ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 406
15 Μαρτίου, 2012
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤA ΑΡΘΡA 3 KAI 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ YUXIAN WANG,
ΥΠΗΚΟΟΥ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΕΡΑ ΧΩΡΙΟΥ ΝΗΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008/ΕΚ ΤΟΥ
ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ
16ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΟΙΝΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ
ΠΑΡΑΝΟΜΩΣ ΔΙΑΜΕΝΟΝΤΩΝ ΥΠΗΚΟΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΧΩΡΩΝ,
ΤΑ ΑΡΘΡΑ 5 ΚΑΙ 6 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 11, 30, 34 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
3. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
4. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
5. ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΟΣ,
ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΛΑΣΗΣ, ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ ΣΤΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΚΡΑΤΗΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ ΠΕΡΑ ΧΩΡΙΟΥ ΝΗΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΝ YUXIAN WANG, ΥΠΗΚΟΟΥ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 115/2008 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ.
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/2012)
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αίτηση για έκδοση διατάγματος της φύσης Habeas Corpus με το οποίο ζητείτο η άμεση απόλυση της αιτήτριας η οποία κρατείτο για σκοπούς απέλασής ― Εξεδόθη Habeas Corpus λόγω υπέρβασης της μέγιστης προβλεπόμενης περιόδου εξάμηνης κράτησης προσώπων που κρατούνται για σκοπούς απέλασης ― Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/115/ΕΚ ― Κατά πόσον ο χρόνος κράτησης της αιτήτριας θα έπρεπε να προσμετρά όταν συνέχισε να τελεί υπό κράτηση και μετά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης σε προσφυγή, αφού εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης της.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Η ύπαρξη παράνομης κράτησης ή φυλάκισης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς επίκλησης της διαδικασίας ενταλμάτων αυτού του τύπου ― Αν το δικαστήριο καταλήξει ότι η κράτηση/φυλάκιση είναι παράνομη ή αδικαιολόγητη, τότε διατάσσει την άμεση απόλυση του αιτητή ― Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι η κράτηση του δεν είναι νόμιμη, οπότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην άλλη πλευρά, στην πλευρά δηλαδή που κρατεί τον αιτητή, η οποία υποχρεούται να αποδείξει τη νομιμότητα της κράτησης.
Η αιτήτρια συνελήφθη αρχικά ως απαγορευμένη μετανάστρια και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Με στόχο την ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων, η αιτήτρια καταχώρισε την προσφυγή 1108/2004, στα πλαίσια της οποίας επεδίωκε επίσης την ακύρωση της απορριπτικής απόφασης στο αίτημα της για παράταση της προσωρινής διαμονής της στην Κύπρο ως επισκέπτρια με την ιδιότητα της πρώην συζύγου Κύπριου πολίτη. Με απόφαση του, το Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας ημερομηνίας επειδή διαπίστωσε παραβίαση των προνοιών του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο διαπίστωσε «ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν είχε αποδειχθεί ότι επιδόθηκε στην αιτήτρια η απαιτούμενη από τον Κανονισμό ειδοποίηση ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια».
Την ίδια μέρα που εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, και ενώ η αιτήτρια εξακολουθούσε να βρίσκεται στα κρατητήρια, εκδόθηκαν εναντίον της δύο νέα διατάγματα, ένα για κράτηση της και ένα για απέλαση της, στη βάση και πάλι του γεγονότος ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια. Έκτοτε η αιτήτρια τελούσε υπό κράτηση.
Ακολούθως καταχώρισε νέα προσφυγή, με την οποία επιδίωκε την ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων. Στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής καταχώρισε μονομερή αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης. Το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 9/2/2012 ανεστάλη στις 15/2/2012.
Με την αίτηση Habeas Corpus, η αιτήτρια επεδίωξε τον τερματισμό της κράτησης της επικαλούμενη παραβίαση των δικαιωμάτων της που πηγάζουν από την παράγραφο 5 του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008, επί τω ότι ο συνολικός χρόνος που τελούσε υπό κράτηση δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους έξι μήνες, ενώ η ίδια κρατείτο για περίοδο πέραν των έξι μηνών.
Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι, εφόσον κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 18(5)(γ) του Νόμου 153(Ι)/2011 δεν αφέθηκε ελεύθερη στις 9/2/2012 που το διάταγμα κράτησης, δυνάμει του οποίου είχε αρχικά τεθεί υπό κράτηση, ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, αλλά συνέχισε να τελεί υπό κράτηση και μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ο χρόνος κράτησης της θα έπρεπε να μετρά, έστω και αν στις 9/2/2012 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης της, από τις 13/8/2011 που είχε για πρώτη φορά τεθεί υπό κράτηση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση που υποβλήθηκε, δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να δικαιολογούσε το συμπέρασμα που εισηγήθηκε η πλευρά των καθ'ων η αίτηση, δηλαδή ότι η ένορκη δήλωση της αιτήτριας ήταν συνταγμένη σε μη κατανοητή από την τελευταία γλώσσα, γιατί η αιτήτρια δεν ομιλεί αγγλικά. Η αιτήτρια, εκτός από την κινέζικη γλώσσα, που ήταν η μητρική της γλώσσα, ομιλούσε και την αγγλική, εξ' ου και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η οποία διεξαγόταν στην ελληνική, μεταφραζόταν ταυτόχρονα στην αιτήτρια στην αγγλική γλώσσα, την οποία η αιτήτρια δήλωσε ότι ομιλεί.
2. Αναφορικά με τη δεύτερη και τρίτη προδικαστική ένσταση, από τη στιγμή που εκείνο που αμφισβητείτο με την παρούσα αίτηση ήταν η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της αιτήτριας, τότε οι πρόνοιες του Άρθρου 18(5)(α) του Τροποποιητικού Νόμου 153(Ι)/2011, σύμφωνα με τις οποίες «η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου», ετύγχαναν εφαρμογής. Οι σχετικές προδικαστικές ενστάσεις απορρίφθησαν.
3. Η κράτηση της αιτήτριας δεν μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, παρά να θεωρείτο συνεχής και αδιάλειπτη, της σχετικής περιόδου κράτησης να άρχετο από τις 13/8/2011 που η αιτήτρια αρχικά συνελήφθηκε και τέθηκε υπό κράτηση.
4. Οι καθ' ων η αίτηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν είχαν προωθήσει τη συγκεκριμένη θέση, μεταξύ των λόγων ένστασης που προέβαλαν επί της ουσίας της αίτησης, προέβαλαν και τη θέση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (6) του Άρθρου 15 της Οδηγίας, παρέχεται στα κράτη μέλη, διακριτική ευχέρεια να παρατείνουν το χρονικό διάστημα των έξι μηνών για ακόμα 12 μήνες. Η συγκεκριμένη ευχέρεια παρέχεται στο κράτος μέλος υπό προϋποθέσεις που κατονομάζονται στην Οδηγία και οι οποίες δεν ίσχυαν στην παρούσα περίπτωση.
Η αίτηση επιτράπηκε με έξοδα. Εκδόθηκε το αιτούμενο ένταλμα και διατάχθηκε η απόλυση από την κράτησή της.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102,
Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55,
Bondar (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075,
Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256.
Αίτηση.
Χρ. Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.
Ζ. Κυριακίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Αιτήτρια παρούσα.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια, η οποία κατάγεται από την Κίνα, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 11/2/2001. Με την άφιξη της, της χορηγήθηκε άδεια παραμονής ως φοιτήτρια.
Στις 12/7/2002 τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο και στις 19/7/2002 αιτήθηκε άδεια παραμονής ως σύζυγος Κύπριου πολίτη. Της χορηγήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτρια, η οποία ως αποτέλεσμα διαδοχικών αιτήσεων ανανεώθηκε μέχρι 25/8/2009. Στο μεταξύ και συγκεκριμένα στις 21/7/2005, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως Κύπρια πολίτιδα, αίτηση η οποία απορρίφθηκε στις 6/11/2006.
Προτού λήξει η άδεια παραμονής της, η αιτήτρια με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 7/8/2009 αιτήθηκε τη χορήγηση άδειας παραμονής της στην Κύπρο ως επισκέπτρια, με την ιδιότητα της πρώην συζύγου Κύπριου πολίτη, για σειρά λόγων που απαριθμούνται στη σχετική επιστολή των δικηγόρων της. Ένας από αυτούς ήταν και γιατί βρισκόταν σε διάσταση με τον Κύπριο σύζυγο της.
Στις 25/9/2009 η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας και στις 12 Οκτωβρίου του επόμενου έτους εκδόθηκε διαζύγιο.
Στις 16/3/2011 απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 7/8/2009 και αυτή κλήθηκε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία. Με επιστολή των δικηγόρων της 16/11/2011, η αιτήτρια ζήτησε επανεξέταση της αίτησης. Ενώ εκκρεμούσε η επανεξέταση και συγκεκριμένα στις 13/8/2011, η αιτήτρια συνελήφθη και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης τα οποία στηρίζονταν στο γεγονός ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια.
Με στόχο την ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων, η αιτήτρια καταχώρισε την προσφυγή 1108/2004, στα πλαίσια της οποίας επεδίωκε επίσης την ακύρωση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παράταση της προσωρινής διαμονής της στην Κύπρο ως επισκέπτρια με την ιδιότητα της πρώην συζύγου Κύπριου πολίτη. Με απόφαση του ημερομηνίας 9/2/2012, το Δικαστήριο ακύρωσε τα διατάγματα κράτησης και απέλασης της αιτήτριας ημερομηνίας 13 και 14/8/2011, αντίστοιχα, γιατί διαπίστωσε παραβίαση των προνοιών του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο διαπίστωσε «ότι κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν είχε αποδειχθεί ότι επιδόθηκε στην αιτήτρια η απαιτούμενη από τον Κανονισμό ειδοποίηση ότι είχε κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια».
Την ίδια μέρα που εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή στις 9/2/2012 και ενώ η αιτήτρια εξακολουθούσε να βρίσκεται στα κρατητήρια, εκδόθηκαν εναντίον της δύο νέα διατάγματα, ένα για κράτηση της και ένα για απέλαση της, στη βάση και πάλι του γεγονότος ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστρια. Έκτοτε η αιτήτρια τελεί υπό κράτηση.
Αντιδρώντας η αιτήτρια καταχώρισε νέα προσφυγή, με την οποία επιδιώκει την ακύρωση των εν λόγω διαταγμάτων (Προσφυγή αρ. 240/12). Στα πλαίσια της εν λόγω προσφυγής καταχώρισε μονομερή αίτηση για αναστολή των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης. Το διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 9/2/2012 ανεστάλη στις 15/2/2012.
Με την παρούσα αίτηση Habeas Corpus, η αιτήτρια επιδιώκει τον τερματισμό της κράτησης της επικαλούμενη παραβίαση των δικαιωμάτων της που πηγάζουν από την παράγραφο 5 του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008*. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι κατά παράβαση των προνοιών της συγκεκριμένης παραγράφου του Άρθρου 15 της εν λόγω Ευρωπαϊκής Οδηγίας, η συνέχιση της κράτησης της είναι παράνομη γιατί, ενώ στην περίπτωση της, ο συνολικός χρόνος που τελεί υπό κράτηση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, αυτή κρατείται για περίοδο πέραν των έξι μηνών. Συγκεκριμένα η αιτήτρια υποστηρίζει ότι, εφόσον κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 18(5)(γ) του Νόμου 153(Ι)/2011 δεν αφέθηκε ελεύθερη στις 9/2/2012 που το διάταγμα κράτησης, δυνάμει του οποίου είχε αρχικά τεθεί υπό κράτηση, ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, αλλά συνέχισε να τελεί υπό κράτηση και μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, ο χρόνος κράτησης της θα πρέπει να μετρά, έστω και αν στις 9/2/2012 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης της, από τις 13/8/2011 που είχε για πρώτη φορά τεθεί υπό κράτηση.
Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η κράτηση της αιτήτριας είναι νόμιμη, εφόσον αυτή κρατείται δυνάμει νόμιμου διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε στις 9/2/2012 και συνεπώς ο χρόνος κράτησης της δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες, έτσι ώστε να δικαιολογείται η καταχώριση της παρούσας αίτησης. Πρόσθετα οι καθ'ων η αίτηση εγείρουν αριθμό προδικαστικών ενστάσεων τις οποίες, ως εκ της φύσης τους, προχωρώ να εξετάσω αμέσως πιο κάτω, αφού παραθέσω πρώτα το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αιτήσεις όπως η παρούσα εξετάζονται και γενικά τις αρχές που διέπουν την έκδοση ενταλμάτων Habeas Corpus.
Η δικαιοδοσία για την έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου Habeas Corpus ασκείται αποκλειστικά στις περιπτώσεις όπου στοιχειοθετείται παράνομη κράτηση ή φυλάκιση. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη παράνομης κράτησης ή φυλάκισης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για σκοπούς επίκλησης της διαδικασίας ενταλμάτων αυτού του τύπου. (Βλ. Δημητράκης Χατζησάββα (1993) 1 Α.Α.Δ. 102 και Καλφοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 55).
Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι αποκλειστικός σκοπός και στόχος του προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus, είναι η διερεύνηση του νόμιμου της κράτησης/φυλάκισης. Αν το δικαστήριο καταλήξει ότι η κράτηση/φυλάκιση είναι παράνομη ή αδικαιολόγητη, τότε διατάσσει την άμεση απόλυση του αιτητή. Αν όχι, απορρίπτει το αίτημα. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.
Ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι η κράτηση του δεν είναι νόμιμη, οπότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην άλλη πλευρά, στην πλευρά δηλαδή που κρατεί τον αιτητή, η οποία υποχρεούται να αποδείξει τη νομιμότητα της κράτησης.
Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το υπό συζήτηση θέμα, παραπέμπω στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, σελ. 72 κ.ε., όπως και στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 11, παράγραφοι 1425.
Προχωρώ τώρα να εξετάσω τις προδικαστικές ενστάσεις. Ας σημειωθεί ότι κάποιες από αυτές επαναλαμβάνονται και ως ενστάσεις επί της ουσίας της αίτησης.
Πρώτη προδικαστική ένσταση
Η παρούσα αίτηση θα πρέπει, σύμφωνα με τους καθ'ων η αίτηση, να απορριφθεί ως στερούμενη πραγματικού υπόβαθρου, γιατί η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει δεν έγινε σε γλώσσα κατανοητή από την αιτήτρια και δεν συνοδεύεται από ένορκη βεβαίωση μεταφραστή. Για τους πιο κάτω λόγους η θέση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Η ένορκη δήλωση της αιτήτριας που συνοδεύει την αίτηση της είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση μεταφράστριας που επισυνάπτεται στην αίτηση, το αγγλικό κείμενο της ένορκης δήλωσης που η αιτήτρια υπέγραψε αποτελεί πιστή μετάφραση του αντίστοιχου ελληνικού κειμένου, που επίσης επισυνάπτεται στην αίτηση. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να δικαιολογεί το συμπέρασμα που εισηγείται η πλευρά των καθ'ων η αίτηση, δηλαδή ότι η ένορκη δήλωση της αιτήτριας είναι συνταγμένη σε μη κατανοητή από την τελευταία γλώσσα, γιατί η αιτήτρια δεν ομιλεί αγγλικά. Η αιτήτρια, εκτός από την κινέζικη γλώσσα, που είναι η μητρική της γλώσσα, ομιλεί και την αγγλική, εξ' ου και η ενώπιον μου διαδικασία, η οποία διεξάγεται στην ελληνική, μεταφράζεται ταυτόχρονα στην αιτήτρια στην αγγλική γλώσσα, την οποία η αιτήτρια δήλωσε ότι ομιλεί. Κατά συνέπεια, η πρώτη προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δεύτερη και τρίτη προδικαστική ένσταση
Επειδή οι πιο πάνω δύο προδικαστικές ενστάσεις συμπίπτουν και στην ουσία αλληλοκαλύπτονται, θα εξεταστούν μαζί.
Σύμφωνα με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα αίτηση γιατί η αιτήτρια τελεί υπό κράτηση δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία εκδόθηκαν από διοικητικό όργανο και των οποίων η νομιμότητα δεν μπορεί να ελεγχθεί στα πλαίσια αίτησης Habeas Corpus.
Σύμφωνα με την τρίτη προδικαστική ένσταση, η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και γιατί στην αιτήτρια παρέχεται υπαλλακτική θεραπεία και συγκεκριμένα το ένδικο μέσο της προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, στα πλαίσια της οποίας μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ένδικο μέσο το οποίο η αιτήτρια έχει ήδη υιοθετήσει.
Κεντρικό άξονα της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των καθ'ων η αίτηση συνιστά η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Elena Bondar (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2075, στην οποία η Ολομέλεια με αναφορά στην υπόθεση Πολιτίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1256 και άλλη σχετική επί του θέματος που συζητούμε νομολογία, επαναβεβαίωσε την ισχύουσα νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία το ζήτημα κράτησης σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, εμπίπτει όχι στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου στο οποίο ανήκει το ένταλμα Habeas Corpus, αλλά στη σφαίρα δημοσίου δικαίου και συνεπώς η νομιμότητα των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης μπορεί μόνο να ελεγχθεί, εφόσον αυτά συνιστούν αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο από το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος.
Για τους πιο κάτω λόγους ούτε οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις μπορούν να επιτύχουν.
Όπως πολύ ορθά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας επισημαίνουν, εκείνο που με την παρούσα αίτηση αμφισβητείται είναι η νομιμότητα της κράτησης και όχι η νομιμότητα του διατάγματος κράτησης που εκδόθηκε στις 9/2/2012. Η νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος, όπως και η νομιμότητα του διατάγματος απέλασης της ίδιας ημερομηνίας, αμφισβητείται στα πλαίσια της προσφυγής 240/2012 που η αιτήτρια έχει καταχωρίσει. Όπως έχω ήδη αναφέρει, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της κράτησης εδράζεται επί των προνοιών της παραγράφου 5 του Άρθρου 15 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σύμφωνα με τις οποίες η περίοδος κράτησης στην περίπτωση της αιτήτριας δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες. Από τη στιγμή που εκείνο που αμφισβητείται με την παρούσα αίτηση είναι η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης της αιτήτριας, τότε οι πρόνοιες του Άρθρου 18(5)(α) του Τροποποιητικού Νόμου 153(Ι)/2011, σύμφωνα με τις οποίες «η διάρκεια κράτησης βάσει του παρόντος άρθρου υπόκειται σε αίτηση για την έκδοση εντάλματος habeas corpus δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου», τυγχάνουν εφαρμογής.
Ως αποτέλεσμα, και οι πιο πάνω δύο προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.
Έχοντας απορρίψει τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ'ων η αίτηση, στρέφομαι στην ουσία της αίτησης και τις εκατέρωθεν θέσεις τις οποίες υπενθυμίζω.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η κράτηση της είναι παράνομη καθότι παραβιάζει τα απορρέοντα από την παράγραφο (5) του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 115/2008, δικαιώματα της γιατί ο συνολικός χρόνος που τελεί υπό κράτηση υπερβαίνει τους έξι μήνες. Σε αντίθεση με την αιτήτρια, οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η αιτήτρια κρατείται δυνάμει του διατάγματος κράτησης 9/2/2012, το οποίο εκδόθηκε νόμιμα και συνεπώς ο χρόνος κράτησης της δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τις πιο πάνω εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις στη βάση των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου και έχοντας κατά νου την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία.
Συνιστά κοινό έδαφος το γεγονός ότι η αιτήτρια συνελήφθηκε στις 13/8/2011 ως παρανόμως διαμένουσα στη Δημοκρατία και στις 14/8/2011 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης της με σκοπό την απέλαση της. Κοινό έδαφος συνιστά επίσης το γεγονός ότι το συγκεκριμένο διάταγμα κράτησης, όπως και το διάταγμα απέλασης της που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, ακυρώθηκαν με απόφαση του Δικαστηρίου στις 9/2/2012, δηλαδή λίγες μέρες πριν τη λήξη της εξάμηνης περιόδου που η παράγραφος (5) του Άρθρου 15 της Οδηγίας καθορίζει ως τη μέγιστη περίοδο κράτησης. Την ίδια μέρα και ενώ εξακολουθούσε να κρατείται, εκδόθηκε εναντίον της νέο διάταγμα κράτησης και απέλασης, τη νομιμότητα των οποίων η αιτήτρια αμφισβητεί με την προσφυγή της 240/2012. Έκτοτε, η αιτήτρια βρίσκεται υπό κράτηση.
Έχω την άποψη ότι η κράτηση της αιτήτριας δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, παρά να θεωρείται συνεχής και αδιάλειπτη, της σχετικής περιόδου κράτησης να άρχεται από τις 13/8/2011 που η αιτήτρια αρχικά συνελήφθηκε και τέθηκε υπό κράτηση. Υιοθέτηση της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των καθ'ων η αίτηση, θα οδηγούσε σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ο νομοθέτης στόχευε με τη συγκεκριμένη Οδηγία. Στην ουσία θα απέληγε σε καταστρατήγηση του Άρθρου 15(5) της Οδηγίας, γιατί θα καθιστούσε δυνατή την παράκαμψη της συγκεκριμένης πρόνοιας με την έκδοση διαδοχικών διαταγμάτων κράτησης.
Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι οι καθ'ων η αίτηση μεταξύ των λόγων ένστασης που προβάλλουν επί της ουσίας της αίτησης, προβάλλουν και τη θέση ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (6) του Άρθρου 15 της Οδηγίας*, παρέχεται στα κράτη μέλη διακριτική ευχέρεια να παρατείνουν το χρονικό διάστημα των έξι μηνών για ακόμα 12 μήνες. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω θέση δεν έχει προωθηθεί, γεγονός που καθιστά περιττή την εξέταση της, θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω ότι η συγκεκριμένη ευχέρεια παρέχεται στο κράτος μέλος υπό προϋποθέσεις που κατονομάζονται στην Οδηγία και οι οποίες δεν ισχύουν στην παρούσα περίπτωση.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται το αιτούμενο ένταλμα και διατάσσεται η απόλυση της αιτήτριας από την κράτησή της.
Τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται εναντίον των καθ'ων η αίτηση.
Η αίτηση επιτρέπεται με έξοδα. Εκδίδεται το αιτούμενο ένταλμα και διατάσσεται η απόλυση από την κράτησή της.