ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Χλ. Χριστοδούλου ν. Α.Χριστοδούλου (1993) 1 ΑΑΔ 195
Kορέλλης Aχιλλέας (1999) 1 ΑΑΔ 1122
Εμπεδοκλής Ευάγγελος και Άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 ΑΑΔ 529
Kythreotis Paul (Αρ. 2) (2011) 1 ΑΑΔ 779
Ρόπας Ιερόθεος Χριστοδούλου (2009) 2 ΑΑΔ 235
Ρόπας άλλως Ιερόθεος Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 226
Aντωνίου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 339
Eλεγκτική Yπηρεσία Συνεργατικών Eταιρειών v.Aγαθοκλή Παπαγεωργίου και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 151
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2012) 1 ΑΑΔ 158
14 Φεβρουαρίου, 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΟΦΟΚΛΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΣΕΣΜΕΛΟΓΛΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 22/2010)
Πολιτική Δικονομία ― Διαταγή 64 ― Επικύρωση ενδιάμεσης απόφασης Οικογενειακού Δικαστηρίου με την οποία επέτρεψε τον παραμερισμό αίτησης του εφεσείοντα για τροποποποίηση διατάγματος διατροφής ― Ύπαρξη παρατυπίας λόγω μη συμμόρφωσης με τον Κ.3(1) των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών ― Ακόμα και αν μπορούσε να θεραπευθεί δυνάμει των προνοιών της Διαταγής 64, δεν είχε ληφθεί κανένα προς τούτο διάβημα.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Νομολογιακή επισκόπηση ― Η επίκληση της πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ ― Είναι το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve power) του Δικαστηρίου, τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί όπου αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία ― Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς ― Η βασική εκδήλωση της είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών.
Επτά χρόνια ύστερα από την έκδοση διατάγματος από το Οικογενειακό Δικαστήριο με το οποίο καθοριζόταν η συνεισφορά του εφεσείοντα στη διατροφή του ανηλίκου τέκνου που απέκτησε με την εφεσίβλητη, ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο ζητώντας την τροποποίηση του εκδοθέντος διατάγματος.
Η εφεσίβλητη, καταχώρησε μέσω του δικηγόρου της άλλη αίτηση με την οποία εξαιτείτο την ακύρωση ή παραμερισμό της αίτησης του εφεσείοντα, αλλά περαιτέρω και/ή διαζευκτικά δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να προωθήσει την αίτησή του, επειδή παρέλειπε να συμμορφωθεί προς το διάταγμα καταβολής διατροφής.
Υποστηριζόταν μεταξύ άλλων ότι η αίτηση του εφεσείοντα ήταν εξ αρχής άκυρη ή παράτυπη, στηριζόταν σε λανθασμένη νομική βάση και ότι δεν αποκαλυπτόταν οποιαδήποτε διαφοροποίηση πραγματικών συνθηκών, έτσι ώστε να εδικαιολογείτο η αιτούμενη τροποποίηση.
Καταχωρήθηκε σχετική ένσταση από τον εφεσίβλητο με ανάλογους ισχυρισμούς και ακολούθησε Ακρόαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε αρχές της νομολογίας έκρινε ότι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν θα ήταν ορθό να αποκλείσει τον εφεσείοντα από του ακουσθεί στη διαδικασία, παρά τη μη συμμόρφωσή του προς το διάταγμα διατροφής για κάποιο χρονικό διάστημα.
Εξετάζοντας το θέμα του εναρκτήριου μέσου το οποίο χρησιμοποίησε ο εφεσείων για να θέσει το αίτημα του ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως δυνάμει της Δ.48 στο πλαίσιο της διαδικασίας του προηγουμένως εκδοθέντος διατάγματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ήταν δικονομικά λανθασμένο, αφού ο εφεσείων θα έπρεπε να είχε καταχωρήσει νέα αίτηση στο πρότυπο που θεσμοθετεί ο Κ.3(1) των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών. Αυτή δε η ενέργεια του εφεσείοντα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δε συνιστούσε απλή παρατυπία, αλλά λανθασμένη έναρξη της διαδικασίας, η οποία καθιστούσε τη διαδικασία άκυρη.
Το Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε ότι είχε σύμφυτη εξουσία να εξετάσει το υπό κρίση αίτημα και να ελέγξει την ορθότητα της ενώπιον του διαδικασίας.
Δεδομένης δε της ακυρότητας του εναρκτήριου μέσου, το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακύρωσε την αίτηση του εφεσείοντα, με την οποία ζητούσε την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής.
Με την έφεση υπεστηρίχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
α) Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε πρώτα τα εγειρόμενα θέματα ουσίας στην αίτηση του εφεσίβλητου και μετέπειτα την ένσταση του εφεσείοντα.
β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία παραμερισμού αίτησης, ούτε σύμφυτη εξουσία στην προκειμένη.
γ) Σχετική προηγούμενη απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου θα έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με θέματα ουσίας δεν επηρέαζε καθ' οιονδήποτε τρόπο την ορθότητα ή εγκυρότητα της απόφασης.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξουσία απόρριψης της αίτησης του εφεσείοντα και θα μπορούσε να την ασκήσει εάν προχωρούσε σε ακρόαση η αίτηση εκείνη και εάν το θέμα της παρατυπίας εγειρόταν στο πλαίσιο εκείνης της αίτησης από την εφεσίβλητη, ή ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αντί τούτου, η εξουσία εκείνη ασκήθηκε με ξεχωριστή αίτηση με αιτήτρια την εφεσίβλητη. Η αίτηση της εφεσίβλητης για παραμερισμό/απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα ήχθη σε ακρόαση κατά προτεραιότητα της ήδη εκκρεμούσας αίτησης του εφεσείοντα, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης και των δύο διαδίκων.
3. Με την τελική δικαστική απόφανση περί μοιραίας παρατυπίας εγγενούς στην αίτηση του εφεσείοντα η οποία δεν είχε θεραπευθεί, ορθά αποφάνθηκε το Δικαστήριο ότι είχε σύμφυτη εξουσία να προχωρήσει στην απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα.
4. Το Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο περί ουσιώδους παρατυπίας, η οποία ακόμα και αν μπορούσε να θεραπευθεί δυνάμει των προνοιών της Διαταγής 64, δεν είχε ληφθεί κανένα προς τούτο διάβημα, και επομένως ορθά απέρριψε την αίτηση.
5. Η δε απόφαση που επικαλέστηκε ο εφεσείων, απλά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις καθαρές πρόνοιες του Κανονισμού οι οποίες διαγράφουν την ορθή ακολουθητέα διαδικασία και δικονομία. Δεν ετίθετο θέμα απόδοσης διαφορετικής ερμηνείας από το Δευτεροβάθμιο Εφετείο, ενώ εξουσία για ενδεχόμενη τροποποίηση των Κανονισμών έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο σε Ολομέλεια υπό άλλη ιδιότητα.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
JSC BTA Bank v. Kythreotis (2011) 1 Α.Α.Δ. 779,
Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226,
Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151,
Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Τσαγγαρίδης, Δ.), (Αίτηση Αρ. 193/01), ημερομηνίας 15/7/2010.
Λ. Λουκαΐδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Βραχίμης με Γ. Κυριάκου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Κληρίδης, Δ..
ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας με διάταγμά του ημερομηνίας 31.3.2003, το οποίο είχε εκδοθεί εκ συμφώνου, διέταξε τον εφεσείοντα όπως καταβάλλει προς την εφεσίβλητη το ποσό των Λ.Κ. 165 μηνιαία, από την 1.4.2003, ως συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους.
Αισθανόμενος ότι η εφεσίβλητη παρέλειπε να συνδιαλέγεται και συναποφασίζει μαζί του για τις οικονομικές και άλλες ανάγκες του τέκνου τους, παρά το ότι η γονική μέριμνα είχε ανατεθεί από κοινού και στους δύο διάδικους, ο εφεσείων αποτάθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο με αίτησή του ημερομηνίας 24.2.2010 διά κλήσεως, επιζητώντας την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής ημερομηνίας 31.1.2003.
Συγκεκριμένα, ο αιτητής ζητούσε όπως η καταβολή του καθορισθέντος ποσού διατροφής καταβάλλεται αντί στην εφεσίβλητη, απευθείας σε παροχείς υπηρεσιών προς τον ανήλικο, όπως π.χ. σε εκπαιδευτήρια, ιατρούς κλπ., και όπως το υπόλοιπο ποσό μέχρι του ποσού των €282 μηνιαία καταβάλλεται στην εφεσίβλητη, υπό τον όρο παρουσίασης από την ίδια αποδείξεων πληρωμής, και όπως όλα τα έξοδα του ανηλίκου συμφωνούνται μεταξύ των διαδίκων.
Μετά την καταχώρηση και τον ορισμό ημερομηνίας για την αίτηση του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη, η οποία διαμένει στη Γαλλία, καταχώρησε μέσω του δικηγόρου της άλλη αίτηση ημερομηνίας 21.4.2010, με την οποία εξαιτείτο την ακύρωση ή παραμερισμό της αίτησης του εφεσείοντα. Όπως διαπιστώνεται από τα τηρηθέντα πρακτικά του Οικογενειακού Δικαστηρίου, με τη σύμφωνη γνώμη των διαδίκων, το Δικαστήριο έδωσε προτεραιότητα στην εκδίκαση της αίτησης της εφεσίβλητης με την οποία ζητούσε την ακύρωση ή παραμερισμό της αίτησης του εφεσείοντα για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής. Καταχωρήθηκε εν προκειμένω Ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα και συμπληρωματική ένορκη δήλωση εκ μέρους της εφεσίβλητης, οπότε η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση.
Με την αίτησή της ημερομηνίας 21.4.2010, η εφεσίβλητη ζητούσε την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρωνόταν ή παραμεριζόταν η αίτηση του εφεσείοντα και, περαιτέρω ή διαζευκτικά, ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να προωθήσει την αίτησή του, επειδή παρέλειπε ή αρνείτο να συμμορφωθεί προς το διάταγμα καταβολής διατροφής.
Η αίτηση της εφεσίβλητης εδραζόταν, μεταξύ άλλων, σε διάφορους διαδικαστικούς κανονισμούς του Οικογενειακού Δικαστηρίου και στις πρόνοιες της Δ.27 Κ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Υποστηριζόταν δε από ένορκη δήλωση δικηγορικού υπαλλήλου στο γραφείο των δικηγόρων της και σ' αυτή εκτίθεντο αρχικά λόγοι για τους οποίους η εφεσείουσα, η οποία διαμένει στη Γαλλική πόλη Ναντ, θα έπρεπε να υποστεί μεγάλη ταλαιπωρία μεταβαίνουσα αεροπορικώς σε άλλη πόλη, όπου υπάρχει Κυπριακό Προξενείο, για να προβεί σε ένορκη δήλωση η ίδια, ενώ όλα τα εγειρόμενα στην αίτηση θέματα είναι νομικά και προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης και την ένορκη δήλωση του εφεσείοντα.
Όπως περαιτέρω ισχυριζόταν η ομνύουσα, η αίτηση του εφεσείοντα για τροποποίηση του διατάγματος διατροφής, ήταν εξ αρχής άκυρη ή παράτυπη, αφού οποιοδήποτε αίτημα για τροποποίηση υφιστάμενου διατάγματος θα πρέπει να προωθείται με νέα αίτηση στον Τύπο 1 και όχι με ενδιάμεση αίτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας στην οποία είχε εκδοθεί το διάταγμα.
Άλλος ισχυρισμός τον οποίο προέβαλλε η ομνύουσα ήταν ότι η αίτηση του εφεσείοντα ήταν παράτυπη, αφού η νομική της βάση ήταν άσχετη με την αιτούμενη θεραπεία, ενώ ο τίτλος της ήταν εσφαλμένος. Ότι ακόμα δεν αποκαλύπτετο με την αίτηση οποιαδήποτε διαφοροποίηση πραγματικών συνθηκών, έτσι ώστε να εδικαιολογείτο η αιτούμενη τροποποίηση.
Τελικά, η ομνύουσα, επικαλούμενη δήλωση του ίδιου του εφεσείοντα στην ένορκη δήλωσή του, ισχυρίζετο ότι αυτός αρνείτο να συμμορφωθεί προς το διάταγμα διατροφής και, επομένως, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αρνηθεί την προώθηση της αίτησής του.
Με την Ένστασή του, ο εφεσείων ήγειρε αριθμό λόγων ένστασης, μεταξύ των οποίων ότι δεν υπάρχει νομική βάση για ακύρωση ή παραμερισμό αίτησης, ότι η αίτηση της εφεσείουσας δεν συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της ίδιας, αλλά δικηγορικού υπαλλήλου, η οποία καμιά προσωπική γνώση των γεγονότων δεν είχε. Η εφεσίβλητη στο παρελθόν είχε προβεί σε ένορκη δήλωση στην Αθήνα σχετικά με άλλη διαδικασία και ήρθε στην Κύπρο για αντεξέταση αλλά, εν πάση περιπτώσει, η ίδια ήταν στην Κύπρο στις 21.2.2010, οπότε και της επιδόθηκε η αίτηση του εφεσείοντα και θα μπορούσε να ετοιμάσει ένορκη δήλωση.
Κατόπιν ακρόασης της αίτησης της εφεσίβλητης, το Οικογενειακό Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφασή του ημερομηνίας 15.7.2010, ενέκρινε την αίτηση και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακύρωσε την αίτηση ημερομηνίας 24.2.2010 του εφεσείοντα με έξοδα εναντίον του.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ορθότητα της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 15.7.2010.
Με την προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε κατ' αρχάς ότι η ένορκη δήλωση της δικηγορικού υπαλλήλου που υποστήριζε την αίτηση ήταν καθόλα έγκυρη, εφόσον αυτή αναφερόταν σε νομικά σημεία και ισχυρισμούς, ενώ εκεί όπου γινόταν αναφορά σε γεγονότα, αυτά ήσαν παραδεκτά ή εμφανή στο φάκελο της αίτησης του εφεσείοντα, όπως π.χ. ο Τύπος που ακολουθήθηκε. Ως προς τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι η αίτηση δεν επεξηγούσε τους νομικούς λόγους που τη στήριζαν, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση ήταν καθόλα νομότυπη και τηρούσε τις πρόνοιες της Δ.48 ΚΚ1, 2 και του ακολουθητέου Τύπου, ο οποίος δεν απαιτεί όπως η αίτηση περιέχει στο κυρίως σώμα της τους νομικούς λόγους στους οποίους αυτή στηρίζεται.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε αρχές της νομολογίας έκρινε ότι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, δεν θα ήταν ορθό όπως αποκλείσει τον εφεσείοντα από του να ακουσθεί στη διαδικασία, παρά τη μη συμμόρφωσή του προς το διάταγμα διατροφής για κάποιο χρονικό διάστημα.
Εξετάζοντας το θέμα του εναρκτήριου μέσου το οποίο χρησιμοποίησε ο εφεσείων για να θέσει το αίτημα του ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως δυνάμει της Δ.48 στο πλαίσιο της διαδικασίας του προηγουμένως εκδοθέντος διατάγματος, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό ήταν δικονομικά λανθασμένο, αφού ο εφεσείων θα έπρεπε να καταχωρήσει νέα αίτηση στο πρότυπο που θεσμοθετεί ο Κ.3(1) των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών. Αυτή δε η ενέργεια του εφεσείοντα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δε συνιστούσε απλή παρατυπία, αλλά λανθασμένη έναρξη της διαδικασίας, η οποία καθιστούσε τη διαδικασία άκυρη.
Αναφορικά με τη θέση του εφεσείοντα ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη νομική πρόνοια με την οποία να επιτρέπεται η καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό ή ακύρωση ενδιάμεσης αίτησης, το Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία, έκρινε ότι είχε σύμφυτη εξουσία να εξετάσει το υπό κρίση αίτημα και να ελέγξει την ορθότητα της ενώπιον του διαδικασίας. Δεδομένης δε της ακυρότητας του εναρκτήριου μέσου που επέλεξε ο εφεσείων, με βάση τον Κανονισμό 3(1), το Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση της εφεσίβλητης και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακύρωσε την αίτηση ημερομηνίας 24.2.2010 του εφεσείοντα, με την οποία ζητούσε την τροποποίηση του διατάγματος διατροφής.
Με την έφεσή του ο εφεσείων ήγειρε και προώθησε έξι συνολικά λόγους έφεσης.
Θα εξετάσουμε πρώτα τον 4ο λόγο έφεσης, ο οποίος είναι διαδικαστικής φύσεως.
Λόγος έφεσης αρ. 4.
Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέτασε πρώτα τα εγειρόμενα θέματα ουσίας στην αίτηση του εφεσίβλητου και μετέπειτα την ένσταση του εφεσείοντα περί ανυπαρξίας νομικής βάσης της αίτησης. Αυτή η σειρά εξέτασης των εγκριμένων θεμάτων ήταν κατά τον εφεσείοντα παράλογη και διαδικαστικά απαράδεκτη.
Όπως εξάγεται από τη σύνοψη των κύριων σημείων της πρωτόδικης απόφασης στην οποία προβήκαμε ανωτέρω, πράγματι το Δικαστήριο ασχολήθηκε πρώτα με θέματα ουσίας ως προς το κατά πόσο δηλαδή η σκοπούμενη προς ακύρωση αίτηση τροποποίησης του εφεσείοντα έπασχε νομικά και/ή διαδικαστικά και αφού αποφάνθηκε ότι ναι, έπασχε, ακολούθως ασχολήθηκε και αποφάνθηκε ως προς το κατά πόσο στην περίπτωση αυτή υπήρχε νομικά η δυνατότητα απόδοσης της αιτούμενης θεραπείας της ακύρωσης της πάσχουσας αίτησης. Αυτή η προσέγγιση αναφέρεται στο θέμα της δομής της απόφασης και δε συμφωνούμε ότι επηρεάζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την ορθότητα ή εγκυρότητα της απόφασης.
Ως προς τους άλλους λόγους έφεσης πιστεύουμε ότι οι λόγοι έφεσης με αριθμό 1, 2, 3 και 5 μπορούν να συνεξετασθούν για τους λόγους που θα διαφανούν στη συνέχεια.
Λόγοι έφεσης αρ. 1, 2, 3 και 5.
Και οι τέσσερις αυτοί λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από την κεντρική θέση του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία παραμερισμού αίτησης, δεν είχε σύμφυτη εξουσία και αν πράγματι είχε τέτοια εξουσία, αυτή είτε δεν περιλάμβανε και εξουσία παραμερισμού της αίτησης, ή έστω δε θα έπρεπε να ασκηθεί στην υπό εξέταση περίπτωση, οδηγώντας σε παραμερισμό.
Περιγραφή της φύσης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου και της ενάσκησής της έγινε, μεταξύ άλλων, και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην JSC BTA Bank v. Paul Kythreotis (2011) 1 Α.Α.Δ. 779, ως ακολούθως:
"Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου και οι προεκτάσεις της εξετάστηκαν σε σωρεία υποθέσεων. Αυτό που προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι πως δεν πρόκειται για ανεξάρτητη πηγή εξουσίας, αλλά εξουσίας η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισης της με το Δικαστήριο. Η ύπαρξη της είναι αναγκαία για τη λειτουργία του Δικαστηρίου σαν Δικαστηρίου δικαίου, η επίκληση της όμως πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ. Ενδεικτικό της επί του προκειμένου θέσης της νομολογίας μας, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235, στο οποίο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία η Ολομέλεια στην απόφαση της στην υπόθεση Ευάγγελος Εμπεδοκλής και άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529 (πιο πάνω):
"Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (Σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Αχιλλέας Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).""
Όπως είχε τονισθεί και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου είναι "το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve power) του Δικαστηρίου, τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί όπου αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς."
Στην υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, η Ολομέλεια, στη σελίδα 155, ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:
"Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.S. Dockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:
«These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will.»"
Επανερχόμενοι στα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης παρατηρούμε ότι εκείνο το οποίο έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν, αφού υποκινήθηκε από ένα των διαδίκων, να εξετάσει το νομικό θέμα της εγκυρότητας αίτησης του αντιδίκου και, αφού άκουσε δεόντως και τις δύο πλευρές και αφού έκρινε ότι πράγματι η αίτηση του αντιδίκου ήταν ουσιωδώς παράτυπη, την παραμέρισε. Την εξουσία απόρριψης της αίτησης του εφεσείοντα την είχε βέβαια και θα μπορούσε να την ασκήσει το Δικαστήριο εάν προχωρούσε σε ακρόαση η αίτηση εκείνη και εάν το θέμα της παρατυπίας εγειρόταν στο πλαίσιο εκείνης της αίτησης από την εφεσίβλητη, ή ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αντί τούτου, η εξουσία εκείνη ασκήθηκε με ξεχωριστή αίτηση η οποία καταχωρήθηκε από την εφεσίβλητη. Θα πρέπει δε να επισημανθεί εδώ το γεγονός ότι η αίτηση της εφεσίβλητης για παραμερισμό/απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα ήχθη σε ακρόαση κατά προτεραιότητα της ήδη εκκρεμούσας αίτησης του εφεσείοντα, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης και των δύο διαδίκων. Συγκεκριμένα, όπως καταγράφηκε στο πρακτικό του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 6.5.2010:
"Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται σήμερα της αίτησης ημερομ. 21 Απριλίου 2010 κατόπιν κοινής παράκλησης των δικηγόρων των διαδίκων."
Καταγράφηκε δε επίσης στο ίδιο πρακτικό η ακόλουθη παράκληση του συνηγόρου του εφεσείοντα:
"Έχω καταχωρήσει την ένσταση μου και παρακαλώ όπως οριστεί η αίτηση για ακρόαση."
Χωρίς βέβαια τα ανωτέρω να καταδεικνύουν ότι υπήρξε και παραδοχή ότι το Δικαστήριο είχε εξουσία απόρριψης/παραμερισμού, διαπιστώνεται ότι και οι δύο πλευρές συναίνεσαν όπως το εγερθέν θέμα της παρατυπίας της αίτησης του εφεσείοντα εξετασθεί ως προδικαστικό νομικό σημείο, δυνάμει και των προνοιών της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στο πλαίσιο της αίτησης της εφεσίβλητης, όπου και πράγματι εξετάστηκε και αποφασίστηκε αφού ακούστηκαν δεόντως και οι δύο πλευρές. Με την τελική επομένως δικαστική απόφανση περί μοιραίας παρατυπίας εγγενούς στην αίτηση του εφεσείοντα η οποία δεν είχε θεραπευθεί, ορθά ήταν που αποφάνθηκε το Δικαστήριο ότι είχε σύμφυτη εξουσία να προχωρήσει στην απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα.
Σε σχέση με την άλλη πτυχή των συνεξετασθέντων λόγων έφεσης, που αναφέρεται στο ότι ακόμα και στην περίπτωση ύπαρξης εξουσίας παραμερισμού της αίτησης του εφεσείοντα, αυτή δεν έπρεπε να ασκηθεί, παρατηρούμε τα ακόλουθα:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, ορθά ήταν που παρέπεμψε στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Χλόη Χριστοδούλου ν. Ανδρέα Χριστοδούλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 195. Και ορθά αποφάνθηκε ότι η απάντηση στο εγερθέν θέμα δινόταν από την απόφαση εκείνη, στην οποία το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είχε ασχοληθεί με θέμα όπου ο διάδικος επεδίωξε την τροποποίηση υφιστάμενου διατάγματος διατροφής, με ενδιάμεση αίτηση διά κλήσεως σε νέο φάκελο, και όχι με αίτηση δυνάμει του Κ.3(1) των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών στο σχετικό πρότυπο που θεσμοθέτησε ο Κανονισμός. Το Δικαστήριο έκρινε ότι επρόκειτο περί ουσιώδους παρατυπίας, η οποία ακόμα και αν μπορούσε να θεραπευθεί δυνάμει των προνοιών της Διαταγής 64, δεν είχε ληφθεί κανένα προς τούτο διάβημα, και επομένως ορθά απέρριψε την αίτηση.
Λόγος έφεσης αρ. 6.
Με αυτό το λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται ότι η προαναφερθείσα απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Χλόη Χριστοδούλου (ανωτέρω) είναι εσφαλμένη και θα πρέπει να αναθεωρηθεί στην έκταση που επιβάλλει όπως ενδιάμεση τροποποίηση διατάγματος διατροφής γίνεται με εξ υπαρχής αίτηση βάσει του Κ.3(1) των Κανονισμών.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση αυτή. Η απόφαση στην υπόθεση Χλόη Χριστοδούλου απλά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις καθαρές πρόνοιες του Κανονισμού οι οποίες διαγράφουν την ορθή ακολουθητέα διαδικασία και δικονομία. Δεν τίθεται επομένως θέμα απόδοσης διαφορετικής ερμηνείας από το παρόν Δευτεροβάθμιο Εφετείο, ενώ εξουσία για ενδεχόμενη τροποποίηση των Κανονισμών έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο σε Ολομέλεια υπό άλλη ιδιότητα.
Η έφεση απορρίπτεται και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.