ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 439
15 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΡΙΤΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 320/2008)
Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Πεζή που φορούσε ρούχα σκούρου χρώματος επιχείρησε να διασταυρώσει καθέτως τη λεωφόρο Αρχαγγέλου στην Έγκωμη από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνση που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, σε ώρα που επικρατούσε σκότος και δεν υπήρχε οδικός φωτισμός ― Επικύρωση με πλειοψηφική απόφανση, πρωτόδικης κρίσης με την οποία αποδόθηκε πρωτοδίκως αποκλειστική αμέλεια στην εφεσείουσα.
Αστικά αδικήματα ― Αμέλεια ― Τροχαία ατυχήματα ― Η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της, δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετηθεί συμπέρασμα ενοχής αστικής αμέλειας ― Σε κάθε περίπτωση αυτός ο παράγοντας συνεξετάζεται με τις υπόλοιπες περιστάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας με το δυστύχημα και να συνεκτιμηθεί ο βαθμός της αμέλειας που θα καταλογιστεί.
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκρίθη ότι δυστύχημα κατά το οποίο τραυματίστηκε και απαιτούσε με αγωγή γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες, οφειλόταν στην αποκλειστική αμέλεια της ίδιας.
Η εφεσείουσα η οποία κατά την ώρα του δυστυχήματος φορούσε ρούχα σκούρου χρώματος, επιχείρησε να διασταυρώσει καθέτως τη λεωφόρο Αρχαγγέλου στην Έγκωμη από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνση που οδηγούσε ο εφεσίβλητος, σε ώρα που επικρατούσε σκότος και δεν υπήρχε οδικός φωτισμός.
Ως αποτέλεσμα κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου ο οποίος οδηγούσε με ταχύτητα 79 χ.α.ω ενώ το ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω.
Με την έφεση υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα της καταλόγισε αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα ενώ μερίδιο ευθύνης έφερε και ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγούσε με ταχύτητα 79 χ.α.ω. ήτοι, κατά 29 χ.α.ω. πέραν του επιτρεπομένου ορίου και υπό συνθήκες περιορισμένης ορατότητας λόγω σκότους και σε δρόμο χωρίς φωτισμό.
β) εσφαλμένα απορρίφθηκε μαρτυρία εμπειρογνώμονα.
Αποφασίστηκε ότι:
Υπό Κραμβή Δ. συμφωνούντος και του Πασχαλίδη Δ.:
1. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν είχε αποδειχθεί πρωτοδίκως ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον εφεσίβλητο συνδεόταν με την πρόκληση του δυστυχήματος. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τέθηκε μαρτυρία ότι η ταχύτητα του εφεσίβλητου ήταν τέτοια ώστε μαζί με τις λοιπές περιστάσεις να θεωρείτο ότι συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος, ότι δηλαδή ήταν μια από τις αιτίες του δυστυχήματος.
2. Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η απερίσκεπτη ενέργεια της εφεσείουσας.
3. Η παρουσία του εν λόγω αυτοκινήτου στο δρόμο έγινε εγκαίρως αντιληπτή από την εφεσείουσα η οποία όμως, φαίνεται πως δεν υπολόγισε σωστά είτε την ταχύτητα του αυτοκινήτου είτε τον κίνδυνο που ενείχε η ενέργεια της, εκθέτοντας μόνη της σε κίνδυνο τον εαυτό της. Τρέχοντας συνέχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο με αποτέλεσμα να βρεθεί ξαφνικά στην πορεία του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου ο οποίος, για να αποφύγει τον κίνδυνο, χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου του χωρίς να καταφέρει να αποφύγει τη σύγκρουση.
4. Η εισήγηση της εφεσείουσας πως το δυστύχημα θα αποφευγόταν αν η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου βρισκόταν στο επιτρεπόμενο όριο και ο εφεσίβλητος αντιδρούσε όπως αντέδρασε δεν ευσταθεί. Πρόκειτο για εικασία ή απλή πιθανολόγηση χωρίς έρεισμα μαρτυρίας.
5. Ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η μαρτυρία εμπειρογνώμονα ήταν γιατί κρίθηκε πως δεν ήταν ασφαλής ώστε να στηριζόταν επί αυτής για να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε επαρκώς τους λόγους.
6. Ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος έλαβε όλα τα αποτρεπτικά μέτρα που μπορούσε να λάβει υπό τις περιστάσεις για να αποφύγει το δυστύχημα.
Υπό Φωτίου:
1. Εκφράστηκε συμφωνία με τη νομική πτυχή όσο και τα γεγονότα της υπόθεσης όπως καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας.
2. Έχοντας όμως υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι (α) το δυστύχημα έγινε σε χρόνο και τόπο που ήταν σκοτάδι, (β) κατά το χρόνο του δυστυχήματος δεν υπήρχε άλλη τροχαία κίνηση, (γ) ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με 79 χ.α.ω αντί 50 χ.α.ω. που ήταν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο και μάλιστα με τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση, ούτως ώστε να είχε οπτική εμβέλεια περί τα 30 μέτρα, και (δ) ότι άφησε ίχνη τροχοπέδησης 27,30 μέτρα, στα οποία θα έπρεπε να προστεθεί και η ούτω καλούμενη απόσταση σκέψης, οι περιστάσεις ήσαν τέτοιες που έπρεπε να αποδοθεί μέρος της ευθύνης και στον εφεσίβλητο-οδηγό.
3. Η ψηλή ταχύτητα σε συνδυασμό με το ότι η οπτική εμβέλεια που είχε ο εφεσίβλητος ήταν περιορισμένη λόγω του ότι οδηγούσε με φώτα στη χαμηλή στάση, δεν του επέτρεπαν να αντιληφθεί την εφεσείουσα από πιο μακρυνή απόσταση και να αντιδράσει πιο έγκαιρα.
4. Ο εφεσίβλητος είχε μικρό μέρος της ευθύνης, το οποίο καθορίστηκε σε 20%.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ανδρέου κ.ά. ν. Πηλέα (2000) 1 Α.Α.Δ. 459,
Παύλου ν. Παπακυριακού (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 974,
Σκούλλου κ.ά. ν. Στουππής (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 896,
Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50,
Τσολάκη ν. Ανδρέου κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 129,
Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κατσιαρδή (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1178,
Ουλουπή ν. Χρίστου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1508,
Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1825,
Βρυωνίδης ν. Σοφρωνίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181,
Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5,
Demou v. Constantinou (1979) 1 C.L.R. 21,
Panayiotou v. Christofi a.o. (1983) 1 C.L.R 143,
Avraam a.ο. v. Andreou (1988) 1 C.L.R. 391,
Θεοδούλου ν. Κοκκινόφτα κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 759,
Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1696,
Παναγίδου κ.ά. ν. Κόκκινου (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 122,
Ιωαννίδου κ.ά. ν. Singh κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1811,
Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1825.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιαπανάς, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 5520/03), ημερομηνίας 23/7/2008.
Α. Χατζησέργης, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Με την απόφαση που θα δώσω εγώ συμφωνεί ο Δικαστής Πασχαλίδης. Ο Δικαστής Φωτίου θα δώσει τη δική του απόφαση.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα με αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου αξίωσε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για σωματικές βλάβες και ζημιές που υπέστη συνεπεία τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη νωρίς το πρωί στις 5.10.2001 στη λεωφόρο Αρχαγγέλου στην Εγκωμη. Ο δικογραφημένος ισχυρισμός της εφεσείουσας είναι ότι ο εφεσίβλητος υπέχει αποκλειστική και/ή συντρέχουσα ευθύνη εξ αμελείας για το δυστύχημα και/ή ότι τούτο συνέβη λόγω παραβάσεως των εκ του νόμου και των κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων του περί την οδήγηση. Η εφεσείουσα έδωσε μαρτυρία υπό μορφή γραπτής κατάθεσης και αντεξετάστηκε. Στο δικαστήριο παρουσιάστηκε ως τεκμήριο και η γραπτή κατάθεση που έδωσε στον αστυνομικό εξεταστή του δυστυχήματος.
Η λεωφόρος Αρχαγγέλου έχει τρεις λωρίδες κυκλοφορίας, δύο με κατεύθυνση προς τα φώτα του Κύκκου και μια προς το Τρόοδος. Η λωρίδα προς το Τρόοδος, στο μέρος που έγινε το δυστύχημα, έχει πλάτος 3,10 μ. ενώ το πλάτος και των δύο λωρίδων προς την αντίθετη κατεύθυνση είναι 6,70 μ., συνολικό πλάτος και των τριών λωρίδων 9,80 μ. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου κατά την ώρα του δυστυχήματος επικρατούσε σκότος, δεν υπήρχε οδικός φωτισμός, η δε εφεσείουσα φορούσε ρούχα σκούρου χρώματος. Ο εφεσίβλητος οδηγούσε το αυτοκίνητό του με κατεύθυνση προς το Τρόοδος. Η εφεσείουσα επιχείρησε να διασταυρώσει καθέτως τη λεωφόρο από δεξιά προς αριστερά σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσίβλητου. Προτού αρχίσει να διασταυρώνει είδε τα φώτα του επερχόμενου αυτοκινήτου, υπολόγισε όμως ότι μπορούσε να προλάβει να διασταυρώσει και τις τρεις λωρίδες κυκλοφορίας και να φτάσει απέναντι. Ετσι λοιπόν, τρέχοντας άρχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο. Αφού πέρασε τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας εισήλθε στην τρίτη με το αντίθετο ρεύμα με αποτέλεσμα να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσίβλητος με ταχύτητα 79 χαω ενώ το ανώτατο όριο ταχύτητας ήταν 50 χαω. Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου άφησε ίχνη τροχοπεδήσεως επί της ασφάλτου μήκους 27,3 μ. Η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου, στη χαμηλή στάση, ήταν 30 μ. η δε ορατότητα του οδηγού ήταν περιορισμένη, περί τα 32-35 μ. Το σημείο της σύγκρουσης απείχε 2,6 μ. από την αριστερή πλευρά του δρόμου σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου και άλλα 0,5 μ. από τη δεξιά άκρη της ίδιας λωρίδας. Το πρωτόδικο δικαστήριο με βάση τα πιο πάνω γεγονότα και κατόπιν ορθής αναφοράς στις αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα της αμέλειας και που σταθερά εφαρμόζονται σε υποθέσεις με περιστατικά ανάλογα ή που μοιάζουν προς τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κατέληξε στο προαναφερόμενο συμπέρασμα ότι το δυστύχημα οφειλόταν αποκλειστικά στην αμέλεια της εφεσείουσας η οποία δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή, επιμέλεια και παρατηρητικότητα και χωρίς να υπολογίσει ορθά την τροχαία κίνηση. Στην εκκαλούμενη απόφαση γίνεται ορθή αναφορά στις αρχές δικαίου οι οποίες διέπουν το θέμα μέσα από τα νομολογηθέντα στις Ανδρέου κ.ά. ν. Πηλέα (2000) 1 Α.Α.Δ. 459, Παύλου ν. Παπακυριακού (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 974, Σκούλλου κ.ά. ν. Στουππής (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 896, Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, Τσολάκη ν. Ανδρέου κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 129 και Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Κατσιαρδή (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1178.
Η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα της καταλόγισε αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα ενώ μερίδιο ευθύνης φέρει και ο εφεσίβλητος ο οποίος οδηγούσε με ταχύτητα 79 χαω ήτοι, κατά 29 χαω πέραν του επιτρεπομένου ορίου και υπό συνθήκες περιορισμένης ορατότητας λόγω σκότους και σε δρόμο χωρίς φωτισμό. Σε συνάρτηση προς τα πιο πάνω, η εφεσείουσα λέγει ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ή και δεν εκτίμησε σωστά και κάποιους άλλους παράγοντες που συνέτειναν στο δυστύχημα ήτοι, (α) ότι διασταύρωνε τη λεωφόρο από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του εφεσίβλητου οπότε, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, ο εφεσίβλητος έπρεπε να την είχε αντιληφθεί νωρίτερα παρά αν εκείνη διασταύρωνε από αριστερά προς τα δεξιά, (β) αν η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν εντός του επιτρεπόμενου ορίου και ο εφεσίβλητος αντιδρούσε με τον τρόπο που αντέδρασε, το δυστύχημα ίσως να αποφευγόταν.
Η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν είναι αρκετή για να στοιχειοθετηθεί συμπέρασμα ενοχής αστικής αμέλειας. Σε κάθε περίπτωση αυτός ο παράγοντας συνεξετάζεται με τις υπόλοιπες περιστάσεις προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας με το δυστύχημα και να συνεκτιμηθεί ο βαθμός της αμέλειας που θα καταλογιστεί. Βλ. Ουλουπή ν. Χρίστου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1508, Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1825 και Βρυωνίδης ν. Σοφρωνίου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1181. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί πρωτοδίκως ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας από τον εφεσίβλητο συνδέεται με την πρόκληση του δυστυχήματος. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν τέθηκε μαρτυρία ότι η ταχύτητα του εφεσίβλητου ήταν τέτοια ώστε μαζί με τις λοιπές περιστάσεις να θεωρείται ότι συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος, ότι δηλαδή ήταν μια από τις αιτίες του δυστυχήματος. Η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η απερίσκεπτη ενέργεια της εφεσείουσας να διασταυρώσει τρέχοντας τη λεωφόρο Αρχαγγέλου εν καιρώ νυχτός χωρίς οδικό φωτισμό, φορώντας σκούρα ρούχα και χωρίς να υπολογίσει την ταχύτητα του επερχόμενου αυτοκινήτου του εφεσίβλητου. Η παρουσία του εν λόγω αυτοκινήτου στο δρόμο έγινε εγκαίρως αντιληπτή από την εφεσείουσα η οποία όμως, φαίνεται πως δεν υπολόγισε σωστά είτε την ταχύτητα του αυτοκινήτου είτε τον κίνδυνο που ενείχε η ενέργεια της, εκθέτοντας μόνη της σε κίνδυνο τον εαυτό της. Τρέχοντας συνέχισε να διασταυρώνει τη λεωφόρο με αποτέλεσμα να βρεθεί ξαφνικά στην πορεία του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου ο οποίος, για να αποφύγει τον κίνδυνο, χρησιμοποίησε τα φρένα του αυτοκινήτου του χωρίς να καταφέρει να αποφύγει τη σύγκρουση.
Το ότι η εφεσείουσα διασταύρωσε τη λεωφόρο τρέχοντας είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το παραδέχεται η ίδια στη μαρτυρία της. Προδήλως δεν μερίμνησε για τη δική της ασφάλεια και δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να καταστήσει αντιληπτή την παρουσία της προτού διασταυρώσει το δρόμο.
Η εισήγηση της εφεσείουσας πως το δυστύχημα θα αποφευγόταν αν η ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου βρισκόταν στο επιτρεπόμενο όριο και ο εφεσίβλητος αντιδρούσε όπως αντέδρασε δεν ευσταθεί. Πρόκειται για εικασία ή απλή πιθανολόγηση χωρίς έρεισμα μαρτυρίας στη βάση της οποίας να αποδεικνύεται ότι με τη μια ή την άλλη ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου σε συνάρτηση προς τον τρόπο και την ταχύτητα της εφεσείουσας το ατύχημα θα αποφευγόταν.
Καθόσον αφορά το παράπονο της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Γεώργιου Τζιρκαλλή, σημειώνουμε ότι ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η εν λόγω μαρτυρία ήταν γιατί κρίθηκε πως δεν ήταν ασφαλής ώστε να στηριχθεί επ' αυτής για να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξηγεί επαρκώς τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σ' αυτό το συμπέρασμα και θεωρούμε πως δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβαση μας προς ανατροπή του εν λόγω συμπεράσματος.
Συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που έχουμε ενώπιόν μας, συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι ο εφεσίβλητος έλαβε όλα τα αποτρεπτικά μέτρα που μπορούσε να λάβει υπό τις περιστάσεις για να αποφύγει το δυστύχημα για την πρόκληση του οποίου ορθά κρίθηκε ότι ευθυνόταν αποκλειστικά η εφεσείουσα.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ του εφεσίβλητου τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Συμφωνώ τόσο με τη νομική πτυχή όσο και τα γεγονότα της υπόθεσης όπως καταγράφονται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Πράγματι η γενική αρχή είναι ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας δεν αποτελεί από μόνη της αμέλεια εκτός αν η υπέρβαση αυτή, συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα και/ή περιστάσεις, οδηγεί σε τέτοια κατάληξη. (Βλ. μεταξύ άλλων Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Demou v. Constantinou (1979) 1 C.L.R. 21, Panayiotou v. Christofi and another (1983) 1 C.L.R 143, Avraam and Another v. Andreou (1988) 1 C.L.R. 391, Βρυωνίδης v. Σωφρονίου (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1181, Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1696, Παναγίδου κ.ά. ν. Κόκκινου (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 122, 126-127, Ιωαννίδου κ.ά. ν. Singh κ.ά. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1811, 1816 και Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1825, 1831). Έχοντας όμως υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι (α) το δυστύχημα έγινε σε χρόνο και τόπο που ήταν σκοτάδι, (β) κατά το χρόνο του δυστυχήματος δεν υπήρχε άλλη τροχαία κίνηση, (γ) ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε με 79 χαω αντί 50 χαω που ήταν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο και μάλιστα με τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση, ούτως ώστε να είχε οπτική εμβέλεια περί τα 30 μέτρα, και (δ) ότι αφησε ίχνη τροχοπέδισης 27,30 μέτρα, στα οποία θα πρέπει να προστεθεί και η ούτω καλούμενη απόσταση σκέψης, έχω καταλήξει ότι οι περιστάσεις ήσαν τέτοιες που πρέπει να αποδοθεί μέρος της ευθύνης και στον εφεσίβλητο-οδηγό. Η ψηλή ταχύτητα σε συνδυασμό με το ότι η οπτική εμβέλεια που είχε ο εφεσίβλητος ήταν περιορισμένη λόγω του ότι οδηγούσε με φώτα στη χαμηλή στάση δεν του επέτρεπαν να αντιληφθεί την εφεσείουσα από πιο μακρυνη απόσταση και να αντιδράσει πιο έγκαιρα.
Θεωρώ τα γεγονότα της παρούσας κάπως παρόμοια με αυτά της υπόθεσης Θεοδούλου ν. Κοκκινόφτα κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 759. Στην εν λόγω υπόθεση ο πεζός (αποβιώσας) φορούσε επίσης σκούρα ρούχα και ο οδηγός του αυτοκινήτου οδηγούσε με τα φώτα στη χαμηλή στάση παρόλο που κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ερχόταν από απέναντι άλλο αυτοκίνητο. Κρίθηκε ότι είχε και ο οδηγός μέρος της ευθύνης την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε σε 80% αλλά το Εφετείο καθόρισε αυτή σε 60% και 40% στον αποβιώσαντα πεζό. Σημειώνεται ότι στην εν λόγω υπόθεση ο οδηγός οδηγούσε με 60-70 χαω αλλά δεν υπήρχε όριο ταχύτητας Στη σελ. 767 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«,..........Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης του αυτοκινήτου συνυπολογιζομένης και της απόστασης σκέψης του οδηγού αφότου έγινε αισθητός ο κίνδυνος καταδείχνουν ότι ο εφεσείων αντελήφθη την παρουσία του αποθανόντα στο δρόμο από απόσταση οπωσδήποτε μικρότερη των 75 μ. που ήταν η εμβέλεια των φώτων του αυτοκινήτου του στη χαμηλή στάση. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αμέλεια του εφεσείοντα. Ως πρόσθετο στοιχείο αμέλειας του εφεσείοντα είναι και η παράλειψη του να χρησιμοποιήσει τα φώτα στη ψηλή στάση εφόσον σύμφωνα με τη διαπίστωση του Δικαστηρίου κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο εξ αντιθέτου κατευθύνσεως.»
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι στην παρούσα υπόθεση είχε και ο εφεσίβλητος μικρό μέρος της ευθύνης, το οποίο καθορίζω σε 20%.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα με βάση την πλήρη ευθύνη του εφεσίβλητου θα δικαιούτο το ποσό των €48.000 (Λ.Κ.28.000) ως γενικές αποζημιώσεις και €3870 (Λ.Κ.2265) ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από της καταχώρησης της αγωγής. Αντέφεση δεν υπάρχει επί του θέματος των αποζημιώσεων.
Ενόψει των πιο πάνω με βάση τον καταμερισμό της ευθύνης η εφεσείουσα θα δικαιούτο το 20% των πιο πάνω ποσών δηλαδή €9.600 γενικές και €774 ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από της καταχώρησης της αγωγής πλέον έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση στην κλίμακα που εμπίπτει το ποσό της απόφασης. Επομένως θα επέτρεπα την έφεση και θα εξέδιδα απόφαση ως ανωτέρω.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.