, έδωσε και ο Πάνος Σπυρίδης, Μ.Ε.5, που διατηρεί δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο στη Λεμεσό και ο οποίος κατέθεσε ότι οι εφεσίβλητοι δεν εκτέλεσαν τελικά το δικό τους μέρος που τους αναλογούσε στο συμβόλαιο, διότι οι εφεσείοντες ζήτησαν να αλλάξουν τους ηλεκτρομηχανολόγους τους επικαλούμενοι φόρτο εργασίας του υπεργολάβου, δηλαδή, των εφεσιβλήτων, θεωρώντας ότι εάν υπήρχαν νέοι υπεργολάβοι το έργο θα τελείωνε στα χρονικά πλαίσια του συμβολαίου.
Η αντίθετη μαρτυρία που δόθηκε από τους εφεσείοντες αποτελείτο από αυτή του Σάββα Βλαδιμήρου, Μ.Υ.1, και του Σταύρου Θεοδοσίου, Μ.Υ.2. Ο Βλαδιμήρου κατά την περίοδο εργοδότησης του με τους εφεσείοντες είχε ως κύριο καθήκον την ετοιμασία των προσφορών για τις οποίες οι εφεσίβλητοι επιθυμούσαν να προσφοροδοτήσουν, στα πλαίσια δε αυτά επικοινώνησε ο ίδιος με τους εφεσίβλητους για να δώσουν προσφορά για τα ηλεκτρολογικά και μηχανολογικά. Όπως κατέθεσε στη συνέχεια, ο ίδιος επεξεργάστηκε τις προσφορές των εφεσιβλήτων και για τα δύο έργα και τις ενσωμάτωσε στη συνολική προσφορά που υπέβαλαν ως εφεσείοντες προς το δημόσιο. Καταχώρησε επίσης το όνομα των εφεσιβλήτων στα έντυπα που υπεβλήθηκαν προς το δημόσιο δηλώνοντας τους εφεσίβλητους ως τους προτιθέμενους συνεργάτες των εφεσειόντων για την εκτέλεση των έργων. Δέχθηκε πρόσθετα ότι ως εφεσείοντες είχαν ζητήσει κάποια στοιχεία τα οποία είχαν ζητηθεί από τους συμβούλους των εργοδοτών, αλλά ο ίδιος δεν αναμείχθηκε περαιτέρω, ούτε θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει στις επιστολές των εφεσιβλήτων, Τεκμ. 7 και 8, διότι ο ρόλος του έληξε με την αξιολόγηση και ενσωμάτωση των προσφορών των εφεσιβλήτων.
Ο Θεοδοσίου, Γενικός Διευθυντής των εφεσειόντων, είχε την ευθύνη, μεταξύ άλλων, της παρακολούθησης της ετοιμασίας των προσφορών, της υποβολής τους και της εκτέλεσης των έργων που κατακυρώνονται. Μέρος της διαδικασίας ετοιμασίας των προσφορών είναι και η αναζήτηση προσφορών για επί μέρους «κομμάτια» του έργου, ένα από τα οποία ήταν και οι μηχανολογικές εργασίες. Στα πλαίσια αυτά οι εφεσίβλητοι ετοίμασαν προσφορά, αλλά δεν είχε δημιουργηθεί οποιαδήποτε δέσμευση μεταξύ τους, διότι η συνήθης πρακτική είναι να ζητούνται προσφορές από αριθμό υπεργολάβων, λόγω δε πίεσης χρόνου δεν είναι δυνατό να γίνει επισταμένη αξιολόγηση όλων των προσφορών με αποτέλεσμα να γίνεται μια σχετικά πρόχειρη αξιολόγηση χωρίς όμως δέσμευση προς τον υπεργολάβο. Ως δημόσια εταιρεία οι εφεσείοντες χρησιμοποιούν για την κατακύρωση προσφοράς προς υπεργολάβο τα κριτήρια της ποιότητας, του χρόνου, της τιμής, της τυχόν προηγούμενης συνεργασίας, καθώς και του γεωγραφικού χώρου εκτέλεσης του έργου.
Σε σχέση με το Τεκμ. 4, εισηγήθηκε ότι αυτό ήταν μια τυπική επιστολή που ζητείται από όλους τους υπεργολάβους ώστε να υπάρχει η δέσμευση τους ότι στην περίπτωση επιλογής του εργολάβου θα είναι και οι ίδιοι σε θέση να εκτελέσουν το έργο. Μετά την υπογραφή των συμφωνιών με τους εργοδότες, τους ζητήθηκε να αναθεωρήσουν το χρόνο παράδοσης του έργου. Εφόσον από την ημέρα της υποβολής των προσφορών μέχρι την υπογραφή των συμφωνιών υπήρχε επαρκής χρόνος, έγινε νέα αξιολόγηση των διαφόρων προσφορών υπεργολαβίας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ήθελαν να χρησιμοποιήσουν άλλο υπεργολάβο. Με αντικειμενικά λοιπόν κριτήρια επέλεξαν την μεν Air Control για το έργο της Πάφου, την δε Climatherm για το Λύκειο. Έγινε στη συνέχεια εκ μέρους τους η νενομισμένη διαδικασία για την αλλαγή των υπεργολάβων και έλαβαν τις σχετικές εγκρίσεις για την αντικατάσταση τους. Ο λόγος που δεν απάντησαν στην επιστολή Τεκμ. 7, είναι διότι δεν είχε ακόμη αποφασιστεί σε εκείνο το στάδιο αν θα κατακύρωναν την προσφορά στους εφεσίβλητους. Όσον αφορά το Τεκμ. 8, το περιεχόμενο της επιστολής φανέρωνε ότι ουδέποτε κάλεσαν τους εφεσίβλητους να υπογράψουν οποιαδήποτε συμβόλαια.
Ως προς τις αποζημιώσεις που διεκδικούσαν οι εφεσίβλητοι, η υποκειμενική του απάντηση ήταν ότι το κέρδος στην οικοδομική βιομηχανία κυμαίνεται μεταξύ του 2, 3 ή 4%, οι δε μηχανολογικές εργασίες, μέρος της προσφοράς τους προς το δημόσιο, καταλάμβαναν ένα μικρό ποσοστό του όλου έργου, λιγότερο από 5% για το έργο της Πάφου και γύρω στα 4% για το Λύκειο. Εν πάση περιπτώσει οι κατακυρώσεις προς την εταιρεία τους και οι σχετικές συμφωνίες υπογράφησαν στις 13.11.2001 και 27.12.2001 και επομένως ήταν αδύνατο για τους ίδιους να αρχίσουν εργασίες εντός του 2001, εκτός από κάποιες περιφράξεις και προκαταρκτικές εκσκαφές. Οι κύριες εργασίες φυσιολογικά θα εκτελούνταν εντός του 2002 και μέρος του 2003. Επομένως, πρακτικώς δεν μπορούσαν να γίνουν μηχανολογικές εργασίες από πλευράς των εφεσιβλήτων εντός του 2001.
Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε δέσμευση των εφεσειόντων έναντι των εφεσιβλήτων. Η κρίση αυτή στηρίχθηκε κυρίως στο γεγονός ότι η προσφορά των εφεσιβλήτων ενσωματώθηκε στην προσφορά που οι ίδιοι οι εφεσείοντες υπέβαλαν προς τον εργοδότη των δύο έργων, αφού προηγουμένως έτυχε αξιολόγησης ως η καταλληλότερη. Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω ότι το όλο εγχείρημα ήταν υπό την αίρεση δύο παραγόντων: (i) της έγκρισης των εφεσιβλήτων ως υπεργολάβων για την εκτέλεση των μηχανολογικών εργασιών και (ii) της κατακύρωσης των προσφορών στους εφεσείοντες. Κρίθηκε επομένως ότι συνομολογήθηκε σύμβαση υπό αίρεση κατά τα Άρθρα 31 και 32 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, εφόσον δε τα γεγονότα τα οποία ήταν υπό αίρεση επήλθαν, καταρτίστηκε ισχυρή σύμβαση.
Με στοχευμένους λόγους έφεσης ως προς τις επιμέρους κρίσεις του Δικαστηρίου οι εφεσείοντες επιχειρηματολογούν όπως και πρωτοδίκως, ότι η οποιαδήποτε εισήγηση τους προς τους εφεσιβλήτους προς υποβολή προσφοράς για τις μηχανολογικές εργασίες ήταν μόνο πρόσκληση προς διαπραγμάτευση και όχι προσφορά που έγινε αποδεκτή από τους εφεσείοντες σε οποιοδήποτε στάδιο. Προς τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι ουδέποτε καταρτίστηκε γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων στην οποία να καταγράφονται ρητά και οι διάφοροι όροι και ρήτρες σε περίπτωση ύπαρξης προβλημάτων. Κατά τα άλλα το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την προφορική, αλλά και τη γραπτή μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του.
Η κα Παρτασίδου κατά την έφεση υπέμνησε τις βασικές αρχές συνομολόγησης σύμβασης και τη διαφορά μεταξύ πρόσκλησης για διαπραγμάτευση («invitation to treat») και προσφοράς («offer»). Αυτό υπό το φως της γενικότερης δικαιϊκής αρχής ότι για τη σύναψη έγκυρης συμφωνίας είναι αναγκαία η δικαιοπρακτική βούληση προς δημιουργία έννομης σχέσης. Στο πλαίσιο του δικαίου των προσφορών, η πρόσκληση για την υποβολή προσφοράς δεν δημιουργεί σύμβαση διότι τέτοια πρόσκληση αποτελεί μόνο πρόσκληση προς προσφορά, με αποτέλεσμα να μην είναι καν αναγκαίο για τον ιδιοκτήτη να αναφέρει ρητώς ότι δεν δεσμεύεται στο να αποδεχθεί τη χαμηλότερη προσφορά, Halsbury's Laws of England 4η έκδ., Τόμος 4(3), παρ. 15 και 17). Η αποδοχή της προσφοράς πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και σαφής και αυτό αποδεικνύεται κατά κανόνα με την παραγγελία των προσφερομένων προϊόντων ή την εκτέλεση των εργασιών, (Chitty on Contracts, General Principles, 23η έκδ., παρ. 53).
Τα συμβόλαια εργολαβίας, όπως κάθε άλλο συμβόλαιο ή σύμβαση, βασίζονται στην ύπαρξη συμφωνίας. Όπως αναφέρεται στον Keating on Bulilding Contracts (1991), σελ. 11:
«In deciding whether there has been an agreement and what its terms are the court looks for an offer to do or forbear from doing something by one party and an acceptance of that offer by the other party, turning the offer into a promise.»
Εξηγείται δε στη συνέχεια ότι ο εργοδότης, συνήθως μέσω του αρχιτέκτονα του, αποστέλλει πρόσκληση προς υποβολή προσφοράς («invitation to tender»), η οποία δεν αποτελεί κατά κανόνα προσφορά δεσμευτική προς τον εργοδότη να αποδεχθεί τη χαμηλότερη ή οποιαδήποτε προσφορά. Η ετοιμότητα από τον εργολάβο να εκτελέσει την εργασία αποτελεί την προσφορά («tender»), αλλά διευκρινίζεται ότι:
«It may well happen that as a result of negotiation, it is the employer who eventually makes the offer.»
Παρά τις παρουσιαζόμενες ομολογουμένως ατέλειες στο πρωτόδικο σκεπτικό, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια, και στον τρόπο αξιολόγησης της ολότητας της μαρτυρίας, η κρίση του, σφαιρικά, υπό το φως της ολότητας των γεγονότων, ήταν ορθή τουλάχιστον ως προς την κατάρτιση δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Η βασική μαρτυρία εδώ του Βλαδιμήρου ήταν ότι ο ίδιος επικοινώνησε με τους εφεσίβλητους με την προτροπή να υποβάλουν προσφορά. Αυτό, βέβαια, από μόνο του δεν δημιούργησε οποιαδήποτε υποχρέωση στους εφεσείοντες. Ο Φράγκος ανέφερε όμως στη μαρτυρία του ότι του ελέχθη από τον Βλαδιμήρου ότι θα υπέβαλαν μαζί την προσφορά προς το δημόσιο, διαφορετικά θα έχαναν το έργο, διότι δεν έβρισκε κανένα να υποβάλει προσφορά (σελ. 36 των πρακτικών). Και περαιτέρω του ζητήθηκε να προσφέρει την καλύτερη δυνατή τιμή «.. για να αναλάβουμε μαζί το έργο». Αυτή η μαρτυρία δόθηκε κατά την αντεξέταση, χωρίς να αμφισβητηθεί άμεσα. Δεν έτυχε όμως ιδιαίτερου σχολιασμού από το Δικαστήριο, το οποίο θεώρησε ότι ο Βλαδιμήρου, παρά την προς το αντίθετο μαρτυρία του, είχε στην ουσία δώσει υπόσχεση στον Φράγκο ότι ως υπεργολάβοι θα αναλάμβαναν το έργο. Η συλλογιστική εδώ του Δικαστηρίου δεν ήταν στερεή και ορθά η συνήγορος των εφεσειόντων εντόπισε τις σχετικές προς τούτο αδυναμίες. Η θέση πρωτοδίκως ότι επειδή ο Βλαδιμήρου είχε μιλήσει πολλές φορές με τον Φράγκο, εξαγόταν και το συμπέρασμα ότι ήταν λογικό να επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια των συνομιλιών αυτών από τον Βλαδιμήρου η ανάθεση του έργου στους εφεσίβλητους, ήταν διπλά λανθασμένη. Πρώτον, διότι δεν αποδέχθηκε ο Βλαδιμήρου ότι υπήρξαν πολλές συνομιλίες και δεύτερο ήταν ανακόλουθο ότι ήταν «συνεπώς λογικό να επιβεβαιωθεί» από τον Βλαδιμήρου η ανάθεση των εργασιών. Αυτό αποτελούσε συμπέρασμα που δεν είχε άμεσο έρεισμα στη μαρτυρία. Ούτε «αυτονόητο» ήταν, όπως το έθεσε το Δικαστήριο, ενώ και η σκέψη του ότι «δεν βλέπω λόγο γιατί να μην το είχε επιβεβαιώσει» ο Βλαδιμήρου, ήταν ομοίως επισφαλής. Τέτοια θέση άλλωστε δεν υπεβλήθη καν κατά την αντεξέταση του Βλαδιμήρου.
Η κύρια όμως σημασία της μαρτυρίας Βλαδιμήρου στην οποία εύλογα απέδωσε καίρια σημασία το Δικαστήριο, έγκειται στο γεγονός ότι όχι μόνο αξιολόγησε, μεταξύ άλλων προσφορών, και αυτή των εφεσιβλήτων, αλλά και την επέλεξε για ενσωμάτωση στη δική τους προσφορά προς το δημόσιο. Την ενσωμάτωση αυτή στην προσφορά των εφεσειόντων δέχθηκε βέβαια και ο ίδιος ο Θεοδοσίου, ο οποίος ορθά χαρακτήρισε τους εφεσίβλητους ως «προτεινόμενους υπεργολάβους», ενώ ο Βλαδιμήρου αναφέρθηκε και στην καταχώρηση του ονόματος της εταιρείας των εφεσιβλήτων στα σχετικά έντυπα προς τον εργοδότη. Μάλιστα επί λέξει ο μάρτυρας αυτός στη σελ. 77 των πρακτικών σ' απάντηση σε σχετική ερώτηση ότι έγινε εκ μέρους τους επιλογή ότι οι εφεσίβλητοι θα ήταν οι ονομαζόμενοι υπεργολάβοι για τα προτεινόμενα έργα, είπε:
«Ναι, η πρόταση μας προς τον εργοδότη ήταν ότι θα χρησιμοποιείτο η εταιρεία Φράγκος».
Αυτή η θέση έλαβε και έγγραφη μορφή στα Τεκμ. 1 και 2, που είναι το μέρος των εντύπων προσφοράς που αφορούν τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις όπως αναλυτικά υποβλήθηκαν από τους εφεσίβλητους, για το Λύκειο και το έργο της Πάφου. Στο Τεκμ. 1, για παράδειγμα, (η προσφορά για το Λύκειο), υπάρχει σε κάθε σελίδα η σφραγίδα των εφεσιβλήτων, καθώς η σφραγίδα των εφεσειόντων, στη δε σελ. 24 υπάρχει και η υπογραφή του εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου των εφεσιβλήτων που αφορά το συνολικό προσφερόμενο ποσό, των £111.860, με ημερ. 1.8.01, ενώ στη σελ. 25 (Συμπλήρωμα Προσφοράς), δίνονται οι λεπτομέρειες των προτεινομένων μηχανημάτων/υλικών «διά τη διευκόλυνση αξιολόγησης από τον Σύμβουλο Μηχανικό». Στη σελ. 26 υπάρχει και η εξής σημαντική αναφορά:
«ΕΤΑΙΡΕΙΑ Η ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΩΝ
ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Η κατασκευή των μηχανολογικών εγκαταστάσεων θα ανατεθεί στην εταιρεία/συνεταιρισμό M & M Fangos ENG. & CONT. LTD.»
Ακολουθεί καταγραφή των έργων που οι εφεσίβλητοι έχουν εκτελέσει τα τελευταία τρία χρόνια, η υπογραφή του Φράγκου, η σφραγίδα των εταιρειών και των δύο διαδίκων και η σημείωση: «Να υποβληθεί μαζί με την προσφορά πλήρως συμπληρωμένη.». Για το έργο της Πάφου, στο Τεκμ. 2, η τελευταία σελίδα αφορά την περίληψη της προσφοράς των μηχανολογικών εγκαταστάσεων, σε σύνολο τιμής £326.500, με το όνομα και την υπογραφή των εφεσιβλήτων και με ημερομηνία 4.9.2001.
Σε σχέση με τα πιο πάνω, το Τεκμ. «4» ημερ. 13.9.01 (για το έργο της Πάφου), δεν είναι άνευ σημασίας. Αφορά διαβεβαίωση των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες ότι αν το συμβόλαιο κατακυρωνόταν στους τελευταίους από τον εργοδότη, οι ίδιοι θα ήταν σε θέση να εκτελέσουν το έργο σύμφωνα με την προσφορά τους ημερ. 4.9.2001. Ως επί λέξει καταγράφηκε στο τεκμήριο:
«Fax To: A. Panayides Contracting Ltd
Fax No: 02-664257
13th September 2001
Attn Mr. Savvas Vladimirou
Dear Sir,
Προσφορά για Μηχανολογικές Εγκαταστάσεις
Στον Αερολιμένα Πάφου Τ.Υ. 130/98
With regards to the above project and our tender submitted to yourselves for the Mechanical installations we confirm that if the contract is awarded to your organization we will execute the Mechanical works as per our tender submitted to you on 4th September 2001.
Yours truly,
Marios Frangos.»
Ως προς αυτό το τεκμήριο, ο Θεοδοσίου στη σελ. 83, εξήγησε ότι ήταν μια τυπική στο περιεχόμενο της επιστολή «... για να είμαστε σίγουροι ότι σε περίπτωση που επιλεγεί ο συγκεκριμένος υπεργολάβος να έχουμε τη δέσμευση του ότι ... θα είναι σε θέση να εκτελέσει το έργο σύμφωνα με την προσφορά του.» Παρόλο που στην αντεξέταση του ο Θεοδοσίου αρνήθηκε στη σελ. 112 τη σημασία τόσο του Τεκμ. 4, όσο και των Τεκμ. 5 και 6 (που ήταν τα πρόσθετα στοιχεία που ζήτησαν οι σύμβουλοι των δύο έργων από τους εφεσίβλητους απευθείας ή μέσω των εφεσειόντων), η σημασία του παραμένει σαφής. Δεν μπορούσε, κατά το δίκαιο, το Τεκμ. 4 να ήταν μόνο μια μονομερής δέσμευση από τους εφεσίβλητους προς τους εφεσείοντες. Η δέσμευση των πρώτων ότι θα εκτελούσαν το έργο αν αυτό κατακυρωνόταν προς τους τελευταίους, δημιουργούσε υπό το φως της μαρτυρίας και ειδικότερα των Φράγκου και Θεοδοσίου και αντίστοιχη υποχρέωση των εφεσειόντων προς τους εφεσίβλητους. Εξυπάκουε, δηλαδή, δέσμευση εκατέρωθεν. Έπεται ότι και η συγχαρητήρια επιστολή που απέστειλαν οι εφεσίβλητοι στις 31.10.01 με το Τεκμ. 7, εντασσόταν στα πλαίσια αυτής της συναντίληψης, πλαισιούμενης από τα σχετικά έγγραφα που υποδείχθηκαν, ενώ τα προηγηθέντα Τεκμ. 5 και 6 ημερ. 3.10.01 και 9.10.01, αντίστοιχα, αποτελούσαν πρόσθετες πληροφορίες αναγκαίες για να αξιολογηθούν από τους αντίστοιχους συμβούλους του δημοσίου για τα δύο έργα ώστε να εγκριθούν.
Ενόψει των ανωτέρω, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν λογικό και αναμενόμενο οι εφεσείοντες να απαντούσαν στους εφεσίβλητους στις διάφορες επιστολές τους, ήταν ορθή.
Η έγκριση που δόθηκε και από τους δύο συμβούλους των δύο έργων του δημοσίου όπως αυτή αποτυπώθηκε από τους μάρτυρες Ριαλά και Μαραγκό, ήταν η επισφράγιση μιας δεσμευτικής για τους εφεσείοντες σύμβασης με τους εφεσίβλητους. Στα δε Τεκμ. 20 και 21 ημερ. 21.9.01, (τα έντυπα προσφοράς), οι εφεσείοντες απευθυνόμενοι προς το Γενικό Λογιστή, Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ρητά αναφέρουν ότι είχαν μελετήσει τα έγγραφα της προσφοράς, τους συμπληρωματικούς όρους, ανελάμβαναν δε όπως αρχίσουν, εκτελέσουν, συμπληρώσουν και συντηρήσουν το έργο, σύμφωνα με αυτά. Τα έντυπα προσφοράς, όμως, για κάθε έργο, περιελάμβαναν συγκεκριμένα και τους εφεσίβλητους ως υπεργολάβους για τα μηχανολογικά.
Η κα Παρτασίδου αναφέρθηκε διεξοδικά στους λόγους έφεσης της μεταξύ άλλων και στο Τεκμ. 14 ημερ. 11.2.02 όπου οι εφεσίβλητοι προσέφεραν διά επιστολής του Φράγκου στους εφεσείοντες απευθυνόμενοι στον Βαρναβίδη την τελική μειωμένη προσφορά τους για αμφότερα τα έργα που ισοδυναμούσε με έκπτωση 3.1% επί του συνόλου «. ελπίζοντας σε μια καλή συνεργασία.». Επικρίνεται το πρωτόδικο Δικαστήριο διότι παρερμήνευσε αυτό το τεκμήριο, τόσο διότι το θεώρησε να αφορούσε έκπτωση που οι εφεσείοντες ζήτησαν από τους εφεσίβλητους, ενώ είναι το αντίθετο που συνέβη, και, διότι μέχρι και το Φεβρουάριο του 2002, η επιστολή αυτή έδειχνε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμβατική ακόμη σχέση εφόσον προσφέρονταν νέες τιμές. Παραγνωρίζεται, όμως, ότι το ίδιο το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού αναφέρεται σε προηγηθείσα τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Βαρναβίδη και του Φράγκου για να προσφερθεί καλύτερη τιμή όπως άλλωστε και ο ίδιος ο Φράγκος στη μαρτυρία του σελ. 37-38, των πρακτικών κατέθεσε ότι του ζητήθηκε ρητά από τον Βλαδιμήρου να προσφέρει έκπτωση στις προσφορές χάριν της καλής συνεργασίας. Όπως δε εξήγησε, στα πλαίσια των εργολαβιών υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο εργολάβος μπορεί να προσφέρει κάποια έκπτωση και επομένως και ο υπεργολάβος δυνατόν να προσφέρει το ίδιο ποσοστό έκπτωσης για να μη ζημιωθεί και ο ίδιος.
Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι στην ουσία ήταν οι εφεσείοντες που είχαν ζητήσει από τους εφεσίβλητους σχετική έκπτωση για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί. Λανθασμένα επίσης εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι ο πραγματικός λόγος της αποστολής του Τεκμ. 14 ήταν για να δελεαστούν να υπογράψουν με τους εφεσίβλητους και ορθά ο Φράγκος στη μαρτυρία του κατά την αντεξέταση διερωτήθηκε ως προς το λόγο που χρειάστηκαν οι εφεσείοντες ως κύριοι εργολάβοι να ζητούν με επιστολές τους στον εργοδότη την αντικατάσταση τους με ανάλογο υπεργολάβο, αν δεν θεωρούσαν ήδη τους εαυτούς τους δεσμευμένους.
Κατά παρόμοιο τρόπο και τα Τεκμ. 7 και 8, στα οποία επίσης έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η συνήγορος των εφεσειόντων, στην ολότητα των δεδομένων δεν είχαν την έννοια που αποδίδεται από τους εφεσείοντες. Η αποστολή της συγχαρητήριας επιστολής Τεκμ. 7 ημερ. 31.10.01 έδειχνε ακριβώς το αυτονόητο ότι έχοντας οι εφεσίβλητοι πληροφορηθεί για την κατακύρωση των δύο έργων στους εφεσείοντες για τα οποία προσφοροδότησαν μαζί τους, αφενός τους έδιναν τα συγχαρητήρια τους και αφετέρου ζητούσαν συνάντηση για προγραμματισμό της εκτέλεσης των έργων. Ναι μεν η επιστολή αυτή στάληκε από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες και όχι αντίστροφα, αλλά εμπεριείχε την εξυπακουόμενη συναντίληψη ότι υπήρχε μεταξύ τους δέσμευση, ενώ από την άλλη θα αναμενόταν το εξίσου αυτονόητο να απαντάτο η επιστολή αυτή από τους εφεσείοντες κατά τρόπο που να έδειχνε ότι δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ τους. Αντ' αυτού οι εφεσείοντες επέλεξαν να μην απαντήσουν ούτε στην επόμενη επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 30.1.02 που εστάλη τρεις μήνες μετά την επιστολή του Τεκμ. 7, όπου τονιζόταν από πλευράς των εφεσιβλήτων ότι έπρεπε να προγραμματιστεί η εκτέλεση του έργου (η επιστολή αφορούσε το έργο της Πάφου). Και πάλι οι εφεσείοντες δεν απάντησαν, ενώ με το Τεκμ. 14, όπως προαναφέρθηκε, τους ζητήθηκε έκπτωση στις τιμές. Το γεγονός ότι στο Τεκμ. 8 γίνεται αναφορά από τους εφεσίβλητους ότι αναμενόταν η υπογραφή των μεταξύ τους συμβολαίων δεν σήμαινε ότι δεν είχε συνομολογηθεί προφορική έστω συμφωνία. Δεν είναι η παρούσα η περίπτωση όπου θεωρείται ότι δεν επέρχεται συμφωνία μέχρις ότου καταρτιστεί σχετική έγγραφη συμφωνία. Η υπογραφή εδώ των συμβολαίων θα ήταν η φυσιολογική και αναμενόμενη προέκταση που θα ακολουθούσε την κατακύρωση των προσφορών από τον εργοδότη στους εφεσείοντες.
Όντως οι εφεσείοντες επέλεξαν για δικούς τους λόγους να μην απαντούν στις επιστολές των εφεσιβλήτων, ενώ ταυτόχρονα επεδίωκαν την αλλαγή των εφεσιβλήτων ως υπεργολάβων των έργων από το δημόσιο κρατώντας τους εφεσίβλητους στο σκοτάδι όσον αφορά τις εξελίξεις αυτές. Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αλλαγή που επιδιώχθηκε από τους εφεσείοντες στους υπεργολάβους των μηχανολογικών, η οποία αλλαγή και επετεύχθη με τη συγκατάθεση των εργοδοτών, οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις μειωμένες τιμές που εξασφάλισαν από άλλους υπεργολάβους. Το Τεκμ. 24 υποδεικνύει του λόγου το αληθές. Το Τεκμήριο αυτό ημερ. 5.3.02, απεστάλη από τους εφεσείοντες και συγκεκριμένα τον Θεοδοσίου προς τους συμβούλους των εργοδοτών Σπυρίδη και Παπαδόπουλου στα πλαίσια της προσπάθειας τους για έγκριση της αντικατάστασης των υπεργολάβων όχι μόνο για τις μηχανολογικές εγκαταστάσεις που ανέλαβαν οι εφεσίβλητοι, αλλά και για τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις. Στην επιστολή αυτή αναφέρθηκε ότι οι νέοι προτεινόμενοι υπεργολάβοι θα αναλάμβαναν τις εργασίες με τους ίδιους όρους και συνθήκες που αναφέρονταν στα συμβόλαια που είχαν ήδη αξιολογηθεί και εγκριθεί από τους συμβούλους και θα χρησιμοποιούνταν τα ίδια εγκεκριμένα υλικά. Η μόνη διαφορά, βεβαίως, ήταν η τιμή την οποία δέχθηκε και ο Θεοδοσίου στη μαρτυρία του, όπως απορρέει και από τα υπογραφέντα συμφωνητικά έγγραφα μεταξύ των εφεσειόντων και των νέων υπεργολάβων για τα δύο έργα Τεκμ. 22 και 23.
Το επίσης σημαντικό που απορρέει από το Τεκμ. 24, είναι ότι οι εφεσείοντες είχαν αντίληψη του γεγονότος ότι υπήρχε δέσμευση μεταξύ τους και των εφεσιβλήτων εφόσον διαβεβαίωναν με την επιστολή αυτή ότι «.. οποιεσδήποτε τυχόν απαιτήσεις έχει ο Υπεργολάβος Μηχανολογικών Εργασιών που υποβλήθηκε με την προσφορά αυτές αφορούν εμάς και όχι τον εργοδότη.». Η θέση αυτή μάλιστα κατεγράφη προς αντιδιαστολή με την ταυτόχρονη αναφορά στην ίδια επιστολή ότι η εταιρεία Tassos Elia E.C. Limited, που ήταν οι μέχρι τότε υπεργολάβοι ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, δεν είχαν καμία απαίτηση έναντι είτε του εργοδότη, είτε των εφεσειόντων, σε περίπτωση που αντικαθίσταντο από άλλο υπεργολάβο. Επισυνάπτεται δε στο Τεκμήριο 24 και σχετική επιστολή της εν λόγω εταιρείας προς τους εφεσείοντες με ακριβώς αυτό το περιεχόμενο σημειώνοντας ότι εάν κατακυρωθεί η προσφορά σε άλλους ηλεκτρολόγους «.. σε πιο χαμηλή ή πιο ψηλή τιμή από τη δική μας, δεν έχουμε καμία απαίτηση, όπως και δεν φέρουμε καμία ευθύνη.». Να σημειωθεί ότι με το Τεκμ. 24, ήδη οι εφεσείοντες πρότειναν προς τους συμβούλους την εταιρεία A & K Arsiotis Electrical Contractor Limited προς αντικατάσταση της εταιρείας Tassos Elia E.C. Limited, εξειδικεύοντας και τα έργα τα οποία η εταιρεία αυτή εκτέλεσε τα τελευταία χρόνια.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Θεοδοσίου προφασίστηκε άλλα κριτήρια και λόγους για αλλαγή των εφεσιβλήτων ως υπεργολάβων, ενώ στην πραγματικότητα μόνο το κόστος ήταν ο ουσιώδης λόγος της προώθησης της αλλαγής. Να σημειωθεί ότι στα Τεκμ. 27(α), 27(β) και 27(γ), ο Θεοδοσίου υπογράφοντας εκ μέρους των εφεσειόντων τις επιστολές ημερ. 18.2.02, 26.2.02 και 4.3.02, κατέγραφε ότι άλλοι αξιόλογοι υπεργολάβοι μηχανολόγοι και μάλιστα μετά την κατακύρωση της προσφοράς σε αυτούς, επέδειξαν ενδιαφέρον και προσφοροδότησαν για τα έργα. Αξιολογώντας την εμπειρία τους και τη συνέπεια που επιδεικνύουν στην εγκυρότητα και το χρόνο παράδοσης εισηγήθηκαν την αλλαγή των εφεσιβλήτων με τους οποίους πρώτη φορά συνεργάζονταν και έτσι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν τη δυνατότητα τους να ανταποκριθούν στην εκτέλεση των έργων. Αυτά, βέβαια, σε καταφανή αντίθεση με τη μαρτυρία και του ιδίου, αλλά ιδιαιτέρως του Βλαδιμήρου, ότι κατά το αρχικό στάδιο της ετοιμασίας της δικής τους προσφοράς προς το δημόσιο είχαν προσφοροδοτήσει για τα μηχανολογικά και άλλοι παραδοσιακοί συνεργάτες τους, αλλά μετά την αξιολόγηση όλων των προσφορών επελέγησαν οι εφεσίβλητοι για να ενσωματωθούν στις δικές τους προσφορές προς το δημόσιο. Μάλιστα η μεθόδευση η οποία έγινε από πλευράς των εφεσειόντων για αποκλεισμό των εφεσιβλήτων περιείχε και στοιχείο κακοπιστίας, διότι στην επιστολή του Θεοδοσίου προς τους Σπυρίδη και Παπαδόπουλου ημερ. 14.2.02, Τεκμ. 19, έγραψαν ότι ο λόγος που πρότειναν την αντικατάσταση των εφεσιβλήτων ήταν και λόγω φόρτου εργασίας των ιδίων των εφεσιβλήτων, ενώ κάτι τέτοιο ουδέποτε ελέχθη προς τους ίδιους τους εφεσίβλητους, οι οποίοι και δεν ερωτήθηκαν καν ως προς αυτό. Η ίδια αιτιολογία καταγράφεται και στο Τεκμ. 17 ημερ. 16.1.02.
Ως προς το θέμα των αποζημιώσεων, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης αρ. 14-19. Υπενθυμίζεται γενικά ότι το σύνηθες μέτρο της αποζημίωσης για τη διάρρηξη συμβολαίων συναρτάται με το ποσό το οποίο θα χρειαζόταν για να τεθεί το αναίτιο μέρος στη θέση που θα ήταν αν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου(1996) 1 Α.Α.Δ. 679, οι αποζημιώσεις στο δίκαιο των συμβάσεων έχουν σκοπό την αποκατάσταση του αθώου μέρους «... στη θέση που θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι τη ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας.». Το μέτρο των αποζημιώσεων που γενικώς απαντάται για τη διάρρηξη συμβολαίων, εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις διάρρηξης εργολαβικών συμβολαίων. Στο σύγγραμμα Keating on Building Contracts - πιο πάνω - σελ. 186, αναφέρεται ως καθοδηγούσα αρχή ότι η αποζημίωση έχει στόχο να θέσει το μέρος του οποίου τα δικαιώματα έχουν παραβιαστεί στην ίδια θέση ως αυτά να είχαν τηρηθεί. Οι αποζημιώσεις λαμβάνουν υπόψη και τις αρχές που αναπτύχθηκαν με την υπόθεση Hadley v. Baxendale [1854] 9 Ex. 341, όπως επεξηγήθηκε αργότερα από τις υποθέσεις Victoria Laundry v. Newman Industries [1949] 2 K.B. 528 (C.A.) και Koufos v. Czarnikow [1969] 1 A.C. 350 (H.L.), που έχουν σχέση με τις λογικά προβλεπόμενες κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας και που είναι πιθανό να προκύψουν από τη διάρρηξη, ζημιές, καθώς και αυτές που απορρέουν από οποιεσδήποτε ιδιαίτερες συνθήκες που το υπαίτιο μέρος γνώριζε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, (δέστε και Saab and Another v. Holy Monaster of Ay. Neophytos (1987) 1 C.L.R. 499).
Στην υπό κρίση περίπτωση οι πιθανές αποζημιώσεις των εφεσιβλήτων, ως υπεργολάβων, που υπέστησαν από τη συμπεριφορά των εφεσειόντων ως κυρίως εργολάβων, θα πρέπει κατ΄ αναλογία να λογιστούν στη βάση της αναζήτησης αποζημιώσεων όταν το συμβόλαιο διαρρηγνύεται από τον εργοδότη με αποτέλεσμα να υφίσταται ζημία ο κυρίως εργολάβος. Στο ίδιο σύγγραμμα του Keating on Building Contracts στη σελ. 206, αναφέρεται κάτω από τον υπότιτλο «Employer's Breach of Contract», η περίπτωση όπου ο εργοδότης προβαίνει σε διάρρηξη της συμφωνίας του με τον εργολάβο πριν ο τελευταίος αρχίσει οποιαδήποτε εργασία. Σε αυτή την περίσταση οι αποζημιώσεις που δυνατόν να ανακτηθούν είναι εκ πρώτης όψεως το ποσοστό του κέρδους που τα μέρη γνώριζαν, ή, θα έπρεπε να γνωρίζουν, ότι ο εργολάβος θα πραγματοποιούσε εάν επιτρεπόταν σ' αυτόν να συμπληρώσει την εργασία στη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Υπάρχει βέβαια και η επιλογή στον εργολάβο να αναζητήσει αποζημιώσεις στη βάση του απωλεσθέντος εξοδολογίου του («wasted expenditure» ή «reliance loss»), αντί του περιθωρίου κέρδους. Σ' αυτή την εναλλακτική θεραπεία το αναίτιο μέρος δύναται να συμπεριλάβει και έξοδα τα οποία έγιναν πριν τη συνομολόγηση της σύμβασης εν αναμονή της εκτέλεσης της.
Με την αγωγή τους οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να διεκδικήσουν αποζημιώσεις με την παρ. 14 της έκθεσης απαίτησης στη βάση της απώλειας κέρδους που θα πραγματοποιούσαν παρέχοντας προς τούτο λεπτομέρειες στην παρ. 15 της απαίτησης, τόσο σε σχέση με την εργασία στο Λύκειο, όσο και σε σχέση με την εργασία του έργου της Πάφου. Στις υποπαρ. Α(1) και (2), εξειδικεύονται τα κέρδη και για τις δύο προσφορές σε σχέση με επί μέρους εργασίες, συνολικού ποσού £63.500. Στις υποπαρ. Β(1) και (2), εξειδικεύονται κονδύλια που αναφέρονται στα έξοδα τα οποία οι εφεσίβλητοι υπέστησαν «... για τη μελέτη, αξιολόγηση και υποβολή των προσφορών τους ..», συνολικού ποσού £2.425. Το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτή την πτυχή των επιδιωκόμενων αποζημιώσεων, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν θα ήταν δυνατό να δοθούν εφόσον όπως αναφέρθηκε αποτελούν εναλλακτικό τρόπο αποζημίωσης. Με άλλα λόγια, το περιθώριο κέρδους περιλαμβάνει στην ουσία όλο το εξοδολόγιο στο οποίο οι εφεσίβλητοι υπεβλήθησαν για την ετοιμασία και την υποβολή των προσφορών.
Είναι σημαντικό σ' αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν να υποστηρίξουν την εκ μέρους τους απώλεια κέρδους σε δύο βασικούς άξονες: Πρώτον, στη μαρτυρία του Φράγκου γενικά ως προς το ποσοστό κέρδους που θα είχαν εάν εκτελούσαν τις δύο προσφορές και δεύτερο, στη μαρτυρία του ελεγκτή Παπαδημήτρη, επί τω ότι η μη ανάληψη αυτών των εργασιών είχε αντίκτυπο στα δεδομένα της εταιρείας των εφεσιβλήτων όπως αυτά αντικατοπτρίζονταν στους λογαριασμούς του 2001.
Για τους λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αμφότεροι οι άξονες δεν υποστηρίχθηκαν με τη δέουσα μαρτυρία, η δε αξιολόγηση από το Δικαστήριο ήταν τουλάχιστον πλημμελής.
Ως προς τον πρώτο άξονα, κατά τη μαρτυρία του ο Φράγκος αναφέρθηκε σε ένα έκαστο των κονδυλίων που αναφέρονταν στην παρ. 15(Α) (1) και (2), με επί μέρους αναφορές σε τεκμήρια που καθόριζαν αυτό το ποσοστό κέρδους. Το Δικαστήριο όμως χαρακτήρισε τη μαρτυρία για το κεφάλαιο αυτό «αχρείαστα μακρά», ενώ, όπως επί λέξει ανέφερε, «δεν προτίθεμαι φυσικά να ακολουθήσω τέτοια τακτική.». Παρεμβάλλεται αμέσως ότι αυτή η τοποθέτηση ήταν παντελώς αδικαιολόγητη διότι στην ουσία το Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη δοθείσα μαρτυρία ως, καθηκόντως, είχε την υποχρέωση. Προχώρησε δε να εξετάσει το θέμα των αποζημιώσεων στη βάση της αναλογίας της προσφοράς για το Λύκειο και το έργο της Πάφου, με τα ποσά που διεκδικούνταν για ένα έκαστο ως απώλεια κέρδους, εξάγοντας έτσι μια αναλογία που θεώρησε ότι θα ήταν το κέρδος για την κάθε προσφορά. Συγκεκριμένα, καθόρισε το ποσοστό κέρδους για το Λύκειο σε περίπου 17% (£101.860 προσφορά, με £17.500, ως απώλεια κέρδους) και για το έργο της Πάφου σε 14% (£326.500 για την προσφορά, με αξιούμενο ποσό διαφυγώντος κέρδους, £45.000).
Στη συνέχεια στη βάση των εξελεγμένων λογαριασμών που κατατέθηκαν από τον ελεγκτή Παπαδημήτρη, Μ.Ε.2, για τα έτη 2000-2005 (Τεκμ. 13α-στ), θεώρησε ότι το κέρδος ανά έτος κυμαινόταν μεταξύ 13%-14.5%. Επίσης εξήγαγε το συμπέρασμα από τους εξελεγμένους λογαριασμούς του 2001, ότι τόσο ο κύκλος εργασιών των εφεσιβλήτων, όσο και το κέρδος τους ήταν σημαντικά μειωμένα έναντι του 2000, αλλά και έναντι των ετών 2002-2005. Δέχθηκε ότι η μείωση οφειλόταν στη δέσμευση των εφεσιβλήτων έναντι των εφεσειόντων από τις επίδικες προσφορές ούτως ώστε να ήταν και δικαιολογημένη η θέση των εφεσιβλήτων να μην επιδιώξουν να εξασφαλίσουν άλλες εργασίες. Ως εκ τούτου θεώρησε αβάσιμη την προς το αντίθετο θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να λάβουν μέτρα προς περιορισμό της ζημιάς τους. Απέρριψε επίσης τη θέση των εφεσειόντων και ειδικά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, ότι το κέρδος στην οικοδομική βιομηχανία κυμαίνεται μεταξύ 3%-5%. Αφού στάθμισε, όπως ανέφερε, όλα τα δεδομένα, κατέληξε ότι η δίκαιη αποζημίωση ήταν της τάξης του 10% στο σύνολο των δύο προσφορών, κατάληξη στην οποία οδηγήθηκε αφού έλαβε υπόψη την απώλεια εισοδημάτων για το 2001, σε συνάρτηση με το μειωμένο ποσοστό κέρδους που παρουσίαζαν οι εξελεγμένοι λογαριασμοί, αλλά και την πρόθεση των εφεσιβλήτων με το Τεκμ. 14, να μειώσουν τις προσφορές τους κατά 3.1%. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε επίσης ότι συνυπολόγισε το γεγονός ότι οι εφεσείοντες παραβαίνοντας τις συμφωνίες τους με τους εφεσίβλητους και αναθέτοντας την εκτέλεση των εργασιών σε άλλους υπεργολάβους, «... προσπορίστηκαν, αθέμιτα, όφελος ύψους £76.800 περίπου ..».
Ως θέμα αρχής, η τελευταία αυτή θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εμφανώς λανθασμένη και ο σχετικός λόγος έφεσης 18 είναι ορθός. Οι εφεσίβλητοι δεν προώθησαν την υπόθεση τους στη βάση του κέρδους ή οφέλους που απεκόμισαν οι εφεσείοντες με βάση τη συνομολόγηση των συμφωνιών με τους νέους υπεργολάβους, αλλά αντίθετα, ως προαναφέρθηκε, στη βάση της απώλειας κέρδους («expectation interest»). Όπως εξηγείται και στον Mckendrick: Contract Law 6η έκδ. (2005), σελ. 404, όπου ο ενάγων προωθεί την υπόθεση του στη βάση της αποκατάστασης («restitution interest»), δεν επιθυμεί να αποζημιωθεί για την απώλεια που έχει υποστεί, αλλά μάλλον επιθυμεί να αποστερήσει τον εναγόμενο από το κέρδος το οποίο έχει ο ίδιος πραγματοποιήσει σε βάρος του. Η εν λόγω αναφορά, λοιπόν, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν νομικά και πραγματικά αχρείαστη, και μόνο σύγχυση μπορούσε να προκαλέσει.
Περαιτέρω, παρατηρείται, όπως ήδη υποδείχθηκε, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των επί μέρους κονδυλίων που προώθησε ο Φράγκος στη μαρτυρία του, ως απόρροια των ισχυρισμών της παρ. 15 της έκθεσης απαίτησης. Αυτή η διεργασία της αξιολόγησης ήταν αναγκαία και προηγείτο λογικά του καθορισμού από το Δικαστήριο του ποσοστού κέρδους που εξαγόταν από τα αριθμητικά δεδομένα των δύο προσφορών. Αντ' αυτού τα κονδύλια θεωρήθηκαν ως δεδομένα και αληθή. Το κέρδος όμως που θα προέκυπτε, ως αναλογία εξαγόμενη από το ποσό της κάθε προσφοράς και του ποσού που οι εφεσίβλητοι θεωρούσαν ως κέρδος, ήταν το ζητούμενο. Και με την απλή αποδοχή του κέρδους που οι εφεσίβλητοι τοποθετούσαν στα επί μέρους κονδύλια στις προσφορές τους (Τεκμ. 1 και 2), εξουδετερωνόταν το ίδιο το ζητούμενο, που ήταν η πιστοποίηση αυτού του περιθωρίου κέρδους. Η κα Παρτασίδου αντεξέτασε επί του περιθωρίου αυτού τον Φράγκο, υποβάλλοντας του ότι το περιθώριο κέρδους ήταν κατά πολύ μικρότερο ενόψει του ότι θα έπρεπε να συνυπολογιστούν και άλλα έξοδα όπως μεταφοράς, έξοδα διαχείρισης κλπ. Ούτε επ' αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε οποιαδήποτε αξιολόγηση. Και βεβαίως δικαίως στην έφεση, (λόγος 16ος), όπως και πρωτοδίκως, οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι οι εφεσίβλητοι δεν απέδειξαν με ακρίβεια τη ζημία τους εφόσον δεν προσκόμισαν συγκεκριμένα στοιχεία. Παρατηρείται ότι οι εφεσίβλητοι μέσω της μαρτυρίας Φράγκου, πολύ γενικευμένα ισχυρίστηκαν για τα διάφορα επί μέρους κονδύλια, ότι το κέρδος τους για κάθε ένα από αυτά, ήταν το υπ' αυτών καθορισθέν. Ορισμένα τεκμήρια που κατατέθηκαν πρωτοδίκως (Τεκμ. 9α, β, γ και δ), δεν επεξηγήθηκαν, το ένα δε και κυριότερο από την Heataircon Ltd, δεν ήταν και από τον καθαυτό προμηθευτή των εφεσιβλήτων Inter Engineering, αλλά από παρόμοιο προμηθευτή και το δικό του τιμοκατάλογο.
Περαιτέρω, οι λογαριασμοί, ως δήλωσε και ο Παπαδημήτρη στη μαρτυρία του, γίνονταν και ελέγχονταν στη βάση των καταστάσεων που παρουσίαζαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι και δεν ήταν δική του εργασία να ελέγχει το κόστος της απόκτησης των διαφόρων αντικειμένων (σελ. 54 των πρακτικών). Παρουσιάζεται όντως υπερβολικό το κέρδος που καθόρισε ο Φράγκος στη μαρτυρία του, που κυμαίνετο μεταξύ 16%-20% (σελ. 45), ενώ ο μέσος όρος κέρδους ήταν 13.5%.
Ως προς το δεύτερο άξονα, παρουσιάζεται επίσης ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι το Δικαστήριο λανθασμένα εξέλαβε ως δεδομένο ότι η μείωση των εξελεγμένων λογαριασμών του έτους 2001 είχε σχέση με τη μη ανάθεση των εργασιών στους εφεσίβλητους, ενώ η μαρτυρία μέσω των τεκμηρίων 20 και 21, ήταν ότι οι εφεσείοντες υπέγραψαν με τους νέους υπεργολάβους για μεν το έργο της Πάφου συμφωνία στις 27.12.2001, με έναρξη εργασιών 14 ημέρες μετά, για δε το Λύκειο, η συμφωνία υπεγράφη στις 13.11.2001, με έναρξη εργασιών και πάλι 14 ημέρες μετά. Τα γεγονότα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν από τους εφεσίβλητους και ως προς αυτό η καταγραφείσα θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατακύρωση των δύο έργων έλαβε χώραν στο τέλος Οκτωβρίου 2001, δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα της υπόθεσης. Σημασία είχε η ημερομηνία υπογραφής των δύο συμφωνιών.
Απορρέει από τα πιο πάνω ότι εάν οι εφεσίβλητοι προχωρούσαν με τις επίδικες προσφορές δεν θα αναμενόταν παρά στις αρχές ή στα τέλη Δεκεμβρίου του 2001 να προχωρήσουν με την έναρξη εργασιών, η μείωση δε στον κύκλο εργασιών θα είχε κυρίως αντίκτυπο στους εξελεγμένους λογαριασμούς του 2002. Η μαρτυρία λοιπόν του ελεγκτή Παπαδημήτρη εκ μέρους των εφεσιβλήτων δεν τους βοηθούσε. Όπως υπεδείχθη κατά την αντεξέταση του, οι λογαριασμοί έδειχναν κέρδος κατά τα επόμενα έτη 2002-2003, ενώ η παρατηρηθείσα μείωση στο 12.96%, ήταν, όπως δέχθηκε ο μάρτυρας σε σχετική ερώτηση (σελ. 59 των πρακτικών), πολύ κοντά στο μέσο όρο του ποσοστού κέρδους που πιστοποιήθηκε για τα υπόλοιπα εξελεγμένα έτη, 2000, 2002, 2003, 2004 και 2005, που ήταν 13.5%.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε σε αντιστάθμισμα στην εκ μέρους των εφεσιβλήτων αύξηση του αποθέματος τους κατά το 2001 σε £48.686, έναντι £11.296 που ήταν το 2000. Αύξηση που έγινε λόγω του ότι οι εφεσίβλητοι, ως τους είπε ο Φράγκος, προετοιμάζονταν με αγορά υλικών για να αντιμετωπίσουν την ανάγκη εκτέλεσης των προσφορών. Δεν ήταν όμως αυτή η βάση της αποζημίωσης σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ούτε και ο Φράγκος αναφέρθηκε σ' αυτή την πτυχή στη μαρτυρία του. Άλλωστε η αύξηση του αποθεματικού κατά £37.390 για το 2001, δεν επεξηγήθηκε σε ποιο χρονικό σημείο έγινε, θα ήταν δε παράλογο (αλλά και ασύνδετο με τη διάρρηξη της συμφωνίας), αν γινόταν σ' οποιοδήποτε στάδιο πριν την κατακύρωση των προσφορών στους εφεσείοντες και την ενημέρωση των εφεσιβλήτων η οποία στη βάση της επιστολής Τεκμ. 7, έγινε μέσα με τέλη Οκτωβρίου 2001. Ο ισολογισμός των λογαριασμών του 2001 (Τεκμ. 13β), όπου σημειώνεται η εν λόγω αύξηση, αφορά την 31.12.2001, χωρίς να υπάρχει σημείωση προς περαιτέρω επεξήγηση του.
Περαιτέρω προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, οι εφεσίβλητοι διά του μάρτυρα τους Φράγκου, ουδέποτε ισχυρίστηκαν ότι είχαν προλάβει να αγοράσουν οποιαδήποτε υλικά προς εκτέλεση των προσφορών. Όπως εξήγησε στη μαρτυρία του από τη σελ. 7 των πρακτικών και μετέπειτα, η διαδικασία της υποβολής προσφοράς επιβάλλει την εκ μέρους τους λήψη προσφορών για διάφορα υλικά από δικούς τους προμηθευτές ή χρησιμοποιούν δικούς τους τιμοκαταλόγους και αναλόγως της μέτρησης επί των σχεδίων της εργασίας που αναμένεται από αυτούς, προχωρούν να υπολογίσουν τα εργατικά και το άλλο κόστος, προσθέτοντας «.. το ποσοστό κέρδους το οποίο θέλουμε.». Δεν υπήρξε λοιπόν μαρτυρία ότι αγοράσθηκαν υλικά ή μηχανήματα εν αναμονή της εκτέλεσης των προσφορών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη και στον εξής παράδοξο συλλογισμό. Αναφέρθηκε στους εξελεγμένους λογαριασμούς του έτους 2001 για να πιστοποιήσει ότι ο κύκλος εργασιών των εφεσιβλήτων, αλλά και το κέρδος τους ήταν «σημαντικά μειωμένα» έναντι των υπολοίπων ετών. Όμως ο ελεγκτής Παπαδημήτρη έθεσε το κέρδος για το 2001 στα 12.96%, έναντι, για παράδειγμα, 13.09% για το 2009 και 13.40% για το 2002. Αυτή δεν ήταν μεγάλη απόκλιση από το ελάχιστο κέρδος του 13%, κατά τα έτη 2000-2005, ενώ σαφώς ήταν πολύ χαμηλότερο από το κέρδος που υπολόγισαν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι στη βάση της απλής μαθηματικής πράξης ότι το κέρδος για το Λύκειο θα ήταν της τάξης του 17% και του έργου της Πάφου σε 14%.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι οι λογαριασμοί της εταιρείας το 2002 κ.ε. ήταν κερδοφόροι, ενώ για το 2001, οι προσφορές που απώλεσαν οι εφεσίβλητοι αφορούσαν στην ουσία περίοδο προς το τέλος του έτους και για την οποία δεν έπραξαν στην ουσία οτιδήποτε, κρίνεται ότι το διαφυγόν κέρδος που θεωρήθηκε ως ορθό πρωτοδίκως, ήταν υπερβολικό και μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα.
Η όλη άσκηση επομένως ήταν εν πολλοίς θεωρητική, ενώ δεν επεξηγήθηκε με επάρκεια από τη μαρτυρία, η στην πραγματικότητα απωλεσθείσα εργασία και το κέρδος που θα πραγματοποιείτο το τελευταίο ενάμιση μήνα του 2001 ή η επίπτωση της απώλειας των προσφορών επί των οικονομικών του 2002. Εν τέλει η μείωση από το 13.5% ως μέσο όρο, στο 12.96%, σύμφωνα με τη μαρτυρία, παρουσιάζεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα και πλησιέστερο στο μέσο όρο του 3-5% που καθόρισε ο Θεοδοσίου ως καθαρό κέρδος στην οικοδομική βιομηχανία, με ανάλογη υποβολή να είχε γίνει και στο τέλος της αντεξέτασης του Φράγκου.
Παραμένει, υπό το φως των διαπιστωθέντων ως άνω προβλημάτων απόδειξης της ζημιάς που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι και της λανθασμένης επ' αυτού προσέγγισης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο καθορισμός της αποζημίωσης. Έχει λεχθεί στην υπόθεση Biggin v. Permanite [1951] 1 K.B. 422, ότι το Δικαστήριο πρέπει να κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί στον υπολογισμό των αποζημιώσεων στην περίπτωση όπου δεν δίνεται επακριβής μαρτυρία για τις ζημιές. Το ότι είναι αδύνατο να υπολογισθεί με ακρίβεια η αποζημίωση, δεν πρέπει να παρεμβάλλει εμπόδιο στην απόδοση αποζημιώσεων εφόσον βεβαίως ο ενάγων αποδεικνύει το υπαρκτό του δικαιώματος του για αποζημίωση. Όπως δηλώθηκε και στην υπόθεση Chaplin v. Hicks [1911] Q.B. 786:
«No one suggested that, because there is no market there are no damages. In such a case the jury must do their best they can and it may be that the amount of their verdict will really be a matter of quesswork.»
Εξηγείται δε και στον Ogus: The Law of Damages, σελ. 82, ότι κατά το τέλος του 19ου αιώνα αναγνωρίστηκε ότι στις περιπτώσεις όπου είναι δύσκολη ή αδύνατη η απόδειξη των αποζημιώσεων, το γεγονός δεν θα πρέπει να δικαιώνει το υπαίτιο μέρος. Στην υπόθεση Simpson v. London and North Western Rail Co [1876] 1 Q.B.D. 274, όπου ήταν αδύνατο να αποδειχθεί επακριβώς η απώλεια πελατείας ενόψει της μη έγκαιρης παράδοσης από τον εναγόμενο αγαθών προς τον ενάγοντα, ο οποίος θα τα εμπορευόταν σε γεωργική έκθεση, η ένσταση ότι η απώλεια κέρδους ήταν αδύνατον να υπολογισθεί με ακρίβεια, απαντήθηκε ως εξής:
«a sufficient answer is that it must be assumed that the plaintiff would make some profit.»
Υπό το φως των ανωτέρω, καθορίζεται το απωλεσθέν κέρδος στο 5%, λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή μείωση στα κέρδη του 2001, τη μη παραγγελία οποιουδήποτε αγαθού, μηχανήματος ή προϊόντος από τους εφεσίβλητους, και το γεγονός ότι η κερδοφορία της εταιρείας των εφεσιβλήτων δεν επηρεάστηκε από το 2002 κ.ε. Άλλωστε και οι ίδιοι οι εφεσείοντες καθόρισαν στη μαρτυρία τους το ποσοστό κέρδους, μέχρι 5%.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ώστε το επιδικασθέν ποσό των €73.189,65, να αντικατασταθεί με €36.594,82 πλέον νόμιμο τόκο από 26.6.08, ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης.
Η διαταγή περί εξόδων πρωτοδίκως επίσης αντικαθίσταται με ανάλογη διαταγή εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων (εναγόντων) και εναντίον των εφεσειόντων (εναγομένων), στην αντίστοιχη κλίμακα του εδώ επιδικασθέντος ποσού.
Όσον αφορά τα έξοδα της έφεσης θεωρείται ορθό, υπό το φως της τελικής κατάληξης, όπως μη επιδικασθούν οποιαδήποτε έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς με έξοδα.