ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2012) 1 ΑΑΔ 523
20 Μαρτίου, 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 75/2009)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος-Ενάγων με Ανταπαίτηση,
v.
1. K. ANTIQUES & FINE ARTS (CYPRUS) LTD,
2. K. ANTIQUES & FINE ARTS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων-Εναγομένων με Ανταπαίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 81/2009)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων-Εναγόμενος-Ενάγων με Ανταπαίτηση,
v.
1. K. ANTIQUES & FINE ARTS (CYPRUS) LTD,
2. K. ANTIQUES & FINE ARTS LTD,
Εφεσιβλήτων-Εναγόντων-Εναγομένων με Ανταπαίτηση.
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 75/2009, 81/2009)
Πολιτική Δικονομία ― Παροχή λεπτομερειών ― Διάταξη 19 Θεσμός 6 ― Επικύρωση πρωτόδικης απορριπτικής απόφασης για παροχή λεπτομερειών ―Ο εφεσείων έφερε το βάρος της απόδειξης ισχυρισμών για τις οποίες ζητούνταν λεπτομέρειες ― Επιδίωκε ουσιαστικά να εκμαιεύσει μαρτυρία που εκείνος όφειλε να προσκομίσει.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης με την οποία απορρίφθηκε κατόπιν Ακρόασης, αίτηση για παροχή λεπτομερειών.
Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, οι λεπτομέρειες που ζητoύσε ο εφεσίων/εναγόμενος, δεν δικαιολογούνταν για το λόγο ότι αφενός το επίμαχο δικόγραφο της Ενάγουσας παρείχε όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες και αφετέρου οι επιδιωκόμενες λεπτομέρειες ενέπιπταν στη γνώση του ιδίου του Εναγόμενου.
Εκρίθη περαιτέρω από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εκείνο που επιδίωκε ο Εναγόμενος δεν ήταν λεπτομέρειες αλλά εκμαίευση μαρτυρίας αν η Ενάγουσα κατείχε ή κατακρατούσε έργα του Εναγομένου τη στιγμή που η Ενάγουσα αρνείτο ότι κατείχε τέτοια έργα.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, οι Εφεσίβλητες στις παραγράφους 9 και 4 προέβαλλαν δύο ισχυρισμούς - ότι δεν κατακρατούν έργα του και ότι δεν κατακρατούν έργα του παράνομα - χωρίς να διευκρινίζουν ποία εκ των δύο εκφράζει τις θέσεις τους, ούτε, στη δεύτερη περίπτωση, ποία έργα κατακρατούν και ποία η αξία τους.
β) Οι εφεσίβλητες προέβαλαν επίσης ότι, σε περίπτωση που τους παραδόθησαν έργα, αυτά συνυπολογίσθησαν στην εκκαθάριση του λογαριασμού και ότι αν οποιοδήποτε έργο παρέμεινε στην κατοχή τους δεν προέκυπτε αγώγιμο δικαίωμα, χωρίς να αναφέρουν ποία είναι αυτά τα έργα και η αξία τους και πως απέκτησαν το δικαίωμα να τα κατέχουν.
γ) Αν δεν παρέχονταν οι λεπτομέρειες, ο εφεσείων δεν θα γνώριζε τι θα είχε να αντιμετωπίσει στη δίκη.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ήταν ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι υπήρχαν δύο ισχυρισμοί - (1) μη κατακράτηση και (2) μη κατακράτηση χωρίς συγκατάθεση ή παράνομα - αφού ο ισχυρισμός ήταν ενιαίος και αναφερόταν στη μη κατακράτηση χωρίς τη συγκατάθεση ή παράνομα.
2. Ορθώς υπέδειξε το Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, στον οποίο βάσιζε την ανταπαίτησή του, ότι τα συγκεκριμένα έργα του κατακρατούνταν παράνομα από την Εφεσίβλητη 1.
3. Ο Εφεσείων ουσιαστικά επιχειρούσε να αντιστρέψει τα πράγματα και να εκμαιεύσει από την Εφεσίβλητη 1 πράγματα που αφορούσαν στην ίδια την ανταπαίτησή του, μορφοποιώντας τις λεπτομέρειες που ζήτησε ως να υπήρχε κάτι που έχρηζε διευκρίνισης.
4. Στην περίπτωση δε της Εφεσίβλητης 2 ο Εφεσείων στην ανταπαίτησή του δεν προσδιόρισε καν τη σχέση του με την Εφεσίβλητη 2.
5. Ο εφεσείων δεν δικαιούτο να αναμένει από την Εφεσίβλητη 2, ως εκ της αοριστολογίας των δικών του ισχυρισμών, οτιδήποτε άλλο πέραν της άρνησης, αφού αυτή ήταν η θέση της, ότι δεν κατακρατούσε έργα του Εφεσείοντα χωρίς τη συγκατάθεσή του ή παράνομα.
6. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε εξετάζοντας τις υπόλοιπες παραγράφους στις οποίες αφορούσαν οι ζητούμενες λεπτομέρειες, ο εφεσείων επιδίωκε ουσιαστικά να εκμαιεύσει μαρτυρία που εκείνος οφείλει να προσκομίσει.
Οι εφέσεις απορρίφθησαν με έξοδα κατά το ήμισυ.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Σολωμονίδης, Π.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 7284/07), ημερομηνίας 4/3/2009.
Σ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα και στις δύο εφέσεις.
Χρ. Θεοδώρου, για τους Εφεσίβλητους καις στις δύο εφέσεις..
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσίβλητη στην έφεση 75/2009 (Εφεσίβλητη 1) K. Antiques & Fine Arts (Cyprus) Ltd ήγειρε αγωγή κατά του Εφεσείοντα Μιχάλη Χαραλαμπίδη ζητώντας αποζημιώσεις για παράβαση μεταξύ τους συμφωνίας για την προβολή και εμπορία των καλλιτεχνικών δημιουργιών του με δικά τους έξοδα, με αντάλλαγμα ποσοστά επί των πωλήσεων ή απόκτησης από την ίδια έργων του. Ο Εφεσείων, υπερασπιζόμενος, ήγειρε και ανταπαίτηση κατά της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης στην έφεση 81/2009 (Εφεσίβλητης 2) K. Antiques & Fine Arts Ltd, εταιρείας με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο, την οποία κατέστησε εναγόμενη δι΄ανταπαιτήσεως, ισχυριζόμενος ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους είχε παραδώσει στις Εφεσίβλητες ή σε μια από αυτές 9 έργα του τα οποία, μετά από τη διακοπή της συνεργασίας τους, εξακολουθούν να κρατούν, ανταπαιτώντας την αξία τους. Η Εφεσίβλητη 1 στην υπεράσπισή της στην ανταπαίτηση ανέφερε τα ακόλουθα:
«9. Ο εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 1 αρνείται το περιεχόμενο των παραγράφων 9, 10 και 11 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και ισχυρίζεται ότι δεν κατέχει ούτε κατακρατεί τα ισχυριζόμενα ή οποιαδήποτε έργα του Εναγομένου χωρίς τη συγκατάθεση του και/ή παράνομα και/ή στερώντας τη χρήση τους από τον Εναγόμενο ως ισχυρίζεται στην παράγραφο 10 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης.»
«10. Περαιτέρω και/ή επικουρικώς προς την παράγραφο 4 της παρούσας ο εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι:
(α) αν αποδειχθεί από τον Εναγόμενο ότι παρέδωσε στον Ενάγοντα και/ή στον εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 1 τα έργα που περιγράφονται στην παράγραφο 9 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ή οποιαδήποτε από αυτά τα έργα, αυτά παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους και συνυπολογίστηκαν στην εκκαθάριση του μεταξύ τους λογαριασμού και δεν εκκρεμεί οτιδήποτε οφειλόμενο.
(β) και αν ακόμη παρέμεινε οποιοδήποτε έργο στην κατοχή του εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενου 1 (πράγμα που ο εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 1 αρνείται) δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράνομη ιδιοποίηση και/ή κατακράτηση και/ή επέμβαση σε κινητή ιδιοκτησία και/ή αδικαιολόγητος πλουτισμός και/ή σύμβαση παρακαταθήκης και/ή άλλως πως.»
Πανομοιότυπες παράγραφοι ως 4 και 5 αντιστοίχως υπάρχουν στην υπεράσπιση της Εφεσίβλητης 2 στην ανταπαίτηση.
Ο Εφεσείων ζήτησε τότε από τις Εφεσίβλητες τις ακόλουθες περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες:
Ως προς τις παραγράφους 9 και 4:
«Κατά πόσο δεν κατέχουν και κατακρατούν οι ενάγοντες οποιαδήποτε από τα έργα που αναφέρονται στην παρ. 9 της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης, ή κατά πόσο κατέχουν και κατακρατούν κάποια άλλα με τη συγκατάθεση του εναγόμενου και νόμιμα και στην τελευταία περίπτωση ποια έργα και ποιας αξίας.»
Ως προς τις παραγράφους 10(α) και 5(α):
«Ποία τα έργα και ποια η αξία των εν λόγω έργων που λήφθηκαν υπόψη για την εκκαθάριση του λογαριασμού μεταξύ εναγόντων και εναγόμενου.»
Ως προς τις παραγράφους 10(β) και 5(β):
«Πού στηρίζουν το δικαίωμα κατοχής που προβάλλουν οι ενάγοντες».
Καθ' όσον δεν υπήρξε ανταπόκριση, ο Εφεσείων καταχώρησε σχετικές αιτήσεις οι οποίες και οδηγήθησαν σε ακρόαση. Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος ο οποίος επελήφθη αυτών τις απέρριψε. Προβαίνοντας σε ευρεία αναφορά στη νομολογία, κατέληξε ως εξής:
«Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις αιτούμενες λεπτομέρειες υπό το φως της νομολογίας αφενός και των δικογραφημένων θέσεων των διαδίκων αφετέρου και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι λεπτομέρειες που ζητά ο Εναγόμενος δεν δικαιολογούνται για το λόγο ότι αφενός το επίμαχο δικόγραφο της Ενάγουσας παρέχει όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες που ο Εναγόμενος θα έπρεπε να γνωρίζει για την κατάλληλη προετοιμασία της υπόθεσης του κατά τη δικάσιμο και αφετέρου οι επιδιωκόμενες λεπτομέρειες εμπίπτουν στη γνώση του ιδίου του Εναγόμενου.
Είμαι της γνώμης ότι το περιεχόμενο των επίμαχων παραγράφων του δικογράφου της Ενάγουσας είναι τόσο πλήρες και ομιλεί αφ' εαυτού ώστε να εξαντλείται κάθε λεκτική και ουσιαστική δυνατότητα εκ μέρους της Ενάγουσας να παράσχει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες.
Ειδικώτερα, ενώ η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς του Εναγομένου που εκτίθενται στις παραγρ. 9, 10 και 11 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, με την παρούσα ο Εναγόμενος επιδιώκει να πληροφορηθεί από την Ενάγουσα κατά πόσο αυτή κατέχει ή κατακρατεί είτε όλα είτε οποιαδήποτε από τα έργα του Εναγομένου. Αυτό που επιδιώκει ο Εναγόμενος δεν είναι λεπτομέρειες αλλά να εκμαιεύσει μαρτυρία αν η Ενάγουσα κατέχει ή κατακρατεί έργα του Εναγομένου τη στιγμή που η Ενάγουσα αρνείται ότι κατέχει τέτοια έργα.
Επισημαίνω ότι η παράγραφος 9 της Απάντησης δεν προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι η εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη 2 κατέχει και κατακρατεί έργα του Εναγόμενου είτε νόμιμα είτε παράνομα.
Η παράγραφος 10 της Απάντησης είναι επικουρική προς την παράγραφο 9 της Απάντησης. Η υποπαράγραφος (α) αναφέρεται στην περίπτωση που ο Εναγόμενος αποδείξει ότι παρέδωσε στην Ενάγουσα τα έργα που ο ίδιος ο Εναγόμενος ισχυρίζεται στην Υπεράσπιση του ότι παρέδωσε. Η Ενάγουσα προβάλλει μια εκδοχή ότι αν αποδειχθεί ότι παραδόθηκαν τα ισχυριζόμενα έργα ή οποιοδήποτε από αυτά, τότε συνυπολογίστηκαν στην εκκαθάριση του μεταξύ τους λογαριασμού και δεν εκκρεμεί οποιοδήποτε οφειλόμενο.
Η υποπαράγραφος (β) αποτελεί απάντηση ότι και αν ακόμη παρέμεινε οποιοδήποτε έργο στην κατοχή της Ενάγουσας (πράγμα που η Ενάγουσα αρνείται) δεν προκύπτει οποιαδήποτε παράνομη ιδιοποίηση και/ή κατακράτηση και/ή επέμβαση σε κινητή ιδιοκτησία και/ή αδικαιολόγητος πλουτισμός και/ή σύμβαση παρακαταθήκης και/ή άλλως πως.
Δηλαδή, εν ολίγοις, η Ενάγουσα αρνείται ότι κατακρατεί οποιοδήποτε έργο του Εναγομένου. Είναι πρόβλημα του Εναγομένου να αποδείξει ότι όντως η Ενάγουσα κατακρατεί οποιοδήποτε έργο. Αν ο Εναγόμενος αποδείξει ότι όντως η Ενάγουσα κατακρατεί οποιοδήποτε τέτοιο έργο του η Ενάγουσα αρνείται ότι η κατακράτηση εμπίπτει στις νομικές κατηγορίες που ο ίδιος ο Εναγόμενος ισχυρίζεται.»
Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος εξέτασε και κάθε μια από τις επί μέρους ενστάσεις των Εφεσιβλήτων στην αίτηση, αποδεχόμενος αυτές με όρους που συναρτώνται προς το όλο παρατεθέν σκεπτικό του, εν πολλοίς επαναλαμβάνοντας τα ήδη λεχθέντα.
Επιχειρηματολογώντας προς στήριξη της έφεσης, ο Εφεσείων εισηγείται ότι οι Εφεσίβλητες στις παραγράφους 9 και 4 προβάλλουν δύο ισχυρισμούς - ότι δεν κατακρατούν έργα του και ότι δεν κατακρατούν έργα του παράνομα - χωρίς να διευκρινίζουν ποία εκ των δύο εκφράζει τις θέσεις τους, ούτε, στη δεύτερη περίπτωση, ποία έργα κατακρατούν και ποία η αξία τους. Εις δε τις παραγράφους 10 και 5 επίσης προβάλλουν δύο ισχυρισμούς - ότι, σε περίπτωση που τους παραδόθησαν έργα, αυτά συνυπολογίσθησαν στην εκκαθάριση του λογαριασμού και ότι αν οποιοδήποτε έργο παρέμεινε στην κατοχή τους δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα, χωρίς να αναφέρουν ποία είναι αυτά τα έργα και η αξία τους και πως απέκτησαν το δικαίωμα να τα κατέχουν. Ο Εφεσείων λοιπόν, εισηγείται, δεν θα γνωρίζει, αν δεν παρασχεθούν οι λεπτομέρειες, τι θα έχει να αντιμετωπίσει στη δίκη.
Οι εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων ουσιαστικά επαναλαμβάνουν την ορθότητα του σκεπτικού του Δικαστηρίου.
Δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσαμε, συμφωνώντας με τον Εφεσείοντα, να διαπιστώσουμε λάθος στην προσέγγιση του ευπαιδεύτου Προέδρου. Η Εφεσίβλητη 1 στην απαίτηση της προσδιόρισε σε ποία βάση - την ίδια τη συμφωνία στην οποία στηρίζει την αγωγή - ελάμβανε έργα του Εφεσείοντα για δικό της λογαριασμό, που ήταν αντί πληρωμής της συμφωνηθείσης αμοιβής της. Ήταν στην ίδια αυτή βάση που, υπερασπιζόμενη την ανταπαίτηση για κατακράτηση έργων του Εφεσείοντα, στην παράγραφο 9 αρνήθηκε ότι κατέχει έργα του χωρίς τη συγκατάθεσή του ή παράνομα. Δεν είναι ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι υπάρχουν δύο ισχυρισμοί - (1) μη κατακράτηση και (2) μη κατακράτηση χωρίς συγκατάθεση ή παράνομα - αφού ο ισχυρισμός είναι ενιαίος και αναφέρεται στη μη κατακράτηση χωρίς τη συγκατάθεση ή παράνομα. Και ορθώς υπέδειξε το Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων είναι που φέρει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, στον οποίο βασίζει την ανταπαίτησή του, ότι τα συγκεκριμένα έργα του κατακρατούνται παράνομα από την Εφεσίβλητη 1. Ο Εφεσείων ουσιαστικά επιχειρεί να αντιστρέψει τα πράγματα και να εκμαιεύσει από την Εφεσίβλητη 1 πράγματα που αφορούν την ίδια την ανταπαίτησή του, μορφοποιώντας τις λεπτομέρειες που ζήτησε ως να υπήρχε κάτι που χρήζει διευκρίνισης. Στην περίπτωση δε της Εφεσίβλητης 2 τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Εδώ ο ίδιος ο Εφεσείων στην ανταπαίτησή του δεν προσδιόρισε καν τη σχέση του με την Εφεσίβλητη 2, αναφέροντας γενικά ότι «στα πλαίσια της συνεργασίας του με τους εναγόμενους με ανταπαίτησή τους είχε παραδώσει και/ή σε οποιοδήποτε από αυτούς, τα παρακάτω έργα .», τα οποία και αυτοί «και/ή οποιοσδήποτε από αυτούς εξακολουθούν να κατέχουν χωρίς τη συγκατάθεσή» του. Τι θα εδικαιούτο να αναμένει από την Εφεσίβλητη 2, ως εκ της αοριστολογίας των δικών του ισχυρισμών, πέραν της άρνησης, αφού αυτή είναι η θέση της, ότι δεν κατακρατεί έργα του Εφεσείοντα χωρίς τη συγκατάθεσή του ή παράνομα.
Ως προς τις παραγράφους 10 και 5, ορθώς και πάλι ο ευπαίδευτος Πρόεδρος υπέδειξε ότι αυτές είναι επικουρικές προς τις παραγράφους 9 και 4 αντιστοίχως, όπως αναφέρεται και στα ίδια τα δικόγραφα. Πρόδηλο είναι ότι η παράγραφος 10(α) εδράζεται στην ίδια βάση που εδράζεται η γενικότερη θέση της Εφεσίβλητης 1 ότι όντως ελάμβανε έργα του Εφεσείοντα αλλά σε αντάλλαγμα για την αμοιβή της και ότι αν, το βάρος απόδειξης του οποίου φέρει ο Εφεσείων, καταδειχθεί ότι οποιαδήποτε από τα 9 έργα όντως παραδόθησαν σε αυτή, αυτό ήταν στα πλαίσια της εκκαθάρισης του λογαριασμού. Το ίδιο ως προς την παράγραφο 10(β), η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τη νομιμότητα της όποιας τέτοιας παράδοσης ήθελε αποδειχθεί. Το σύνολο της παραγράφου 10 είναι σαφές και ουδόλως προκύπτει θέμα διάστασης ή ανάγκης διευκρίνισης όπως ισχυρίζεται ο Εφεσείων, ο οποίος και πάλι, όπως ο ευπαίδευτος Πρόεδρος διείδε, επιδιώκει ουσιαστικά να εκμαιεύσει μαρτυρία που εκείνος οφείλει να προσκομίσει. Τα ίδια ισχύουν ως προς την παράγραφο 5, με επανάληψη των παρατηρήσεων μας όσον αφορά την παράλειψη του Εφεσείοντα να προσδιορίσει τη σχέση του με την Εφεσίβλητη 2.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Ο Εφεσείων, εφ' όσον οι εφέσεις είναι πανομοιότυπες και συνεκδικάσθησαν, θα καταβάλει το ήμισυ των εξόδων της κάθε Εφεσίβλητης πλέον ΦΠΑ, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα κατά το ήμισυ.