ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2535
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Εφεση Αρ. 88/2009)
21 Νοεμβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΝΤΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΑΡΙΤΟΥ,
2. ΑΛΙΣΑΒΟΥ ΣΑΒΒΑ ΚΟΥΡΣΑΡΟΥ,
3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΑΒΒΑ,
2. ΑΝΤΡΕΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
3. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
4. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
_ _ _ _ _ _
Α. Κορακίδου, για τους Εφεσείοντες.
Ε. Γεωργιάδου, για τους Εφεσίβλητους.
_ _ _ _ _ _
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:
Η εφεσίβλητη 1 Αναστασία Κυριάκου Σάββα, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του τεμαχίου αρ. 59 του Φ/Σχ. 45/31 στη Λετύμπου της Επαρχίας Πάφου, κατ΄ επίκληση των προνοιών του άρθρου 58 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ. 224 και τροποποιήσεων, υπέβαλε αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς που αφορούσε το προαναφερόμενο τεμάχιο αρ. 59 και το τεμάχιο αρ. 58.
Η επιτόπια εξέταση πραγματοποιήθηκε στις 22.5.2001 και κατ΄ αυτήν έγινε κτηματολογική και χωρομετρική εργασία. Σύμφωνα με την απόφαση του Διευθυντή, η έκταση γης που καθορίζεται με κόκκινο χρώμα στο σχέδιο που ο Διευθυντής επισύναψε στην Ειδοποίηση του ημερ. 29 Αυγούστου 2003 προς τα ενδιαφερόμενα μέρη (βλ. άρθρο 58(3) του Κεφ. 224), αποτελεί μέρος του ακινήτου με αριθμό τεμαχίου 59 του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου XLV/31 σε κλίμακα 1:5000 και είναι μέρος της εγγραφής 9061 στο όνομα της Αναστασίας Κυριάκου Σάββα (εφεσίβλητης 1).
Οι εφεσείοντες επειδή δεν έμειναν ικανοποιημένοι από την απόφαση του Διευθυντή, υπέβαλαν ως είχαν δικαίωμα, την Αίτηση/Εφεση αρ. 132/03 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 58, 61 και 80 του Κεφ. 224 ζητώντας,
«Παραμερισμό ή/και αντικατάσταση της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 29.8.03 με την οποία επιλύει τη συνοριακή διαφορά μεταξύ των τεμαχίων 59 και 58 Φ/Σχ. XLV/31 του χωρίου Λετύμπου.»
Οι λόγοι για τους οποίους οι εφεσείοντες επεδίωξαν τον παραμερισμό και/ή αντικατάσταση της απόφασης του Διευθυντή είναι,
(1) η απόφαση του Διευθυντή είναι αποτέλεσμα λανθασμένων μετρήσεων της έκτασης που κατέχουν οι διάδικοι σήμερα,
(2) η απόφαση του Διευθυντή είναι αποτέλεσμα πλάνης όσον αφορά την έκταση των τεμαχίων 58 και 59,
(3) η απόφαση του Διευθυντή είναι αποτέλεσμα λανθασμένης τροποποίησης της εγγραφής αναφορικά με τα τεμάχια 58 και 59 βάση του ΦΑΚ.Α765/73,
(4) Η απόφαση του Διευθυντή είναι αποτέλεσμα λάθους όσον αφορά την έκταση που κατέχουν οι αιτητές και οι προκάτοχοί τους πριν από το 1900 μέχρι σήμερα.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση και με μαρτυρία υποστήριξαν την ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή.
Ο ευπαίδευτος δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση αφού αξιολόγησε την αξιοπιστία των μαρτύρων και το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιόν του, διαπίστωσε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν με θετική μαρτυρία τους ισχυρισμούς τους ότι τα εν χρήσει σχέδια που χρησιμοποιήθηκαν κατά την επιτόπια εξέταση στις 22.5.2001 είναι λανθασμένα ή ότι εμφιλοχώρησε πλάνη ή λάθος κατά τη διαδικασία επίλυσης της συνοριακής διαφοράς. Για τους λόγους που εξηγούνται στην πρωτόδικη απόφαση η αίτηση/έφεση των εφεσειόντων κρίθηκε αβάσιμη και απορρίφθηκε.
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προώθησαν προς τούτο εννέα λόγους έφεσης που έχουν ως κοινή συνισταμένη τη θέση ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τη μαρτυρία με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένες διαπιστώσεις επί γεγονότων στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Ο εφεσείων 1 υποστήριξε ότι το μέρος που ο Διευθυντής καθόρισε με κόκκινο χρώμα στην απόφασή του ημερ. 29.8.2003, βρισκόταν ανενόχλητα, συνεχώς και αδιαλείπτως στην κατοχή των προκατόχων του από τις αρχές του 1900 και μετέπειτα στην κατοχή του ιδίου και ότι τούτο αποτελεί τμήμα του τεμαχίου αρ. 58 στο οποίο υπάρχουν δέντρα ηλικίας άνω των 50 ετών. Το τεμάχιο 58, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου μέρους, ισοπεδώθηκε με έξοδα του πατέρα του και ανενοχλήτως έγιναν σε αυτό έργα βελτίωσης καθώς και αναμπέλωση το 1999. Ούτε οι εφεσίβλητοι ούτε κανένας από τους προκατόχους τους διεκδίκησαν μέχρι την ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αίτηση για συνοριακή διαφορά, οτιδήποτε επί του επίδικου μέρους που αυτός κατέχει και που κατείχαν πριν από αυτόν οι προκάτοχοι του.
Η κεντρική θέση του εφεσείοντα 1 είναι ότι το 1975 έγινε επί τόπου εξέταση και χωρομετρική εργασία που αφορούσε στο τεμάχιο 59. Η χωρομετρική εργασία που έγινε κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή, το Μάϊο του 2001, στηρίχθηκε σε λανθασμένες μετρήσεις και αποτελέσματα που προέκυψαν κατά την προγενέστερη επιτόπια εξέταση του 1975. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτεται, κατά τον εφεσείοντα 1, από το περιεχόμενο του Κτηματολογικού Φακέλου αρ. ΦΑΚ Α/765/73 όπου μεταξύ άλλων, καταγράφεται ότι ως αποτέλεσμα εκείνης της επιτόπιας έρευνας του 1975 τροποποιήθηκε ο τίτλος του τεμαχίου 59 των εφεσιβλήτων διά της προσθήκης σε αυτό 8 σκαλών ώστε τούτο να συνάδει με τα εν χρήσει σχέδια χωρίς να είχε προηγηθεί δέουσα έρευνα η οποία θα έφερνε στο φως την πραγματική επί τόπου κατάσταση των δύο τεμαχίων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης της μαρτυρίας έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 3 ο οποίος κατέθεσε για την επί τόπου κατάσταση των κτημάτων συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου μέρους. Η μαρτυρία του εφεσείοντα 1 και του μάρτυρα Κυρ. Μακαρίου κρίθηκε αναξιόπιστη. Ο ευπαίδευτος δικαστής σημειώνει ότι ο εφεσείων 1 δεν προσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο ο εφεσείων 1 απέκτησε προσωπική γνώση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση και ιδιαίτερα της έκτασης που κατείχε η μητέρα του πριν το κτήμα περιέλθει στην κυριότητά του το 1996. Για τον ίδιο λόγο δεν έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντα 1 ότι το διαφιλονικούμενο μέρος ήταν ανέκαθεν αμπέλι και ότι τα δύο τεμάχια χωρίζονταν μεταξύ τους με πετρόκτιστο τοίχο. Για το τελευταίο θέμα το δικαστήριο αποδέχθηκε την κριθείσα ως αξιόπιστη, μαρτυρία του εφεσίβλητου 3 ο οποίος κατέθεσε ότι επρόκειτο για δόμη (ξερολιθιά) και όχι για πετρόκτιστο τοίχο. Η εν λόγω δόμη ήταν μια από όλες τις άλλες δόμες που υπήρχαν εντός του τεμαχίου 59 και η κατασκευή τους δεν προοριζόταν για σκοπούς διαχωρισμού των δύο τεμαχίων αλλά για την παρεμπόδιση της διάβρωσης του εδάφους.
Ο Κυριάκος Μακαρίου, υπάλληλος του Κτηματολογίου και συγγενής των εφεσειόντων υποστήριξε ότι ο υπάλληλος του Κτηματολογίου που διενήργησε την επιτόπια έρευνα το 1975, κάποιος Τηλεμάχου, παρέλειψε να κάνει σχεδιάγραμμα της επιτόπου κατάστασης και λανθασμένα κατέγραψε στο φάκελο του Κτηματολογίου ότι το διαφιλονικούμενο μέρος ήταν χωράφι αντί αμπέλι. Το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που επαρκώς εξηγούνται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία του κ. Μακαρίου. Θεώρησε αναληθή τον ισχυρισμό του ότι κατά την επιτόπια έρευνα το 1975 το τεμάχιο 58 αντικρίστηκε με τα εν χρήσει σχέδια καθότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία του κτηματολογίου και εν πάση περιπτώσει βρίσκεται σε αντίθεση με την αξιόπιστη μαρτυρία του κ. Ζίγκα ο οποίος υποστήριξε ότι για το σκοπό για τον οποίο έγινε εκείνη η επιτόπια εξέταση δεν επιβαλλόταν η αντίκριση του εν χρήσει σχεδίου με το τεμάχιο 58. Ο εν λόγω μάρτυρας υποστήριξε την ορθότητα της εργασίας του κτηματολογικού υπαλλήλου και πειστικά αντέκρουσε την επί του αντιθέτου μαρτυρία του κ. Μακαρίου.
Αξιόπιστη κρίθηκε και η μαρτυρία του κτηματολόγου Σωτήρη Ζίγκα ο οποίος υποστήριξε ότι η προαναφερόμενη δόμη δεν αποτελούσε το σύνορο των δύο τεμαχίων και ότι το μέρος που σημειώνεται με κόκκινο χρώμα στο σχέδιο του Κτηματολογίου στην απόφαση του Διευθυντή ανήκει στο τεμάχιο 59 και όχι στο τεμάχιο 58. Διαπιστώθηκε ότι τα σύνορα των τεμαχίων είναι όπως αυτά καθορίστηκαν με βάση τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 3 και του κτηματολόγου Ζίγκα. Σχετικά με τη διαδικασία της επιτόπιας εξέτασης που έγινε το 1975, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του κ. Ζίγκα ότι αυτή έγινε αυτοβούλως από το Κτηματολόγιο για να διαπιστωθεί κατά πόσο η επί τόπου κατάσταση αναφορικά με 573 τεμάχια, συμπεριλαμβανομένου και του τεμαχίου 59, συνάδει με τα εν χρήσει σχέδια με σκοπό τη διόρθωση των τίτλων, όπου αυτό κρινόταν αναγκαίο, επειδή οι τότε υπάρχοντες τίτλοι ιδιοκτησίας δεν βασίζονταν σε σχέδια. Κατά τη διενεργηθείσα επιτόπια εξέταση διαπιστώθηκε ότι ο τότε κατόχος του τεμαχίου 59 είχε στην πραγματική κατοχή του την ίδια ακριβώς έκταση του εν λόγω τεμαχίου με εκείνη που εμφαινόταν στα εν χρήσει σχέδια και που αντιστοιχούσε επίσης και με τη Δευτερομάνα του χωριού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αυτή έκταση του τεμαχίου 59, ως η επί τόπου πραγματική κατάσταση και με βάση τα εν χρήσει σχέδια, ήταν 11 σκάλες και όχι 3 σκάλες, όπως αναφερόταν στον τότε τίτλο ιδιοκτησίας. Ενόψει τούτου, ακολούθησε η ανάλογη διόρθωση του τίτλου ώστε η αναγραφόμενη στον τίτλο έκταση να αντιστοιχεί προς την επί τόπου κατάσταση και στα εν χρήσει σχέδια δια της προσθήκης των 8 σκαλών στον τίτλο ιδιοκτησίας του τεμαχίου 59. Ενόψει των πιο πάνω κρίθηκε ότι η προσθήκη των 8 σκαλών στον τίτλο ιδιοκτησίας του τεμαχίου 59 δεν ήταν αυθαίρετη.
Το τεμάχιο 58 αντικρίστηκε το 1987 με τα εν χρήσει σχέδια στα πλαίσια της απαλλοτρίωσης (ΜΑ 112/1987) και εκδόθηκαν νέοι τίτλοι το 2004.
Σύμφωνα με την κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία των εφεσιβλήτων 1 και 3 οι εφεσείοντες ουδέποτε είχαν στην κατοχή τους το διαφιλονικούμενο μέρος το οποίο ήταν πάντα γεμάτο με θάμνους και πέτρες σχεδόν μέχρι το 1999 που οι εφεσείοντες αποφάσισαν να κάνουν αναμπέλωση του κτήματος τους. Προτού οι εφεσείοντες προχωρήσουν στην αναμπέλωση, προέβησαν στον καθαρισμό του διαφιλονικούμενου μέρους και τοποθέτησαν σ΄ αυτό χώμα. Η διαφορά προέκυψε εξ αφορμής των πιο πάνω γεγονότων και για την επίλυσή της οι εφεσίβλητοι αποτάθηκαν στο Κτηματολόγιο. Σημειώνουμε ότι η εφεσίβλητη 1 δεν αντεξετάστηκε και συνεπώς η μαρτυρία της επί του προκειμένου παρέμεινε αναντίλεκτη. Η εν λόγω μαρτυρία συνάδει με τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 3 ο οποίος αντεξετάστηκε και καθώς έχουμε αναφέρει η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη.
Η επίδικη απόφαση του Διευθυντή συνάδει με την ορθότητα της διεξαχθείσας κτηματολογικής εργασίας που είχε ως έρεισμα τα εν χρήσει σχέδια τα οποία καθορίζουν τα πραγματικά σύνορα των τεμαχίων στα οποία αφορούσε η συνοριακή διαφορά. (Βλ. Ρωσσίδου ν. Κυπριανού κα (2002) 1(Γ) ΑΑΔ 1695 και Ε.Κ. Κατέκος Λτδ ν. Δ/ντή Τμημ. Κτηματ. & Χωρομετρίας κα (2003) 1 ΑΑΔ 256.) Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες οι οποίοι είχαν το βάρος απόδειξης ότι η απόφαση του Διευθυντή είναι λανθασμένη απέτυχαν να αποδείξουν με θετική μαρτυρία την εκδοχή τους. Θεωρούμε επίσης ότι δεν συντρέχει λόγος που μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου που κυρίως είχαν ως έρεισμα τα εν χρήσει σχέδια του Κτηματολογίου και τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων που κρίθηκε αξιόπιστη. Βλ. Πελεκάνου ν. Πελεκάνου κα (1995) 1 ΑΑΔ 912.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.
Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.
ΣΦ.