ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 974
21 Μαΐου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ TΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΥΜΕΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ/΄Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΣΤΙΣ 19/04/2012 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 6552/2011, Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΖΟΝΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ, ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥ Κ. Π. ΑΒΡΑΑΜΙΔΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ, Ο ΔΙΚΑΖΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΟ ΩΣ ΑΝΩ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, ΤΟ ΕΚΑΜΕ ΑΠΟΔΕΚΤΟ, ΣΤΙΣ 19/04/2012, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 30.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΦΥΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟΕΞΑΙΡΕΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΩ ΥΠΟΘΕΣΗΣ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 68/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Κατά πόσο απόφαση Δικαστή να εξαιρεθεί, μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά στο δικαιοδοτικό πλαίσιο των προνομιακών ενταλμάτων ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος προς το σκοπό ακύρωσης απόφασης αυτοεξαίρεσης Επαρχιακού Δικαστή από την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης.
Δικαστές ― Εξαίρεση Δικαστή ― Μόνο αν η απόφασή του να συνεχίσει με την εκδίκαση της υπόθεσης, θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά.
Δικαστές ― Εξαίρεση Δικαστή ― Κάθε αίτηση για εξαίρεση δικαστή πρέπει να γίνεται ύστερα από πολλή περίσκεψη και να εδράζεται σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα ― Ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου ― Η ευαισθησία του Δικαστή, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει ― Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης.
Δικαστές ― Όπου ο δικαστής αποφασίσει να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, παρά το αίτημα για εξαίρεσή του, η απόφασή του υπόκειται σε παραμερισμό ― Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από την υποκειμενική συμπεριφορά του δικαστή, τα γεγονότα της υπόθεσης θα πρέπει να διερευνηθούν κατά πόσο υποδεικνύουν προς προκατάληψη ― Το κριτήριο είναι ανεξάρτητο, δηλαδή κατά πόσο στο νου του μέσου εχέφρονος πολίτη ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα, δημιουργείται φόβος ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης.
Ο Αιτητής επιδίωξε την παραχώρηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης Certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus, προς το σκοπό της καταχώρησης αίτησης με αίτημα την έκδοση προνομιακού εντάλματος για ακύρωση απόφασης αυτοεξαίρεσης Επαρχιακού Δικαστή από την εκδίκαση ποινικής υπόθεσης.
Ενώ η δίκη στο Επαρχιακό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ενώ είχε ακουστεί αριθμός μαρτύρων, σε ημερομηνία, που είχε οριστεί η υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε την εξαίρεση του Επαρχιακού Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση.
Σύμφωνα με τα όσα ετέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή, είχαν δοθεί οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να ζητηθεί η εξαίρεση και όπως η υπόθεση ακουστεί από άλλο δικαστή, επειδή πολίτες είχαν μεταφέρει στο Γενικό Εισαγγελέα ότι το Δικαστήριο είχε διαμορφώσει θετικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο.
Ο δικηγόρος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, υπέβαλε ένσταση στο αίτημα για εξαίρεση, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι δεν πληρούνταν οι νομολογημένες αρχές, ότι το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στηρίχτηκε επί εικασιών και καχυποψιών, ότι η εκδίκαση της υπό αναφορά υπόθεσης, βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής της διαδικασίας.
Ο πρωτόδικος Δικαστής επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι «.. η αναζήτηση εξωγενών στοιχείων ή περιστατικών θα καθιστούσε προβληματική τη διεκπεραίωση της εφετειακής δικαιοδοσίας.» επισημαίνοντας ωστόσο ότι δεν του παρεχόταν η επιλογή της απόρριψης του αιτήματος εξαίρεσής του.
Δεν μπορούσε, όπως έκρινε, να διασωθεί διαφορετικά το κύρος της δικαιοσύνης αφού η μη εξαίρεσή του θα ισοδυναμούσε με αντιδικία με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και με τον μάρτυρα κατηγορίας στην παρούσα διαδικασία που ήταν ο πολίτης, που, κατά το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, του μετέφερε όσα αποδίδονταν στο Δικαστή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι η αξιοπιστία του μάρτυρα κατηγορίας θα έπρεπε να παραμείνει αλώβητη μέχρι την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Η ενασχόληση του, όπως επεσήμανε, με όσα του αποδίδονταν θα υπήχε θέση πρόωρης αξιολόγησης της αξιοπιστίας του, κάτι που θα συνιστούσε από μόνο του αυτόνομο λόγο εξαίρεσής.
Με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Υπήρξε έκδηλη πλάνη περί το νόμο, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστή, εφόσον δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξαίρεσή του.
β) Με τον τρόπο που ενήργησε ο Γενικός Εισαγγελέας και έγινε δεκτό το αίτημά του από το Δικαστήριο, στην ουσία ανοίγουν οι πόρτες διάπλατα για να διαλέγει κάποιος διάδικος το Δικαστήριο που θα τον δικάζει.
γ) Εάν αυτό δεν ελεγχόταν δικαστικά θα δημιουργούσε σοβαρότατους κινδύνους, εφόσον οι δικαστές από ευαισθησία θα προτιμούν να εξαιρούνται για να προστατεύσουν, όχι μόνο τους εαυτούς τους από αόριστες κατηγορίες, αλλά και τα συμφέροντα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του Αιτητή περί ύπαρξης πλάνης περί το νόμο.
2. Το ερώτημα που εγειρόταν ήταν κατά πόσο και η απόφαση του δικαστή να εξαιρεθεί, μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά.
3. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρώτο σκέλος των κατηγοριών εναντίον του δικαστή, τουλάχιστον όπως τέθηκαν ενώπιον του από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν γενικό και προκαλούσε έκπληξη η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να ζητήσει την εξαίρεση του δικαστή.
4. Ενδέχετο ο πληροφοριοδότης ή οι πληροφοριοδότες να έθεσαν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα στοιχεία τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν στο δικαστήριο. Στη δήλωση του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, δεν αναφέρονταν στοιχεία πώς έγινε «ευρέως γνωστό», πόσοι και ποιοι πολίτες μετέφεραν στο Γενικό Εισαγγελέα ότι ο δικαστής έχει διαμορφώσει θετικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο.
5. Οδηγός του δικαστή δεν θα έπρεπε να ήταν η ευαισθησία του, αλλά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού του καθήκοντος. Είναι φανερό ότι ήταν επώδυνο για τον ίδιο, όπως εξάλλου θα ήταν για κάθε δικαστή, να υπερασπίζεται την αμεροληψία του.
6. Δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλάνη ως προς το νόμο. Επρόκειτο για μια ιδιάζουσα περίπτωση.
7. Ο όλος χειρισμός του δικαστή, δεν ήταν έξω από τις αρχές της νομολογίας που αφορούν στην εξαίρεση ενός δικαστή και ούτε διαπιστωνόταν οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο.
8. Η προσωπική αντίδραση του δικαστή, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αφού ανάγεται στην εγγενή ελευθερία που έχει να λειτουργήσει ως κριτής. Μόνο η απόφασή του να συνεχίσει με την εκδίκαση της υπόθεσης, θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά.
9. Όντως, υπάρχει κίνδυνος με αόριστες καταγγελίες να γίνεται επιλογή δικαστή, γι' αυτό και οι δικαστές θα πρέπει πάντοτε να εξετάζουν αιτήματα για εξαίρεσή τους, με αρκετή περίσκεψη. Ταυτόχρονα όμως και οι δικηγόροι οφείλουν από μόνοι τους να υποβάλλουν τέτοια αιτήματα, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ίδιοι κρίνουν ότι είναι απολύτως αναγκαία.
10. Δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Azinas (1980) 1 C.L.R. 466,
Ηλίας (1971) 1 Α.Α.Δ. 869,
Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54,
Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69,
Κωνσταντινίδη Επιπλώσεις Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 634,
Evangeli (1992) 1 A.A.Δ. 1443,
Λιασίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 185,
Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279,
Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου (2009) 1 Α.Α.Δ. 761,
Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 135,
Γιαννόπουλου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1650,
Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692,
Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010,
Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154,
Findlay v. UK [1997] 24 EHRR 221,
Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826,
Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268,
Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357,
Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ 706,
Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80,
Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612,
Pal v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 551,
Makrides v. The Republic (1984) 3(A) C.L.R. 304,
Αίτηση.
A. Κυπρίζογλου, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition και/ή Mandamus, με απώτερο στόχο την ακύρωση της απόφασης Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, στην Ποινική Υπόθεση 6552/11, με την οποία εξαιρέθηκε από την εκδίκαση της υπόθεσης. Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του Αιτητή, πρόκειται για την πρώτη υπόθεση αμφισβήτησης απόφασης δικαστή να εξαιρεθεί. Συνήθως το θέμα εγείρεται αντιστρόφως, δηλαδή από την άρνηση ενός δικαστή να εξαιρεθεί (βλ. Re Azinas (1980) 1 C.L.R. 466, Re Ηλίας (1971) 1 Α.Α.Δ. 869, Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54, Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 69, Re Κωνσταντινίδη Επιπλώσεις Λτδ (1991) 1 Α.Α.Δ. 634, Re Barry Evangeli (1992) 1 A.A.Δ. 1443, Re Ευθύβουλου Λιασίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 185, Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279 και Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου (2009) 1 Α.Α.Δ. 761, στις οποίες τέθηκε θέμα αμεροληψίας και εξαίρεσης, χωρίς όμως ο δικαστής να είχε εξαιρεθεί).
Σύμφωνα με την έκθεση γεγονότων και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, ο Αιτητής, ο οποίος είναι Ανώτερος Υπαστυνόμος στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού, αντιμετώπιζε αριθμό κατηγοριών στην πιο πάνω ποινική υπόθεση. Στην αίτηση, δεν αναφέρονται λεπτομέρειες των κατηγοριών, αλλά αυτό δεν επηρεάζει την έκβαση της αίτησης. Ενώ η δίκη στο Επαρχιακό Δικαστήριο βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και ενώ είχε ακουστεί αριθμός μαρτύρων, στις 5.4.2012, που είχε οριστεί η υπόθεση για συνέχιση της ακρόασης, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής, κ. Π. Αβρααμίδης, με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ζήτησε την εξαίρεση του Επαρχιακού Δικαστή που εκδίκαζε την υπόθεση. Το αίτημα διατυπώθηκε ως εξής:-
«Κύριε Πρόεδρε στο στάδιο αυτό έχω οδηγίες από τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να υποβάλω επίσημο αίτημα και να ζητήσω την εξαίρεση σας από την παρούσα υπόθεση. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον της Προέδρου και να δοθούν οδηγίες όπως ακουστεί από άλλο δικαστή. Έχει γίνει ευρέως γνωστό και πολίτες έχουν μεταφέρει στο Γενικό Εισαγγελέα ότι έχετε διαμορφώσει θετικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο με αποτέλεσμα να έχει επηρεαστεί η κρίση σας. Έχετε δημιουργήσει άποψη ότι η παρούσα υπόθεση έχει καταχωρηθεί εκδικητικά εναντίον του κατηγορούμενου. Επίσης κύριε πρόεδρε, αναφέρω ότι έχει διαδοθεί από τον Κατηγορούμενο και έχει επίσης και αυτό μεταφερθεί στο Γενικό Εισαγγελέα ότι η αθώωση του σ' αυτήν την υπόθεση είναι βέβαια και απόλυτη.»
Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3(ii) της Έκθεσης, «το πρόσωπο στο οποίο υποτίθεται ότι ανέφερε το Δικαστήριο ότι η προειρημένη ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε εκδικητικά, είναι ο Μ.Κ.5, δικηγόρος, Χρήστος Πουργουρίδης.».
Περαιτέρω, στην παράγραφο 3(iii) της Έκθεσης, αναφέρεται ότι ο δικηγόρος υπεράσπισης του κατηγορούμενου, υπέβαλε ένσταση στο αίτημα για εξαίρεση, αναφέροντας ότι:-
«.για να εκδικαιολογείτο το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα για εξαίρεση του φυσικού δικαστή που εκδίκαζε την εν λόγω υπόθεση, θα έπρεπε, σύμφωνα με τις προεκτάσεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος οι οποίες εξετάστηκαν στην Κύπρο από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, να στοιχειοθετούνται ως ακολούθως:
«Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.»
Τα κριτήριο αυτό σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισης του Κατηγορουμένου στην υπό αναφορά υπόθεση, δεν κατέστη δυνατόν να πληρωθεί καθ' ότι, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, στηρίχτηκε επί εικασιών και καχυποψιών, χωρίς να κάμνει συγκεκριμένη χρονικά αναφορά στα γεγονότα που επικαλείται, παρά το γεγονός ότι, η εκδίκαση της υπό αναφορά υπόθεσης, βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο της ακροαματικής της διαδικασίας.
Επιπλέον, ο κ. Ερωτοκρίτου ανέφερε πως, οι διάδικοι δεν μπορούν να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου ανάλογα με τις επιθυμίες τους. Ο διάδικος που επιζητεί την εξαίρεση ενός δικαστή θα πρέπει να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του για παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης. Κάτι, που δε συνέβηκε στην προκειμένη περίπτωση αφού, το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής όπως διατυπώθηκε, δεν στηριζόταν σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη βάση γεγονότων που να υποστηρίζει τη θέση του δικαστή ότι, υπήρχε πραγματική πιθανότητα προκατάληψης του δικαστή.
Ακόμη δε, ανέφερε ο συνήγορος υπεράσπισης πως, σε περίπτωση που επιτρεπόταν το αίτημα αυτό του δημόσιου κατηγόρου, στο στάδιο εκείνο της εκδίκασης της υπόθεσης, θα παραβιαζόταν εκτός των άλλων και το δικαίωμα του κατηγορουμένου για εκδίκαση της υπόθεσης του εντός ευλόγου χρόνου, το οποίο απορρέει από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.»
Ο πρωτόδικος δικαστής, με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 19.4.2012, εξαίρεσε τον εαυτό του από την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης. Η πιο κάτω αιτιολογία αποτελεί το σκεπτικό του:-
«Δεν προτίθεμαι να σχολιάσω με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο του αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ωστόσο, θα ήταν παράλειψή μου να μην παραθέσω και ό,τι, ως αντίδραση στην ένσταση του ευπαίδευτου δικηγόρου του κατηγορούμενου, πρόσθεσε ο κ. Αβρααμίδης και που συνοψίζεται σε τούτο· τη θέση ότι η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε εκδικητικά την εξέφρασα στον κ. Χρίστο Πουργουρίδη.
Είναι σε κάθε περίπτωση επώδυνο για το Δικαστή να υπερασπίζεται την αμεροληψία του. Όταν βεβαίως όσα του αποδίδονται βρίσκουν πειστικότερη απόδειξη των διαδραματισθέντων (βλ. Σωτηριάδης ν. Βασιλείου κ.ά. (Αρ. 1) (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 801 και Αδελφοί Ε. Αναστασίου Λτδ ν. Μυλωνά (1997) 1 Α.Α.Δ. 1280). Στην προκειμένη όμως περίπτωση μου καταλογίζονται ενέργειες έξω από το πλαίσιο της διαδικασίας. Ό,τι καταγράφω ως αντίλογο στα όσα μου αποδίδονται δεν μπορούν να ελεγχθούν, γιατί όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μυλωνά, (ανωτέρω):
«.. η αναζήτηση εξωγενών στοιχείων ή περιστατικών θα καθιστούσε προβληματική τη διεκπεραίωση της εφετειακής δικαιοδοσίας.»
Μου φαίνεται πως δε μου παρέχεται η επιλογή της απόρριψης του αιτήματος εξαίρεσής μου. Δεν μπορεί να διασωθεί διαφορετικά το κύρος της δικαιοσύνης αφού η μη εξαίρεσή μου θα ισοδυναμούσε με αντιδικία με το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και με τον κ. Χρίστο Πουργουρίδη. Ο δεύτερος κατάθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας (Μ.Κ.5) στην παρούσα διαδικασία και είναι ο πολίτης, που, κατά το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, του μετέφερε όσα μου αποδίδονται. Η αξιοπιστία του κ. Χρίστου Πουργουρίδη θα πρέπει να παραμείνει αλώβητη μέχρι την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Η ενασχόληση μου με όσα μου αποδίδονται θα υπήχε θέση πρόωρης αξιολόγησης της αξιοπιστίας του, κάτι που θα συνιστούσε από μόνο του αυτόνομο λόγο εξαίρεσής μου.
Δεν υποτιμώ τη συμβουλή του ευπαίδευτου δικηγόρου του κατηγορούμενου στο εγερθέν ζήτημα. Αν δεν αναφέρθηκα σ' αυτή έγκειται στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Προέχει εδώ το κύρος της δικαιοσύνης και όχι η αλήθεια ή όχι του λόγου που προβλήθηκε για την εξαίρεση μου. Ως φορέας της δικαιοσύνης έχω καθήκον να διαφυλάξω το πρώτο. Με γνώμονα αυτό το καθήκον εξαιρούμαι από την περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, παραμερίζοντας τα προσωπικά μου αισθήματα από την εξέλιξη αυτή. Ο φάκελος της υπόθεσης παραπέμπεται στην έντιμη κα Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ώστε να το θέσει ενώπιον άλλου Δικαστή.»
Ο κ. Κυπρίζογλου, αγορεύοντας ενώπιον μου προς υποστήριξη της αίτησης, ανέφερε ότι υπήρξε έκδηλη πλάνη περί το νόμο, εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστή, εφόσον δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για εξαίρεσή του. Επίσης, υποστήριξε ότι: «Με τον τρόπο που ενήργησε ο Γενικός Εισαγγελέας και έγινε δεκτό το αίτημά του από το Δικαστήριο, στην ουσία ανοίγουν οι πόρτες διάπλατα για να διαλέγει κάποιος διάδικος το Δικαστήριο που θα τον δικάζει.». Αυτό κατά τον κ. Κυπρίζογλου, αν δεν ελεγχθεί δικαστικά, θα δημιουργήσει σοβαρότατους κινδύνους, εφόσον οι δικαστές από ευαισθησία θα προτιμούν να εξαιρούνται για να προστατεύσουν, όχι μόνο τους εαυτούς τους από αόριστες κατηγορίες, αλλά και τα συμφέροντα της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό, όμως, επηρεάζει τα δικαιώματα των κατηγορουμένων προσώπων για δίκαιη δίκη.
Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για προνομιακό ένταλμα τύπου Certiorari, Mandamus ή Prohibition, αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του δικαστηρίου, γι' αυτό και ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Για να χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση των πιο πάνω προνομιακών ενταλμάτων, ο Αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Η διαπίστωση θα πρέπει να γίνει από το πρακτικό του δικαστηρίου. Συζητήσιμη υπόθεση μπορεί να υπάρξει όπου διαπιστώνεται, μεταξύ άλλων έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, προκατάληψη, δόλος, παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης η έκδηλη πλάνη περί το νόμο, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Αίτηση της Ελένης Μιχαήλ για άδεια καταχώρησης Certiorari (2012) 1 Α.Α.Δ. 135, Αίτηση του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου για άδεια καταχώρησης εντάλματος Certiorari (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1650 και Αναφορικά με τον Τζενάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).
Έχω εξετάσει την εισήγηση του δικηγόρου του Αιτητή περί ύπαρξης πλάνης περί το νόμο, αλλά με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω. Με βάση το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κάθε διάδικο ή κατηγορούμενο πρόσωπο, δικαιούται σε ανεπηρέαστη, δημόσια ακροαματική διαδικασία, εντός ευλόγου χρόνου ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου. Η αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές, αν όχι τη βασικότερη αρχή δικαίου, με θεμελιακή σημασία στην απονομή της δικαιοσύνης. Συνδέεται με τη γνωστή αρχή δικαίου, ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται (βλ. Αυτοκέφαλος Αγιωτάτη Ορθόδοξος και Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1990) 3 Α.Α.Δ. 54). Ο δικαστής τεκμαίρεται ότι είναι αμερόληπτος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο. Το τεκμήριο αμεροληψίας μπορεί να ανατραπεί όταν τεθεί θέμα αμεροληψίας, οπότε και εξετάζεται με βάση τόσο το υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή την προσωπική περίπτωση του κάθε δικαστή, όσο και με βάση το αντικειμενικό κριτήριο, δηλαδή κατά πόσον ο δικαστής έδωσε εγγυήσεις ικανοποιητικές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε εύλογη αμφιβολία περί έλλειψης αμεροληψίας.
Σύμφωνα με τη δικαστική πρακτική που διαμορφώθηκε και τις αρχές της νομολογίας, δικαστής που αισθάνεται ότι για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή άλλο, κωλύεται να συμμετάσχει στην εκδίκαση μιας υπόθεσης, εξαιρείται από τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Καίτη Σπανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά., Υπόθ. Αρ. 74/09, ημερ. 22.4.2010). Το ίδιο μπορεί να συμβεί όταν ζητηθεί η εξαίρεση του από διάδικο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hauschildt v. Denmark, 24.5.1989, Series A, No. 154:- «Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με ένα υποκειμενικό κριτήριο, δηλαδή στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου δικαστή σε δοθείσα υπόθεση, και επίσης, σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο, που είναι η διακρίβωση κατά πόσο ο δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείουν μια νόμιμη αμφιβολία ως προς αυτό.» (βλ. επίσης Findlay v. UK [1997] 24 EHRR 221, 244, Castillo Algar v. Spain [1998] 30 EHHR 826 και το Σύγγραμμα του Α. Λοΐζου «Σύνταγμα Κυπριακής Δημοκρατίας», Έκδοση 2001, σελ. 193). Το κριτήριο προκατάληψης για εξαίρεση ενός δικαστή, είναι κατά πόσο θα δημιουργηθεί η εντύπωση στο μυαλό του μέσου εχέφρωνα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα, ότι υπάρχει πράγματι πιθανότητα προκατάληψης από το δικαστή (βλ. Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω). Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Εικασίες και καχυποψίες μόνο, δεν είναι αρκετές (βλ. Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 και Porter ν. Magill [2002] 2 AC 357).
Αποτελεί επίσης σημαντική αρχή της νομολογίας ότι ο δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Παναγιώτη Λιάκου Μελά (Αρ. 1) (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 706). Επίσης, στην υπόθεση Δέσπω Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 80, τονίστηκε ότι:-
«Η ευαισθησία του Δικαστή, ως υποδεικνύεται στην Makrides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 304, δεν αποτελεί τον οδηγό στη διαπίστωση κωλύματος, αλλά οδηγό συνιστά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού καθήκοντος και ό,τι αυτό επιβάλλει. Παραίτηση από αυτό το καθήκον ενέχει ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης όπως υποδεικνύεται:
"One such danger is that we would be coming close to acknowledging to a litigant a right to choose the judge who will try him."
"Ένας τέτοιος κίνδυνος είναι ότι θα φθάναμε κοντά στην αναγνώριση δικαιώματος στο διάδικο να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει."»
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (απαρτιζόμενου από τον Αρχιδικαστή, τον Πρόεδρο του Εφετείου και τον Αντικαγκελάριο (V-C)), Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2000] 1 All E.R. 65, τονίζεται ότι αποτελεί καθήκον του δικαστή να επιλαμβάνεται των υποθέσεων που του ανατίθενται, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ο διάδικος να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει. Στην ίδια υπόθεση το Αγγλικό Εφετείο πραγματεύεται τις αρχές που διέπουν τη διαπίστωση προκατάληψης. Εύλογος υπόνοια ή λογικός φόβος είναι, καθώς επισημαίνεται, το κριτήριο το οποίο υιοθετεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τη διαπίστωση προκατάληψης. (Piersack v. Belgium [1982] 5 EHRR 169, De Cubber v. Belgium [1984] 7 EHRR 236, Hauschildt v. Denmark [1989] 12 EHRR 266, Langborger v. Sweden [1989] 12 EHRR 416.)
..........................
Χρήσιμη καθοδήγηση για τη διαπίστωση προκατάληψης παρέχεται και από την απόφαση Ex p. Pinochet Ugarte (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577 (HL). Σκοπός του αποκλεισμού δικαστή από τη σύνθεση δικαστηρίου λόγω προκατάληψης είναι, ως υπογραμμίζεται, η διασφάλιση της καθαρότητας στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
(Βλ. επίσης, Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612).
Όπου ο δικαστής αποφασίσει να συμμετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, παρά το αίτημα για εξαίρεσή του, η απόφασή του υπόκειται σε παραμερισμό. Σε τέτοια περίπτωση, ανεξάρτητα από την υποκειμενική συμπεριφορά του δικαστή, τα γεγονότα της υπόθεσης θα πρέπει να διερευνηθούν κατά πόσο υποδεικνύουν προς προκατάληψη. Το κριτήριο είναι ανεξάρτητο, δηλαδή κατά πόσο στο νου του μέσου εχέφρονος πολίτη ο οποίος γνωρίζει τα γεγονότα, δημιουργείται φόβος ή δικαιολογημένη εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης (βλ. Castillo Algar v. Spain, ανωτέρω, Κωνσταντίνου ν. Κωνσταντίνου, ανωτέρω, Tekinder Pal v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και Costas Makrides v. The Republic (1984) 3(A) C.L.R. 304).
Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι κατά πόσο και η απόφαση του δικαστή να εξαιρεθεί, μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρώτο σκέλος των κατηγοριών εναντίον του δικαστή, τουλάχιστον όπως τέθηκαν ενώπιον του από τον εκπρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν κατά την άποψή μου γενικό και ομολογώ ότι με εξέπληξε η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να ζητήσει την εξαίρεση του δικαστή. Ενδέχεται ο πληροφοριοδότης ή οι πληροφοριοδότες να έθεσαν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα στοιχεία τα οποία δεν αποκαλύφθηκαν στο δικαστήριο. Όμως, στη δήλωση του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, δεν αναφέρονται στοιχεία πώς έγινε «ευρέως γνωστό», πόσοι και ποιοι πολίτες μετέφεραν στο Γενικό Εισαγγελέα ότι ο δικαστής έχει διαμορφώσει θετικά αισθήματα προς τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, δεν δίνονται λεπτομέρειες πώς, πότε, υπό ποιες περιστάσεις και προς ποιον ή ποιους εκδηλώθηκαν αυτά τα αισθήματα από το δικαστή. Οι μόνες θετικές λεπτομέρειες που δόθηκαν, ήταν αυτές που αφορούσαν στο δεύτερο σκέλος του παραπόνου, που προέρχονταν από το δικηγόρο κ. Χρήστο Πουργουρίδη. Στα πρακτικά καταγράφεται συμπληρωματική δήλωση του εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα, ότι η θέση του δικαστή ότι η υπόθεση είχε καταχωρηθεί εναντίον του κατηγορουμένου εκδικητικά, εκφράστηκε στον κ. Χρ. Πουργουρίδη, σε «ανύποπτο χρόνο».
Ανεξάρτητα όμως από την έλλειψη λεπτομερειών, τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου κάποια στοιχεία τα οποία αναμφίβολα άφηναν αιχμές κατά της αμεροληψίας του δικαστή. Από τη στιγμή που τέθηκε ένα τέτοιο αίτημα και μάλιστα από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο δικαστής δεν είχε άλλη επιλογή από του να το εξετάσει. Επρόκειτο για προσωπικό θέμα. Όπως αναφέρθηκε στη Makrides, ανωτέρω, οδηγός του δικαστή δεν θα έπρεπε να ήταν η ευαισθησία του, αλλά η σωστή εκτίμηση του δικαστικού του καθήκοντος. Είναι φανερό ότι ήταν επώδυνο για τον ίδιο, όπως εξάλλου θα ήταν για κάθε δικαστή, να υπερασπίζεται την αμεροληψία του.
Λόγω των προεκτάσεων στην απονομή της δικαιοσύνης, έχω εξετάσει με πολλή προσοχή την αίτηση, αλλά δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλάνη ως προς το νόμο. Αντίθετα, ο δικαστής, ενώ βρέθηκε μπροστά σε μια δύσκολη και οριακή περίπτωση, παραμερίζοντας τα προσωπικά του αισθήματα απέφυγε τις δυσκολίες που ορθόνοντο μπροστά του και ιδιαίτερα το δίλημμα να απαντήσει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και στο πρόσωπο που μετέφερε τις πληροφορίες, το οποίο τύγχανε να είναι και μάρτυρας κατηγορίας. Και αυτό όχι μόνο για να προστατεύσει το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και για να μην επηρεάσει τη μελλοντική πορεία της υπόθεσης, στην οποία θα αξιολογείτο η αξιοπιστία του Μ.Κ. 5. Επρόκειτο για μια ιδιάζουσα περίπτωση.
Ο όλος χειρισμός του δικαστή, δεν είναι έξω από τις αρχές της νομολογίας που αφορούν στην εξαίρεση ενός δικαστή και ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δικαστής έκρινε υποκειμενικά με βάση την προσωπική του πεποίθηση, ότι για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του και οι οποίοι άπτοντο της διασφάλισης της συνέχισης της ακρόασης και του κύρους της δικαιοσύνης, δεν μπορούσε να συνεχίσει με την εκδίκαση της υπόθεσης. Η κρίση του συνιστά από τη μια ορθή εκτίμηση του δικαστικού του καθήκοντος και από την άλλη, εύλογη εκτίμηση των κινδύνων που ενείχε στην απονομή της δικαιοσύνης η απόφαση του τόσο να εξαιρεθεί, όσο βέβαια και τυχόν αντίθετη απόφασή του.
Η προσωπική αντίδραση του δικαστή, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αφού ανάγεται στην εγγενή ελευθερία που έχει να λειτουργήσει ως κριτής (βλ. Αποστολίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Μόνο αν η απόφασή του να συνεχίσει με την εκδίκαση της υπόθεση, θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά. Σε τέτοια περίπτωση, θα εξεταζόταν κατά πόσον ικανοποιείτο το αντικειμενικό κριτήριο της εντύπωσης που θα δημιουργείτο στο μέσο εχέφρονα πολίτη για το αν, υπό τις περιστάσεις, υπήρχε πιθανότητα προκατάληψης.
Αναμφίβολα, όταν ένας δικαστής, επιδεικνύοντας υπέρμετρη ευαισθησία, εξαιρείται από τη σύνθεση ενός δικαστηρίου, δημιουργούνται κίνδυνοι για την απονομή της δικαιοσύνης, εφόσον θα δίδετο η δυνατότητα σε κακόπιστους διαδίκους να αποκλείσουν ένα δικαστή που δεν θέλουν να τους δικάσει, επιλέγοντας έτσι άλλο. Όντως, υπάρχει κίνδυνος με αόριστες καταγγελίες να γίνεται επιλογή δικαστή, γι' αυτό και οι δικαστές θα πρέπει πάντοτε να εξετάζουν αιτήματα για εξαίρεσή τους, με αρκετή περίσκεψη. Ταυτόχρονα όμως και οι δικηγόροι οφείλουν από μόνοι τους να υποβάλλουν τέτοια αιτήματα, στις περιπτώσεις εκείνες που οι ίδιοι κρίνουν ότι είναι απολύτως αναγκαία. Όπως υποδείχθηκε στην Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου ν. Βουλής (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 69, κάθε αίτηση για εξαίρεση δικαστή πρέπει να γίνεται ύστερα από πολλή περίσκεψη και να εδράζεται σε σοβαρά αντικειμενικά δεδομένα.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, για την ύπαρξη πλάνης περί το νόμο, γι' αυτό και η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.