ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Trans Middle East Trading ν. Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 239
Πούρικος ν. Σάββα & άλλων (1991) 1 ΑΑΔ 507
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984
Ρωμανός ν. Χρυσάνθου (1991) 1 ΑΑΔ 991
Χ"Παύλου Χρίστος ν. Άννας Κυριάκου και Άλλου (2006) 1 ΑΑΔ 236
Tσιαττές Iωάννης ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 ΑΑΔ 974
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Παναγιώτου Μακάριος ν. Γεωργίας Φουρνίδου (2012) 2 ΑΑΔ 916
ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ν. ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΦΟΥΡΝΙΔΟΥ, Ποινική Έφεση Αρ. 129/2011, 18/12/2012
(2012) 1 ΑΑΔ 1034
23 Μαΐου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., XATZHXAMΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
HEATRON CO LTD,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου-Εναγομένου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 344/2008)
Αξιόγραφα ― Συναλλαγματική ― Αγωγή στη βάση επιταγής η οποία δεν εξαργυρώθηκε κατά την παρουσίασή της στην τράπεζα από τους δικαιούχους, μετά από οδηγίες του εκδότη της επιταγής ― Κατά πόσο ο εκδότης της επιταγής είχε δικαίωμα να σταματήσει την εξαργύρωσή της, επικαλούμενος λόγους έλλειψης αντιπαροχής ― Ο περί Συναλλαγματικών Νόμος, Κεφ. 262 ― Κατά πόσον ο εφεσίβλητος με την Έκθεση Υπεράσπισής του, στην ουσία ισχυρίστηκε κάποια από τις υπερασπίσεις που προβλέπει ο Νόμος.
Αξιόγραφα ― Συναλλαγματική ― Συναλλαγματική ή επιταγή, αποτελεί από μόνη της μια σύμβαση, ξεχωριστή από τη σύμβαση πώλησης ― Δεν επιτρέπεται η προβολή υπερασπίσεων, εκτός εκείνων που επιτρέπονται από το Νόμο και στηρίζονται σε δόλο, στη μη εγκυρότητα της επιταγής και σε αποτυχία της αντιπαροχής ― Πότε εγείρεται το αγώγιμο δικαίωμα.
Οι Εφεσείοντες, αμφισβήτησαν πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αγωγή τους δια της οποίας αξίωσαν ποσό τραπεζικής επιταγής που εξέδωσε ο Εφεσίβλητος, προς όφελος τους έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος όπως ισχυρίστηκαν που όταν την παρουσίασαν στην τράπεζα, αυτή δεν τιμήθηκε για λόγους οφειλόμενους στον Εφεσίβλητο. Έθεσαν περαιτέρω, ότι ο Εφεσίβλητος ειδοποιήθηκε για το ότι δεν τιμήθηκε η επιταγή, αλλά παρέλειψε να την εξοφλήσει.
Με την Έκθεση Υπεράσπισής του, ο Εφεσίβλητος παραδέχθηκε ότι εξέδωσε την επίδικη επιταγή, αλλά αρνήθηκε ότι αυτή εκδόθηκε έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος. Ισχυρίστηκε ότι η μη εξόφληση της επιταγής οφειλόταν στο ότι αυτή εκδόθηκε για την πληρωμή συγκεκριμένης συσκευής την οποία αγόρασε από τους Εφεσείοντες και η οποία δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε ζητήσει, με αποτέλεσμα να την επιστρέψει δικαιωματικά στους Εφεσείοντες, για να του δοθεί νέα συσκευή που θα ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που ζήτησε. Οι Εφεσείοντες, όπως ισχυρίζεται, ενώ παρέλαβαν τη συσκευή, αποδεχόμενοι την ελαττωματικότητά της, αρνήθηκαν στη συνέχεια να του επιστρέψουν την επιταγή. Ο λόγος που σταμάτησε την πληρωμή της επιταγής, οφειλόταν στο πιο πάνω γεγονός.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε τον Διευθυντή των Εφεσειόντων αναξιόπιστο και στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου. Έκρινε ότι ο εξαεριστήρας δεν ήταν των προδιαγραφών που ζήτησε, ότι είχε κάθε δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση, να επιστρέψει τον εξαεριστήρα και να αρνηθεί να τιμήσει την επιταγή. Κατέληξε ότι, ελλείψει αντιπαροχής, δεν δημιουργείτο συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και συνεπώς δεν απέρρεαν δικαιώματα και υποχρεώσεις από την επιταγή. Ενόψει τούτου, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Με την έφεση οι Εφεσείοντες υποστήριξαν μεταξύ άλλων ότι:
α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα 1) απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων του Εφεσιβλήτου και της μαρτυρίας που έδωσε στο δικαστήριο 2) κατέληξε σε εύρημα ότι ο εξαεριστήρας που δόθηκε στον Εφεσίβλητο επεστράφη και ότι το εν λόγω αντάλλαγμα είχε εκπέσει, 3) πίστεψε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, 4) δεν αποδέχτηκε ως αξιόπιστη η μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσειόντων και 5) έκρινε ότι υπήρχε έλλειψη αντιπαροχής.
β) Ο Εφεσίβλητος δεν κατάφερε να καταρρίψει το τεκμήριο ότι η επιταγή δόθηκε για καλό και νόμιμο αντάλλαγμα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Πρόκειτο για απλή αγωγή επί επιταγής, για την οποία δεν επιτρέπονται υπερασπίσεις άλλες από αυτές που προβλέπονται στο Κεφ. 262. Ο Εφεσίβλητος με την Έκθεση Υπεράσπισής του, στην ουσία δεν ισχυρίστηκε καμία από τις υπερασπίσεις που προβλέπει ο Νόμος (δόλο ή τις άλλες παρεμφερείς υπερασπίσεις που προβλέπονται). Στην ουσία δεν ισχυρίστηκε ούτε ολική αποτυχία αντιπαροχής, αφού κράτησε μέρος του ανταλλάγματος.
2. Δεν ήταν ορθός ο στενός τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Δικογραφικά, οι Εφεσείοντες εκπλήρωσαν το καθήκον τους, αφού το αγώγιμο δικαίωμα τους αφορούσε σε επιταγή που δεν τιμήθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, επέρριψε ευθύνες στους Εφεσείοντες για μη δικογράφηση και των δύο αντικειμένων. Αυτό δεν ήταν ορθό, αφού οι Εφεσείοντες, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες αρχές, δικογράφησαν με τον ορθό τρόπο τα όσα όφειλαν να δικογραφήσουν σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα τους και την επιταγή, η οποία εκδόθηκε έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος για εξόφληση τιμολογίου, για την αγορά δύο συσκευών.
3. Ο τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, παραγνώριζε την ξεχωριστή σύμβαση και το αγώγιμο δικαίωμα που δημιουργείται με την έκδοση της επιταγής, υπό την αίρεση βέβαια των αναγνωρισμένων υπερασπίσεων.
4. Το μέρος που θα έπρεπε να παραθέσει λεπτομέρειες για τις δύο συσκευές, μία εκ των οποίων δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που κατ' ισχυρισμό ζητήθηκαν, ήταν ο ίδιος ο Εφεσίβλητος, ο οποίος αρνείτο ότι η επιταγή είχε εκδοθεί έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος είχε καθορίσει ότι το αντάλλαγμα που απέτυχε, αφορούσε μόνο στον εξαεριστήρα. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, αφού στην Έκθεση Υπεράσπισης δεν γινόταν τέτοια διασαφήνιση.
6. Υπό αυτές τις περιστάσεις, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αντιπαροχή απέτυχε, ήταν αυθαίρετο και δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία.
7. Όπως είναι κοινώς αποδεχτό, ο Εφεσίβλητος επέστρεψε τον εξαεριστήρα, αφού τον χρησιμοποίησε και κράτησε το δεύτερο αντικείμενο (κουτί). Υπό αυτές τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει σε συμπέρασμα για ολική αποτυχία της αντιπαροχής, θα έπρεπε τουλάχιστον να προέβαινε σε εξέταση κατά πόσον η αποτυχία της αντιπαροχής αφορούσε και στα δύο αντικείμενα και αν έκρινε ότι αφορούσε μόνο στο ένα, θα έπρεπε να αποφασίσει πως θα πληρωνόταν το άλλο. Αντί αυτού, αγνόησε την ύπαρξη και κράτηση του δεύτερου αντικειμένου.
8. Το υπόβαθρο, επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για την περαιτέρω κρίση της αξιοπιστίας του Διευθυντή των Εφεσειόντων, δεν ήταν ορθό.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Nova (Jersey) Knit Ltd v. Kammgarn Spinnerei G.m.b.H [1977] 2 All ER 463 (HL),
James Lamont & Co Ltd v. Hyland Ltd (No 2) [1950] 1 All ER 929,
Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,
Ρωμανού ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991,
Πούρικκος ν. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507,
Warwick v. Nairn [1855] 156 E.R. 648,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,
Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridge Industries) Ltd (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974,
Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Στυλιανίδης, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2996/04), ημερομηνίας 10/9/2008.
Χρ. Λειβαδιώτου (κα), για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Θεοδώρου για Λ. Παπαφιλίππου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι Εφεσείοντες, με την αγωγή τους ισχυρίζονται ότι ο Εφεσίβλητος, έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος, εξέδωσε προς όφελός τους τραπεζική επιταγή, για το ποσό των £327,75, την οποία παρουσίασαν στην τράπεζα, αλλά αυτή δεν τιμήθηκε για λόγους οφειλόμενους στον Εφεσίβλητο. Επίσης αναφέρει ότι ο Εφεσίβλητος ειδοποιήθηκε για το ότι δεν τιμήθηκε η επιταγή, αλλά παρέλειψε να την εξοφλήσει.
Με την Έκθεση Υπεράσπισής του, ο Εφεσίβλητος παραδέχεται ότι εξέδωσε την επίδικη επιταγή, αλλά αρνείται ότι αυτή εκδόθηκε έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος. Ισχυρίστηκε ότι η μη εξόφληση της επιταγής οφειλόταν στο ότι αυτή εκδόθηκε για την πληρωμή συγκεκριμένης συσκευής την οποία αγόρασε από τους Εφεσείοντες και η οποία δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε ζητήσει, με αποτέλεσμα να την επιστρέψει δικαιωματικά στους Εφεσείοντες, για να του δοθεί νέα συσκευή που θα ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που ζήτησε. Οι Εφεσείοντες, όπως ισχυρίζεται, ενώ παρέλαβαν τη συσκευή, αποδεχόμενοι την ελαττωματικότητά της, αρνήθηκαν στη συνέχεια να του επιστρέψουν την επιταγή. Ο λόγος που σταμάτησε την πληρωμή της επιταγής, οφείλεται στο πιο πάνω γεγονός.
Σύμφωνα με το Διευθυντή των Εφεσειόντων, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας εκ μέρους τους, ο Εφεσίβλητος στις 24.4.2003 επισκέφθηκε το κατάστημά τους και αγόρασε ένα εξαεριστήρα και ένα ειδικό κουτί σχετικό με την εγκατάσταση του εξαεριστήρα. Ο εξαεριστήρας στοίχιζε £185 και το κουτί £100, πλέον ΦΠΑ. Για την πώληση των δύο αντικειμένων, εκδόθηκε σχετικό τιμολόγιο για συνολικό ποσό £327,75, το οποίο εξοφλήθη με την έκδοση από τον Εφεσίβλητο επιταγής, η οποία μεταχρονολογήθηκε για την 1.5.2003. Μετά από λίγες μέρες, ο Εφεσίβλητος επέστρεψε τον εξαεριστήρα, όχι όμως και το κουτί. Τον άφησε στο κατάστημα και έφυγε θυμωμένος, λέγοντας ότι δεν του έκανε. Ήταν η εκδοχή του μάρτυρα ότι πώλησε στον Εφεσίβλητο αυτό που του ζήτησε. Τελικά η επιταγή όταν παρουσιάστηκε στην τράπεζα, δεν τιμήθηκε και επεστράφη με ένδειξη «Stop Payment».
Από την άλλη, ο Εφεσίβλητος στη μαρτυρία του, ανέφερε ότι κατά την επίσκεψή του στο κατάστημα των Εφεσειόντων μαζί με τον κουνιάδο του, του έδειξαν διάφορους εξαεριστήρες για να επιλέξει. Επειδή ο ίδιος δεν είναι τεχνικός, τηλεφώνησε στον ηλεκτρολόγο του για να εξακριβώσει κατά πόσο θα έπρεπε να αγοράσει εξαεριστήρα τριφασικού τύπου ή μονοφασικού. Ο ηλεκτρολόγος του εξήγησε ότι επειδή η εγκατάσταση στο κατάστημά του ήταν με μονοφασικό ρεύμα, θα έπρεπε να αγοράσει τον ανάλογο εξαεριστήρα. Οι Εφεσείοντες εκείνη τη στιγμή δεν είχαν μονοφασικό εξαεριστήρα στο κατάστημα, αλλά του είπαν ότι θα του έφερναν την επόμενη μέρα από την αποθήκη. Επέστρεψε την επόμενη και η υπάλληλος που τον εξυπηρέτησε του έδωσε εξαεριστήρα, λέγοντας του ότι είναι μονοφασικός. Τοποθέτησε τον εξαεριστήρα στο κατάστημά του, αλλά αυτός δεν λειτούργησε. Τον αφαίρεσε και τον επέστρεψε στους Εφεσείοντες, δίδοντας οδηγίες στην τράπεζά του να σταματήσει την πληρωμή της επιταγής.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, έκρινε το Διευθυντή των Εφεσειόντων αναξιόπιστο και στηρίχθηκε στη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, ο οποίος του έκαμε, όπως αναφέρει, θετική εντύπωση. Βρήκε ότι ο εξαεριστήρας δεν ήταν των προδιαγραφών που ζήτησε, ότι είχε κάθε δικαίωμα να τερματίσει τη σύμβαση, να επιστρέψει τον εξαεριστήρα και να αρνηθεί να τιμήσει την επιταγή. Κατέληξε ότι, ελλείψει αντιπαροχής, δεν δημιουργείται συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και συνεπώς δεν απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις από την επιταγή. Ενόψει τούτου, απέρριψε την αγωγή με έξοδα εις βάρος των Εφεσειόντων.
Οι Εφεσείοντες με επτά λόγους έφεσης, επιδιώκουν την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Συγκεκριμένα προβάλλουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα:- (1) απέρριψε τη θέση των Εφεσειόντων ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων του Εφεσιβλήτου και της μαρτυρίας που έδωσε στο δικαστήριο και ότι ο Εφεσίβλητος δεν κατάφερε να καταρρίψει το τεκμήριο ότι η επιταγή δόθηκε για καλό και νόμιμο αντάλλαγμα, (2) κατέληξε σε εύρημα ότι ο εξαεριστήρας που δόθηκε στον Εφεσίβλητο επεστράφη και ότι το εν λόγω αντάλλαγμα είχε εκπέσει, (3) πίστεψε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, (4) δεν αποδέχτηκε ως αξιόπιστη η μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσειόντων, (5) έκρινε ότι υπήρχε έλλειψη αντιπαροχής, (6) καταδίκασε τους Εφεσείοντες στα έξοδα και (7) καταδίκασε τους Εφεσείοντες σε έξοδα στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 9.11.2004 για συνοπτική απόφαση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262 (Μέρος ΙΙΙ), μια επιταγή θεωρείται ως συναλλαγματική και εκτός αν υπάρχει διαφορετική πρόνοια στο Νόμο, διέπεται από τις ίδιες διατάξεις που εφαρμόζονται για τις συναλλαγματικές. Όπως έχει νομολογηθεί, πληρωμές που γίνονται με επιταγή, στην ουσία εξισώνονται με πληρωμές τοις μετρητοίς, με αποτέλεσμα η υπεράσπιση που μπορεί να προβληθεί να πρέπει να συσχετιστεί είτε με την πληρωμή, είτε με την εγκυρότητα της επιταγής (Nova (Jersey) Knit Ltd v. Kammgarn Spinnerei G.m.b.H [1977] 2 All ER 463 (HL), James Lamont & Co Ltd v. Hyland Ltd (No 2) [1950] 1 All ER 929 και Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais [1991] 1 Α.Α.Δ. 239). Όπως αναφέρθηκε από το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων, όπως ονομαζόταν τότε, στην υπόθεση Nova (Jersey) Knit Ltd, πιο πάνω, μία συναλλαγματική (ή επιταγή) θα πρέπει, σύμφωνα με το S.3 του Bills of Exchange Act 1882, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το δικό μας Άρθρο 3 του Κεφ. 262, να θεωρείται ως εντολή για άνευ όρων πληρωμή σε μετρητά. Διαφορετική ερμηνεία θα σήμαινε στην περίπτωση πώλησης, ότι αυτή διενεργείται επί πιστώσει, με όλες τις νομικές συνέπειες. Όπως εξηγείται περαιτέρω στην απόφαση, η συναλλαγματική ή επιταγή είναι από μόνη της μια σύμβαση, ξεχωριστή από τη σύμβαση πώλησης. Σύμφωνα με το Λόρδο Wilberforce, είναι γι' αυτό το λόγο που ο αγγλικός νόμος δεν επιτρέπει την προβολή υπερασπίσεων, εκτός εκείνων που επιτρέπονται από το Νόμο και στηρίζονται σε δόλο, στη μη εγκυρότητα της επιταγής και σε αποτυχία της αντιπαροχής. Πάνω σ' αυτή την αρχή στηρίζεται και η μεγάλη εμπορική επιτυχία και αποδοχή της επιταγής, ως ενός ουσιαστικού μέσου συναλλαγής.
Το αγώγιμο δικαίωμα εγείρεται όταν μια συναλλαγματική και κατ' εφαρμογή του Άρθρου 73, μια επιταγή παρουσιαστεί δεόντως για πληρωμή (Άρθρο 45), δεν τιμηθεί (Άρθρο 47), δοθεί ειδοποίηση προς τον εκδότη για το γεγονός της μη τίμησης (Άρθρο 48), εκτός αν η μη αποστολή ειδοποίησης δικαιολογηθεί με βάση τις πρόνοιες του Νόμου.
Δικογραφικά, ο ενάγων έχει υποχρέωση στην Έκθεση Απαίτησής του να αναφέρει, μεταξύ άλλων, την ημερομηνία της επιταγής, το ποσό, το όνομα του εκδότη και δικαιούχου ή κατόχου. Επίσης, θα πρέπει να δικογραφούνται λεπτομέρειες ότι η επιταγή δεν τιμήθηκε και ότι παραμένει απλήρωτη (βλ. Bullen & Leake and Jacobs, Precedents of Pleadings). Το ζήτημα της αντιπαροχής ρυθμίζεται από τα Άρθρα 27-30 του Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο 27(1) του Κεφ. 262, κάθε αντάλλαγμα που θα ήταν ικανοποιητικό δυνάμει του περί Συμβάσεων Νόμου, θεωρείται καλό αντάλλαγμα και στην περίπτωση συναλλαγματικής ή επιταγής.
Σύμφωνα με το Άρθρο 27(2) του Νόμου, ο κάτοχος επιταγής θεωρείται εκ πρώτης όψεως ως κάτοχος για αξία και δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη αντιπαροχής. Λόγω του τεκμηρίου που δημιουργείται, το βάρος απόδειξης για την έλλειψη αντιπαροχής μετατίθεται στο πρόσωπο που επικαλείται την έλλειψη αντιπαροχής (βλ. Ρωμανού ν. Χρυσάνθου (1991) 1 Α.Α.Δ. 991).
Κατά την άποψή μας, τα γεγονότα της παρούσας έφεσης δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες. Πρόκειται για απλή αγωγή επί επιταγής, για την οποία δεν επιτρέπονται υπερασπίσεις άλλες από αυτές που προβλέπονται στο Κεφ. 262. Ο Εφεσίβλητος με την Έκθεση Υπεράσπισής του, στην ουσία δεν ισχυρίζεται καμία από τις υπερασπίσεις που προβλέπει ο Νόμος (δόλο ή τις άλλες παρεμφερείς υπερασπίσεις που προβλέπονται). Όπως θα εξηγήσουμε και πιο κάτω, στην ουσία δεν ισχυρίζεται ούτε ολική αποτυχία αντιπαροχής, αφού κράτησε μέρος του ανταλλάγματος.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 6 μαζί, εφόσον είναι συναφείς. Είναι γεγονός ότι με την Έκθεση Υπεράσπισης του ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι εξέδωσε την επίδικη επιταγή για την εξόφληση «συγκεκριμένης συσκευής» που είχε αγοράσει από τους Εφεσείοντες, την οποία επέστρεψε, επειδή δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε ζητήσει. Κατά τη δίκη παρουσιάστηκε μαρτυρία η οποία ήταν κοινώς αποδεχτή, ότι δεν ήταν ένα αντικείμενο που του πωλήθηκε, αλλά δύο:- ένας εξαεριστήρας και ένα κουτί, το καθένα με διαφορετική αξία. Σχετικό είναι το τιμολόγιο που εκδόθηκε. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο εσφαλμένα κατά την κρίση μας βρήκε ότι «η επιταγή εκδόθηκε για έναν εξαεριστήρα». Ως προς τη δεύτερη συσκευή που ήταν δεχτό ότι επίσης πωλήθηκε, το δικαστήριο αναφέρει τα εξής:-
«Εάν κάποιο ποσό από το αξιούμενο αφορούσε τον εξαεριστήρα και άλλο ποσό αφορούσε άλλο αντικείμενο ή εξάρτημα το θέμα αυτό δεν μπορώ να το εξετάσω καθ' ότι τέτοιο θέμα δεν είναι δικογραφημένο. Δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση θεμάτων που δεν αναφέρονται στα δικόγραφα. Όπως αποφασίστηκε στην Πουρίκκος ν. Μυροφόρος Κ. Σάββα και άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 507 ...........
Ο εναγόμενος ισχυρίζεται στην υπεράσπιση του, παράγραφος 2, ότι η έλλειψη καλού και νομίμου ανταλλάγματος οφείλεται στο γεγονός ότι η επίδικη επιταγή δια το απαιτούμενο με την αγωγή ποσό, είχεν εκδοθεί για την πληρωμή συγκεκριμένης συσκευής που είχε αγοράσει από την ενάγουσα και η οποία όταν του παραδόθηκε δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε ζητήσει, με αποτέλεσμα να την επιστρέψει δικαιωματικά στην ενάγουσα. Καθορίζει το αντάλλαγμα που απέτυχε. Η ενάγουσα δεν καταχώρησε απάντηση στην υπεράσπιση και ο μόνος δικογραφημένος ισχυρισμός ήταν αυτός. Καθορίστηκε με τα δικόγραφα ποίον ήταν το αντάλλαγμα, ένας εξαεριστήρας ο οποίος επεστράφη για τον λόγο που απέδειξε και συνεπώς δεν υπάρχει αντάλλαγμα.»
Δεν συμφωνούμε με το στενό τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα. Δικογραφικά, οι Εφεσείοντες εκπλήρωσαν το καθήκον τους, αφού το αγώγιμο δικαίωμα τους αφορούσε σε επιταγή που δεν τιμήθηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με το πρώτο μέρος του αποσπάσματος που παραθέσαμε πιο πάνω, φαίνεται εμμέσως να επιρρίπτει ευθύνες στους Εφεσείοντες για μη δικογράφηση και των δύο αντικειμένων. Κατά την άποψή μας, αυτό δεν είναι ορθό, αφού οι Εφεσείοντες, σύμφωνα με τις αρχές που εκθέσαμε πιο πάνω, δικογράφησαν με τον ορθό τρόπο τα όσα όφειλαν να δικογραφήσουν σε σχέση με το αγώγιμο δικαίωμα τους και την επιταγή, η οποία εκδόθηκε έναντι καλού και νόμιμου ανταλλάγματος για εξόφληση τιμολογίου, για την αγορά δύο συσκευών. Ο τρόπος που το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, φαίνεται να παραγνωρίζει την ξεχωριστή σύμβαση και αγώγιμο δικαίωμα που δημιουργείται με την έκδοση της επιταγής, υπό την αίρεση βέβαια των αναγνωρισμένων υπερασπίσεων. Κατά την κρίση μας, το μέρος που θα έπρεπε να παραθέσει λεπτομέρειες για τις δύο συσκευές, μία εκ των οποίων δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που κατ' ισχυρισμό ζητήθηκαν, ήταν ο ίδιος ο Εφεσίβλητος, ο οποίος αρνείτο ότι η επιταγή είχε εκδοθεί «έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος». Ενόψει του τεκμηρίου που δημιουργείται αναφορικά με την αντιπαροχή, ο Εφεσίβλητος, αντί να παραθέσει στην Έκθεση Υπερασπίσεως του όλα τα ουσιώδη γεγονότα ειδικά για τον ισχυρισμό του για αποτυχία της αντιπαροχής, όχι μόνο παρασιώπησε μέρος των γεγονότων, αλλά δεν έθεσε ούτε δικονομικά την υπόθεση του πάνω στην ορθή νομική βάση. Παρά το γεγονός ότι κατά τη δίκη ο Εφεσίβλητος τελικά δέχθηκε ότι αγόρασε δύο συσκευές τις οποίες εξόφλησε με την έκδοση της επίδικης επιταγής, εντούτοις το πρωτόδικο δικαστήριο εφαρμόζοντας εσφαλμένα τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Πούρικκος ν. Σάββα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η επιταγή εξεδόθη για εξόφληση ενός τιμολογίου που αφορούσε δύο συσκευές, εκ των οποίων μία μόνο είχε επιστραφεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος είχε καθορίσει ότι το αντάλλαγμα που απέτυχε, αφορούσε μόνο στον εξαεριστήρα. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, αφού στην Έκθεση Υπεράσπισης δεν γίνεται τέτοια διασαφήνιση. Υπό αυτές τις περιστάσεις, το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αντιπαροχή απέτυχε, είναι αυθαίρετο και δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Όπως είναι κοινώς αποδεχτό, ο Εφεσίβλητος επέστρεψε τον εξαεριστήρα, αφού τον χρησιμοποίησε και κράτησε το δεύτερο αντικείμενο (κουτί). Υπό αυτές τις περιστάσεις, το πρωτόδικο δικαστήριο προτού καταλήξει σε συμπέρασμα για ολική αποτυχία της αντιπαροχής, θα έπρεπε τουλάχιστον να προέβαινε σε εξέταση κατά πόσον η αποτυχία της αντιπαροχής αφορούσε και στα δύο αντικείμενα και αν έκρινε ότι αφορούσε μόνο στο ένα, θα έπρεπε να αποφασίσει πως θα πληρωνόταν το άλλο. Αντί αυτού, αγνόησε την ύπαρξη και κράτηση του δεύτερου αντικειμένου.
Ο Εφεσίβλητος, ο οποίος είχε και το βάρος να αποδείξει την έλλειψη αντιπαροχής, στην Έκθεση Υπεράσπισης του δεν προβάλλει τον ισχυρισμό ευθέως, αλλά εμμέσως δια της αρνήσεως του «ότι η επιταγή εξεδόθη έναντι καλού και νομίμου ανταλλάγματος». Δεν ισχυρίζεται ρητά την έλλειψη ολικής αντιπαροχής. Δικογραφεί τον ισχυρισμό του ότι «η συσκευή» δεν ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές που είχε ζητήσει, χωρίς όμως να δίδει λεπτομέρειες. Επίσης, ισχυρίζεται ότι οι Εφεσείοντες «παρέλαβαν τη συσκευή αποδεχόμενοι την ελαττωματικότητά της ..». Όμως κατά τη δίκη όχι μόνο δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία, αλλά αντίθετα, ήταν η εκδοχή ακόμη και του Εφεσίβλητου ότι ο Διευθυντής των Εφεσειόντων, ενώ του είπε ότι δεν δεχόταν την επιστροφή της συσκευής, αυτός την άφησε στο κατάστημα και έφυγε. Υπήρχε λοιπόν διάσταση μεταξύ των δικογραφημένων θέσεων του Εφεσιβλήτου και της μαρτυρίας του, την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εντόπισε και ούτε σχολίασε προτού καταλήξει στα ευρήματά του.
Τα ευρήματα του δικαστηρίου κατά την κρίση μας πάσχουν και για το ότι σ' αυτά δεν γίνεται καμία αναφορά στο γεγονός ότι ο εξαεριστήρας χρησιμοποιήθηκε. Ως αποτέλεσμα, δεν εξετάστηκε από νομικής πλευράς κατά πόσον το γεγονός αυτό επηρέαζε την υπεράσπιση της ολικής αποτυχίας της αντιπαροχής ή αν ετίθετο θέμα ανταπαίτησης (βλ. Warwick v. Nairn [1855] 156 E.R. 648 και James Lamont & Co Ltd v. Hyland Ltd (No. 2), ανωτέρω). Κατά την κρίση μας, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 6, ευσταθούν.
Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αφορούν στον τρόπο που αξιολογήθηκε η μαρτυρία. Είναι πάγια νομολογημένο ότι το έργο της αξιολόγησης των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο, με την ευχέρεια που έχει να παρακολουθεί τους μάρτυρες όταν δίνουν μαρτυρία, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση. Βέβαια, το Εφετείο έχει πάντοτε την ευχέρεια να παρέμβει στα πρωτόδικα ευρήματα για την αξιοπιστία των μαρτύρων, όταν αυτά «δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής» (βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridge Industries) Ltd (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974).
Οι λόγοι 3 και 4 ευσταθούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνοντας αναξιόπιστη τη μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσιβλήτων, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι από πλευράς Εφεσειόντων «αποσιωποιήθηκαν ουσιώδη γεγονότα, όπως η επιστροφή του εξαεριστήρα και το σταμάτημα της πληρωμής της επιταγής από τον εναγόμενο». Όμως το συγκεκριμένο υπόβαθρο, επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο για την περαιτέρω κρίση της αξιοπιστίας του Διευθυντή των Εφεσειόντων, δεν είναι ορθό. Στην Έκθεση Απαίτησης τους, οι Εφεσείοντες δεν είχαν υποχρέωση να περιλάβουν οτιδήποτε άλλο από αυτά που περιέλαβαν. Θα λέγαμε ότι με αγώγιμο δικαίωμα την επίδικη επιταγή που δεν τιμήθηκε, το δικόγραφο περιλάμβανε όλα τα αναγκαία στοιχεία.
Εξετάσαμε και το ενδεχόμενο η αναφορά σε αποσιώπηση ουσιωδών γεγονότων, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, να αφορούσε στην ίδια τη μαρτυρία του Διευθυντή των Εφεσειόντων. Η υποχρέωση του Διευθυντή των Εφεσειόντων ήταν να καταθέσει το γεγονός, το οποίο ήταν εξάλλου παραδεχτό, ότι η επιταγή δεν τιμήθηκε και να απαντήσει στους ισχυρισμούς του Εφεσίβλητου, πράγμα που έπραξε. Πέραν τούτου όμως ο μάρτυρας είχε αναφερθεί στα δύο γεγονότα που το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε εσφαλμένα ότι παρασιωπήθηκαν. Λίγο πριν καταθέσει ως τεκμήριο την επίδικη επιταγή, ανέφερε ότι αυτή επιστράφηκε «με ένδειξη stop payment». Σε άλλο σημείο της κυρίως εξέτασης του, ανέφερε ότι ο Εφεσίβλητος «επέστρεψε τον εξαεριστήρα μόνο, μόνο το ένα είδος από τα δύο που αναφέρονταν στο τιμολόγιο». Είναι έκδηλο από τα πιο πάνω ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στην επιδίκαση εξόδων εις βάρος των Εφεσειόντων, μετά την απόρριψη της αίτησής τους για συνοπτική απόφαση. Είναι η θέση των Εφεσειόντων, ότι τα έξοδα θα έπρεπε να είχαν ακολουθήσει το αποτέλεσμα της δίκης. Είναι πάγια νομολογημένο ότι το θέμα των εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στην Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984:- «η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου αλλά με αντικειμενικά κριτήρια». Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο δικαστήριο είχε τη διακριτική ευχέρεια να αφήσει τα έξοδα να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της δίκης. Όμως και ο τρόπος που τελικά επέλεξε να χειριστεί το θέμα, δεν αποτελεί, αντικειμενικά κρίνοντας, κακή άσκηση της διακριτικής του ευχέρειάς. Ως εκ τούτου, ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.
Παρά τα όσα αναφέραμε σε σχέση με τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 6, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν εξετάσαμε κατά πόσο ο Εφεσίβλητος, εφόσον δεν ήγειρε ανταπαίτηση, θα μπορούσε να στραφεί εναντίον των Εφεσειόντων για τα ζητήματα που ήγειρε σε σχέση με τον κομπρεσόρο.
Ενόψει των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της. Εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου για £327,75 ή για €560, πλέον πρωτόδικα έξοδα, επί της αντίστοιχης κλίμακας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον €1.750 έξοδα έφεσης, πλέον ΦΠΑ.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.