ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 2666

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 208/2010).

30 Νοεμβρίου, 2012

[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ,

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Δ.Δ.]

ΚΑΤ΄ ΕΦΕΣΗ ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΝ ΑΙΤΗΣΕΙ CERTIORARI ΥΠ΄ ΑΡ. 64/2010

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

                                                  ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. JESSE L. THE, ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΑ, 2.  SERGUEI SOLDATENKO, ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΑ ΚΑΙ 3. ACM CORP., ΑΠΟ ΝΗΣΟΥΣ ΚΕΥΜΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

                                                  ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ CERTIORARI ΜΕ ΑΡ. 64/10

                                                  ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ NAFTRAC LTD (ΑΡ. ΕΓΓΡΑΦ. 237984) ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

                                                  ΚΑΙ

 


ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΤΩΝ 1. JESSE L. THE, ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΑ, 2.  SERGUEI SOLDATENKO, ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΑ ΚΑΙ 3. ACM CORP., ΑΠΟ ΝΗΣΟΥΣ ΚΕΥΜΑΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗΣ/ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 1.7.2010 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΔ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ CERTIORARI ΜΕ ΑΡ. 64/10.

__________________________

 

Γρ. Λεοντίου με Μ. Μακρίδου (κα.), για τους Εφεσείοντες.

Γ. Παπαδόπουλος για Αλ. Μαρκίδη, Μ. Ηλιάδη και Ιεροθέου & Καμπέρη, για τον Εφεσίβλητο.

_________________________

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

__________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την υπό κρίση έφεση, ζητείται ο παραμερισμός απόφασης αδέλφου Δικαστή (ο πρωτοβάθμιος Δικαστής) η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια αίτησης για έκδοση εντάλματος  Certiorari προς ακύρωση διατάγματος ημερ. 20.5.10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δυνάμει του οποίου κατέστη απόλυτο το προσωρινό διάταγμα ημερ. 19.1.2010 που εκδόθηκε στα πλαίσια της Εταιρικής Αίτησης Αρ. 28/10.

Η αίτηση για Certiorari κρίθηκε βάσιμη και εκδόθηκε το σχετικό ένταλμα με το οποίο ακυρώθηκε το προαναφερόμενο διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 20.5.2010 με το οποίο κατέστη απόλυτο το προσωρινό διάταγμα. Ταυτόχρονα ο πρωτοβάθμιος Δικαστής όρισε επιστρεπτέο το παρεμπίπτον διάταγμα ενώπιον  του κατώτερου δικαστηρίου στις 7.7.2010 για να εμφανιστούν οι αιτητές-εφεσείοντες και να δείξουν λόγο γιατί να μη συνεχίσει η ισχύς του.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι το προσωρινό διάταγμα ημερ. 19.1.2010 ορίστηκε αρχικά επιστρεπτέο από το κατώτερο δικαστήριο για τις 28.1.2010 και ότι, δυνάμει ρητής αναφοράς, αυτό θα παρέμενε σε ισχύ «μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό τον άνω τίτλο και αριθμό Αίτησης».

 

Οι εφεσείοντες-αιτητές με την έφεσή τους εγείρουν ουσιαστικά δύο κύρια ζητήματα ήτοι,

 

 (α)  Ότι εσφαλμένα, κατά την προαναφερόμενη διαδικασία του εντάλματος Certiorari, ο πρωτοβάθμιος Δικαστής ακύρωσε μόνο την οριστικοποίηση του προαναφερόμενου μονομερούς διατάγματος, αλλά δεν ακύρωσε και την αρχική του έκδοσή του προσωρινού διατάγματος. 

 

(β)   Δεδομένου ότι σε δύο περιπτώσεις που η προαναφερόμενη εταιρική αίτηση ήταν ορισμένη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αυτό δεν ανανέωσε την ισχύ του παρεμπίπτοντος διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, το  παρεμπίπτον διάταγμα κατέστη άκυρο και άνευ ισχύος και επομένως και γι΄ αυτό το λόγο θα έπρεπε να είχε διαταχθεί η ακύρωσή του, εξ υπαρχής, με ένταλμα Certiorari.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι υπό τις περιστάσεις έπρεπε να είχε ακυρωθεί εξ αρχής το προσωρινό διάταγμα και ότι εσφαλμένα η ακύρωση, με το ένταλμα Certiorari, περιορίστηκε μόνο στο διάταγμα ημερ. 20.5.2010 με το οποίο κατέστη απόλυτο το προσωρινό διάταγμα ημερ. 19.1.2010.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις In Re Τράπεζα Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 1255,  In Re Τράπεζα Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 1523 καθώς και σε άλλες αποφάσεις στις οποίες αποφασίστηκε ότι η αναβίωση ενός διατάγματος, μετά την ακύρωση του, καταστρατηγεί το Νόμο.    

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτοβάθμια απόφαση, σύμφωνα με την οποία το παρεμπίπτον διάταγμα, που είχε εκδοθεί μονομερώς στις 19.1.10, θεωρήθηκε ότι  θα ίσχυε, μέχρι τελικής εκδικάσεως της αιτήσεως, επειδή έτσι αναγραφόταν στο διάταγμα, και παρόλο  που δεν ανανεώθηκε η ισχύς του, στις 22.3.10 και 13.4.10. Αναφορικά με τη μη ανανέωση της ισχύος του παρεμπίπτοντος διατάγματος, στις 22.3.10 και στις 13.4.10, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις Εργατίδης ν. Giorgalletos Enterprises Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 2015, In Re Ikaria Appartments (1995) 1 ΑΑΔ 1114,  In Re Χάρη Φεσσά (1990) 1 ΑΑΔ 704 και Acropol Shipping v. Rossis (1976) 1 CLR, 38.            

 

Με τους τρίτο και πέμπτο λόγους έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα κατέστησε το προσωρινό διάταγμα επιστρεπτέο στις 7.7.10, μετά που ακύρωσε την  οριστικοποίηση του που είχε γίνει στις 20.5.10.  Αυτό συνιστά υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σύμφωνα με τους εφεσείοντες. 

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η μη επιδίκαση εξόδων προς όφελος των εφεσειόντων-αιτητών, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 

 

Με την αντέφεση ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι υπήρξε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους των εφεσειόντων-αιτητών καθότι αυτοί, είχαν υποβάλει αίτηση για παραμερισμό του διατάγματος της επίδοσης της κυρίως αίτησης σ΄ αυτούς, ενώ ταυτόχρονα καταχώρησαν και την προαναφερόμενη αίτηση για Certiorari.  Αυτό θα έπρεπε να είχε οδηγήσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε απόρριψη της αίτησης τους για Certiorari.

 

Με το δεύτερο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος λέγει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα έπρεπε να απορρίψει την αίτηση για Certiorari παρόλη την ύπαρξη άλλων διαθέσιμων ένδικων μέσων.  Αναφέρεται, συναφώς, ο εφεσίβλητος, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις In Re Philippou (1986) 1 CLR 568 και In Re Hadjisoteriou (1986) 1 CLR 429.  

 

Με τον τρίτο λόγο αντέφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτοβάθμιας απόφασης να ακυρώσει την οριστικοποίηση του  προαναφερόμενου διατάγματος.  Κατά τον εφεσίβλητο δεν συνέτρεχε λόγος ακύρωσης της οριστικοποίησης. 

 

Με τον τέταρτο λόγο αντέφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτοβάθμιας απόφασης ως προς τη διαπίστωση ότι υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση εντάλματος Certiorari.

 

Με τον πέμπτο λόγο αντέφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου Δικαστή ότι δεν υπήρξε απόκρυψη στοιχείων και/ή παραπλάνηση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου από τους εφεσείοντες-αιτητές.  Κατά τον εφεσίβλητο, οι αιτητές είχαν αποκρύψει από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ουσιώδη γεγονότα όπως ότι το παρεμπίπτον διάταγμα θα παρέμενε σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αιτήσεως και το γεγονός ότι αυτοί (οι αιτητές-εφεσείοντες) είχαν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, υπό διαμαρτυρία, στην  προαναφερόμενη εταιρική αίτηση. 

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξετάζοντας την προαναφερόμενη αίτηση έκαμε τις εξής διαπιστώσεις:   

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στα πλαίσια της προαναφερόμενης εταιρικής αίτησης εξέδωσε παρεμπίπτον διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων στις 19.1.10.  Το όρισε επιστρεπτέο αρχικά στις 28.1.10, με σκοπό την επίδοση του.  Στο παρεμπίπτον διάταγμα αναγραφόταν, μεταξύ άλλων, ότι αυτό θα ίσχυε «μέχρι την τελική εκδίκαση» της (κυρίως) αίτησης. Η κυρίως αίτηση, για την οποία εκδόθηκε διάταγμα σφράγισης και επίδοσης στο εξωτερικό, αναβαλλόταν σε διάφορες ημερομηνίες για επίδοση.  Το παρεμπίπτον διάταγμα κατέστη απόλυτο στις 28.1.10 αναφορικά με κάποια τρίτη εταιρεία (μη διάδικο στην παρούσα διαδικασία) στην οποία είχε γίνει επίδοση του διατάγματος και δεν εμφανίστηκε.  Για τους υπόλοιπους ενδιαφερομένους, δηλαδή τους εφεσείοντες, το παρεμπίπτον διάταγμα που δεν είχε επιδοθεί στις 28.1.10 αναβλήθηκε για επίδοση στις 18.2.10, με διαταγή όπως αυτό παραμείνει σε ισχύ μέχρι τότε.  Από τις 18.2.10 το  παρεμπίπτον διάταγμα αναβλήθηκε και πάλι για επίδοση στις 22.3.10, με διαταγή επίσης όπως στο μεταξύ παραμείνει σε ισχύ.  Στις 22.3.10 το Επαρχιακό Δικαστήριο, επιλήφθηκε της κυρίως αιτήσεως, αλλά προφανώς παρέλειψε να επιληφθεί και του παρεμπίπτοντος διατάγματος.  Ανέβαλε την κυρίως αίτηση για επίδοση στις 13.4.10, αλλά δεν ανέφερε οτιδήποτε για το παρεμπίπτον διάταγμα.  Στις 13.4.10 το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε και πάλι μόνο της κυρίως αιτήσεως, την οποία ανέβαλε στις 20.5.10, χωρίς να επιληφθεί του προσωρινού διατάγματος ή να πει οτιδήποτε γι΄ αυτό. 

 

Στις 10.5.10, 12.5.10 και 19.5.10 έγινε επίδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος στους τρεις εφεσείοντες.  Την επόμενη μέρα, στις 20.5.10, που ήταν ορισμένη η κυρίως αίτηση για επίδοση, ζητήθηκε και το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα για οριστικοποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος αναφορικά με τους τρεις εφεσείοντες στους οποίους είχε γίνει επίδοση του διατάγματος.

 

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης αναφορικά με την οριστικοποίηση του προαναφερόμενου διατάγματος εφόσον το διάταγμα που επιδόθηκε στους εφεσείοντες, στις προαναφερόμενες ημερομηνίες του Μαίου του 2010, ανέγραφε ως ημερομηνία που το διάταγμα ήταν επιστρεπτέο τις 28.1.10, στερώντας τους, έτσι, την ευκαιρία να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να ακουστούν, κατά παράβαση και του άρθρου 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, αλλά και του σχετικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, «audi alteram partem».   

 

Αναφορικά με το ζήτημα της μη ανανέωσης της ισχύος του παρεμπίπτοντος διατάγματος, κατά τις εμφανίσεις ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου στις 22.3.10 και 13.4.10, κατά τις οποίες το δικαστήριο επιλήφθηκε της κυρίως αιτήσεως, ο πρωτοβάθμιος δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι αυτό δεν παραβίαζε οποιοδήποτε κανόνα, δεδομένου ότι στο διάταγμα αναγραφόταν ότι αυτό θα ίσχυε, μέχρι την εκδίκαση της αίτησης ή νεότερη διαταγή του δικαστηρίου.  Θεώρησε δηλαδή ότι υπήρχαν ικανοποιητικοί λόγοι για ακύρωση της οριστικοποίησης του διατάγματος αλλά όχι και για την αρχική, μονομερή του έκδοση στις 19.1.10.  Όπως χαρακτηριστικά είπε, ο αδελφός Δικαστής, δεν θα προχωρούσε στην ακύρωση του αρχικώς εκδοθέντος παρεμπίπτοντος διατάγματος:  (α)  επειδή κάτι τέτοιο δεν ζητείτο ως θεραπεία στην αίτηση των εφεσειόντων για Certiorari, (β)  επειδή δεν είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε παρανομία κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος, (γ) επειδή η μη ανανέωση της ισχύος του στις προαναφερόμενες ημερομηνίες δεν ήταν μοιραία, ενόψει του λεκτικού ότι αυτό θα παρέμενε σε ισχύ «μέχρι τελικής εκδίκασης» της αίτησης και (δ)  επειδή οι αιτητές-εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι «πλην της στέρησης του δικαιώματος να ακουστούν» έχουν υποστεί οποιαδήποτε άλλη ζημιά ως αποτέλεσμα της πιο πάνω παράλειψης. 

 

Αναφορικά με τις θέσεις του καθ΄ ου η αίτηση-εφεσίβλητου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είπε ότι δεν διαπίστωσε ότι έχουν αποκρυβεί ουσιαστικά γεγονότα, δεν διαπίστωσε κατάχρηση της διαδικασίας με την καταχώρηση αίτησης για παραμερισμό της επίδοσης της κυρίως αίτησης και την ταυτόχρονη καταχώρηση αίτησης για Certiorari, δεν διαπίστωσε ότι οι αιτητές είχαν διαθέσιμο άλλο ένδικο μέσο αλλά και αν είχαν τέτοιο μέσο θεώρησε ότι το μέσο της αίτησης για Certiorari ήταν το πιο πρόσφορο και επομένως ήταν δικαιολογημένο.         

 

Τα γεγονότα όπως έχουν ήδη εκτεθεί αποκαλύπτουν ότι το προσωρινό διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς στις 19.1.2010 ορίστηκε αρχικά επιστρεπτέο στις 28.1.2010. Από τότε ανανεώθηκε η ισχύς του ακόμη δύο φορές ήτοι στις 18.2.2010 και εν συνεχεία στις 22.3.2010 για σκοπούς επίδοσης. Από τις 22.3.2010 και μετέπειτα μέχρι τις 20.5.2010 που αυτό κατέστη απόλυτο, το Επαρχιακό Δικαστήριο ουδέποτε επελήφθη του προσωρινού διατάγματος. Σαφώς πρόκειται για παράλειψη οφειλόμενη σε αβλεψία είτε του δικαστηρίου είτε του δικηγόρου του εφεσίβλητου ο οποίος προφανώς παρέλειψε να ζητήσει από το δικαστήριο, ως είχε καθήκον, να επιληφθεί εκ νέου του θέματος. Η ισχύς του προσωρινού διατάγματος μοιραία εξέπνευσε στις 22.3.2010 εφόσον έτσι είχε οριστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο κατά την προηγούμενη δικάσιμο στις 18.2.2010. Κανένα προσωρινό διάταγμα δεν μπορεί να διατηρείται σε ισχύ πέραν της ημερομηνίας που αυτό ορίζεται επιστρεπτέο, εκτός αν ανανεωθεί πριν ή κατά την εκπνοή του. Σε αντίθετη περίπτωση, το δικαίωμα του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα να εμφανιστεί στο δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία για να ενστεί κατά της διατήρησης κλπ του προσωρινού διατάγματος δεν θα είχε κανένα νόημα.

Στην υπό κρίση υπόθεση το Επαρχιακό Δικαστήριο κατέστησε οριστικό ένα προσωρινό διάταγμα του οποίου η ισχύς είχε εκπνεύσει προτού επιδοθεί στους εφεσείοντες. Όταν τούτο τελικά επιδόθηκε το Μάϊο 2010, εμφανιζόταν σ΄ αυτό η ημερομηνία (28.1.2010) που αρχικά ορίστηκε για επίδοση-επιστρεπτέο. Ορθά λοιπόν ακυρώθηκε με το επίδικο ένταλμα Certiorari η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία το προσωρινό διάταγμα κατέστη απόλυτο. Ωστόσο,  θεωρούμε ότι λανθασμένα ο πρωτοβάθμιος Δικαστής αποφάσισε να ορίσει εκ νέου ως επιστρεπτέο ένα προσωρινό διάταγμα το οποίο, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, έπαυσε να έχει οποιαδήποτε ισχύ, αναβιώντας τούτο εξ υπαρχής. Ενόψει των πιο πάνω θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση κάθε άλλης εισήγησης που προώθησαν οι εφεσείοντες στα πλαίσια της έφεσης.

 

Όσον αφορά την αντέφεση, θεωρούμε ότι αυτή δεν ευσταθεί.  Η αίτηση για παραμερισμό της επίδοσης της κυρίως αίτησης (της εταιρικής) και η αίτηση για Certiorari δεν είχαν τον ίδιο σκοπό.  Με το Certiorari ζητείτο η ακύρωση του, μονομερώς εκδοθέντος και οριστικοποιηθέντος παρεμπίπτοντος διατάγματος.  Επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους των αιτητών-εφεσειόντων.  Είναι γεγονός ότι οι αιτητές-εφεσείοντες θα μπορούσαν να ζητήσουν την ακύρωση του παρεμπίπτοντως διατάγματος με αίτηση δια κλήσεως δυνάμει της Δ.48 (8) (4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το  πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όμως, έκρινε ότι υπήρχαν ειδικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση Certiorari και αυτές ήταν, ουσιαστικά, η υπέρβαση της εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η καταστρατήγηση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης.  Συμφωνούμε με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς αυτό το ζήτημα.

 

Αναφορικά με την κατ΄ ισχυρισμό μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων, συμφωνούμε με το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι τα ουσιώδη γεγονότα βρίσκονταν ενώπιον του.  Το μονομερώς εκδοθέν παρεμπίπτον διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου και η ακριβής φρασεολογία του βρίσκονταν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.  Το σημείωμα εμφάνισης, υπό διαμαρτυρία, που είχαν καταχωρήσει οι εφεσείοντες στην εταιρική αίτηση δεν θεωρούμε ότι ήταν, τέτοιο ουσιώδες γεγονός, η μη αποκάλυψη του οποίου θα δικαιολογούσε την απόρριψη της αίτησης των εφεσειόντων για Certiorari. 

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και εκδίδεται νέο διάταγμα με το οποίο το παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο στην προαναφερόμενη εταιρική αίτηση, στις 19.1.10, ακυρώνεται εξ υπαρχής.  

 

Η αντέφεση απορρίπτεται. 

 

Έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή.   

 

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

                                                        Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο