ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2563
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 168/2012)
22 Νοεμβρίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]
ΕΞ ΠΑΡΤΕ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΔΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΜΟΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΥΖΑΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ ΑΠΑΙΤΗΤΩΝ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΠΩΛΗΤΗΡΙΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΩΣ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 2/08/2012 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΗΜΕΡ. 4/5/2012, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΟΜΕΝΟΥ ΣΥΜΦΩΝΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ 1883, Θ.59, Κ.3(2) (ORDER 59, R.3(2))
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ:
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΩΣ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ, ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΚΟΚΚΙΝΟΜΟΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΥΖΑΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ
M. Αγγελίδου (κα) με Α. Γεωργίου για Μ. Γεωργίου, για τον Αιτητή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής ζητά άδεια για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας να επιτρέψει την καταχώρηση πωλητηρίων εγγράφων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3 του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν. 81(Ι)/2011) ο οποίος αντικατέστησε το Κεφ. 232.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, στις 30.1.2012 ο Αιτητής, ο οποίος είναι πληρεξούσιος αντιπρόσωπος τριών προσώπων, προσήλθε στο Κτηματολόγιο στις 12.23 μμ, για κατάθεση πωλητηρίου εγγράφου, η οποία δεν έγινε δεχτή, καθότι, όπως ισχυρίστηκαν οι αρμόδιοι λειτουργοί, είχε παρέλθει ο χρόνος κατάθεσης του εγγράφου. Την επόμενη μέρα, ο Αιτητής προσήλθε εκ νέου στο Κτηματολόγιο για να επιχειρήσει εκ νέου την κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου. Και πάλιν δεν του επετράπη η κατάθεση, καθότι δεν τηρούσε τις πρόνοιες του Νόμου. Την ίδια ημέρα, ο Αιτητής, απέστειλε επιστολή στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας, ζητώντας την κατάθεση του εγγράφου. Στις 29.3.2012 έλαβε αρνητική απάντηση. Σημειώνω ότι ο Αιτητής δεν επισυνάπτει στην αίτηση του αντίγραφο της συγκεκριμένης επιστολής.
Στις 4.5.2012 ο Αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή. Η απορριπτική απάντηση, δόθηκε με επιστολή του Γενικού Διευθυντή, ημερ. 2.8.2012. Σ' αυτή αναφέρεται ότι:-
«Σύμφωνα με σχετική έρευνα που έχει διεξαχθεί από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, παρόλο που ο κ. Χαραλαμπίδης όντως βρισκόταν εντός του κτιρίου του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας στις 30.1.2012 και ώρα 12:23, όταν προσήλθε για την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων στον πάγκο υποδοχής, ο χρόνος παραλαβής εγγράφων από το κοινό είχε παρέλθει.
2. Αναφορικά με την απόφαση και τους λόγους να αποδεκτεί ή όχι τα πωλητήρια έγγραφα που παρουσιάστηκαν την επόμενη μέρα, 31.1.2012, καθώς και τα δικαιώματα των επηρεαζομένων, σχετικές είναι οι προς αυτούς επιστολές της υπεύθυνης του Κλάδου Αναγκαστικών Πωλήσεων και Επιβαρύνσεων στο εν λόγω Γραφείο, κας Λουίζας Μαλαή, ημερομηνίας 29.3.2012, αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονταν στις επιστολές σας.
3. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τις 6.4.2012 έχει δοθεί νέα προθεσμία για την κατάθεση παλαιών πωλητηρίων εγγράφων (τα οποία παραμένουν σε ισχύ αλλά συνομολογήθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου αρ. 32(Ι)/2012) στο Κτηματολόγιο, μέχρι τις 5.10.2012. Ως εκ τούτου, ο κ. Χαραλαμπίδης έχει το δικαίωμα, εάν το επιθυμεί, να προσέλθει εκ νέου στο εν λόγω Γραφείο για την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων, νοουμένου ότι έχουν γίνει οι απαραίτητες διορθώσεις που του έχουν υποδειχθεί από την αρμόδια Κτηματολογικό Λειτουργό.»
Όπως του υποδεικνυόταν, ο Αιτητής επισκέφθηκε εκ νέου το Κτηματολόγιο και ζήτησε την κατάθεση 4 πωλητηρίων εγγράφων. Ο αρμόδιος λειτουργός του Κτηματολογίου, αρνήθηκε και πάλιν να επιτρέψει την κατάθεση. Τότε ο Αιτητής επισκέφθηκε το Διευθυντή του Κτηματολογίου, ο οποίος του δήλωσε ότι δεν είχε χρόνο να επιθεωρήσει και τα 4 συμβόλαια, ζήτησε όμως να του δοθεί ένα για να το ελέγξει. Ο Αιτητής επέλεξε το πωλητήριο έγγραφο που αφορούσε το Σολωμή Χαραλαμπίδη και την Έλενα Προχόροβα και ο Διευθυντής, αφού το εξέτασε, έδωσε οδηγίες να κατατεθεί.
Χωρίς να παραθέτει άλλα γεγονότα ή έγγραφα, ο Αιτητής ισχυρίζεται αόριστα ότι η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου να μην επιτρέψει την κατάθεση και των υπόλοιπων πωλητηρίων εγγράφων των προσώπων που αντιπροσώπευε, αντιβαίνει το άρθρο 3 του Νόμου 81(Ι)/2011. Επίσης, ότι το Κτηματολόγιο δεν έχει διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την καταχώρηση των πωλητηρίων εγγράφων. Περαιτέρω, ο δικηγόρος του Αιτητή υπέβαλε ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, είναι προϊόν πλάνης και είναι αναιτιολόγητη. Τέλος, εισηγήθηκε ότι θα πρέπει να δοθεί η αιτούμενη άδεια, καθότι το θέμα αφορά στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου.
Κατ' αρχάς, για να παραχωρηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, θα πρέπει να καταδειχθεί από τον Αιτητή ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο ζήτημα. Κατά κανόνα, δεν χορηγείται άδεια στις περιπτώσεις που διαφαίνεται ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός αν αποδειχθεί ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που καθιστούν αναγκαία την παρέκκλιση από τον κανόνα (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535, Re Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Re Μεστάνα (2000) 1(Γ) ΑΑΔ 1469, Re Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) AAΔ 1965).
Συγκεκριμένα, το προνομιακό ένταλμα Mandamus εκδίδεται για να διαταχθούν κατώτερα δικαστήρια να ασκήσουν συγκεκριμένη εξουσία της αρμοδιότητάς τους. Το ένταλμα μπορεί επίσης να εκδοθεί και εναντίον διοικητικής αρχής για να υποχρεωθεί να εκτελέσει δημόσιο καθήκον που επιβάλλεται από νόμο, το οποίο αρνείται να εκτελέσει (βλ. Σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα του Π. Αρτέμη, 1η Έκδοση (2004), σελ. 248-254).
Δεν υπάρχει δικαιοδοσία στην έκδοση προνομιακού εντάλματος για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν κατ' αποκλειστικότητα στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού δικαίου και όχι δημοσίου (βλ. Re Χλόη Κυριακίδου (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1459). Σε τέτοια περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να αποδείξει ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εφαρμογή του Νόμου. Το γενικό ενδιαφέρον που μπορεί ένας να έχει στην εκτέλεση νομικού καθήκοντος, δεν του παρέχει αυτόματα locus standi (βλ. Re BNK East Μed Limited (1997) 1 AAΔ 1302).
Ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε, με αναφορά στη Re Moschatos (1985) 1 CLR 381, ότι η άρνηση του Κτηματολογίου δεν αφορά σε θέμα δημόσιου δικαίου, αλλά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και ότι εν πάση περιπτώσει, έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και δεν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο.
Όπως τονίστηκε στη Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 ΑΑΔ 218, ο διαχωρισμός του δημοσίου με το ιδιωτικό δίκαιο δεν είναι πάντα εύκολος. «Η εγγενής φύση της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου, αποτελεί το βασικό κριτήριο για οριοθέτηση των αντίστοιχων τομέων». Νομολογιακά, προκύπτει ότι η φύση και ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης είναι πιο καθοριστικός, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Όπως αναφέρθηκε στη Ζέμπασιης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 136/2007, ημερ. 20.7.2010, «αν με την πράξη που εκδίδει διοικητικό όργανο επιδιώκεται πρωταρχικά η εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου, και μπορεί να προσβληθεί βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.» (βλ. επίσης Hellenic Bank Ltd v. Republic (1986) 3 CLR 481).
Για σκοπούς εξέτασης της παρούσας αίτησης, θεωρώ, με βάση τη νομολογία που παράθεσε ο δικηγόρος του Αιτητή, ότι η άρνηση καταχώρησης πωλητηρίου εγγράφου εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, αφού αφορά άμεσα τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών στη σύμβαση. Το δημόσιο συμφέρον μόνο έμμεσα ενδεχομένως να εμπλέκεται. Απόλυτα σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση Antoniou v. The Republic (1984) 3 CLR 623 στην οποία ο Πικής, Δ, όπως ήταν τότε, τόνισε το κυρίαρχο συμφέρον των συμβαλλομένων μερών:-
«The definition and adjustment of property rights of citizens is par excellence a matter of private law. It concerns the rights of citizens as defined by the general law. The intervention of the administration in their adjustment is rarely necessary and then only principally for the purpose of ascertaining the facts; otherwise no power vests in the administration to determine such rights. The definition of such rights is in no way dependent on the exercise of discretionary powers by the administration. Once the facts are established, the duty of the Department of Lands and Surveys is to give effect to the law.
The ascertainment of the rights of citizens to immovable property is primarily of interest to the parties immediately affected thereby. The public has but it remote interest in the matter.»
Στην υπόθεση Machlouzarides v. The Republic (1985) 3(D) CLR 2342 το Κτηματολόγιο ακύρωσε την κατάθεση συμφωνίας δυνάμει του Κεφ. 232 που ίσχυε τότε. Η Ολομέλεια έκρινε ότι το θέμα ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Στην υπόθεση Photiades v. The Republic (1988) 3 CLR 2084 η Ολομέλεια υπέδειξε ότι σε περίπτωση όπου υπάρχει Μητρώο για την καταχώρηση ή εγγραφή ιδιωτικών δικαιωμάτων των μερών, π.χ. συνεταιρισμού, συνήθως όταν εγείρεται διαφορά με τη διοίκηση, αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 729 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3(Γ) ΑΑΔ 1997 σε σχέση με άρνηση του Εφόρου Εταιρειών να εγγράψει επιβάρυνση επί των περιουσιακών στοιχείων εταιρείας. Κρίθηκε ότι η ενέργεια του Εφόρου ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, καθότι ενδιέφερε μόνο το μέρη, τα συμφέροντα των οποίων επηρεάζονταν.
Κατά την κρίση μου, τα ίδια ισχύουν κατ' αναλογία και στην περίπτωση κατάθεσης πωλητηρίων εγγράφων στο Κτηματολόγιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η άρνηση του Διευθυντή του Κτηματολογίου εμπίπτει σαφώς στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου, καθότι επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα των συμβαλλομένων μερών, ενώ το δημόσιο συμφέρον παρεμπιπτόντως εμπλέκεται στο όλο θέμα. Άμεσα σχετική είναι η υπόθεση Κοννή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1855/2006, ημερ. 27.8.2009, στην οποία ο Φωτίου, Δ., ακολούθησε παρόμοια γραμμή.
Παρά το γεγονός ότι το δικαιοδοτικό θέμα δεν αποτελεί κώλυμα για εξέταση της ουσίας της αίτησης, εντούτοις αυτή δεν μπορεί να εγκριθεί, καθότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη όλων των στοιχείων που αφορούν στο υπό εξέταση ζήτημα. Ο Αιτητής είχε υποχρέωση να αποκαλύψει όλες τις λεπτομέρειες και να επισυνάψει όλα τα έγγραφα που σχετίζονταν με το θέμα για το οποίο απευθυνόταν στο δικαστήριο. Ενώ αναφέρει στην Έκθεση Γεγονότων ότι την 31.1.2012 το Κτηματολόγιο αρνήθηκε την κατάθεση των εγγράφων καθότι αυτά δεν τηρούσαν τις πρόνοιες του Νόμου, αποφεύγει να παραθέσει τους συγκεκριμένους λόγους που έδωσε το Κτηματολόγιο για τη μη κατάθεση των εγγράφων. Πέραν τούτου, αναφέρει ότι την 31.1.2012 απέστειλε επιστολή στο Διευθυντή του Κτηματολογίου για το θέμα. Όμως δεν επισυνάπτει τη σχετική επιστολή. Ο Διευθυντής του απάντησε με επιστολή ημερ. 29.3.2012. Ούτε αυτή η επιστολή επισυνάπτεται. Ακολούθησε η ιεραρχική προσφυγή του. Δεν επισυνάπτεται οτιδήποτε σε σχέση με αυτή, ώστε να αντιληφθεί το Δικαστήριο τους λόγους που οδήγησαν στη μη αποδοχή των πωλητηρίων εγγράφων για κατάθεση. Το μόνο έγγραφο που επισυνάπτεται, είναι η επιστολή του Διευθυντή του Κτηματολογίου, ημερ. 2.8.2012. Εκεί ο Διευθυντής υποδεικνύει στον Αιτητή ότι δόθηκε νέα προθεσμία μέχρι 5.10.2012 για την κατάθεση παλαιών πωλητηρίων εγγράφων, εξηγώντας του παράλληλα ότι τα δικά του πωλητήρια έγγραφα μπορούν να κατατεθούν «νοουμένου ότι έχουν γίνει οι απαραίτητες διορθώσεις που έχουν υποδειχθεί από τον αρμόδιο Κτηματολογικό Λειτουργό». Παρά ταύτα, ο Αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε για το αν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις του Κτηματολογίου και αν ναι, πότε επιχειρήθηκε εκ νέου η κατάθεση των εγγράφων και αν αυτή ήταν μέσα στην προθεσμία της παράτασης της προθεσμίας της κατάθεσης ή όχι. Απ' ότι αναφέρει σε χειρόγραφη προσθήκη στην παράγραφο 7 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του, η επίσκεψη στο Διευθυντή του Κτηματολογίου έγινε στις 8.10.2012, δηλαδή όταν είχε παρέλθει ακόμη και η περίοδος της παράτασης.
Υπό τις περιστάσεις, υπάρχει κατά την άποψή μου ασάφεια ως προς τα βασικά γεγονότα που συνθέτουν την άρνηση του Κτηματολογίου να δεχθεί κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων. Εάν η άρνηση σχετίζεται με πρόνοιες του Νόμου, όφειλε ο Αιτητής να τις προσδιορίσει με ακρίβεια, μέσα στα πλαίσια της υποχρέωσης του να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Αν από την άλλη η άρνηση του Κτηματολογίου οφειλόταν στο ότι στις 8.10.2012, που επισκέφθηκε εκ νέου το Διευθυντή, είχε παρέλθει η περίοδος της παράτασης (βλ. άρθρο 16Α του Νόμου 81(Ι)/2011, όπως τροποποιήθηκε), τότε ο Αιτητής είχε άλλο ένδικο μέσο για να εξασφαλίσει παράταση, για την κατάθεση των πωλητηρίων εγγράφων. Το άρθρο 12 του Νόμου 81(Ι)/2011 παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια μετά από σχετική αίτηση να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «Δικαστήριο» σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία ή το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του.
Ο Αιτητής ο οποίος είχε το βάρος απόδειξης, απέτυχε να με πείσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας.
Η αίτηση απορρίπτεται.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.