ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 372
12 Μαρτίου, 2012
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO AΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TO ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΣΥΝΕΠΑΚΟΛΟΥΘΩΝ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΗΜΕΡ.22.06.2011 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΑΥΤΟΥ Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Π.Ε.Δ..
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 159/2011)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για ακύρωση πρωτόδικης απόφασης με την οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του αιτητή ― Απόρριψη αίτησης επί τω ότι δεν υπήρχε έρεισμα στην εισήγηση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αναστείλει ή να επιβάλει όρους στο εκδοθέν διάταγμα.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου δεν είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης, αλλά να εξετάζει κατά πόσο υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα ή υπέρβαση εξουσίας ― Δεν μπορεί το ένταλμα certiorari να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της έφεσης, ούτε όργανο εποπτείας του χρόνου διεξαγωγής της διαδικασίας ή της πρακτικής του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Ο αιτητής κατόπιν σχετικής άδειας που εξασφάλισε, επιδίωξε την ακύρωση με ένταλμα certiorari, απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του αιτητή.
Επίδικο θέμα στη διαδικασία ήταν σχετική διαταγή με την οποία διατασσόταν όπως το διάταγμα παραλαβής αναστελλόταν για περίοδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης του και εάν και εφόσον πριν από την εκπνοή της περιόδου αναστολής εξοφλείτο το χρέος του αιτητή, τότε το διάταγμα παραλαβής θα ακυρώνετο.
Με την αίτηση υποστηρίχθηκε ότι:
α) Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αναστείλει ή να επιβάλει όρους στο εκδοθέν διάταγμα.
β) Με βάση τους περί Πτωχεύσεων Κανονισμούς και συγκεκριμένα τον Καν. 64 δεν περιέχετο στο διάταγμα η απαραίτητη δήλωση για τη φύση και την ημερομηνία διάπραξης της πράξης πτώχευσης και για τον λόγο αυτό υπήρχε έκδηλο νομικό σφάλμα στη διαδικασία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν ετέθη οτιδήποτε που θα μπορούσε να προωθήσει εισήγηση για ακύρωση του διατάγματος παραλαβής που εκδόθηκε. Ποιά ήταν, εν προκειμένω, η πρόθεση των μερών, ουδόλως επηρέαζε τη νομιμότητα.
2. Το εκδοθέν διάταγμα παραλαβής ήταν έγκυρο και παρέμενε ανέπαφο ανεξαρτήτως της τύχης των επιμέρους θεμάτων που αφορούσαν την περαιτέρω πορεία του.
3. Το μόνο θέμα που προβλήθηκε από τον αιτητή ήταν η ανυπαρξία αναγραφής στο κείμενο του διατάγματος της εκδηλωθείσας πράξης πτώχευσης, και της ημερομηνίας διάπραξης της, κατά παράβαση του Καν. 64.
4. Η όποια παρατυπία, γιατί περί αυτού πρόκειται, ήρετο με βάση τις πρόνοιες του Καν. 2.
5. Ταυτοχρόνως, υπάρχει το Άρθρο 102 του Κεφ. 5 που δεν περιορίζει μια πτωχευτική διαδικασία έστω και αν υπάρχει τυπικό ελάττωμα ή παρατυπία.
6. Το παρατηρηθέν ελάττωμα δεν επηρέαζε ποσώς την ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος παραλαβής.
7. Υπήρξε μια αδράνεια από πλευράς του αιτητή, είτε για ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος είτε για αμφισβήτηση της ορθότητας του.
8. Ήταν έκδηλο ότι υπήρξε από πλευράς του αιτητή συμπεριφορά που του αποστερούσε το δικαίωμα να αιτείται προστασίας με τη διαδικασία του certiorari.
9. Ένας πρόσθετος λόγος που θα οδηγούσε σε απόρριψη του αιτήματος ήταν το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έκδοση του διατάγματος μέχρι την προβολή της αντικανονικότητας.
10. Η όλη στάση του αιτητή απαιτούσε τον τερματισμό της διαδικασίας σ' εκείνο το στάδιο χωρίς να ήταν αναγκαία η εξέταση της ουσίας της αιτήσεως.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Πετράκης ν. Κίμωνος (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1311,
Kakos (1985) 1 C.L.R. 250,
Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 364,
Λοΐζου ν. ΣΠΕ (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 279,
Reg. v. Home Secretary, Ex parte Ruddock [1987] 1 W.L.R. 1482,
Reg. v. Secretary of Foreign Commonwealth Affairs Ex. P. World Development Movement [1995] 1 W.L.R. 386,
R v. (Quintavalle) v. Secretary of State for Health [2001] 4 All E.R. 1013.
Αίτηση.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Στ. Πολυβίου (κα.) με Ξ. Κόκκινου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Tα γεγονότα τα οποία συνθέτουν την υπόθεση αυτή δεν αμφισβητούνται από καμιά πλευρά και έτσι θα τα παραθέσω από την αρχή για να είναι κατανοητή η προσέγγιση των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν και από τις δύο πλευρές.
Εναντίον του αιτητή είχε καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας η αίτηση πτώχευσης 682/2010. Στα πλαίσια της εν λόγω αίτησης εκδόθηκε, στις 22 Ιουνίου 2011, με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο πλευρών, διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του αιτητή. Ταυτοχρόνως, με το εν λόγω διάταγμα είχε διοριστεί ως παραλήπτης της περιουσίας του χρεώστη ο Επίσημος Παραλήπτης. Μέσα στο εν λόγω διάταγμα υπήρχε και η ακόλουθη διαταγή η οποία αποτελεί το επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία.
«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως το διάταγμα παραλαβής ανασταλεί και δη δια του παρόντος αναστέλλεται για περίοδο έξι (6) μηνών από σήμερα και αν πριν την εκπνοή της περιόδου αναστολής εξοφληθεί το χρέος του αιτητή, τότε το διάταγμα παραλαβής ακυρώνεται».
Λίγο πριν την εκπνοή της περιόδου των έξι μηνών, ο αιτητής ήλθε σε επαφή με τους καθ' ων η αίτηση και προσπάθησε να εξασφαλίσει παράταση της περιόδου αναστολής για έξι ακόμη μήνες. Δεν υπήρξε κατάληξη στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών και ο αιτητής καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 9 Δεκεμβρίου 2011, αίτηση για παράταση του τεθέντος, με το αρχικό διάταγμα, χρόνου της αναστολής. Η αίτηση αυτή δεν προωθήθηκε και τελικώς απεσύρθη στις 16 Δεκεμβρίου 2011.
Την ιδία ημέρα, δηλαδή 16 Δεκεμβρίου 2011, ο αιτητής καταχώρισε την αίτηση αρ. 152/2011 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παραχώρηση αδείας για καταχώρηση αίτησης με κλήση με στόχο την έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari. Στο πλαίσιο της αίτησης αυτής, προτάθηκε η απουσία δικαιοδοσίας ή και εξουσίας του Δικαστηρίου να αναστείλει διάταγμα παραλαβής ή να το υποβάλει σε όρους ακύρωσης σε περίπτωση εξόφλησης του υφισταμένου χρέους. Η αίτηση εγκρίθηκε και δόθηκε άδεια στις 20 Δεκεμβρίου 2011. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω αδείας καταχωρήθηκε η παρούσα, διά κλήσεως αίτηση, με την οποία ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση του διατάγματος παραλαβής και αναστολής αυτού, υπό τους όρους που περιγράφονται στο πρακτικό ημερ. 22 Ιουνίου 2011.
Με αναφορά στα πιο πάνω γεγονότα, στην έκταση των οποίων θα επανέλθω στο πλαίσιο της αξιολόγησης τους, ο αιτητής έχει επικεντρώσει την προσοχή του σε τρία θέματα τα οποία, κατά την άποψη του, τεκμηριώνουν την αίτηση.
Α. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αναστείλει ή να επιβάλει όρους στο εκδοθέν διάταγμα.
Β. Με βάση τους περί Πτωχεύσεων Κανονισμούς και συγκεκριμένα τον Καν. 64 δεν περιέχεται στο διάταγμα η απαραίτητη δήλωση για τη φύση και την ημερομηνία διάπραξης της πράξης πτώχευσης και για τον λόγο αυτό υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα στη διαδικασία.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του αιτητή ο οποίος, πέραν από την παράθεση των γεγονότων, τα οποία έχω ήδη αναφέρει, σημειώνει ότι ο ίδιος είχε αποδεχθεί την έκδοση του διατάγματος υπό όρους και μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια παράτασης, συμβουλεύτηκε τον νυν δικηγόρο του και απέσυρε την αίτηση για παράταση, που στο μεταξύ είχε ήδη καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο και προχώρησε, σε διάστημα λιγότερο των 6 μηνών, με την παρούσα διαδικασία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Με την ένσταση τους οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η διαδικασία αυτή είναι καταχρηστική, υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης που στόχο έχει την πρόκληση περαιτέρω καθυστέρησης στη διαδικασία που είχε δρομολογηθεί με τη σύμφωνη γνώμη του αιτητή. Θα αποκτήσει, τονίζουν οι καθ' ων η αίτηση, ένα αθέμιτο όφελος ο αιτητής, αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, τη στιγμή που όλα τα θέματα ήταν γνωστά σ' αυτόν και μπορούσε να το εγείρει προηγουμένως. Το εκδοθέν διάταγμα είναι νομότυπο, προστίθεται με την ένσταση, υπήρχε διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε, και ασκήθηκε ορθά. Περαιτέρω, προβλήθηκε ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος certiorari, υπάρχει ένδικο μέσο αυτό της έφεσης και εν πάση περιπτώσει τονίζεται αν καταδειχθεί ότι η διαδικασία της αναστολής δεν ήταν νομότυπη θα πρέπει να ακυρωθούν μόνο αυτοί οι όροι και όχι ολόκληρο το διάταγμα.
O ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με τη γραπτή του αγόρευση έκαμε αναφορά σε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση διατάγματος certiorari. O κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι η πτωχευτική διαδικασία έχει χαρακτηριστεί ως suis generis και οιoνεί ποινικού χαρακτήρα. Ως τέτοια, θα πρέπει εισηγήθηκε να τηρούνται οι πρόνοιες της νομοθεσίας με σχολαστικότητα ιδιαιτέρως ενόψει των αποτελεσμάτων που επιφέρουν, όπως την αναγκαιότητα προστασίας της περιουσίας του χρεώστη, προς όφελος όλων των πιστωτών, και όχι των συγκεκριμένων πιστωτών που υπέβαλαν τη πτωχευτική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το μόνο άρθρο του Νόμου, είπε, το οποίο προσδίδει κάποιας μορφής δυνατότητα αναστολής είναι το Άρθρο 97 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ.5 πλην όμως, εισηγήθηκε ο συνήγορος, αυτό έχει σχέση με τη διαδικασία και όχι την επιβολή όρων αναστολής εφαρμογής του εκδοθέντος διατάγματος παραλαβής, όπως στη προκείμενη περίπτωση.
Ο κ. Κληρίδης αναγνώρισε ότι υπάρχει η υπόθεση Πετράκης ν. Κίμωνος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311, στην οποία έγινε αναφορά σε αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας πλην όμως εισηγήθηκε ότι η αναφορά του εφετείου στο θέμα αυτό ήταν με τη μορφή σχολίου (obiter) και δεν ήταν ο λόγος (το ratio decidendi), της εν λόγω απόφασης.
Το δεύτερο σημείο επί του οποίου στήριξε την επιχειρηματολογία του ο ευπαίδευτος συνήγορος ήταν η προσφερόμενη δυνατότητα ακύρωσης του διατάγματος παραλαβής, σε περίπτωση κατά την οποία θα εξοφλείτο το οφειλόμενο, προς τους καθ΄ων η αίτηση, ποσό. Πουθενά τόνισε στην κείμενη νομοθεσία, δεν υπάρχει δυνατότητα ακύρωσης του διατάγματος για τέτοιο λόγο, παρά μόνο, όπως, γίνεται σαφής πρόνοια στα Άρθρα 17, 27, 31 και 92 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ.5, που δεν εμπίπτουν στην παρούσα περίπτωση.
Το τρίτο θέμα που ήγειρε ο συνήγορος άπτεται της αδυναμίας αναστολής εφαρμογής των προνοιών του Νόμου και δη μιας αυστηρής νομοθεσίας, όπως το Κεφάλαιο 5.
Ο συνήγορος αναγνώρισε ότι υπήρξε μια καθυστέρηση στην προώθηση αυτής της διαδικασίας από πλευράς αιτητή, κάτι για το οποίο, όπως σημείωσε, αντανακλά και στον τρόπο με τον οποίο ενήργησαν και οι καθ' ων η αίτηση-τράπεζα. Στις περιπτώσεις που υπάρχει έκδηλη παρανομία και συνέργεια του Δικαστηρίου ενάντια σε υφιστάμενη νομοθεσία, θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ελαστικότητα και ο συνήγορος έκαμε αναφορά σε τρεις αγγλικές αποφάσεις επί του προκειμένου.
Κατά το στάδιο της συζήτησης της υπόθεσης είχα υποβάλει ερώτημα στο συνήγορο κατά πόσο θα ήταν δυνατό να διαφοροποιηθεί το εκδοθέν στις 22 Ιουνίου 2011 διάταγμα, κρινόμενα ως παρανόμως εκδοθέν το σκέλος που αφορά στην αναστολή και στην ακύρωση. Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι δεν είναι ορθό να αντικριστεί το διάταγμα τμηματικά αλλά ως ένα σύνολο το οποίο περιέχει διάφορους όρους. Κρινόμενος οποιοσδήποτε όρος ως παράνομος συμπαρασύρει, κατά την εισήγηση του, ολόκληρο το διάταγμα.
Η παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Καν. 64 δεν είναι απλή παρατυπία αλλά παράβαση ουσιώδους πρόνοιας της νομοθεσίας, που μόνο με την ακύρωση θα μπορούσε να διορθωθεί, κατέληξε.
Σε συνάρτηση με το τελευταίο θέμα, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι, η μη συμμόρφωση με οποιονδήποτε όρο ή πρόνοια της πτωχευτικής νομοθεσίας ή των εκδοθέντων Κανονισμών, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση του διατάγματος υφισταμένου του Καν. 2 ο οποίος θεωρεί πάσαν παρατυπία ως θεραπεύσιμη, κάτι το οποίο ο αιτητής παρέλειψε να κάνει και αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Το εκδοθέν διάταγμα, συνέχισε η συνήγορος, είχε εκδοθεί εκ συμφώνου. Θα ήταν μια παραδοξότητα και ταυτοχρόνως αδικία να δοθεί η δυνατότητα στον αιτητή να ισχυριστεί, έξι μήνες, μετά την έκδοση του διατάγματος ότι αυτό είναι άκυρο, όταν, είχε αποκομίσει και ανάλογο όφελος.
Η υπόθεση Πετράκης στην οποία έγινε αναφορά, πρόσθεσε η συνήγορος, είναι άμεσα σχετική, όπου εκεί το εφετείο παραμέρισε και αντικατέστησε την πρωτόδικη απόφαση ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια, την οποία αναγνώρισε το εφετείο ότι είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο, για την αναστολή του διατάγματος παραλαβής. Από τη στιγμή, συνέχισε, που αναγνωρίζεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο, διακριτική ευχέρεια, δεν μπορεί να κριθεί ο τρόπος άσκησης της στα πλαίσια διαδικασίας certiorari. Το Άρθρο 97 του Κεφ. 5 προσδίδει τη δυνατότητα αναστολής, σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, συνεπώς εισηγήθηκε η κα.Πολυβίου, και κατά το στάδιο έκδοσης διατάγματος για αναστολή της διαδικασίας μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, όπως και έγινε στην παρούσα περίπτωση.
Δεν πρέπει, πρόσθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος, να διαφύγει της προσοχής μας η καθυστέρηση και η διαγωγή του αιτητή, προτού εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, για την παρούσα αίτηση. Έγινε αναφορά στην αλληλογραφία μεταξύ του αιτητή, της συζύγου του και της τράπεζας, που συνοδεύουν την ένσταση, αλλά ιδιαίτερα στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ημερ. 9 Δεκεμβρίου 2011. Σε κανένα σημείο δεν έγινε, υπογράμμισε η συνήγορος, στα πλαίσια της πιο πάνω αίτησης, οποιαδήποτε αναφορά είτε σε παρατυπίες είτε σε παρανομία, και πέντε μέρες αργότερα καταχωρήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αίτηση για παραχώρηση αδείας για καταχώρηση certiorari με την οποία έγινε αναφορά σε ισχυριζόμενες παρανομίες. Αυτή η διαγωγή και η αντιφατικότητα πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης, όπως είπε. Διερωτήθηκε η συνήγορος γιατί ο αιτητής, ο οποίος είναι δικηγόρος και εκπροσωπείτο από δικηγόρο στις 22 Ιουνίου 2011 δεν προχώρησε σε αμφισβήτηση της διαδικασίας αμέσως μετά την έκδοση του διατάγματος ή σε ένα μήνα μετά, παρά μόνο, περίμενε να αποτύχουν όλες οι προσπάθειες εξασφάλισης παράτασης και μετά να προχωρήσει. Δεν έχει, κατέληξε επί του προκειμένου, ούτε δικαιολογήσει την καθυστέρηση αλλά η όλη διαγωγή του πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης.
Σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρήσει, κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος, ότι υπήρξε παραβίαση της νομοθεσίας με την παραχωρηθείσα αναστολή ή τη δυνατότητα ακύρωσης του διατάγματος, σε περίπτωση πληρωμής, μόνο αυτό το σκέλος μπορεί να ακυρωθεί αφού, τίποτε δεν έχει καταδειχθεί ότι το εκ συμφώνου εκδοθέν διάταγμα παραλαβής, πάσχει.
Θα πρέπει κατ' αρχήν να σημειώσω ότι δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οτιδήποτε που να μπορεί να προωθήσει εισήγηση για ακύρωση του διατάγματος παραλαβής που εκδόθηκε εκ συμφώνου, στις 21 Ιουνίου 2011.
Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή για συνολικό διακανονισμό ο οποίος θα πρέπει να αντικρισθεί ως παράνομος δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Υπήρχε όντως, εισήγηση του αιτητή προς τους καθ' ων η αίτηση, με επιστολή ημερ. 17 Ιουνίου 2011, για έκδοση διατάγματος παραλαβής με ανάλογη αναστολή και θετική προσέγγιση των τελευταίων.
Η εξουσία του Δικαστηρίου με βάση τις αρχές που καθορίστηκαν με τη νομολογία (Ιn re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 και Καλλιόπη Μπάντσιου (1994) 1 Α.Α.Δ. 364), δεν είναι η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης ή αν αυτή συνάδει με τις δικογραφημένες θέσεις των μερών, αλλά εξετάζει κατά πόσο υπάρχει προφανές νομικό σφάλμα ή υπέρβαση εξουσίας. Δεν μπορεί το ένταλμα certiorari να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο της έφεσης, ούτε όργανο εποπτείας του χρόνου διεξαγωγής της διαδικασίας ή της πρακτικής του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Είναι, συναφώς, αναγκαίο να διαχωριστεί η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκείμενη υπόθεση σε τρία νοητά στάδια.
Α) Έκδοση διατάγματος παραλαβής
Β) Αναστολή του διατάγματος για έξι μήνες
Γ) Ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση αποπληρωμής, του οφειλόμενου στους καθ' ων η αίτηση, χρέους.
Όπως σημείωσα, τίποτε δεν τέθηκε που να δικαιολογεί ακύρωση του διατάγματος παραλαβής. Ποία ήταν, εν προκειμένω, η πρόθεση των μερών, ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα. Εν πάση περιπτώσει σε καμιά από τις επιστολές του αιτητή, ή εκ μέρους του, προς τους καθ' ων η αίτηση είτε πριν το διάταγμα (17.6.2011) είτε μετά (7.12.2011 ή 16.12.2011) τέθηκε οποιοδήποτε θέμα αμφισβήτησης της πρόθεσης του αιτητή να αποδεχθεί την έκδοση διατάγματος ή εκδήλωση αντίθεσης στο εκδοθέν διάταγμα.
Τα πιο πάνω βέβαια εξεταζόμενα μέσα στο πλαίσιο του περιορισμένου σκοπού του εντάλματος certiorari. Συναφώς, θεωρώ ότι το εκδοθέν διάταγμα παραλαβής είναι έγκυρο και παραμένει ανέπαφο ανεξαρτήτως της τύχης των επιμέρους θεμάτων που αφορούν την περαιτέρω πορεία του, πάντοτε με βάση το διάταγμα ημερ. 21 Ιουνίου 2011.
Το μόνο θέμα που προβάλλεται από τον αιτητή είναι η ανυπαρξία αναγραφής στο κείμενο του διατάγματος της εκδηλωθείσας πράξης πτώχευσης, και της ημερομηνίας διάπραξης της, κατά παράβαση του Καν. 64.
Όπως είχα υποδείξει και κατά το στάδιο της συζήτησης της αίτησης η όποια παρατυπία, γιατί όπως αποφαίνομαι περί αυτού πρόκειται, αίρεται με βάση τις πρόνοιες του Καν. 2, που προβλέπει:
«Νon compliance with any of these rules, or with any rule of practice for the time being in force, shall not render any proceeding void unless the court shall so direct, but such proceeding may be set aside, either wholly or in part, as irregular, or amended or otherwise dealt with in such manner and upon such terms as the court may think fit".
Ταυτοχρόνως, υπάρχει το Άρθρο 102 του Κεφ.5 που περιορίζει μια πτωχευτική διαδικασία έστω και αν υπάρχει τυπικό ελάττωμα ή παρατυπία.
Συνακόλουθα, θεωρώ ότι το παρατηρηθέν ελάττωμα δεν επηρεάζει ποσώς την ορθότητα του εκδοθέντος διατάγματος παραλαβής.
Η δοθείσα εξάμηνος αναστολή, με βάση το διάταγμα ημερ. 21 Ιουνίου 2011 έστω και εκ συμφώνου, δεν νομιμοποιεί τη διαδικασία, υποστηρίχθηκε από τον αιτητή.
Πρέπει να σημειώσω, με όλο τον απαιτούμενο σεβασμό, ότι το γεγονός ότι η δυνατότητα αναστολής ασκήθηκε από το εφετείο στην υπόθεση Πετράκης ν. Κίμωνος (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1311, δεν επιβεβαιεί την ύπαρξη νομοθετικής εξουσιοδότησης για τέτοια ενέργεια και τούτο γιατί, όπως είναι διατυπωμένη η απόφαση δεν φαίνεται να ήταν αντικείμενο δικαστικής κρίσης ούτε ο δικαστικός λόγος του εφετείου.
Το θέμα όμως ενδεχομένως να είναι πρωθύστερο να εξεταστεί αφού σε μια διαδικασία τύπου certiorari να πρέπει να εξεταστούν και άλλοι παράμετροι που άπτονται της όλης συμπεριφοράς του αιτητή.
Η αναφορά στο σύγγραμμα Π.Αρτέμη Προνομιακά Εντάλματα, σελίδα 167 και επόμενα είναι σχετική.
Ο αιτητής ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διατάγματος με αναστολή, με τη σύμφωνο βέβαια γνώμη των καθ' ων η αίτηση. Η περίοδος αναστολής συμφωνήθηκε σε έξι μήνες. Παρατηρώ μια αδράνεια από πλευράς αιτητή, είτε για ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος είτε για αμφισβήτηση της ορθότητας του, που διαρκεί μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου 2011, που επιδιώκει τη συγκατάθεση των καθ' ων η αίτηση για περαιτέρω αναστολή. Ούτε σ' αυτό το στάδιο παρατηρείται αμφισβήτηση της νομιμότητας του εκδοθέντος διατάγματος. Στη συνέχεια επιδιώκεται η εξασφάλιση παράτασης της περιόδου αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος παραλαβής με αίτηση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 9 Δεκεμβρίου 2011. Ούτε σ' εκείνο το στάδιο γίνεται αναφορά σε ελαττωματικότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε πρωτοδίκως. Η εν λόγω αίτηση αποσύρεται τελικώς στις 16 Δεκεμβρίου 2011 και στις 21 Δεκεμβρίου 2011με την αίτηση για παραχώρηση αδείας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος certiorari, εγείρεται για πρώτη φορά θέμα νομιμότητας του εκδοθέντος εκ συμφώνου διατάγματος και ιδιαιτέρως της παραχωρηθείσας αναστολής.
Είναι, κατά τη γνώμη μου έκδηλο ότι υπήρξε από πλευράς αιτητή συμπεριφορά που του αποστερεί το δικαίωμα να αιτείται προστασίας με τη διαδικασία του certiorari. Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος ενέργειας του, όπως περιγράφεται πιο πάνω, ως στοχευμένη για την προστασία της δικαιοσύνης ή της νομιμότητας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί δίκαιος και με στόχο την ολοκλήρωση των δικαστικών διαδικασιών.
Εξασφάλισε όφελος από την αναστολή και επεδίωξε συνέχιση της, όταν απέτυχε ανέμενε να ενεργήσει την προτεραία της συμπλήρωσης του χρόνου αναστολής. Η πράξη αυτή καταδεικνύει κακοπιστία, στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της απόρριψης του αιτήματος.
Ένας πρόσθετος λόγος που θα οδηγούσε σε απόρριψη τους αιτήματος είναι το μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έκδοσης του διατάγματος μέχρι της προβολής της αντικανονικότητας, σχεδόν έξι μήνες, συνδυαζόμενο βέβαια με τις ενέργειες του αιτητή που με τις ανάγκες του για έκδοση, διατήρηση και επέκταση του διατάγματος αναστολής, έδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση να αντιδράσει.
Θα πρέπει να σημειώσω ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος διαισθανόμενος τις πιο πάνω αδυναμίες πρόβαλε, ότι και αν ακόμη ευσταθούν οι προαναφερόμενες ενστάσεις των καθ' ων η αίτηση, η αναγκαιότητα προστασίας της νομιμότητας που επιβάλλει η πτωχευτική νομοθεσία, πρέπει να επικρατήσει των αδυναμιών της υπόθεσης.
Η αναγκαιότητα αυστηρής συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του περί Πτωχεύσεων Νόμου, κεφ.5, όπως αναλύθηκαν στην υπόθεση Λοΐζου ν. ΣΠΕ (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 279, είναι δεδομένη. Ιδιαιτέρως, πρέπει να τονιστεί η αναγκαιότητα προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντος, όχι μόνο προς όφελος του συγκεκριμένου πιστωτή αλλά όλων των ενδεχομένως υπαρχόντων πιστωτών. (αρ.4 του Νόμου).
Για επίρρωση της θέσης του ο κ. Κληρίδης έκαμε αναφορά σε τρεις αγγλικές αποφάσεις.
Στις υποθέσεις Reg. v. Home Secretary, Ex parte Ruddock [1987] 1 W.L.R. 1482 και Reg. v. Secretary of Foreign Commonwealth Affairs Ex. P. World Development Movement [1995] 1 W.L.R. 386, αφορούσαν αιτήσεις για παράταση χρόνου καταχώρησης αιτήσεων για δικαστικό έλεγχο, ενεργειών της διοίκησης.
Με βάση τους ισχύοντες αγγλικούς θεσμούς, The Supreme Court Practice (1982), Or.53 r.4(1) υπάρχει προθεσμία τριών μηνών για καταχώρηση τέτοιων αιτήσεων.
Εάν υπάρχει όμως ικανοποιητική δικαιολογία για την καθυστέρηση στην υποβολή της, το Δικαστήριο μπορεί να παρατείνει τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης. Το Δικαστήριο στις πιο πάνω υποθέσεις θεώρησε όμως ότι λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων που εγείρονταν μπορούσε να παρατείνει το χρόνο και επέτρεψε στον αιτητή να προχωρήσει.
(Υπόθεση R v. (Quintavalle) v. Secretary of State for Health [2001] 4 All E.R. 1013).
Στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται περί αιτήσεως για παράταση του χρόνου, ούτε θα μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αιτητής ενήργησε συνετά και εύλογα, όπως περιέγραψα πιο πάνω.
Με γνώμονα τα πιο πάνω θεωρώ ότι η όλη στάση του αιτητή απαιτεί τον τερματισμό της διαδικασίας σ' αυτό το στάδιο χωρίς να χρειάζεται να επιληφθώ επί της ουσίας της αιτήσεως.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.