ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2012) 1 ΑΑΔ 1966

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 134/2011)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2012

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

- και -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1.  ΑΝΔΡΕΑ ΗΣΑΪΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, 2. ΕΥΑΓΟΡΑ ΗΣΑΪΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΦΟ, ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

- και -

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΤΗΝ 7/9/2011 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ 17/2011 ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ THUNDERWORX LTD (PRIMETEL) (Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Α.Ε.Δ.)

 

__________

 

 

Ξ. Ξενοφώντος και Α. Αιμιλιανίδης, για τους Αιτητές.

Ε. Ζαχαριάδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας και Δ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,  για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

 

____________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές αξιώνουν ακύρωση του διατάγματος αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερομηνίας 7.9.2011, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην Αίτηση 17/2011.

 

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα δυνάμει του ΄Αρθρου 17 2Β (β) του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν.51(Ι)/2010, κάποια Κυριακή Πολεμίτου κατάγγειλε ότι άγνωστο πρόσωπο επενέβη παρανόμως στο λογαριασμό που διατηρούσε στη σελίδα κοινωνικής δικτύωσης (facebook), με αποτέλεσμα να της αλλάξει το όνομα του λογαριασμού, αλλά και τη φωτογραφία που διατηρούσε στη ρηθείσα σελίδα.

 

Η παραπονούμενη με τη βοήθεια φιλικού της προσώπου κατάφερε να επανακτήσει πρόσβαση στο λογαριασμό της και από τις ρυθμίσεις που παρέχει η υπηρεσία της συγκεκριμένης ιστοσελίδας πληροφορήθηκε ότι στο λογαριασμό της συνδέθηκε συσκευή μέσω συγκεκριμένης διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου γνωστής ως internet protocol address (ip address).

 

Η παραπονούμενη πληροφόρησε την αστυνομία για τη συγκεκριμένη διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου και η αστυνομία από εξετάσεις στις οποίες προέβη, κατέληξε ότι η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου ανήκε σε συγκεκριμένο παροχέα διαδικτυακών υπηρεσιών, την PrimeTel.  Κατέφυγε στο δικαστήριο και κατάφερε να εκδοθεί διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα με το οποίο διατάττετο ο παροχέας PrimeTel να αποκαλύψει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα τα οποία διατηρεί και αφορούσαν τον κάτοχο ή χρήστη του συγκεκριμένου ip address κατά τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα.

 

Στη συνέχεια ο αιτητής 2 συνελήφθη δυνάμει σχετικού εντάλματος έρευνας και σύλληψης, ύστερα από έρευνα στην οικία του αιτητή 1.  Ο αιτητής 2 είναι γιος του αιτητή 1.  Ακολούθως ο αιτητής 2 μεταφέρθηκε στη Λευκωσία όπου από την εκεί οικία του κατασχέθηκαν διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλα μέσα αποθήκευσης.

 

Στην παρούσα αίτηση προβάλλονται διάφοροι ισχυρισμοί.  Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι το δικαστήριο παρέβη το ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος και/ή υπερέβη το δικαιοδοτικό του πλαίσιο, υποπίπτοντας σε νομικό σφάλμα το οποίο είναι προφανές στο πρακτικό.  Ισχυρίζονται ότι παραβιάστηκαν οι προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος, ενώ το εκδοθέν διάταγμα βασίστηκε σε παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος και των άρθρων 3 (1) (α), (γ), (δ) και 16 (1) του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996.  Υποστηρίζουν ακόμα ότι αποκαλύφθηκε εσωτερικό περιεχόμενο επικοινωνίας κατά παράβαση του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος και του απόρρητου τηλεπικοινωνιών.  Επίσης ότι δεν στοιχειοθετούνται τα αδικήματα τα οποία αναφέρονταν ότι ήταν υπό διερεύνηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση στην ένστασή τους υποστηρίζουν ότι το διάταγμα εκδόθηκε νομοτύπως και σύμφωνα με τις πρόνοιες  του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007, οι οποίες συνάδουν με τις πρόνοιες της παραγράφου 2Γ του ΄Αρθρου 17 του Συντάγματος, όπως αυτό τροποποιήθηκε.

 

Το δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης του απορρήτου της αλληλογραφίας και πάσας άλλης επικοινωνίας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος, περιορίστηκε ύστερα από την τροποποίηση που έφερε ο Νόμος 51(Ι)/2010.  Μετά την τροποποίηση, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 17, επιτρέπεται επέμβαση στο δικαίωμα επικοινωνίας σε τρεις βασικά περιπτώσεις: (Α)  Σε πρόσωπα που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση. (Β)  ΄Υστερα από δικαστικό ένταλμα και όταν η επέμβαση αποτελεί μέτρο το οποίο είναι αναγκαίο για το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας, την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη συγκεκριμένων σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως είναι ο φόνος εκ προμελέτης, εμπορία ανηλίκων ή εμπορία ναρκωτικών κλπ και (Γ) ύστερα από δικαστικό ένταλμα για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδικήματος, για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέμβαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του χρήστη.

 

Η αίτηση για έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα έγινε βάσει του ΄Αρθρου 17.2Β του Συντάγματος και αξίωνε την αποκάλυψη συγκεκριμένης ip address σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα.

 

Είναι προφανές ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του ΄Αρθρου 17.2Β (β) όπως αναφέρεται στην αίτηση για έκδοση του διατάγματος.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε ότι η αναφορά έγινε εκ παραδρομής λόγω τυπογραφικού λάθους.  Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω ότι η αναφορά στο ΄Αρθρο 17.2Β (β) δεν έγινε μόνο στον τίτλο της αίτησης, αλλά και στο ίδιο το κείμενο.

 

Η πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα είναι εξαίρεση του κανόνα του σεβασμού του δικαιώματος της επικοινωνίας.  Και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με φειδώ, αλλά και με απόλυτο σεβασμό.  Δεν μπορώ να δεχτώ τη δικαιολογία ότι η αναφορά σε λανθασμένο άρθρο του Συντάγματος οφείλεται σε παραδρομή ή τυπογραφικό λάθος.  Η αστυνομία, η Νομική Υπηρεσία αλλά ακόμα και τα δικαστήρια, θα πρέπει να είναι διπλά προσεκτικοί όταν αναφέρονται ή όταν χειρίζονται θέματα παρόμοιας φύσης.

 

Τα πιο πάνω είναι αρκετός λόγος, κατά τη γνώμη μου, για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari και την ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος.  Παρά ταύτα, θα προχωρήσω και στην εξέταση της ουσίας.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι το ip address είναι ιδιωτικό τηλεπικοινωνιακό δεδομένο το οποίο θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί μόνο ύστερα από σχετικό δικαστικό ένταλμα.

 

Σε περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα δεν χωρεί οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια.  Όταν υπάρχει τέτοια παραβίαση το δικαστήριο οφείλει να απορρίψει μαρτυρία που αποτελεί προϊόν παραβίασης ενός τέτοιου δικαιώματος (Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33).

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με τον Χρίστο Μάτσια, Πολ. Αίτηση 65/2009 κ.α. ημερ. 1.2.2011 υπογραμμίστηκε ότι το περιεχόμενο τηλεπικοινωνιακής επικοινωνίας του οποίου η προσαγωγή ως μαρτυρία απαγορεύεται, περιλαμβάνει και τους αριθμούς κλήσεων. (Βλέπε ακόμα Δημοκρατία ν. Αεροπόρου κ.α. (1998) 2 Α.Α.Δ. 87 και  Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, όπου τονίστηκε ότι το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας της οποίας η προσαγωγή ως μαρτυρίας απαγορεύεται, περιλαμβάνει όχι μόνο το περιεχόμενο της τηλεφωνικής επικοινωνίας, αλλά και τα εξωτερικά γνωρίσματα των κλήσεων.).

 

Στην υπόθεση Σιάμισιης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 135/2008, ημερ. 21.7.2011, τονίστηκε ότι στις περιπτώσεις που το ΄Αρθρο 17, μετά την τροποποίησή του, επιτρέπει χαλάρωση ύστερα από δικαστικό διάταγμα και εφ΄ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις και ικανοποιούνται τα εχέγγυα, μπορεί να γίνει επέμβαση  και στα σχετικά με ηλεκτρονική επικοινωνία δεδομένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή και του χρήστη.  Στην ίδια περίπτωση τονίστηκε ότι η παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής της παραπονούμενης δεν δικαιολογεί ούτε νομιμοποιεί και την παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα κατά τη διερεύνηση και εκδίκαση της υπόθεσης εναντίον του.

 

Η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου (ip address) αποτελεί στοιχείο του απόρρητου της επικοινωνίας του χρήστη.  Συνιστά, πάντοτε σύμφωνα με την υπόθεση Σιάμισιης, ανωτέρω, και προσωπικό δεδομένο του κάθε χρήστη, εφ΄ όσον μέσω της διεύθυνσης αυτής, ύστερα από επεξεργασία της διεύθυνσης, μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητά του.

 

Το άρθρο 4 του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007, προβλέπει την έκδοση διατάγματος του δικαστηρίου με σκοπό την εξασφάλιση δεδομένων που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος.  Η αίτηση υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και το δικαστήριο έχει βέβαια τη διακριτική εξουσία να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα αν θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο.

 

Ο όρος «δεδομένα» όπως ερμηνεύεται στο άρθρο 2(1) του ίδιου Νόμου σημαίνει τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του χρήστη.  Στο άρθρο 6 γίνεται αναφορά στις κατηγορίες διατηρούμενων δεδομένων προσδιορισμού πηγής επικοινωνίας.  Ένα από τα δεδομένα είναι και η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου (ip address), καθώς και ο κωδικός ταυτότητας χρήστη ή ο αριθμός τηλεφώνου.

 

Η αστυνομία είχε λοιπόν, σύμφωνα με τα πιο πάνω, υποχρέωση, πριν προχωρήσει στη λήψη από την παραπονούμενη της διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου, να εξασφαλίσει προς τούτο σχετικό δικαστικό ένταλμα.  Δεν είναι αρκετό να ζητηθεί δικαστικό ένταλμα για ταυτοποίηση συγκεκριμένης διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου. Με την παροχή της διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου, χωρίς ένταλμα, ουσιαστικά παραβιάστηκαν τα δικαιώματα των αιτητών.

 

Δεν συμφωνώ με το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση ότι η διεύθυνση πρωτόκολλου διαδικτύου δεν συνιστά από μόνη της προσωπικό δεδομένο χρήστη, αφού ανήκει σε παροχέα υπηρεσιών διαδικτύου ο οποίος διανέμει τη συγκεκριμένη διεύθυνση σε πολλούς πελάτες.  Μόνο μετά την επεξεργασία της εν λόγω διεύθυνσης μπορεί να εξακριβωθεί η ταυτότητα του χρήστη που το χρησιμοποιούσε τη συγκεκριμένη στιγμή.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα προβλήθηκαν για πρώτη φορά στην αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση και συνεπώς δεν μπορώ να βασιστώ σ΄ αυτά αφού είναι γνωστή η αρχή ότι δεν είναι επιτρεπτή μαρτυρία μέσω αγόρευσης.

 

Όμως το γεγονός ότι σε διάφορες χρονικές περιόδους η διεύθυνση ανήκει σε άλλους, δεν βλέπω πως διαφοροποιεί τα πράγματα, εφ΄ όσον μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιος χρησιμοποιούσε τη διεύθυνση σε συγκεκριμένη στιγμή και κατά το χρόνο που ο συγκεκριμένος χρήστης χρησιμοποιεί τη διεύθυνση, αυτή συνιστά προσωπικό του δεδομένο.

 

Εν όψει των ανωτέρω είναι προφανές ότι η εξασφάλιση της διεύθυνσης πρωτοκόλλου διαδικτύου από την αστυνομία μέσω της παραπονούμενης, χωρίς προηγουμένως την έκδοση δικαστικού διατάγματος, παραβιάζει τα δικαιώματα των αιτητών σύμφωνα με το ΄Αρθρο 17 του Συντάγματος.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση γίνεται δεκτή και εκδίδεται ένταλμα certiorari με το οποίο ακυρώνεται το διάταγμα αποκάλυψης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ημερ. 7.9.2011, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, στην Αίτηση 17/2011, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο