ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 1 ΑΑΔ 2362
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡ0Υ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
ΑΓΩΓΗ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΡ. 24/2012
23 Οκτωβρίου 2012
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στής
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ANYLAND TRAVEL AGENCY, ΤΑΞΙΔΙΑ-ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ»
Ενάγοντες
και
1. NAFTOTRADE SHIPPING & COMMERCIAL SA
2. Tου πλοίου «QUANT CEMENT IV» υπό σημαία Αγίου Βικέντιου Γρεναδίνων και τώρα στο λιμάνι του Βασιλικού
Εναγομένων
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 23.10.12
ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ
Για τους ενάγοντες-αιτητές κ. Κ. Ερωτοκρίτου για Κ.Π. Ερωτοκρίτου & Σια ΔΕΠΕ
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ex tempore)
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Με αγωγή που οι ενάγοντες καταχώρησαν σήμερα αξιούν από τους εναγομένους 1 (στο εξής «η εταιρεία») και από το εναγόμενο πλοίο το ποσό των €7.770
«ως οφειλόμενο υπόλοιπο για παρασχεθείσες υπηρεσίες και/ή αγαθά και/ή εισιτηρίων που παρέσχον στο πλήρωμα και/ή σε μέλη του πληρώματος του Εναγόμενου 2 πλοίου το οποίο κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν και/ή είναι υπό την διαχείριση και/ή τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο και/ή υπό την κυριότητα των Εναγομένων 2, κατόπιν εντολών και/ή οδηγιών των Εναγομένων 2 και/ή των υπηρετών και/ή των αντιπροσώπων αυτών».
Την καταχώρηση του κλητηρίου εντάλματος ακολούθησε η καταχώρηση της υπό εξέταση μονομερούς αίτησης από τους ενάγοντες για την έκδοση διατάγματος σύλληψης του εναγόμενου πλοίου. Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγορικού υπαλλήλου στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων (στο εξής «η αρχική ένορκη δήλωση»), ενώ καταχωρήθηκε αργότερα, εντός της ημέρας, συμπληρωματική ένορκη δήλωση άλλου δικηγορικού υπαλλήλου στο ίδιο γραφείο, προς περαιτέρω υποστήριξη της αίτησης.
Σύμφωνα με την αρχική ένορκη δήλωση οι ενάγοντες δραστηριοποιούνται στην πρακτόρευση και έκδοση εισιτηρίων κανονίζοντας διαδικασίες για την έκδοση των θεωρήσεων εισόδου του πληρώματος των ναυτιλιακών εταιρειών και συντονίζοντας τις υπηρεσίες μετακινήσεών τους. Οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους και προς την εναγόμενη εταιρεία για εκδόσεις εισιτηρίων οι οποίες παρασχέθηκαν για το πλήρωμα του εναγόμενου πλοίου. Για τις υπηρεσίες τους εκδόθηκαν και εστάλησαν στην εναγόμενη εταιρεία σχετικές αποδείξεις πώλησης εισιτηρίων τις οποίες η τελευταία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα, ενώ ενέκρινε τις υπηρεσίες που περιγράφονται σ' αυτές. Η αξίωση των εναγόντων αφορά οφειλόμενο υπόλοιπο για πώληση εισιτηρίων και/ή για παρασχεθείσες υπηρεσίες που παρέσχον στο πλήρωμα και/ή σε μέλη του πληρώματος του πλοίου κατόπιν εντολής της εναγόμενης εταιρείας και το οποίο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων προς την εταιρεία, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να παραμένει απλήρωτο. Με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιβεβαιώνεται ότι οι ενάγοντες είναι «ταξιδιωτικοί πράκτορες» του εναγόμενου πλοίου για λογαριασμό του οποίου εκδόθηκαν τα εν λόγω εισιτήρια.
Κατά την άσκηση της πρωτόδικης του δικαιοδοσίας ως Ναυτοδικείο, δυνάμει του άρθρου 19 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60) το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί τις εξουσίες «δια των οποίων περιεβάλλετο και τας οποίας ήσκει το Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης εν Αγγλία εν τη επί ναυτικών υποθέσεων δικαιοδοσία αυτού ευθύς αμέσως προς της ημέρας της Ανεξαρτησίας». Σχετικό είναι το άρθρο 1 του Administration of Justice Act του 1956 το οποίο καθορίζει λεπτομερώς τη ναυτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας κατά το χρόνο που ενδιαφέρει.
Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι η απαίτηση τους αφορά «πρακτόρευση» και ως τέτοια εμπίπτει στις πρόνοιες του εν λόγω άρθρου. Σχετική είναι η υποπαράγραφος (1)(p) η οποία προβλέπει:
«(p) any claim by a master, shipper, charterer or agent in respect of disbursements made οn account of a ship;»
Σε ελληνική μετάφραση:
«(p) Οποιαδήποτε απαίτηση από τον πλοίαρχο, τον φορτωτή, τον ναυλωτή ή αντιπρόσωπο σε σχέση με πληρωμές γενόμενες για λογαριασμό του πλοίου;»
Προσδίδοντας στον όρο ευρεία ερμηνεία, παρουσιάζεται ότι η απαίτηση των εναγόντων εμπίπτει στο άρθρο 1(1)(p)[1].
Το ζήτημα, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Για να ασκήσει το δικαστήριο τη δικαιοδοσία του in rem το αγώγιμο δικαίωμα των εναγόντων πρέπει να εμπίπτει και στις πρόνοιες του άρθρου 3 του ως άνω αγγλικού νομοθετήματος το οποίο, στο βαθμό που ενδιαφέρει για την παρούσα απόφαση, προβλέπει τα ακόλουθα:
«3. Mode of exercise of Admiralty jurisdiction.
(1) Subject to the provisions of the next following section, the Admiralty jurisdiction of the High Court, the Liverpool Court of Passage . may in all cases be invoked by an action in personam.
(2) The Admiralty jurisdiction of the High Court may in the cases mentioned in paragraphs (a) to (c) and (s) of subsection (1) of section one of this Act be invoked by an action in rem against the ship or property in question.
(3) In any case in which there is a maritime lien or other charge on any ship, aircraft or other property of the amount claimed, the Admiralty jurisdiction of the High Court, the Liverpool Court of Passage... may be invoked by an action in rem against that ship, aircraft or property.
3.—(4) In the case of any such claim as is mentioned in paragraphs (d) to (r) of sub-section (1) of section one of this Act, being a claim arising in connection with a ship, where the person who would be liable on the claim in an action in personam was, when the cause of action arose, the owner or charterer of, or in possession or in control of, the ship, the Admiralty jurisdiction of the High Court and (where there is such jurisdiction) the Admiralty jurisdiction of the Liverpool Court of Passage may (whether the claim gives rise to a maritime lien on the ship or not) be invoked by action in rem against—
(a) that ship, if at the time when the action is brought it is beneficially owned as respects all the shares therein by that person ; or
(b) any other ship which, at the time when the action is brought is beneficially owned as aforesaid.»
Ζήτησα από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόντων να υποδείξει ποια από τις πιο πάνω είναι η περίπτωση των εναγόντων. Ήταν η θέση του ότι το γεγονός και μόνο ότι πρόκειται για απαίτηση πράκτορα του πλοίου επιτρέπει στο δικαστήριο να ασκήσει τη δικαιοδοσία του in rem. Θέση, βέβαια, που δεν βρίσκει έρεισμα στο εν λόγω άρθρο.
Από το ενώπιόν μου υλικό είναι προφανές ότι η απαίτηση των εναγόντων δεν εμπίπτει στις παραγράφους «(a) to (c) και (s)» της υποπαραγράφου 1 του άρθρου 1 του Administration of Justice Act 1956. Δεν συγκαταλέγεται ούτε στις περιπτώσεις που αναγνωρίζεται ότι υπάρχει «maritime lien or other charge on a ship» (ναυτικό προνόμιο επίσχεσης ή άλλη επιβάρυνση), αφού ναυτικό προνόμιο επίσχεσης δημιουργείται, σύμφωνα με το Σύγγραμμα Admiralty Jurisdiction and Practice του Nigel Meeson σελ.71 στις περιπτώσεις που αφορούν:
«(i) damage done by ship;
(ii) salvage;
(iii) seamen's wages;
(iv) bottomry and respondentia
.......
(v) Master's wages and disbursements».
Σε ό,τι αφορά δε τον όρο «οther charge», χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στα όσα εκτίθενται στη σελίδα 73 του ιδίου Συγγράμματος και στις αποφάσεις που αναφέρονται εκεί, ιδιαίτερα στην υπόθεση The "St. Merriel" [1963] P. 247[2] όπου ο δικαστής Hewson καταλήγει ότι « 'Other charge' seems to me to have some meaning based upon other statutes dealing with merchant shipping», που δεν είναι η περίπτωσή μας. Ούτε, βεβαίως, προβάλλεται στις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την αίτηση ότι οι ενάγοντες έχουν «maritime lien» ή «other charge» επί του πλοίου.
Στρεφόμενη τώρα στις πρόνοιες του άρθρου 3(4), παρατηρώ ότι οι ενάγοντες, μέσω της αρχικής ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, προβάλλουν όχι μόνο κατά τρόπο διαζευκτικό αλλά και αόριστο ότι το εναγόμενο πλοίο «.κατά πάντα ουσιώδη χρόνο βρισκόταν και/ή βρίσκεται είτε υπό τη διαχείριση και τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο είτε υπό την κυριότητα των Εναγομένων 1». Ο εν λόγω ισχυρισμός πολύ απέχει από του να ικανοποιήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 3(4) του Νόμου για την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου εναντίον του εναγόμενου πλοίου, αφού όπως είναι διατυπωμένος ο ισχυρισμός δεν καταδεικνύεται η σχέση της εναγόμενης εταιρείας με το πλοίο κατά το χρόνο γέννησης του αγώγιμου δικαιώματος των εναγόντων - κατά πόσο δηλαδή ήταν «owner or charterer of, or in possession or in control of, the ship» - ούτε ότι κατά το χρόνο της καταχώρησης της αγωγής το πλοίο «is beneficially owned as respects all the shares therein by that person», δηλαδή από την εναγόμενη εταιρεία.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη της αίτησης υπό το φως των σχετικών νομοθετημάτων και νομολογίας, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι ενάγοντες έχουν αγώγιμο δικαίωμα πραγματοπαγές (in rem) εναντίον του πλοίου, δυνάμει του άρθρου 3 του Administration of Justice Act του 1956.
Συνακόλουθα, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται.
Π. Παναγή, Δ.
Μσιαμπαρτα
[1]Στην υπόθεση Bain Clarkson Ltd ν. The Owners of the Ship "Sea Friends", L.R. [1991] Vol. 2, p. 322 το Αγγλικό Εφετείο αποφάσισε, επικυρώνοντας την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή, ότι τα έξοδα τα οποία μπορεί να ανακτηθούν βάσει της παραγράφου (p) περιορίζονται σε έξοδα για τη λειτουργία του πλοίου.